Τοπία τουρισμού: μια κριτική παρουσίαση της ελληνικής συμμετοχής στη 14η biennale αρχιτεκτονικής της Βενετίας

1
Κάνοντας κλικ πάνω στην εικόνα κατεβαίνει το φυλλάδιο της έκθεσης σε .pdf

Γιώργος Παπαγκίκας

Με αφορμή τη λήξη της έκθεσης του ελληνικού περιπτέρου της 14ης biennale αρχιτεκτονικής της Βενετίας στη χώρα μας, το άρθρο θα επιχειρήσει μια προσέγγιση της ελληνικής συμμετοχής στη διοργάνωση. Η απόπειρα αυτή δε θα αναφερθεί στο υπόλοιπο σύνολο της biennale και δεν θα κάνει συγκρίσεις με άλλα εθνικά περίπτερα ούτε θα περιγράψει τον κατάλογό της· θα προβεί σε μια παρουσίαση και κριτική του θεάματος με το οποίο ήρθε σε επαφή το ευρύ ελληνικό κοινό, δηλαδή αποκλειστικά της έκθεσης όπως αυτή εμφανίσθηκε στο Μουσείο της Ακρόπολης.

Όπως οι περισσότεροι αρχιτέκτονες γνωρίζουν, κάθε δύο χρόνια η Βενετία γίνεται το κέντρο του παγκόσμιου αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος φιλοξενώντας το σημαντικότερο περιοδικό γεγονός στο συγκεκριμένο πεδίο, τη biennale αρχιτεκτονικής. Τους 6 μήνες λειτουργίας της, οι περίπου 200.000 επισκέπτες γίνονται θεατές μιας τεράστιας εκθεσιακής εγκατάστασης η οποία οργανώνεται σε τρία τμήματα. Εκτός από τις δύο μεγάλες ενιαίες εκθέσεις (η μία στην περιοχή του παλιού arsenale και η άλλη στην περιοχή των Giardini, δηλαδή των κήπων της πόλης) ο θεσμός περιλαμβάνει τις εθνικές συμμετοχές, οι περισσότερες εκ των οποίων παρουσιάζοντα στα εθνικά περίπτερα (τα οποία βρίσκονται και αυτά στην περιοχή των κήπων) και καλούνται κάθε φορά να διερευνήσουν ένα κοινό ερευνητικό ερώτημα.

Συνεχίστε την ανάγνωση του «Τοπία τουρισμού: μια κριτική παρουσίαση της ελληνικής συμμετοχής στη 14η biennale αρχιτεκτονικής της Βενετίας»

Georges Seurat – Un dimanche après-midi à l’ île de la Grande Jatte: Το έργο τέχνης ως αφετηρία για τη διερεύνηση του πολιτικού

Έμη_Seurat_00

Έμη Κίτσαλη

Το άρθρο που παρουσιάζεται εδώ αποτελεί εργασία που παρουσιάστηκε το Σεπτέμβριο του 2013 στο μεταπτυχιακό «Πολιτιστική Διαχείριση» του τμήματος Μέσων Επικοινωνίας και Πολιτισμού του Παντείου, στο μάθημα «Ιστορία της Τέχνης» με διδάσκουσα την Ε.Φουντουλάκη

Εισαγωγή

Ο Baudelaire στο δοκίμιο του «Ο ζωγράφος της σύγχρονης ζωής» έγραφε ότι η νεωτερικότητα είναι «το εφήμερο, το φευγαλέο, το τυχαίο, το ήμισυ της τέχνης, της οποίας το άλλο ήμισυ είναι το αιώνιο και αμετάβλητο»(1). Ο καλλιτέχνης για τον Baudelaire είναι κάποιος που μπορεί να επικεντρώσει το όραμά του στα συνηθισμένα θέματα της ζωής στην πόλη, που κατανοεί τις φευγαλέες ιδιότητές τους και εντούτοις καταφέρνει να αποσπά από την περαστική στιγμή όλα τα στοιχεία της αιωνιότητας τα οποία εμπεριέχει. Η θέση αυτή για τον ζωγράφο της σύγχρονης ζωής μοιάζει να ταιριάζει ιδιαίτερα στην περίπτωση του Georges Seurat, ο οποίος με τη φιλοδοξία του να εκμοντερνίσει την τέχνη με τη βοήθεια της επιστήμης «θα δημιουργούσε ένα νέο κλασικισμό και θα αναμόρφωνε τον ιμπρεσιονισμό, εξαλείφοντας το τυχαίο και το στιγμιαίο, διατηρώντας ταυτόχρονα τη ζωντάνια της ζωής σε υπολογισμένες φόρμες που ενσωμάτωναν διαρκή ιδεώδη»(2).

Μέσα από το έργο του Μια Κυριακή απόγευμα στο νησί La Grande Jatte (Un dimanche après-midi à l’Île de La Grande Jatte)(3), ο Seurat επικεντρώνει στα θέματα της ζωής στην πόλη και διερευνά τους τρόπους αναπαράστασης της νεωτερικής κοινωνίας και των συμπολιτών του, στο συγκείμενο της αναψυχής και του ελεύθερου χρόνου – που ήταν άλλωστε τότε το προνομιακό πεδίο του ιμπρεσιονισμού. Μέσα από αυτό όμως επιδιώκει να απεικονίσει τους συγχρόνους του με τρόπο που να τους διατηρεί στην αιωνιότητα, όπως έκανε ο Φειδίας με τους Αθηναίους στην Πομπή των Παναθηναίων(4). Η προσπάθεια του να εκφράσει με μία εικονογραφία με διαρκή χαρακτηριστικά τη νεωτερικότητα συνιστά – ανεξάρτητα από τη δική του ρητή επιδίωξη – ταυτόχρονα μια αισθητική απάντηση και έναν κοινωνικό και πολιτικό προβληματισμό. Σε περιόδους μετάβασης και έντονων κοινωνικών αλλαγών, όπως ήταν οι δεκαετίες του 1870 και 1880 για την παρισινή κοινωνία – μετά τον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο, την Κομμούνα αλλά και τον βίαιο “εκσυγχρονισμό” του αστικού χώρου που είχε προηγηθεί από τον Haussmann, την σταδιακή επικράτηση της οικονομίας της αγοράς και της κοινωνίας του θεάματος – τα έργα τέχνης αντικατοπτρίζουν, ηθελημένα ή μη, άμεσα ή έμμεσα, τις μεταβολές στις κοινωνικές αξίες. Μπορούν να αποτελέσουν, έτσι, προνομιακή αφετηρία για τη διερεύνηση του πολιτικού και τη συσχέτισή του με τις αισθητικές στρατηγικές. Συνεχίστε την ανάγνωση του «Georges Seurat – Un dimanche après-midi à l’ île de la Grande Jatte: Το έργο τέχνης ως αφετηρία για τη διερεύνηση του πολιτικού»

Η προκαταρκτική τάξη του Itten και το θεατρικό εργαστήρι του Schlemmer: ένα στιγμιότυπο της διχοτομίας του αισθητικού μοντερνισμού

Χριστίνα Πάλλιου

diplwmatiki_01
Oscar Schlemmer, The female dancer figurine, 1921

Το επιχείρημα στην παρούσα εργασία είναι ότι η σχολή του Bauhaus διαπερνάται από μια κεντρική αντίφαση, αυτή της διαπάλης μεταξύ, από τη μία, της ρομαντικής και από την άλλη, της ορθολογικής/εμπειρικής παράδοσης, δηλαδή του βασικού γνωσιοθεωρητικού διλήμματος του Διαφωτισμού πριν τον Kant. Μια διαπάλη η οποία, στο επίπεδο της καλλιτεχνικής δημιουργίας, σχηματοποιείται στο αν η τέχνη λογοδοτεί στους κανόνες που θέτει ο ίδιος ο καλλιτέχνης ή σε αντικειμενικούς νόμους. Η παραπάνω αντιπαράθεση δεν είναι η μοναδική που συναντάμε στη σχολή, ωστόσο αντανακλά δύο διακριτά στρατόπεδα σε ό,τι αφορά τη σχέση του καλλιτέχνη με την τέχνη, την τεχνολογία και την κοινωνική πρακτική, ενώ επίσης αποτυπώνει μια εγγενή διχοτομία του μοντερνισμού συνολικότερα. Παρότι τόσο το Bauhaus, όσο και ο μοντερνισμός, άφησαν τελικά την εντύπωση του θετικισμού και των αντικειμενικών νόμων, του ορθολογισμού και της συσχέτισης της καλλιτεχνικής παραγωγής με την κοινωνική της χρησιμότητα (πράγματα αρκετά διαφορετικά μεταξύ τους, ωστόσο λίγο  -πολύ από την ίδια πλευρά της προαναφερθείσας διχοτομίας), υπάρχει παράλληλα μια υποτελής ιστορία που μοιάζει να έχασε, τουλάχιστον με την εικόνα που έχουμε σήμερα. Η εμβληματική θέση της σχολής του Bauhaus στα καλλιτεχνικά κινήματα του μοντερνισμού σε συνδυασμό με την προϊστορία της παραπάνω διαμάχης στη Werkbund (μεταξύ Μουτέζιους και Βαν ντε Βέλντε), η οποία ακολουθεί την κατοπινή εξέλιξη του Bauhaus, δικαιολογούν την επιλογή της σχολής για τη μελέτη μιας τέτοιας αντιπαράθεσης. Στα παραπάνω έρχεται να προστεθεί η γερμανική καταγωγή της σχολής, μιας και στη Γερμανία αναπτύσσονται παράλληλα φιλοσοφικά ρεύματα που έρχονται αντιμέτωπα με αντίστοιχα ερωτήματα. Τη διχοτομία αυτή θα επιχειρήσω να την εντοπίσω και να την αναδείξω μέσα από δύο παραδείγματα που βρίσκονται στο κέντρο του εκπαιδευτικού προγράμματος της σχολής: την προπαρασκευαστική τάξη (Vorkurs) του Johannes Itten και το θεατρικό εργαστήρι του Oskar Schlemmer. Συνεχίστε την ανάγνωση του «Η προκαταρκτική τάξη του Itten και το θεατρικό εργαστήρι του Schlemmer: ένα στιγμιότυπο της διχοτομίας του αισθητικού μοντερνισμού»

Πόσο «μοντέρνα» είναι η σύγχρονη λόγια Ελληνική αρχιτεκτονική;

Ereynitiko spread full lowΓιώργος Παπαγκίκας

Είναι εμφανές – και τεκμηριώνεται και στην πλούσια εικονογράφηση του άρθρου – ότι η σύγχρονη αρχιτεκτονική παραγωγή αιχμής στην Ελλάδα (και όχι μόνο) διατυπώνεται σε μία μοντέρνα γλώσσα. Μπορούμε ίσως να φτάσουμε στο σημείο να μιλάμε για έναν «νεομοντερνισμό» σαν κυρίαρχη τάση σήμερα. Το ερώτημα που διατυπώνεται είναι τι σχέση έχει αυτός ο όψιμος μοντερνισμός με τις αρχές του μοντέρνου κινήματος που αποτέλεσε την πρωτοπορία στην αρχιτεκτονική των αρχών και των μέσων του εικοστού αιώνα. Εδώ, η απάντηση περνάει από μία ενδιαφέρουσα θεωρητική διερεύνηση του μοντερνισμού που αναδεικνύει μεταξύ άλλων τις δυσκολίες διατύπωσης ενός περιεκτικού ορισμού του μοντερνισμού που να χωράει όλες τις εκφάνσεις της έννοιας και μία αμφισβήτηση της κυρίαρχης αφήγησης που θέλει το μοντερνισμό μια ριζική τομή με την αρχιτεκτονική που προϋπήρξε και αυτή που ακολούθησε. Και καθώς η αίσθηση συμπίεσης του χώρου και του χρόνου που παράγει η σημερινή συνθήκη του καθεστώτος ευέλικτης συσσώρευσης απειλεί να καταστήσει κάθε συμβολισμό γρήγορα παρωχημένο και η πρόσβαση στις τεχνολογίες σχεδιασμού και κατασκευής που παράγουν την μορφολογικά εξεζητημένη σύγχρονη δυτική αρχιτεκτονική αιχμής είναι δύσκολη στο πλαίσιο του Ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, η επιστροφή στη μοντέρνα μορφολογία φαντάζει μονόδρομος. Το πρόθεμα «νέο-» στον μοντερνισμό τον καθιστά έναν ακόμη ιστορισμό σε αντίθεση με τις καταστατικές αρχές του. Το παρακάτω άρθρο αποτέλεσε ερευνητική εργασία που παρουσιάστηκε στην Αρχιτεκτονική Βόλου το Σεπτέμβρη του 2011 με επιβλέποντα καθηγητή το Ζήση Κοτιώνη.

Κατεβάστε εδώ την εργασία σε μορφή .pdf με περισσότερες εικόνες

Συνεχίστε την ανάγνωση του «Πόσο «μοντέρνα» είναι η σύγχρονη λόγια Ελληνική αρχιτεκτονική;»