Το φαινόμενο gentrification: ερμηνεία και ανάλυση

Άλκηστη Πρέπη

Το παρόν άρθρο επιχειρεί να προσεγγίσει το φαινόμενο του εξευγενισμού –του γνωστού gentrification–, μέσα από την ανάλυση των παραδειγμάτων τριών πόλεων, της Αθήνας, του Παρισιού και της Νέας Υόρκης. Από την ανάλυση αυτή εμφανίζονται τόσο οι ομοιότητες όσο και οι διαφορές στην διαδικασία του εξευγενισμού, ενός φαινομένου που, παρά τα κοινά χαρακτηριστικά που μπορεί να παρουσιάζει στις διάφορες περιοχές, στην κάθε περίπτωση ενσωματώνει και τις ιδιαιτερότητες του κάθε τόπου. Έτσι, ενώ και στα τρία παραδείγματα ο εξευγενισμός δείχνει να προωθεί παρόμοιες νέες χρήσεις που απευθύνονται στα μεσαία και ανώτερα κοινωνικο-οικονομικά στρώματα, παρατηρούμε διαφορές όσον αφορά στον χρόνο εμφάνισης του φαινομένου, στην έντασή του αλλά, κυρίως, στον βαθμό ολοκλήρωσής του και στον ρόλο που διαδραματίζει σε αυτό το ίδιο το κράτος. Το άρθρο αποτελεί μεταπτυχιακή εργασία στο ΔΠΜΣ Αρχιτεκτονική-Σχεδιασμός του Χώρου, Κατεύθυνση Β΄ Πολεοδομία Χωροταξία, με επιβλέποντες τους Αθ. Αραβαντινό και Μ. Μάρκου, και παρουσιάστηκε τον Μάρτιο του 2014. 

386051891_e1fd80dc5b_o

Το gentrification βρίσκεται, σήμερα, στο κέντρο πολλών συζητήσεων που έχουν να κάνουν με την ανάπλαση και τις μεταλλαγές των αστικών κέντρων, ως βασικό και εν εξελείξει στοιχείο της παραγωγής του αστικού χώρου. Αποτελεί αμφισβητούμενη έννοια, και, ενώ το μεγαλύτερο κομμάτι της βιβλιογραφίας αναπτύσσει τις αρνητικές επιπτώσεις του, υπάρχει και η άποψη ότι μέσω του gentrification, τα κέντρα πόλεων αναβιώνουν και επανεντάσσονται στο ζωντανό ιστό της πόλης. Ωστόσο, το ζήτημα δεν είναι να αναλυθεί το φαινόμενο με τους ηθικούς όρους του “καλού” και του “κακού”, παρά να μελετηθεί σε βάθος, με αντικειμενικό, επιστημονικό και κριτικό τρόπο. Κι αυτό, διότι η σημασία του στην παραγωγή αστικού χώρου είναι τέτοια, που το κάνει να σχετίζεται άμεσα με όλες τις κλίμακες του χώρου αυτού: από τον κάτοικο, στη γειτονιά, στην πόλη, στις δημοτικές αρχές αλλά ακόμα και στις κυβερνητικές πολιτικές που ακολουθούνται, σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο.

Η παρούσα εργασία έχει στόχο να θέσει κυρίως τις θεωρητικές βάσεις για την ανάλυση του φαινομένου, μέσα από τη βιβλιογραφία αλλά και μέσα από ορισμένα διεθνή παραδείγματα: το Harlem της Νέας Υόρκης, το 13ο διαμέρισμα του Παρισιού και, τέλος, το Μεταξουργείο της Αθήνας. Τα συγκεκριμένα παραδείγματα επιλέχθηκαν λόγω του ότι παρουσιάζουν σήμερα διαδικασίες gentrification, οι οποίες μεταλλάσσουν τόσο το οικιστικό και δομημένο περιβάλλον τους, αλλά κυρίως την κοινωνική τους σύνθεση. Το φαινόμενο, επομένως, του gentrification έχει πολλές όψεις, και μπορεί να αναλυθεί βάσει διαφορετικών αξόνων: του κοινωνικού, του πολιτικού, του πολεοδομικού, του οικονομικού κλπ.

Θεωρώντας πως η σημασία και το βάθος του φαινομένου αυτού είναι τέτοια, που μία μεταπτυχιακή εργασία εξαμήνου δεν μπορεί να τα καλύψει, επιλέξαμε να ασχοληθούμε κυρίως με την κλίμακα της πόλης και του ρόλου της κάθε γειτονιάς μέσα σε αυτήν, αλλά και με τις πολιτικές των αστικών αναπλάσεων που ακολουθούνται και διαμορφώνουν, σε κάθε παράδειγμα, ιδιαίτερες περιπτώσεις ενός γενικότερου φαινομένου.

Εισαγωγή

Μιά μέρα έφτανα στο Μάντσεστερ μ’ έναν απ’ αυτούς τους αστούς και συζητούσα μαζί του για την αξιοθρήνητη και άθλια οικοδόμηση, για την τρομακτική κατάσταση των εργατικών συνοικιών και δήλωνα ότι ποτέ μου δεν είχα ξαναδεί μιά τόσο κακοοικοδομημένη πόλη. Ο άνθρωπος μ’ άκουσε ήρεμα και, στη γωνιά του δρόμου, όπου μ’ άφησε, μου δήλωσε: “And yet, there is a great deal of money made here”. (Και παρ’ όλα αυτά, εδώ κερδίζουν κολοσσιαίες ποσότητες χρήματος. Εις το επανιδείν, Κύριε!). […] Όλες οι συνθήκες ζωής αξιολογούνται με το κριτήριο του κέρδους, και κάθε τι που δεν αποφέρει χρήμα είναι κάτι το ηλίθιο, το απραγματοποίητο, το ουτοπικό[1].

Αν και ο Engels αναφέρεται στη διαδικασία απόκτησης κέρδους μέσω της γαιοπροσόδου, από την εκμετάλλευση κατοικιών κακής ποιότητας που προορίζονται για την εργατική τάξη, σήμερα, το gentrification[2] εμφανίζεται σαν μία πρόταση κέρδους από την αξιοποίηση ακινήτων καλής ποιότητας, που απευθύνονται σε μεσαία και ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Ωστόσο, πολλές φορές, και λόγω της αποβιομηχάνισης των αστικών κέντρων, γίνεται μία εκ νέου εκμετάλλευση του ίδιου κτηριακού αποθέματος και γενικότερα του χώρου που παλαιότερα προοριζόταν για την εργατική τάξη, όμως, κάτω από διαφορετικούς όρους, ανεβάζοντας την ποιότητά του με την επιπλέον αξία που του προσδίδει η ιδιαίτερη ατμόσφαιρα της περιοχής. Το gentrification είναι η συνέπεια της συνεχούς μετακίνησης του κεφαλαίου στην αναζήτησή του για κέρδος, μετακίνηση που εγγράφεται στους αέναους κύκλους της αναβάθμισης / υποβάθμισης / επανα-αναβάθμισης, που τροφοδοτούν τη χωρική διάκριση[3].

Κάθε τόπος, όμως, εμφανίζει διαφορές ως προς την παραγωγή του αστικού χώρου, αλλά και των πολιτικών παρέμβασης σε αυτόν, με αποτέλεσμα το gentrification να διαφέρει από χώρα σε χώρα, από πόλη σε πόλη ή, ακόμη, από τη μία περιοχή της ίδιας πόλης σε μία άλλη. Όπως αναφέρει ο N. Smith: Καθώς το gentrification είναι έκφραση ευρύτερων κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών σχέσεων, σε κάθε πόλη θα εκφράσει τις ιδιαιτερότητες του τόπου και την κατασκευή του αστικού του χώρου[4].

Για τους παραπάνω λόγους, στα πλαίσια της παρούσας εργασίας επιλέχθηκαν τρεις διαφορετικές πόλεις, από τρεις διαφορετικές χώρες, μέσα από τις οποίες επιχειρείται η ανάγνωση του φαινομένου του gentrification. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στο πώς, σε κάθε περίπτωση, το κράτος επεμβαίνει, άλλοτε συμβάλλοντας και άλλοτε περιορίζοντας το gentrification, και άρα τη κερδοσκοπική δραστηριότητα του ιδιωτικού κεφαλαίου.

Ως πρώτο παράδειγμα επιλέχθηκε το Harlem στη Νέα Υόρκη, μία πόλη στην οποία το gentrification έχει εμφανιστεί σε πολύ μεγάλο βαθμό και σε όλο σχεδόν το κέντρο της. Η ιδιαιτερότητα που παρουσιάζει το Harlem είναι ότι αποτελεί σύμβολο της αφροαμερικανικής κοινότητας των ΗΠΑ και των κοινωνικών της αγώνων. Οι διαδικασίες ανάπλασής του μπορεί, εκτός των οικονομικών διαδικασιών, να έχουν επιπτώσεις και σε ιδεολογικό επίπεδο, πλήττοντας την ιστορική μνήμη, στο βαθμό που τείνουν να αλλοιώσουν τον κοινωνικό χαρακτήρα της περιοχής.

Το επόμενο παράδειγμα είναι αυτό του Παρισιού, και συγκεκριμένα του 13ου διαμερίσματός του. Πρόκειται για μία ιστορικά λαϊκή περιοχή, η οποία, από τη δεκαετία του 1960 και μετά, εμφανίζεται στο επίκεντρο των πολιτικών ανάπλασης του γαλλικού κράτους, στα πλαίσια αναβάθμισής της. Σήμερα, στο 13ο διαμέρισμα λαμβάνει χώρα το μεγαλύτερο εργοτάξιο της Γαλλίας, το ZAC Paris Rive Gauche[5], που δίνει έναν τελείως νέο χαρακτήρα στην περιοχή και επομένως έναν νέο συμβολικό ρόλο στα πλαίσια της πόλης.

Τέλος, το τρίτο παράδειγμα είναι αυτό της περιοχής του Μεταξουργείου στην Αθήνα, ως ένας νέος πόλος έλξης για τα μεσαία και ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Η παρούσα οικονομική κρίση ελλάτωσε, σχετικά, τις διαδικασίες του gentrification, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι τις σταμάτησε τελείως. Οι δυνατότητες αποκόμισης κέρδους για το ιδιωτικό κεφάλαιο υφίστανται, και ο περιορισμένος, πλέον ρόλος του κράτους δίνει στο ιδιωτικό κεφάλαιο πολύ μεγαλύτερες ελευθερίες για να παρέμβει στον αστικό χώρο.

Προκειμένου να μελετηθούν οι παραπάνω περιπτώσεις, πραγματοποιήθηκε βιβλιογραφική έρευνα και, όπου αυτό ήταν εφικτό, αξιοποιήθηκε και η επιτόπια παρατήρηση. Επιπλέον, για την περίπτωση της Αθήνας και του Παρισιού, αξιοποιήθηκαν επιμέρους μελέτες που υποστηρίχθηκαν κατά τη διάρκεια των προπτυχιακών μου σπουδών[6].

[1] Friedrich Engels, Η Κατάσταση της Εργατικής Τάξης στην Αγγλία, μέρος Β’, Fr. Engels – Άπαντα, τόμος 3ος, εκδ. Μπάυρον, Αθήνα, 1975, σελ. 204.

[2] Επιλέγουμε τον αγγλικό όρο του φαινομένου, θεωρώντας πως η επικρατέστερη μετάφρασή του στα ελληνικά ως “εξευγενισμός” δεν αποδίδει τις τονικότητες που παραπέμπουν στη διαστρωμάτωση της βρετανικής κοινωνίας. Πιο επιτυχής, ίσως, για τα ελληνικά δεδομένα να είναι ο γαλλικός όρος embourgoisement, που αναφέρεται στις μετακινήσεις της αστικής τάξης (Rethink gentrification: φιλόδοξοι μεσίτες, ξεπεσμένοι μεσοαστοί και σύγχρονοι πληβείοι στο κέντρο της Αθήνας, κομπρεσέρ, 14.11.2012, τεύχος 4). Στα ελληνικά έχει επίσης αποδοθεί περιγραφικά ως “συγκέντρωση της αστικής τάξης” (Savage M. and Warde A. Αστική Κοινωνιολογία, Καπιταλισμός και Νεωτερικότητα, εκδόσεις Παπαζήσης, Αθήνα, 2005, επιμέλεια μετάφρασης Ι. Ψημμένος). ¨Ομως, στα ελληνικά η λέξη αστικός έχει διπλή έννοια (μέλος αστικής τάξης / κάτοικος πόλης – άστεος) και άρα μπορεί εύκολα να παρερμηνευθεί.

[3] Anne Clerval, Paris sans le peuple. La gentrification de la capitale, εκδ. La Découverte, Παρίσι, 2013, σελ. 9.

[4] Neil Smith, new globalism, new urbanism: Gentrification as global urban strategy, Antipode, 34:3, σελ. 427-250, 2002. Εδώ: κομπρεσέρ, τεύχος 4, 13.11.2012, σελ. 65 (http://kompreser.espivblogs.net/2012/11/13/neil-smith-nea-poleodomia-gentrification/)

[5] ZAC (zones d’aménagement concerté): Ζώνες Συντονισμένης Διευθέτησης.

[6] École Nationale Supérieure d’Architecture de Paris-La-Villette: Εργασία εξαμήνου στο μάθημα της σύνθεσης: Ανάδειξη και ανάπλαση του σιδηροδρομικού σταθμού του Austerlitz στο Παρίσι, 2005-06 / Διάλεξη και Διπλωματική Εργασία, Η περιοχή του Γκαζιού-Μεταξουργείου στην Αθήνα: πολεοδομικές και κοινωνικές μεταλλαγές, υπό την επίβλεψη του καθηγητή Γ. Τσιώμη, 2008-09

Θεωρητική προσέγγιση

Mε τον όρο gentrification περιγράφουμε τη διαδικασία κατά την οποία ανώτερα κοινωνικά στρώματα μετεγκαθίστανται σε υποβαθμισμένες περιοχές των κέντρων των πόλεων, εκτοπίζοντας τους παλαιούς κατοίκους χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων, αναβαθμίζοντας το οικιστικό απόθεμα των περιοχών αυτών, με αποτέλεσμα την αύξηση της αξίας γης, αλλά και την απομάκρυνση των παλαιών τοπικών εμπορίων για την μετεγκατάσταση νέων, πιο συμβατών με τους νέους κατοίκους.

Ο όρος gentrification εισήχθη το 1964, από τη Βρετανίδα κοινωνιολόγο Ruth Glass, η οποία, μελετώντας τις μεταλλαγές της κοινωνικής δομής και της αγοράς κατοικίας σε ορισμένες περιοχές του Λονδίνου, παρατηρεί ότι:

Μία προς μία, πολλές από τις εργατικές συνοικίες του Λονδίνου δέχθηκαν την εισβολή μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων – ανώτερων και κατώτερων. Άθλιοι και ταπεινοί στάβλοι[1] και αγροκήπια[2]  […], μετά τη λήξη των μισθώσεών τους, καταλήφθηκαν και μετατράπηκαν σε κομψές και ακριβές κατοικίες […]. Από τη στιγμή που η διαδικασία του εξευγενισμού (gentrification) ξεκινήσει σε μία περιοχή, συνεχίζεται με γοργούς ρυθμούς έως ότου όλοι ή οι περισσότεροι των αρχικών κατοίκων που ανήκουν στην εργατική τάξη, να εκτοπιστούν και να αλλάξει ο συνολικός κοινωνικός χαρακτήρας της περιοχής[3].

Στον ορισμό της Glass, το gentrification αντιστοιχεί, αφενός σε μία διαδικασία μετακίνησης κατοίκων της εργατικής τάξης κεντρικών περιοχών μίας πόλης από ανώτερα κοινωνικά στρώματα, αφετέρου στην επανάχρηση αυτών των περιοχών. Η επανάχρηση μεταφράζεται στην μετατροπή του κτισμένου περιβάλλοντος, συχνά κτήρια που παρουσιάζουν στοιχεία αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος, από μία πνευματική και οικονομική ελίτ.

Ωστόσο, από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, οι διαδικασίες μεταλλαγών στον αστικό χώρο έχουν αλλάξει, και επομένως μεταλλάσσεται και ο ορισμός του gentrification, ώστε να μπορεί να περιλάβει και νέες μορφές κοινωνικής αναβάθμισης, νέους φορείς, νέες χρήσεις και νέους τόπους.

[1] Στο πρωτότυπο: mews. Ο βρετανικός αυτός όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει στάβλους οργανωμένους εν σειρά, συνήθως με χώρο για τις άμαξες και τα άλογα στο ισόγειο και κατοικία στον όροφο. Τα κτήρια αυτά ήταν κτισμένα γύρω από αυλές ή κατά μήκος δρόμων, στο πίσω μέρος μεγάλων αστικών σπιτιών, ώστε οι μυρωδιές και οι ήχοι των στάβλων να μην ενοχλούν τις πλούσιες οικογένειες όταν αυτές δεν χρησιμοποιούσαν τα άλογα (κυρίως τον 17ο και 18ο αι.). Τον 19ο αιώνα πολλά από αυτά τα κτήρια μετατρέπονται σε κατοικίες για τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Τα mews απαντώνται κυρίως στο Λονδίνο (πηγή: en.wikipedia.org/wiki/Mews). Οι κατοικίες αυτές, ίσως λόγω και της γειτνίασής τους με τα πλούσια αστικά σπίτια, ήταν από τους πρώτους θύλακες εμφάνισης του gentrification.

[2] Στο πρωτότυπο: cottages. Ο Engels, τα περιγράφει ως εξής: Αυτά τα μικρά σπίτια, με τα τρία ή τέσσερα διαμερίσματά τους και μιά κουζίνα, […] αποτελούν συνήθως σ’ όλη την Αγγλία, μ’ εξαίρεση μερικές συνοικίες του Λονδίνου, τις κατοικίες της εργατικής τάξης. Friedrich Engels, op. cit., μέρος Α’, σελ. 71.

[3] Ruth Glass, London: aspects of change, in Centre of Urban Studies (Report, τεύχος 3), 1964 εκδ. MacGibbon & Kee, Λονδίνο

Μεθοδολογίες προσέγγισης φαινομένου

Το gentrification σαν διαδικασία εμφανίστηκε πιο έντονα κατά τις δεκαετίες του 1970 και 1980, παραμένοντας ωστόσο ίδιον των δυτικών μεγαλουπόλεων. Μετά από μία προαστιοποίηση κατά τη διάρκεια των προηγούμενων δεκαετιών και λόγω της μετάβασης στη μετα-βιομηχανική (μετα-φορντική) εποχή, σημειώνεται μία στροφή του ενδιαφέροντος κατοίκησης εκ νέου στα αστικά κέντρα. Οι επιστήμονες που ασχολήθηκαν με το gentrification έδωσαν και δικές τους εκδοχές των αιτίων εμφάνισής του, ανάλογα με την ιδεολογική τους προσέγγιση. Οι θεωρητικές αυτές προσεγγίσεις μπορούν να χωριστούν σε δύο κατηγορίες:

Η θεωρία της παραγωγής / προσφοράς

Εικόνα 1: Το κενό γαιοπροσόδου.
Εικόνα 1: Το κενό γαιοπροσόδου.

Ο πρώτη προσπάθεια ερμηνείας των αιτιών της διαδικασίας του gentrification, από τον Neil Smith[1] το 1979, έγινε γνωστή ως θεωρία του “κενού γαιοπροσόδου” (rent-gap theory). Ο Smith, βασιζόμενος σε μία μαρξιστική προσέγγιση και μία ταξική γεωγραφία του αστικού χώρου, αναλύει πως η κινητήριος δύναμη πίσω από το gentrification είναι η αυξανόμενη διαφορά μεταξύ της εν δυνάμει γαιοπροσόδου (potential ground rent) των ακινήτων εντός του αστικού ιστού και της αρχικής/πραγματικής τους γαιοπροσόδου (actual capitalised land rent). Η διαφορά, δηλαδή, μεταξύ της αξίας μίας ιδιοκτησίας σήμερα και της αξίας που η ιδιοκτησία αυτή θα έχει εάν χρησιμοποιηθεί με το βέλτιστο τρόπο. Η διαφορά αυτή προσδιορίζει ουσιαστικά την ύπαρξη ή τη δυνατότητα ύπαρξης μεγάλης κερδοφορίας επί της γης ή των χρήσεων και των κτηρίων που βρίσκονται σε αυτήν. Σύμφωνα με τον Smith, η ύπαρξη του κενού γαιοπροσόδου είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για την “επιστροφή στην πόλη” και άρα το gentrification. Όσο μεγαλύτερο είναι τό rent-gap, τόσο μεγαλύτερο είναι και το πιθανό κέρδος από την εκμετάλλευση μίας ιδιοκτησίας. Η προσέγγιση αυτή επικεντρώνεται, επομένως στο πώς η χωρική κινητικότητα του κεφαλαίου επηρρεάζει την παραγωγή του αστικού χώρου.

Η θεωρία της κατανάλωσης / ζήτησης

Στον αντίποδα της προηγούμενης προσέγγισης, η θεωρία του David Ley[2], αναλύει το φαινόμενο του gentrification με πολιτισμικές – κοινωνικές παραμέτρους που βασίζονται κυρίως στην ατομική επιλογή. Ουσιαστικά επικεντρώνεται στα χαρακτηριστικά των ατόμων που προκαλούν το gentrification μετατοπίζοντας την έρευνά του στην ανθρώπινη δραστηριότητα και τη δυνατότητά της να επηρεάσει τις οικονομικές διαδικασίες και τον αστικό χώρο. Πρωτοπόροι της διαδικασίας αυτής θεωρούνται οι καλλιτέχνες, οι οποίοι επιλέγουν την κατοίκηση στο αστικό περιβάλλον (αντί των προαστίων) ως μία πράξη ατομικού ακτιβισμού και απελευθέρωσης. Εκτός από τα υποκειμενικά αυτά κριτήρια, υπάρχουν και αντικειμενικά, όπως η δυνατότητα εύρεσης μεγάλων, ενιαίων χώρων με χαμηλό ενοίκιο, η κοινωνική πολυμορφία και άρα η ανεκτικότητα στην ετερότητα, η γειτνίαση με τα κέντρα αναψυχής και διασκέδασης. Σύμφωνα με τον Ley[3], οι καταναλωτικές αξίες αποτελούν τη χωρική έκφραση του gentrification στον αστικό χώρο.

Μετά τη δεκαετία του 1990 όμως, το gentrification άρχισε να εξαπλώνεται και εκτός των μεγάλων δυτικών πόλεων σε μη μητροπολιτικές περιοχές και να υιοθετείται ως μία γενικότερη πολιτική ανάπλασης υποβαθμισμένων περιοχών. Έτσι, εμφανίζεται μία τρίτη, πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση του φαινομένου, αυτή που βασίζεται στην αρχή της εμπορευματοποίησης του πολιτισμικού κεφαλαίου, και πρωτοσυναντάται στα έργα της Sharon Zukin (1982) και του Chris Hamnett (1984, 1991).

Η θεωρία της εμπορευματοποίησης της αισθητικής και του πολιτισμικού κεφαλαίου

Βασισμένη στη διάκριση μεταξύ του οικονομικού και πολιτισμικού κεφαλαίου του Bourdieu[4], η προσέγγιση αυτή, υποστηρίζει ότι μία υποβαθμισμένη περιοχή στην οποία αποφασίζουν να μετεγκατασταθούν άτομα δημιουργικών επαγγελμάτων (με αντισυμβατικό τρόπο ζωής, συνήθως χαμηλό εισόδημα, αλλά μεγάλες δημιουργικές και πολιτιστικές δυνατότητες) αυτή αποκτά υψηλή πολιτισμική και, κατ’ επέκταση, συμβολική αξία. Το πολιτισμικό κεφάλαιο αυτό εμπορευματοποιείται, ανεβάζοντας έτσι και την οικονομική αξία της περιοχής. Η τελευταία, με τη σειρά της, προσελκύει το κατασκευαστικό και κτηματικό κεφάλαιο, το οποίο, διακρίνοντας μεγάλες δυνατότητες κέρδους, επενδύει στην περιοχή, στοχεύοντας στα μεσαία και ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Εν τέλει, η συνολική αξία γης αυξάνεται μαζί με τις τιμές των ενοικίων, οδηγώντας τα χαμηλότερα, υφιστάμενα κοινωνικά στρώματα εκτός περιοχής. Σε πολλές περιπτώσεις, ακόμα και οι πρώτοι gentrifiers (εξευγενιστές), μην μπορώντας πλέον να ανταπεξέλθουν στις υψηλές τιμές, καλούνται να εγκαταλείψουν την περιοχή.

Σε συνέχεια αυτής της προσέγγισης, ο David Harvey[5], υποστηρίζει ότι η διαδικασία του gentrification στις μεταβιομηχανικές πόλεις επηρεάζεται από το νέο κοινωνικό και χωρικό καταμερισμό της εργασίας, όπως αυτός εκφράζεται στη μετανεωτερική εποχή[6]. Η αλλαγή των αξιακών συστημάτων και πολιτισμικών αναφορών οδηγεί στην εμπορευματοποίηση της αισθητικής και την αισθητικοποίηση των εμπορευμάτων, που δημιουργεί και μία άλλη μορφή βιομηχανίας, αυτή του πολιτισμού. Στο πλαίσιο αυτό, η ίδια η πόλη και το κέντρο της μετατρέπονται σε αγαθά προς κατανάλωση.

Συνοψίζοντας, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι πρόκειται για μία κοινωνική και ταξική αναδιάρθρωση των κεντρικών περιοχών πόλεων, αποτέλεσμα τόσο οικονομικών παραγόντων (καπιταλιστική συσσώρευση / αναπαραγωγή κεφαλαίου) όσο και κοινωνικο-πολιτισμικών (ατομικές επιλογές / δρώντα υποκείμενα / μέσον κοινωνικής προβολής).

Οι πιο συνηθισμένες μορφές gentrification, και αυτές που συναντάμε ως επί το πλείστον στις ευρωπαϊκές πόλεις, έπονται μεταβατικών περιόδων, όπου το Δημόσιο επεμβαίνει σε κεντρικές περιοχές, με στόχο την “αναβάθμισή” τους, με έργα μικρής κλίμακας, όπως δενδροφυτεύσεις, πεζοδρομήσεις, δημιουργία ποδηλατοδρόμων.

Οι πιο βίαιες μορφές gentrification, που συνήθως απαντώνται στις αγγλοσαξωνικές χώρες, είναι μεγαλύτερης κλίμακας παρεμβάσεις είτε δημόσιων είτε ιδιωτικών επενδύσεων, ή, ακόμη, μέσω συνεργασίας και των δύο, όπως οι “επιχειρήσεις-σκούπα”, κατεδαφίσεις, ανεγέρσεις μεγάλων συγκροτημάτων κατοικίας, εργασίας, εμπορίου ή εστίασης και ψυχαγωγίας. Όμως, και στις δύο περιπτώσεις – ήπιας ή βίαιης μορφής – και πριν ξεκινήσουν να διαμορφώνονται προτάσεις αστικής ανάπλασης, ο κυρίαρχος λόγος ενεργοποιεί φοβικά σύνδρομα, χαρακτηρίζοντας αρνητικά τις περιοχές αυτές ως υποβαθμισμένες, πόλους εγκληματικότητας, ανομίας και παραβατικής συμπεριφοράς.

Ως συνέπεια των παραπάνω, οι αναπλάσεις εμφανίζονται σαν λύση, δρώντας “λυτρωτικά” για την αναζωογόνηση της περιοχής μέσω της επιστροφής των χρήσεων κατοικίας, ώστε να αποκατασταθεί το αίσθημα ασφάλειας για τους νέους, πλέον, κατοίκους.

Παρόλο που σήμερα, το φαινόμενο έχει εξαπλωθεί και εκτός των μεγάλων μητροπολιτικών κέντρων, πολύ συχνά, οι θεωρητικές προσεγγίσεις δε λαμβάνουν υπόψη τους το πλαίσιο μέσα στο οποίο το gentrification εμφανίζεται, εκμαιεύοντας τα συμπεράσματά τους κυρίως από μελέτες περιπτώσεων σε χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία και οι Η.Π.Α.

Ωστόσο, παρά τα κοινά στοιχεία που εντοπίζουμε στις περιπτώσεις εμφάνισης διαδικασιών gentrification στα διαφορετικά μέρη του κόσμου, τα οποία μας επιτρέπουν να τις χαρακτηρίσουμε με το συγκεκριμένο όρο, η ανάλυση του φαινομένου σε κάθε τόπο ξεχωριστά δεν μπορεί να πάρει τη μορφή μίας ντετερμινιστικής εξίσωσης. Είναι απαραίτητο να συνυπολογιστούν και οι ιστορικοί κοινωνικοί και πολιτικοί παράγοντες, εντάσσοντας τον κάθε τόπο και την κάθε περίπτωση στο ιδιαίτερο ιστορικό και πολιτισμικό της πλαίσιο.

[1] Neil Smith, Toward a Theory of Gentrification; A Back to the City Movement by Capital, Not People, Journal of the American Planning Association, σσ 538-548, Philadelphia, 1979

[2] David Ley, Inner-City Revitalization in Canada: A Vancouver Case Study, Canadian Geographer, τεύχος 25, σσ 124–148, 1981

[3] David Ley, Alternative explanations of inner city gentrification: a Canadian assessment, Annals of the Association of American Geographers, volume 76, issue 4, σσ 521–535, 1986

[4] Pierre Bourdieu, La Distinction. Critique sociale du jugement, les Éditions de Minuit, collection Le Sens Commun, Paris, 1979. Ο Γάλλος κοινωνιολόγος υποστηρίζει ότι, η συγκέντρωση οικονομικού ή πολιτισμικού κεφαλαίου αποτελεί μέσο διάκρισης σε έναν κοινωνικά κατασκευασμένο χώρο. Επομένως, ακόμη και τα άτομα που κατέχουν υψηλό πολιτισμικό, αλλά παράλληλα χαμηλό οικονομικό κεφάλαιο, μπορούν να θεωρηθούν ότι ανήκουν στην κυρίαρχη τάξη.

[5] David Harvey, The Condition of Postmodernity, Oxford, Blackwell, 1989

[6] Η ίδια εποχή εμφανίζεται στη βιβλιογραφία και ως “μετα-φορντική” περίοδος. Ωστόσο, θεωρούμε ότι ο όρος “μετανεωτερικός” επικεντρώνεται στα κοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά του δυτικού κόσμου από της δεκαετία του 1960, αντίθετα με τον όρο “μετα-φορντισμός”, που αναφέρεται κυρίως σε οικονομικά χαρακτηριστικά της δεδομένης περιόδου.

Το φαινόμενο του gentrification στη Νέα Υόρκη

Στην πόλη της Νέας Υόρκης, το gentrification αρχίζει να εμφανίζεται τη δεκαετία του 1970 και περιορίζεται σε ορισμένες γειτονιές, όπως το Lower East Side[1].  Κατά τη δεκαετία του 1990 το φαινόμενο πήρε τεράστιες διαστάσεις, με μεγάλης κλίμακας επενδύσεις, που, παρά την κτηματομεσιτική κρίση του 2008, συνεχίζουν μέχρι και σήμερα, ακόμη και σε περιοχές με λιγότερο σημαντικό κτηριακό απόθεμα, ελλειπείς μεταφορικές διασυνδέσεις και υπηρεσίες[2]. Ώθηση δόθηκε και από την πολιτική του Rudy Giuliani, δήμαρχου της πόλης της Νέας Υόρκης (1994-2001),με μία σειρά από μέτρα, όπως τα “γεωρουσφέτια” (geobribes) προς τις διεθνείς επιχειρήσεις, την πολιτική “μηδενικής ανοχής” (zero tolerance policy) ενάντια στην εγκληματικότητα και την αύξηση του κοινωνικού ελέγχου[3]. Ειδικά, με την Αστυνομική Στρατηγική Νο 5, προώθησε την “ανάκτηση των δημόσιων χώρων της Νέας Υόρκης”[4]. Στο σχέδιο αυτό, η εγκληματικότητα ορίζεται ως κάτι αρκετά πλατύ, από την κλοπή και την πορνεία ως την επαιτεία και τα γκράφιτι. Στο όνομα, λοιπόν, της εμπέδωσης “ασφάλειας” για τους κατοίκους της πόλης, δίνεται άπλετη εξουσία στις αστυνομικές δυνάμεις να ενεργήσουν, όπως αυτές θεωρούν καλύτερα, για την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας. Στην πράξη, η πολιτική αυτή έβαζε στο στόχαστρο τους άστεγους, τους φτωχούς και, σε μεγάλο βαθμό, τους έγχρωμους, θεωρώντας τους ως πιθανούς εγκληματίες, που προσέδιδαν στην πόλη κακή εικόνα. Σύμφωνα με τον N. Smith[5], το έγγραφο αυτό, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο, αποτελούσε μία θεμελιώδη δήλωση του Αμερικανικού ρεβανσισμού (στη λογική που κυριαρχούσε στα τέλη του 19ου αιώνα) στο αστικό τοπίο. Αυτό, σε συνδυασμό με πολιτικές χρηματοδότησης ιδιωτικών επιχειρήσεων για επενδύσεις στην πόλη της Νέας Υόρκης, οδήγησε στην εξάπλωση του φαινομένου του gentrification σε όλη την πόλη[6].

Εικόνα 2: Γειτονιές της πόλης της Νέας Υόρκης που έχουν υποστεί gentrification μέχρι το 1999
Εικόνα 2: Γειτονιές της πόλης της Νέας Υόρκης που έχουν υποστεί gentrification μέχρι το 1999

Το gentrification δεν αποτελεί πλέον λέξη ταμπού για τους νεο-υορκέζους. Κατά καιρούς έχουν εμφανιστεί πολλά άρθρα, σε γνωστές εφημερίδες, που επιχειρούν να του δώσουν θετικό πρόσημο. Από την άλλη μεριά, όμως, η διάχυση της συζήτησης για το φαινόμενο, συμβάλλει ώστε η διαδικασία  του gentrification να γίνεται έγκαιρα αναγνωρίσιμη από αυτούς που απειλούνται άμεσα, δηλαδή τα χαμηλότερα στρώματα των υφιστάμενων κατοίκων. Η βιαιότητα με την οποία το φαινόμενο εκδηλώνεται στα συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα, ενεργοποιεί έντονους και δυναμικούς μηχανισμούς αντίστασης. Έτσι, στην Νέα Υόρκη, σήμερα, συναντάμε πολλές οργανώσεις κατοίκων που προσπαθούν να ασκήσουν πιέσεις σε τοπικό ή και εθνικό επίπεδο, για τη δημιουργία κοινωνικών κατοικιών καθώς και παρεμφερών προγραμμάτων, που να απευθύνονται στα χαμηλά στρώματα που κινδυνεύουν με εκτοπισμό.

HARLEM

Εικόνα 3: Το Harlem σε σχέση με το διαμέρισμα του Manhattan. Το δυτικό Harlem συχνά δεν εντάσσεται στα όρια της περιοχής, αλλά αναφέρεται ως Morningside Heights. Με ροζ το ανατολικό Harlem, με μπλε το κεντρικό και με πορτοκαλί το δυτικό.
Εικόνα 3: Το Harlem σε σχέση με το διαμέρισμα του Manhattan. Το δυτικό Harlem συχνά δεν εντάσσεται στα όρια της περιοχής, αλλά αναφέρεται ως Morningside Heights. Με ροζ το ανατολικό Harlem, με μπλε το κεντρικό και με πορτοκαλί το δυτικό.

Το Harlem βρίσκεται στο βόρειο μέρος του Manhattan και χωρίζεται στο δυτικό, κεντρικό και ανατολικό Harlem. Είναι διεθνώς γνωστό ως σύμβολο της αφροαμερικανικής κοινότητας των ΗΠΑ, συνδεδεμένο με το κίνημα της “Αναγέννησης του Harlem”[7] και, αργότερα, με αυτό των Μαύρων Πανθήρων[8]. Παράλληλα, χαρακτηρίστηκε (και θεωρείται ακόμη) γκέτο, με υψηλά ποσοστά εγκληματικότητας.

Χωριό κτισμένο το 17ο αιώνα από τους Ολλανδούς, το Harlem αναπτύσσεται κυρίως κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, παράλληλα με την εγκατάσταση και ανάπτυξη πολλών βιομηχανιών στην περιοχή. Αρχικά συγκεντρώνει κυρίως Εβραίους και Ιταλούς, οι οποίοι εγκαθίστανται ως επί το πλείστον στο ανατολικό του τμήμα. Η μαζική συγκέντρωση αφροαμερικανών εμφανίζεται στα τέλη του 19ου – αρχές 20ού αιώνα, συγκεντρωμένη κυρίως στο κεντρικό και δυτικό τμήμα του Harlem. Το 1898 το Harlem εντάσεται στο δήμο της Νέας Υόρκης, ως συνοικία, πλέον, της πόλης. Την περίοδο της ποταπαγόρευσης, γίνεται ένας από τους κύριους χώρους διασκέδασης της πόλης. Ωστόσο, η αφροαμερικανική κοινότητα, αποκλεισμένη από τα περισσότερα κέντρα διασκέδασης, τα βλέπει ως απειλή και έκφραση της πολιτικής φυλετικού διαχωρισμού του Jim Crow[9]. Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 ανέκοψε τις κτηματομεσιτικές επενδύσεις που, μέχρι τότε εμφανίζονταν στην περιοχή, με αποτέλεσμα να διακοπούν και οι όποιες συντονισμένες κινήσεις ανέγερσης κοινωνικών κατοικιών είχαν ήδη ξεκινήσει. Η κρίση αυτή συνέβαλε στη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων μεταξύ μαύρων και λευκών, μεγιστοποιώντας την κοινωνική δυσφορία και, κατ’ επέκταση, ενεργοποιώντας την αστυνομική καταστολή. Το 1935, η εξέγερση του Harlem (η πρώτη από μία σειρά εξεγέρσεων της αφροαμερικανικής κοινότητας) ενάντια στην αστυνομική βία απομάκρυνε τη βιομηχανία διασκέδασης που είχε εγκατασταθεί εκεί, συμβάλλοντας στο χαρακτηρισμό της περιοχής ως γκέτο. Παρόλη την υποβάθμιση της περιοχής, τα ενοίκια παραμένουν υψηλά, σε σχέση με άλλες υποβαθμισμένες περιοχές. Οι αφροαμερικανοί, όμως, προτιμούν να κατοικούν σε μία περιοχή όπου αποτελούν την πλειοψηφία, στην προσπάθειά τους να δημιουργήσουν μία ισχυρή ομάδα, ικανή να διεκδικήσει τα δικαιώματά της. Έτσι, το Harlem διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο κίνημα για τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα, στις επόμενες δεκαετίες, με πυρήνα τα αιτήματα για καλύτερες συνθήκες ζωής των κατοίκων.

Το 1958, η περιοχή εμφανίζει τα μεγαλύτερα ποσοστά της σε συγκέντρωση αφροαμερικανών (περίπου 98%)[10]. Αργότερα, η κοινωνική άνοδος αρκετών από αυτούς, τους οδηγεί να κατοικήσουν σε άλλες συνοικίες, και σταδιακά, η συγκέντρωση αφροαμερικανών ελλαττώνεται. Παράλληλα εγκαθίστανται λατινοαμερικανοί και ασιάτες. Σήμερα, η αφροαμερικανική κοινότητα εμφανίζεται περισσότερο στο κεντρικό Harlem, ενώ η ισπανόφωνη στο δυτικό και ανατολικό, γνωστό και ως El Barrio.

Εικόνα 4: Στοιχεία της απογραφής του 2010 για την πόλη της Νέας Υόρκης που δείχνουν τη συγκέντρωση, σε ποσοστά %, των διαφόρων εθνοτικών και φυλετικών ομάδων. Από αριστερά προς τα δεξιά: μόνο λευκοί, μόνο μαύροι, μόνο λατινοαμερικάνοι.
Εικόνα 4: Στοιχεία της απογραφής του 2010 για την πόλη της Νέας Υόρκης που δείχνουν τη συγκέντρωση, σε ποσοστά %, των διαφόρων εθνοτικών και φυλετικών ομάδων. Από αριστερά προς τα δεξιά: μόνο λευκοί, μόνο μαύροι, μόνο λατινοαμερικάνοι.

Τα τελευταία 20 χρόνια, το Harlem εξελίχθηκε σε ιδανική τοποθεσία για την κτηματομεσιτική αγορά. Δεδομένου ότι η κεντρική Νέα Υόρκη εξαντλεί τα περιθώριά της για περαιτέρω επενδύσεις στο επίπεδο των ακινήτων (ελάχιστο ποσοστό άδειων χώρων), το Harlem, συνιστά ιδανική τοποθεσία για κατοίκηση, λόγω της άμεσης γειτνίασής του με το Central Park, του σχετικά υψηλού ποσοστού του σε ακατοίκητα κτήρια / διαμερίσματα, και των χαμηλών, σε σχέση με το κέντρο της πόλης, τιμών των ακινήτων.

Σε σχέση με τις υπόλοιπες γειτονιές της Νέας Υόρκης, το gentrification εμφανίστηκε σχετικά αργά στο Harlem. Μία σειρά από παρεμβάσεις από το δήμο για τη βελτίωση των υποδομών (νέα πεζοδρόμια, φωτεινοί σηματοδότες, φωτιστικά και δενδροφύτευση), στα τέλη της δεκαετίας του 1980, σηματοδότησαν την αρχή της αλλαγής για την περιοχή. Ακολούθησε η εγκατάσταση  γνωστών αλυσίδων εμπορικών καταστημάτων. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, η οικονομική ανάπτυξη της περιοχής εντάθηκε με τη βοήθεια του Upper Manhattan Empowerment Zone (UMEZ)[11], το οποίο επένδυσε μεγάλα ποσά προωθώντας την επιχειρηματική δραστηριότητα αλλά και την επένδυση μεγάλων κατασκευαστικών και κτηματομεσιτικών κεφαλαίων. Με την κατασκευή νέων κτηρίων και την αποκατάσταση παλαιών, το Harlem μετατράπηκε σε πόλο έλξης νέων κατοίκων, υψηλότερων οικονομικών στρωμάτων.

Εικόνα 5: Νέα Υόρκη, 2010: Συγκέντρωση σε ποσοστά % των κενών και άδειων χώρων (κτίρια, διαμερίσματα, κ.λπ.)
Εικόνα 5: Νέα Υόρκη, 2010: Συγκέντρωση σε ποσοστά % των κενών και άδειων χώρων (κτίρια, διαμερίσματα, κ.λπ.)

Η ανθούσα κτηματομεσιτική αγορά των αρχών της δεκαετίας του 2000, τροφοδοτούμενη από την πολύ υψηλή ζήτηση, οδήγησε στη μετατροπή πολλών από τα χαρακτηριστικά brownstone [12] κτήρια από κατοικίες χαμηλών ενοικίων, σε πολυτελείς κατοικίες. Η έρευνα των K. Newman και E. Wyly (2005), βάσει και των στοιχείων του New York City Housing and Vacancy Survey (NYCHVS)[13], έδειξε ότι την περίοδο 1989-2002, εκτοπίστηκαν από τις κατοικίες τους 176.900 άτομα, τα οποία αναγκάστηκαν να μετακομίσουν στις περιοχές Queens, Bronx και στις απομακρυνσμένες γειτονιές του Brooklyn.

Όσοι από τους παλαιούς κατοίκους κατάφεραν να παραμείνουν στο Harlem, πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως συμβαίνει και σε άλλες περιοχές που έχουν υποστεί gentrification, δέχονται κάποιας μορφής βοήθεια – δημόσια ή ιδιωτική, συνήθως όσον αφορά στο ενοίκιο (επιδότηση ενοικίου, προστασία ύψους ενοικίου κλπ). Για κατοίκους χαμηλότερων εισοδηματικών στρωμάτων εφαρμόζονται και ορισμένα προγράμματα κοινωνικής κατοικίας.

Στις παραπάνω διαδικασίες κοινωνικής προστασίας των κατοίκων, προκειμένου να παραμείνουν στην περιοχή, αντιστρατεύονται γενικότεροι κοινωνικο-πολιτισμικοί και οικονομικοί παράγοντες, που διαμορφώνονται από τις νέες χρήσεις γης και τις νέες υπηρεσίες (εμπορικά καταστήματα, εστιατόρια κλπ). Για παράδειγμα, οι φτωχότεροι από τους παλαιούς κατοίκους δεν απειλούνται μόνο από τις τιμές των ενοικίων αλλά και από τις τιμές των τοπικών εμπορίων, οι οποίες πολλές φορές είναι απαγορευτικές για τις καταναλωτικές τους δυνατότητες.

Εικόνα 6: Προοπτικό σχέδιο πρότασης για την επέκταση του πανεπιστημίου Columbia.
Εικόνα 6: Προοπτικό σχέδιο πρότασης για την επέκταση του πανεπιστημίου Columbia.
Εικόνα 7: Το Manhattanville Project στην ευρύτερη περιοχή του Harlem.
Εικόνα 7: Το Manhattanville Project στην ευρύτερη περιοχή του Harlem.

Παράλληλα, το Πανεπιστήμιο Columbia, αγόρασε μία έκταση 17 εκταρίων στο δυτικό τμήμα του Harlem, με σκοπό την επέκταση των εγκαταστάσεών του[14]. Η επέκταση θα πραγματαποιηθεί σε δύο φάσεις, με την πρώτη να παραδίδεται το 2015 και τη δεύτερη το 2030. Το Columbia κατέθεσε πρόταση στη δημοτική πολεοδομική αρχή της Νέας Υόρκης (City Planning Commission) για μετατροπή των χρήσεων γης της συγκεκριμένης ζώνης από ελαφριά βιομηχανία σε ειδική ζώνη μικτών χρήσεων[15]. Τελικά, το σχέδιο του Columbia εγκρίθηκε το 2009 και η κατασκευή ξεκίνησε το 2010. Το όλο εγχείρημα παρουσιάζεται ευεργετικό για την περιοχή, εφόσον θα δημιουργήσει ένα νέος είδος αστικού ακαδημαϊκού περιβάλλοντος, συνδεδεμένου με την κοινότητα κατοίκων της περιοχής[16].

Εικόνα 8: Το Manhattanville Project, 1η Φάση, 2015
Εικόνα 8: Το Manhattanville Project, 1η Φάση, 2015
Εικόνα 9: Το Manhattanville Project, 3η Φάση, 2030.
Εικόνα 9: Το Manhattanville Project, 3η Φάση, 2030.
Εικόνα 10: Ενδεικτικό προοπτικό σχέδιο της 130ης νοτιοανατολικής οδού.
Εικόνα 10: Ενδεικτικό προοπτικό σχέδιο της 130ης νοτιοανατολικής οδού.

Ενδεικτικό της εν γένει επίδρασης του Columbia στον αστικό ιστό είναι το γεγονός ότι η δημοτική πολεοδομική αρχή, δέχθηκε την πρότασή του για ανάπλαση της 125ης οδού, κεντρικής ιστορικής οδού του Harlem (που αποτελεί το ανατολικό όριο της πανεπιστημιακής ιδιοκτησίας), σε συνεργασία με τους επιχειρηματίες που είναι εγκατεστημένοι στο συγκεκριμένο άξονα, δίνοντας έμφαση στον πολιτισμό, τις τέχνες και την ψυχαγωγία[17]. Ξεκινούν, λοιπόν, μία σειρά από παρεμβάσεις και αναπλάσεις, στην περιφέρεια του νέου Columbia, που ως πραγματικό στόχο έχουν την αναβάθμιση του περιβάλλοντος για την αύξηση της αξίας των ίδιων των πανεπιστημιακών εγκαταστάσεων και της ακτινοβολίας του.

Η διαδικασία gentrification στο Harlem, με δεδομένες τις παρεμβάσεις συνολικά του ιδιωτικού κεφαλαίου, βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη διαμορφώνοντας έναν συγκρουσιακό πεδίο ανάμεσα στους κατοίκους που διεκδικούν το δικαίωμά τους στην πόλη, την οικειοποίηση και τη συμμετοχή και τους νέους χρήστες της περιοχής. Η συνύπαρξή τους είναι το διακύβευμα.

Εικόνα 10: Γενικό Σχέδιο Λειτουργιών.
Εικόνα 11: Γενικό Σχέδιο Λειτουργιών.

Εικόνα 11: Πρόπλασμα παρέμβασης.
Εικόνα 12: Πρόπλασμα παρέμβασης.

[1] Για την περιοχή του Lower East Side το φαινόμενο ανέλυσε εκτενώς η Sharon Zukin, στο βιβλίο της Loft Living (Sharon Zukin, Loft Living – Culture and Capital in Urban Change, The Johns Hopkins University Press, Baltimore and London, 1982).

[2] Kathe Newman, Elvin Wyly, Gentrification and Resistance in New York City, National Housing Institute, τεύχος 142, Ιούλιος/Αύγουστος 2005 (http://www.nhi.org/online/issues/142/gentrification.html).

[3] Συνεχίζοντας και ενισχύοντας το έργο του προκατόχου του, David Dinkins.

[4] Ο υπότιτλος του σχεδίου: William J. Branton, Rudolph W. Giuliani, N.Y. Police Department, Police Strategy No. 5: Reclaiming the Public Spaces of New York, Police Department, City of New York, 1994.

[5] Neil Smith, Ποιά νέα πολεοδομία; Ο ρεβανσισμός των ‘90s, κομπρεσέρ, τεύχος 4, σσ. 27-35, εδώ: σελ. 27.

[6] Την ίδια περίπου πολιτική συνέχισε και ο επόμενος δήμαρχος της Νέας Υόρκης, Michael Bloomberg.

[7] Harlem Renaissance ή αλλιώς “New Negro Movement” (Κίνημα των Νέων Μαύρων). Πρόκειται για κίνημα που αναπτύχθηκε στη δεκαετία του 1920, κατά τη διάρκεια του μεγάλου κύματος μετακίνησης των αφρικανοαμερικανών από τις νότιες προς τις κεντρικο-δυτικές, βορειο-ανατολικές και δυτικές πολιτείες των ΗΠΑ. Με επίκεντρο το Harlem, το κίνημα αυτό προωθούσε την εικόνα του “Νέου Μαύρου”, που αντιστέκεται στο φυλετικό διαχωρισμό. Χαρακτηρίστηκε από μία άνθηση της καλλιτεχνικής έκφρασης της μαύρης κοινότητας, που αγκάλιασε τις τέχνες, από τη λογοτεχνία και την ποίηση έως τη μουσική και το χορό.

[8] Black Panthers Party (1968-1982). Πρόκειται για μία επαναστατική, αριστερή οργάνωση των Αφροαμερικανών, με αρχικό στόχο την προστασία της κοινότητάς τους από την στοχευμένη κρατική και παρακρατική βία. Στη συνέχεια, ανέπτυξαν πολλές μορφές κοινωνικής δράσης και συνεργάστηκαν και με άλλα κοινωνικά κινήματα. Για το κίνημα υπάρχει το πολύ ενδιαφέρον, μικρού μήκους ντοκυμαντέρ της Agnès Varda, “Huey!” (http://www.youtube.com/watch?v=axhhXJqJJ-U&list=PLFD2F439ED688A408)

[9] Οι νόμοι του Jim Crow, που ίσχυαν στις ΗΠΑ από το 1876 έως το 1965, ήταν νόμοι βασισμένοι στο φυλετικό διαχωρισμό. Απέκλειαν τους αφροαμερικανούς από διάφορες υπηρεσίες ή τους ανάγκαζαν να χρησιμοποιούν διαφορετικές υπηρεσίες από αυτές των λευκών (σχολεία, μεταφορικά μέσα, εστιατόρια κλπ). Επίσης, τους απαγόρευαν να ασκήσουν πολλές εργασίες ή τους επέβαλαν κάποιες άλλες. Στα πλαίσια αυτά, τα μεγάλα κέντρα διασκέδασης του Harlem (όπως το μυθικό Cotton Club), απασχολούσαν στο προσωπικό, τους μουσικούς και τους χορευτές, αποκλειστικά μαύρους ή μιγάδες, ενώ στο κοινό επιτρεπόταν μόνο η είσοδος σε λευκούς. 

[10] Pinkney & Woock, Poverty and Politics in Harlem (1970), εδώ: http://en.wikipedia.org/wiki/History_of_Harlem

[11] Το Upper Manhattan Empowerment Zone είναι ένας από τους εννέα μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς που ιδρύθηκαν το 1994, επί της προεδρίας του Bill Clinton, με στόχο την οικονομική αναζωογόνηση υποβαθμισμένων κοινοτήτων, μέσω δημοσίων, ομοσπονδιακών χρηματοδοτήσεων και φορολογικών κινήτρων για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Η περίπτωση του UMEZ ήταν η μόνη από τις εννέα όπου στη χρηματοδότηση εκτός από ομοσπονδιακή, ήταν και πολιτειακή (state) και δημοτική.

[12] Κτήρια από καφέ-κόκκινο ψαμμίτη. Χαρακτηριστικά κτήρια κατοικιών Νέας Υόρκης του 19ου αιώνα, που απαντώνται ακόμη σε πολλές γειτονιές της. Πρόκειται για κτήρια εν σειρά, με 2 έως 4 ορόφους, υπερυψωμένο ισόγειο, που, αρχικά, προορίζονταν για τη στέγαση μίας οικογένειας, με τα δωμάτια υπηρεσίας στο ημι-υπόγειο και με ξεχωριστή είσοδο. Σήμερα, τα περισσότερα έχουν μετατραπεί σε διαμερίσματα, και, ως κύριο προϊόν ζήτησης για κατοίκηση, ενοικιάζονται ή πωλούνται σε πολύ υψηλές τιμές. 

[13] K. Newman, E. Wyly (2005), op. cit.

[14] Στις περιπτώσεις που οι ιδιοκτήτες αρνήθηκαν να πουλήσουν τα ακίνητά τους, το Columbia, προσπάθησε, μέσω του δημόσιου Empire State Development Corporation να τα αποκτήσει μέσω αναγκαστικών απαλλοτριώσεων. Ωστόσο, μετά από δικαστικές διαμάχες, το Ανώτατο Εφετείο της Νέας Υόρκης δικαίωσε τους ιδιοκτήτες, χαρακτηρίζοντας την απαλλοτρίωση αντισυνταγματική, εφόσον δεν προοριζόταν για δημόσια οφέλη αλλά για την επέκταση των ιδιωτικών πανεπιστημιακών εγκαταστάσεων και μόνο (Alexandra Hain, The Manhattanville project: Urban Renewal on the Capitalist Agenda, University of Kent, Brussels School of International Studies, ανέκδοτη φοιτητική εργασία, σελ. 9)

[15] Αντίθετα, το City Planning Commission απέρριψε πρόταση από το Συμβούλιο Κατοίκων (Community Board) της περιοχής που είχαν καταθέσει από το 1998 για ανάπλαση του ίδιου χώρου μέσω προγράμματος με τίτλο “Sharing Diversity Through Action” (Ibid, σελ. 5).

[16] Manhattanville in West Harlem, Columbia University, ιστοσελίδα παρουσίασης της νέας αυτής παρέμβασης (http://neighbors.columbia.edu/pages/manplanning/)

[17] Columbia University, Urban Design Lab (http://www.urbandesignlab.columbia.edu/?pid=cultural_destination)

Το φαινόμενο του gentrification στο Παρίσι

Το Παρίσι παρουσιάζεται σήμερα, στις συλλογικές αναπαραστάσεις ως μία αρκετά ομογενοποιημένη πόλη, με χαρακτηριστικές τις αστικές πολυκατοικίες τύπου “haussmannien”, τα μεγάλα βουλεβάρτα και τους μεγάλους άξονες, τις επιβλητικές ακτινικές πλατείες, τη μόδα, τα πολυτελή προϊόντα, εστιατόρια και μπουτίκ. Ωστόσο, η εικόνα αυτή είναι αρκετά μονοδιάστατη και πρόσφατη.

Το Παρίσι παίρνει, σε μεγάλο βαθμό, τη σημερινή του μορφή κατά τη διάρκεια της Δεύτερης Αυτοκρατορίας[1], με το “σχέδιο ανακαίνισης, ωραιοποίησης και επέκτασης” του Νομάρχη της Περιφέρειας του Σηκουάνα, βαρόνου Haussmann. Πρόκειται για έργα τεράστιας κλίμακας, με σκοπό τον εκμοντερνισμό του Παρισιού, με διάνοιξη μεγάλων δρόμων, ανέγερση νέων πολυκατοικιών για τα μεσαία και ανώτερα αστικά στρώματα, νέο σύστημα ύδρευσης και αποχετευτικό δίκτυο, καθώς και την επέκταση της πόλης με την προσάρτηση των περιαστικών κοινοτήτων (faubourgs). Τα έργα αυτά συμβόλιζαν την άνοδο και κυριαρχία, πλέον, της νέας, αστικής τάξης και στόχευαν στο να τη συγκρατήσουν στο κέντρο της πόλης, αφού, λόγω των μέχρι τότε κακών συνθηκών υγιεινής αλλά και των συχνών λαϊκών εξεγέρσεων, είχε αρχίσει να μετακινείται προς τα δυτικά, “πλούσια” προάστια. Οι μεγάλοι άξονες θα διευκόλυναν, πλέον, την καταστολή πιθανών μελλοντικών εξεγέρσεων. Έτσι, εδραιώνοντας τη συνεργασία κράτους και ιδιωτικού κεφαλαίου[2], ο Haussmann απογειώνει την κερδοσκοπία, υπερχρεώνοντας τα δημόσια ταμεία και δίνοντας ώθηση στο ιδιωτικό κέρδος[3]. Η πόλη αλλάζει πρόσωπο[4] και αποκρυσταλλώνεται ακόμη περισσότερο η διχοτομία μεταξύ δυτικού και ανατολικού Παρισιού, με τις “καλές γειτονιές” (beaux quartiers) στα δυτικά και τις φτωχότερες στα ανατολικά. Ο David Harvey αναγνωρίζει στο ωσμανικό Παρίσι τη δημιουργία μίας πόλης αφιερωμένης στο θέαμα: Από τη στιγμή που η πόλη αναπαρίσταται από το κεφάλαιο μόνο ως θέαμα, δεν μπορεί παρά να καταναλωθεί παθητικά, αντί να δημιουργηθεί ενεργά από το λαό, μέσω της πολιτικής συμμετοχής του[5].

Η εργατική τάξη, απωθούμενη από το κέντρο, μετακινείται προς τις ανατολικές, λαϊκές συνοικίες και τα γειτονικά τους προάστια, και στεγάζεται σε κατοικίες δίπλα στις βιοτεχνίες ή βιομηχανίες όπου εργάζεται. Η απουσία κρατικής παρέμβασης για τη στέγαση αυτού του πληθυσμού διευκολύνει την κερδοσκοπία από ιδιώτες, οι οποίοι αγοράζουν μικρά οικόπεδα όπου φτιάχνουν εργατικές κατοικίες με στόχο τη μέγιστη αποκόμιση κέρδους. Οι κατοικίες αυτές είναι κακής ποιότητας, με πολύ μικρές αυλές και ελάχιστο φωτισμό και εξαερισμό.

Εικόνα 13: Γελοιογραφία της εποχής, που παρουσιάζει τον Haussmann να κλέβει τα Ταμεία Εργασιών του Παρισιού και τον ονομάζει "χαλάστρα" σε αντίθεση με τον αυτοπροσδιορισμό του ως "καλλιτέχνη κατεδαφιστή".
Εικόνα 13: Γελοιογραφία της εποχής, που παρουσιάζει τον Haussmann να κλέβει τα Ταμεία Εργασιών του Παρισιού και τον ονομάζει «χαλάστρα» σε αντίθεση με τον αυτοπροσδιορισμό του ως «καλλιτέχνη κατεδαφιστή».

Ο Haussmann, τελικά, ξεκινάει τις διαδικασίες “εξαστισμού” (με την ταξική έννοια) του Παρισιού. Όπως αναφέρει η Clerval: οι κατεδαφίσεις εμφανίστηκαν σε μεγαλύτερο βαθμό στην αριστερή όχθη (rive gauche) και το νησί της Cité[6] απ’ ότι αλλού, προετοιμάζοντας την οικειοποίηση του χώρου από την αστική τάξη. Στις λαϊκές συνοικίες της δεξιάς όχθης (rive droite), οι νέες χαράξεις (δρόμων) εσπειραν, γενικότερα, τους σπόρους που, αργότερα, οδήγησαν στο gentrification[7].

Αν και ο Haussmann προετοιμάζει το έδαφος, σήμερα, στο Παρίσι, το gentrification εμφανίζεται κυρίως ως αποτέλεσμα των αστικών αναπλάσεων της δεκαετίας του 1990. Παρόλο που το κοινωνικό κράτος στη Γαλλία προωθεί την κατασκευή κοινωνικών κατοικιών – κυρίως κατά τη διάρκεια της δημαρχίας του σοσιαλιστή Bertrand Delanoë (2001 – σήμερα)[8] – και την κοινωνική πολυμορφία (mixité sociale) στις συνοικίες, το gentrification δε φαίνεται να υποχωρεί, αλλά μάλλον να τροφοδοτείται. Η πολιτική που ακολουθήθηκε κατά τη διάρκεια της χρυσής τριακονταετίας, με την αναβάθμιση του ιστορικού κέντρου, τη δημιουργία της Défense και την ενδυνάμωση της ελκυστικότητας του Παρισιού για επιχειρήσεις και νέους κατοίκους, χαρακτήρισαν σε μεγάλο βαθμό την πόλη, προσδίδοντάς της την εικόνα του πλούσιου και αριστοκρατικού κέντρου που έχει σήμερα.

ΤΟ 13ο ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ

Το 13ο διαμέρισμα του Παρισιού βρίσκεται στο νοτιο-ανατολικό του άκρο, στην αριστερή όχθη. Δημιουργείται με την προέκταση της πόλης, του Haussmann, από το παλαιό 12ο διαμέρισμα και τις προσαρτήσεις των περιαστικών κοινοτήτων του Gentilly, του Bicêtre και του Ivry[9]. Οι μεγάλες, εκτάσεις χωραφιών, οι υφιστάμενοι μύλοι (στην περιοχή του Ivry), ο Σηκουάνας[10] και η Bièvre[11] καθιστούν την περιοχή ιδανική για την ανάπτυξη βιομηχανιών. Η εγκατάσταση των βιομηχανιών  και αποθηκών διευκολύνεται και από τις σχετικά χαμηλές τιμές γης, εφόσον η περιοχή θεωρείτο ήδη υποβαθμισμένη. Το 1840 εγκαινιάζεται και ο σιδηροδρομικός σταθμός του Austerlitz, που συνδέει το Παρίσι με την πόλη της Ορλεάνης (Gare d’ Orléans).

Εικόνα 14: Το 13ο Διαμέρισμα σε σχέση με το Παρίσι (1η Ζώνη - Κέντρο).
Εικόνα 14: Το 13ο Διαμέρισμα σε σχέση με το Παρίσι (1η Ζώνη – Κέντρο).

Ο πληθυσμός της περιοχής αποτελείτο από χαμηλά και πολύ φτωχά στρώματα[12], τα οποία απασχολούνταν στους πολλούς μύλους αλευριού της περιοχής[13] και αργότερα στις βιομηχανίες. Στην αρχή του 20ού αιώνα, το 13ο διαμέρισμα είναι το πιο αραιά οικοδομημένο (του Παρισιού), με κάλυψη μόνο στο 1/4 της επιφάνειάς του[14]. Η ανάγκη για καλύτερες συνθήκες διαβίωσης των χαμηλών αυτών στρωμάτων, οδηγεί στην κατασκευή αρκετών κατοικιών HBM[15], συλλογικής διαβίωσης, αλλά και άλλων τύπων κοινωνικών κατοικιών (όπως η habitation familiale της Cité Daviel ), που προωθούσαν την εργατική μονοκατοικία, εστιάζοντας στην ανάπτυξη της πυρηνικής οικογένειας, όπως αυτή γινόταν αντιληπτή από τους φιλανθρωπικούς εκκλησιαστικούς κύκλους.

Μετά την αποβιομηχάνιση του Παρισιού, στο 13ο διαμέρισμα εμφανίζονται πολλές κενές εκτάσεις, που, παράλληλα με την κοινωνική σύνθεση της περιοχής (σχετικά αναλλοίωτη[16]), συντείνουν στην αίσθηση της υποβάθμισης. Κατά τη δεκαετία του 1950, η αύξηση του πληθυσμού, η ανάπτυξη των μεταφορών, η επιθυμία για καλύτερες συνθήκες υγιεινής και η ανάγκη για πιο ποιοτική στέγαση του πληθυσμού που έμενε σε υποβαθμισμένες συνοικίες, οδήγησαν το κράτος στον επαναπροσδιορισμό των πολιτικών ανάπλασης της πόλης[17]. Στις ίδιες αρχές που είχε βάλει και ο Haussmann, κύριοι άξονες των παρεμβάσεων παραμένουν η επιθυμία για εκμοντερνισμό της πόλης, η ανάκαμψη της κτηματομεσιτικής αγοράς και η κοινωνική αναδιάρθρωση του πληθυσμού[18]. Οι γειτονιές του 13ου χαρακτηρίζονται ανθυγιεινές (quartiers insalubres) και εντάσσονται στις προτεραιότητες όλων των σχεδίων ανάπλασης.

Εικόνα 15: Από το αστυνομικό κόμικ Brouillard au Pont de Tolbiac (ομίχλη στη γέφυρα Tolbiac). Ο ντετέκτιβ Burma, περπατώντας στις φτωχογειτονιές του 13ου της δεκαετίας του 1950 σκέφτεται πόσο βρώμικη και φτωχή είναι η περιοχή.
Εικόνα 15: Από το αστυνομικό κόμικ Brouillard au Pont de Tolbiac (ομίχλη στη γέφυρα Tolbiac). Ο ντετέκτιβ Burma, περπατώντας στις φτωχογειτονιές του 13ου της δεκαετίας του 1950 σκέφτεται πόσο βρώμικη και φτωχή είναι η περιοχή.

Οι πρώτες μεγάλες εργασίες ανάπλασης, επηρεασμένες από τις πολεοδομικές ιδέες του LeCorbusier, εστιάζουν κυρίως στο νότιο τμήμα του διαμερίσματος, δίπλα στην Porte d’Italie, αλλά εκτείνονται και στα ανατολικά. Το σχέδιο Italie 13[19], είχε στόχο τη δημιουργία κατοικιών άνετων και φωτεινών, την υποδοχή θέσεων εργασίας, την εγκατάσταση δραστηριοτήτων αναψυχής και γενικότερα ενός νέου πλαισίου που θα εξασφάλιζε την καλή ποιότητα ζωής των κατοίκων[20]. Tο σχέδιο Italie 13 πραγματοποιήθηκε μόνο εν μέρει, λόγω της αλλαγής της γαλλικής προεδρίας[21] και επομένως των πολιτικών των αστικών αναπλάσεων.

Τα αρχικά σχέδια έρχονταν σε ρήξη με τον υφιστάμενο πολεοδομικό ιστό και την κατασκευή ουρανοξυστών: οι αξίες γης θεωρούνταν υποτιμημένες σε σχέση με τις δυνατότητες που έδιναν τα οικόπεδα στις συγκεκριμένες περιοχές, δεδομένης της τοποθεσίας τους[22]. Το εγχείρημα, που είχε στόχο την κατοίκηση των ουρανοξυστών από νέους κατοίκους, στελέχη επιχειρήσεων, απέτυχε. Οι παλαιοί κάτοικοι της περιοχής συχνά δεν είχαν ούτε τα μέσα ούτε την επιθυμία να κατοικήσουν στους ουρανοξύστες, που, παρόλη την άνεση που προσέφεραν, έμοιαζαν απρόσωποι σε σχέση με τις παλιές μονοκατοικίες. Οι “πύργοι” αυτοί έμειναν σχεδόν άδειοι, με αποτέλεσμα την πτώση των τιμών των ενοικίων τους. Έτσι, στην περιοχή εγκαταστάθηκαν αρχικά αρκετοί καλλιτέχνες και στη συνέχεια οι πολυπληθείς μετανάστες από το Νότιο Βιετνάμ, που κατέφθαναν μαζικά στο Παρίσι, μετά το τέλος του πολέμου και την ήττα του Νότιου Βιετνάμ[23].

Εικόνα 16: Πανοραμική άποψη της περιοχής του σχεδίου Italie 13 σήμερα.
Εικόνα 16: Πανοραμική άποψη της περιοχής του σχεδίου Italie 13 σήμερα.

Παράλληλα, το 1964 δημιουργήθηκε ο σύλλογος ADA 13[24], που ανέδειξε τα προβλήματα που δημιουργούσαν τα μεγάλα αυτά έργα στους κατοίκους της περιοχής. Το σχέδιο είχε ανατεθεί για πραγματοποίηση στους ιδιοκτήτες οικοπέδων και ακινήτων της περιοχής, μέσω του μηχανισμού AFU (Association Foncière Urbaine)[25]. Ωστόσο, η πλειονότητα των ιδιοκτησιών ήταν μικρές, καθιστώντας το αδύνατο για τους ιδιοκτήτες να συμμετάσχουν σε έργα μεγάλης κλίμακας. Έτσι, πούλησαν τις ιδιοκτησίες τους σε ιδιωτικές κατασκευαστικές εταιρείες, που ανέλαβαν την υλοποίηση των σχεδίων[26]. Επιπλέον, το σύστημα αυτό λειτουργούσε σε συνεργασία μόνο με τους ιδιοκτήτες, αποκλείοντας τη συμμετοχή των ενοικιαστών[27].

Μετά το 1974, η πολεοδομική πολιτική του tabula rasa αναθεωρείται και τη θέση της παίρνει μία πιο κλασσική ιδέα αστικής ανάπλασης, βασισμένη στην αποκατάσταση και ανακαίνιση του υφιστάμενου οικιστικού αποθέματος. Αρχής γενομένης με την νέα βιβλιοθήκη F. Mitterand, το υπόλοιπο 13ο διαμέρισμα εντάσσεται σε νέο σχέδιο ανάπλασης, το μεγαλύτερο της πρωτεύουσας, το ZAC Paris Rive Gauche. Η λογική της κατεδάφισης και της ανοικοδόμησης συνεχίζεται, αλλά αυτή τη φορά με μικρότερης κλίμακας επεμβάσεις. Δεδομένης της πετρελαϊκής κρίσης και της υποχώρησης του κράτους πρόνοιας, ευνοείται η παρουσία των ιδιωτικών αναπτυξιακών εταιρειών, σε συνεργασία με τους τοπικούς κοινοτικούς φορείς.

Εικόνα 17: Η περιοχή του σχεδίου Paris - Rive Gauche, χωρισμένη σε ζώνες, η κάθε μία από τις οποίες έχει ανατεθεί σε μία ομάδα με επικεφαλής έναν γνωστό αρχιτέκτονα.
Εικόνα 17: Η περιοχή του σχεδίου Paris – Rive Gauche, χωρισμένη σε ζώνες, η κάθε μία από τις οποίες έχει ανατεθεί σε μία ομάδα με επικεφαλής έναν γνωστό αρχιτέκτονα.
Εικόνα 18: Το ZAC Paris Rive - Gauche σε σχέση με το 13ο Διαμέρισμα του Παρισιού.
Εικόνα 18: Το ZAC Paris Rive – Gauche σε σχέση με το 13ο Διαμέρισμα του Παρισιού.

Στο σχέδιο εντάσσεται ένα μεγάλο τμήμα του 13ου, από το σιδηροδρομικό σταθμό του Austrelitz μέχρι τον περιφερειακό του Παρισιού, καταλαμβάνοντας μία έκταση 130 εκταρίων. Προτείνεται μεγάλη ποικιλία νέων χρήσεων, από την κατοικία και τα γραφεία ως την εκπαίδευση και τον πολιτισμό[28]. Το όλο σχέδιο εντάσσεται σε ένα πνεύμα ανταγωνιστικής ανάπτυξης του συνόλου της πόλης, στα πλαίσια της παγκοσμιοποιημένης αγοράς. (Περιέχει) μικτούς οικονομικούς φορείς, ρυθμιστικούς και διαχειριστικούς οργανισμούς, και μεγάλες ζώνες εμπορικών χρήσεων και υπηρεσιών[29].

Για την υλοποίηση των σχεδίων χρειάστηκε να κατεδαφιστούν αρκετά κτήρια, πολλά από τα οποία ήταν κοινωνικές κατοικίες. Ο πληθυσμός που διέμενε σε αυτά αναγκάστηκε να μεταφερθεί σε άλλη στέγη, εντός ή εκτός της περιοχής. Παρόλα τα μέτρα που έλαβε το κράτος για την μετεγκατάσταση των κατοίκων, πολλοί ήταν αυτοί που αναγκάστηκαν να μετακομίσουν σε κοινωνικές κατοικίες εκτός Παρισιού, κυρίως για οικονομικούς λόγους.

Εικόνα 19: Γενικές λειτουργίες σε όλη την περιοχή ανάπλασης.
Εικόνα 19: Γενικές λειτουργίες σε όλη την περιοχή ανάπλασης.
Εικόνα 20: Διαχωρισμός της περιοχής ανάπλασης σε τομείς.
Εικόνα 20: Διαχωρισμός της περιοχής ανάπλασης σε τομείς.

Το 2001 το δήμο του Παρισιού αναλαμβάνουν οι σοσιαλιστές, και, σε μία προσπαθεια αύξησης της κοινωνικής ποικιλομορφίας (mixité sociale), μειώνουν τους, προβλεπόμενους από το σχέδιο ανάπλασης, χώρους γραφείων κατά 20%. Έτσι, αυξάνουν τους χώρους κατοικίας, δίνοντας έμφαση στην κατασκευή κοινωνικής κατοικίας. Ωστόσο, τα κριτήρια με τα οποία κατανέμονται οι κατοικίες αυτές θεωρούνται, συχνά, αμφισβητήσιμα. Επιπλέον, οι παλαιοί κάτοικοι που είχαν απομακρυνθεί από την περιοχή δεν είχαν, πολλές φορές, ούτε τα οικονομικά μέσα ούτε την επιθυμία να μετακομίσουν για άλλη μία φορά. Εν τέλει, οι κοινωνικές κατοικίες δεν είναι προσβάσιμες παρά μόνο για τους νέους μικρο-αστούς, ανάμεσα στους οποίους συναντάμε, μεταξύ άλλων, ένα μεγάλο μέρος των πρώην στρατευμένων οικολόγων, απόφοιτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης […], οι οποίοι ζητούσαν πολύ έντονα ένα μεγαλύτερο ποσοστό κοινωνικών κατοικιών στα πλαίσια του σχεδίου ανάπλασης της περιοχής. Αυτοί ήταν και οι πρώτοι που εξυπηρετήθηκαν και πολλοί συμμετέχουν επαγγελματικά στους οργανισμούς που καθοδηγεί το δημαρχείο (του 13ου διαμερίσματος) ή των συλλόγων που χρηματοδοτούνται από αυτό[30].

Εικόνα 21: Γενικές λειτουργίες ανά τομέα.
Εικόνα 21: Γενικές λειτουργίες ανά τομέα.

Για την επιτυχία του μεγάλου αυτού σχεδίου, όμως, χρειάζεται και η δημιουργία κλίματος ασφάλειας για τους νέους χρήστες της περιοχής (κατοίκους, εργαζόμενους, επισκέπτες κλπ). Αυτό επιτυγχάνεται, προφανώς, μέσα από τη σκληρή αστυνόμευση των γειτονιών. Βαφτίζοντας την αστυνόμευση “ασφάλεια”, και προβάλλοντάς την ως κύριο αίτημα των κατοίκων και των διάφορων συλλόγων της περιοχής, ένας από τους βασικούς στόχους των αρχιτεκτόνων και των πολεοδόμων που εμπλέκονται στο Paris Rive Gauche είναι η δημιουργία χώρων που να ανταποκρίνονται στο παραπάνω αίτημα. Αρχικά, η δημιουργία νέων κτηρίων και δημόσιων χώρων από πολύ γνωστούς αρχιτέκτονες, ανεβάζει την αξία γης και κατ’ επέκταση και των τοπικών εμπορίων και υπηρεσιών, απομακρύνοντας τα χαμηλότερα στρώματα, που θεωρούνται και πιο επιρρεπή στην εγκληματικότητα[31].

Εικόνα 22: Ανάπλαση της όχθης του Σηκουάνα.
Εικόνα 22: Ανάπλαση της όχθης του Σηκουάνα.
Εικόνα 23: Νέα κτίρια και χρήσεις στο παλιό λιμάνι.
Εικόνα 23: Νέα κτίρια και χρήσεις στο παλιό λιμάνι.
Εικόνα 24: Νέα κτίρια κατοικιών.
Εικόνα 24: Νέα κτίρια κατοικιών.

Εκτός, όμως, από τα μεγάλα σχέδια ανάπλασης που είδαμε παραπάνω, και στο πλαίσιο ανάδειξης του ιστορικού χαρακτήρα της γαλλικής πρωτεύουσας, παρατηρείται άλλη μία μορφή ανάπλασης, αυτή της αποκατάστασης. Λαϊκές, “γραφικές” γειτονιές, όπως αυτή της Butte-aux-Cailles, που διακρίνονται από μία ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, με χαμηλά ύψη, αυλές και την αίσθηση της γειτονιάς, και προσφέρουν κάτι διαφορετικό από το υπόλοιπο ωσμανικό Παρίσι ή τις νεόδμητες γειτονιές του 13ου. Το ιδιαίτερο οικιστικό απόθεμα σε συνδυασμό με μία πληθώρα νέων μπιστρό και καφενείων καθιστά την περιοχή της Butte-aux-Cailles ένα μεγάλο πόλο έλξης, για τα μεσαία και ανώτερα στρώματα. Εδώ παρατηρείται ένα πιο ήπιας μορφής gentrification, με έμφαση στην αποκατάσταση και επανάχρηση, κρατώντας τον ιστορικό χαρακτήρα της γειτονιάς ως σκηνικό.

Εικόνα 25: Επανάχρηση βιομηχανικών κτιρίων - Το εργοστάσιο συμπίεσης αέρος μετατράπηκε σε σχολή αρχιτεκτονικής.
Εικόνα 25: Επανάχρηση βιομηχανικών κτιρίων – Το εργοστάσιο συμπίεσης αέρος μετατράπηκε σε σχολή αρχιτεκτονικής.

Τα αποτελέσματα του gentrification στο 13ο διαμέρισμα αποτυπώνονται χαρακτηριστικά στους χάρτες της Anne Clerval[32]. Η αλλαγή της κοινωνικής φυσιογνωμίας της περιοχής έχει σχεδόν ολοκληρωθεί και τα άλλοτε φτωχά κοινωνικά στρώματα έχουν ήδη εκτοπιστεί σε περιοχές κυρίως εκτός κέντρου πόλης, παίρνοντας μαζί τους και την ιστορική μνήμη της περιοχής.

Εικόνα 26: Κατανομή κοινωνικών τάξεων στην 1η Ζώνη (κέντρο) του Παρισιού το 1982.
Εικόνα 26: Κατανομή κοινωνικών τάξεων στην 1η Ζώνη (κέντρο) του Παρισιού το 1982.

Εικόνα 27: Κατανομή κοινωνικών τάξεων στην 1η Ζώνη (κέντρο) του Παρισιού το 1999.
Εικόνα 27: Κατανομή κοινωνικών τάξεων στην 1η Ζώνη (κέντρο) του Παρισιού το 1999.

[1] Δεύτερη Γαλλική Αυτοκρατορία (1852-1870) ονομάζεται η περίοδος μεταξύ Δεύτερης και Τρίτης Γαλλικής Δημοκρατίας, υπό τον Ναπολέοντα Γ’, η οποία λήγει με την ήττα της Γαλλίας στον γαλλο-πρωσσικό πόλεμο και ακολουθείται από τη σύντομη περίοδο της Παρισινής Κομμούνας.

[2] […] ακολουθώντας την αρχή του σενσιμονισμού, δηλαδή του γάμου μεταξύ τράπεζας και βιομηχανίας (Philippe Panerai, Jean Castex, Jean-Charles Depaule, Formes urbaines: de l’ilôt à la barre, éd. Parenthèses, collection eupalinos, série Architecture et Urbanisme, Μασσαλία, 2004, σελ. 15.

[3] Η A. Clerval εξηγεί τη διαδικασία: η πόλη χρηματοδοτούσε τις απαλλοτριώσεις πάνω στις νέες χαράξεις δρόμων […] και πουλούσε τα οικόπεδα στους κατασκευαστές, που είχαν αναλάβει την ανέγερση των νέων πολυκατοικιών και οι οποίοι, στη συνέχεια, τις πουλούσαν σε πλούσιους ιδιοκτήτες, που, με τη σειρά τους, τις ενοικίαζαν [Anne Clerval (2013), op.cit., σ. 26].

[4] Οι κάτοικοι της πόλης δεν την αισθάνονται πιά σπίτι τους. Αρχίζουν να συνειδητοποιούν τον απάνθρωπο χαρακτήρα της μεγάλης πόλης (Walter Benjamin, Paris, Capitale du XIXe Siècle, ed. Allia, Παρίσι, 2003, σελ. 38).

[5] David Harvey, The political economy of public space, in Setha low & Neil smith (επιμ.), The Politics of Public Space, Routledge, Νέα Υόρκη, Λονδίνο, 2006, σσ. 17-24, εδώ: σελ 26.

[6] Ο ιστορικός πυρήνας τς παλιάς πόλης του Παρισιού.

[7] Anne Clerval (2013), op. cit., σελ. 30.

[8] Όταν ξεκίνησε να γράφεται η εργασία, δήμαρχος ήταν ακόμη ο Delanoë. Εν τω μεταξύ, μετά τις δημοτικές εκλογές, στις 30.4.2014, η νέα δήμαρχος του Παρισιού είναι η Anne Hidalgo, επίσης από το σοσιαλιστικό κόμμα, δεξί χέρι του Delanoë και υπεύθυνη, κατά την προηγούμενη δημαρχεία, των Πολεοδομικών Θεμάτων της πόλης.

[9] Αρχικά, το 13ο διαμέρισμα επρόκειτο να είναι το σημερινό 16ο διαμέρισμα. Ωστόσο, ο αριθμός 13 θεωρείτο κακότυχος, και κανένα διαμέρισμα δεν ήθελε να τον υιοθετήσει. Έτσι, κατέληξε να δοθεί στο πιο φτωχό κομμάτι της πόλης, το σημερινό 13ο διαμέρισμα.

[10] Ο Σηκουάνας εισέρχεται στο Παρίσι από τα ανατολικά, μεταξύ του 12ου και του 13ου διαμερίσματος.

[11] Ο ποταμός Bièvre ερχόταν στο Παρίσι από τα νότια, και κατέληγε στο Σηκουάνα, στο ύψος του σιδηροδρομικού σταθμού του Austerlitz. Στις όχθες του είχαν εγκατασταθεί πολλοί ανεμόμύλοι καθώς και άλλες δραστηριότητες όπως σφαγεία, βυρσοδεψεία, βαφεία. Τροφοδοτούσε επίσης τη γνωστή βιοτεχνία ταπισερί των Gobelins. Ο ποταμός καλύφθηκε το 1912 για λόγους υγιεινής, εξαιτίας της υπερεκμετάλλευσής του και σήμερα χύνεται στους υπονόμους τους Παρισιού. 

[12] Εδώ κατοικούσαν και πολλοί ρακοσυλλέκτες, κατά μήκος της Bièvre, στην περιοχή της Butte-aux Cailles. Διέμεναν σε κακής ποιότητας σπίτια ή ακόμη και σε αυτοσχέδιες παράγκες. Η εικόνα αυτή απλωνόταν και έξω από τα τείχη της πόλης, στην περιοχή που ονομαζόταν “la Zone” και επρόκειτο για αυθαίρετη, αυτοσχέδια δόμηση για τη στέγαση των πολύ χαμηλών στρωμάτων.

[13] Είναι χαρακτηριστικό ότι στο 13ο διαμέρισμα εγκαθίσταται η Mie de Pain, μία οργάνωση που δραστηριοποιείται στην αποκατάσταση των ανθρώπων που ζούν κάτω από τα όρια της φτώχειας. Ξεκίνησε ως δράση ορισμένων ουτοπιστών σοσιαλιστών, προσφέροντας συσίτια (soupe populaire) στους κατοίκους της περιοχής που δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν ούτε την καθημερινή τους τροφή (http://www.miedepain.asso.fr/notre-histoire/)

[14] Από την ιστορία του 13ου διαμερίσματος στην ιστοσελίδα του δήμου του (http://www.mairie13.paris.fr/mairie13/jsp/site/Portal.jsp?page_id=47)

[15] Habitations à Βon Μarché:  “φθηνές κατοικίες” που εντάσσονται στα πλαίσια των προγραμμάτων του τομέα κοινωνικής κατοικίας κυρίως μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (αλλά είχαν θεσπιστεί με το νόμο Siegfried του 1894) και απευθύνονται, πλέον, όχι στους φτωχούς εργάτες, αλλά στους κακο-στεγασμένους (mal-logés). Σκοπός του οργανισμού HBM είναι η δημιουργία πραγματικά ποιοτικών αστικών πόλων, για όλους αυτούς που ζουν στο μεταίχμιο κέντρου και περιφέρειας (Ιωάννα Αλεξίου, Φερενίκη Φωτοπούλου, Η κοινωνική κατοικία στο Παρίσι άλλωτε και τώρα – Μία νέα συνοικία στην αριστερή όχθη, ZAC Paris Rive Gauche, εργασία διάλεξης, ΕΜΠ, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, 2007-2008, υπεύθυνη Μ. Μαυρίδου, σελ. 24).

[16] Η ατμόσφαιρα της δεκαετίας του 1950 περιγράφεται πολύ γλαφυρά στο αστυνομικό κόμικ Brouillard au Pont de Tolbiac (ομίχλη στη γέφυρα Tolbiac), με σχέδια του Tardi και κείμενο του Léo Mallet. Ο ιδιωτικός ντετέντιβ Nestor Burma, προσπαθώντας να εξιχνιάσει ένα φόνο, περιπλανιέται στο 13ο διαμέρισμα, με τη βοήθεια μίας τσιγγάνας που μένει στην περιοχή. Μέσα από το κόμικ αναδύεται ο λαϊκός χαρακτήρας του 13ου διαμερίσματος, και εμφανίζονται και οι ρακοσυλλέκτες που κατοικούσαν στην περιοχή. Ο ίδιος ο Burma, πολύ συχνά σχολιάζει ότι οι γειτονιές του διαμερίσματος αυτού είναι πολύ κακόφημες (Léo Mallet, Tardi, Brouillard au Pont de Tolbiac, Casterman, Paris, 1996).

[17] Atelier Parisien d’Urbanisme (APUR), Secteur Italie – Olympiades, Définition et mise en oeuvre du projet 1960-1980, Μάρτιος 2003, σελ. 3.

[18] A. Clerval (2013), op. cit., σελ. 46.

[19] Το σχέδιο χωρίστηκε σε 3 τομείς, τις Olympiades (1969-74), το τμήμα Vandrezanne (αρχές δεκαετίας 1970) και τη συνοικία Masséna (αρχές δεκαετίας 1970).

[20] APUR, op. cit., σελ. 5.

[21] 1974, τον Georges Pompidou διαδέχεται ο Valéry Giscard d’Estaing.

[22] A. Clerval (2013), op.cit., σελ. 44.

[23] Το Νότιο Βιετνάμ ήταν τμήμα των γαλλικών αποικιών στην Ινδοκίνα, και επομένως, τα γαλλικά ήταν η επίσημη γλώσσα της περιοχής για πολλά χρόνια. Έτσι εξηγείται και η επιλογή της Γαλλίας ως τόπου προορισμού των προσφύγων.

[24] Association pour le Développement et l’Aménagement du 13e: Σύλλογος για την ανάπτυξη και ανάπλαση του 13ου διαμερίσματος.

[25] Σύλλογος Αστικής Χρηματοδότησης Αστικών Αναπλάσεων. ιδρύθηκε κατά τη διάρκεια της Δεύτερης Γαλλικής Αυτοκρατορίας, το 1865, κατά τη διάρκεια των μεγάλων έργων του Haussmann.

[26] Πληροφορίες για τη δράση των συλλόγου κατοίκων του 13ου (ADA 13): http://www.ada13.com/historique/operation_italie.htm

[27] ADA, op. cit.

[28] Η μεγάλη έκταση που, μετά την αποβιομηχάνιση, έμεινε χωρίς χρήση, έδεινε, εκτός από τα μεγάλα οικόπεδα, τη δυνατότητα επαναπροσδιορισμού των χρήσεών τους. Τα μεγάλα κτηριακά κελύφη των εγκατελειμένων βιομηχανιών θεωρήθηκαν ιδανικά για την εγκατάσταση καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων αλλά και πανεπιστημίων. Αρχικά, τη δεκαετία του 1980, τα πρώην αποθηκευτικά ψυγεία (Les Frigos) καταλήφθηκαν από καλλιτέχνες, οι οποίοι  όμως, με την εφαρμογή του Paris Rive Gauche αντιμετώπισαν τον κίνδυνο εκτοπισμού (οι πρώτοι gentrifiers εκτοπίζονται με την ανάπλαση της περιοχής). Τελικά, μέσα από διαπραγματεύσεις κατάφεραν να παραμείνουν στο κτήριο. Ο χαρακτήρας που προσέδιδαν στην γειτονιά βοηθούσε, εν μέρει, στην πραγματοποίηση του σχεδίου.

[29] Ιωάννα Αλεξίου, Φερενίκη Φωτοπούλου (2007-08), op.cit., σελ. 61.

[30] Jean-Pierre Garnier, Seine-Rive Gauche: un quartier parisien bien policé, στην ιστοσελίδα Terrains de luttes, σελ. 2-3 (http://terrainsdeluttes.ouvaton.org/?p=2995).

[31] Επιπλέον, ο ίδιος ο σχεδιασμός των κτηρίων είναι τέτοιος, που να εξασφαλίζει την προστασία των κατοίκων: τα « îlots ouverts » (ανοιχτά τετράγωνα), του αρχιτέκτονα-σταρ Christian de Portzemparc, που δημιουργήθηκαν για να μπορούν να δεχτούν κάθε τύπο κτηρίου και επενδυτή, δεν είναι “ανοιχτά” παρά μόνο σε επίπεδο ιδέας, εφόσον μεγάλα κάγκελα καθιστούν τους εσωτερικούς πράσινους χώρους τους απροσπέλαστους και προορισμένους μόνο για τους κατοίκους τους (Ibid, σελ. 5).

[32] Anne Clerval, Les politiques publiques face à la gentrification – Le cas de Paris intra muros, in Pérennité urbaine ou la ville par-delà ses métamorphoses, t. 2 Turbulences, επιμ. Colette Vallat, Aurélien Delpirou et Fabrizio Maccaglia, L’Harmattan, Paris, 2009, σσ. 139-151. Ήδη από το 1982 η κοινωνική σύνθεση του 13ου διαμερίσματος έχει αρχίσει να αλλάζει, με τα νέα μεσαία στρώματα να κατοικούν κυρίως στα όρια με το 5ο διαμέρισμα. Μεχρι το 1999 τα λαϊκά στρώματα έχουν περιοριστεί στα όρια του Παρισιού, ενώ τα πολύ λαϊκά στρώματα έχουν εκτοπιστεί τελείως, όχι μόνο από το 13ο διαμέρισμα αλλά και από όλο το Παρίσι intra muros.

Το φαινόμενο του gentrification στην Αθήνα

Εικόνα 28
Εικόνα 28

Στην Αθήνα, το φαινόμενο του gentrification είναι σχετικά και συγκριτικά με τα μεγάλα ευρωπαϊκά αστικά κέντρα, καινούριο. Τα μεγάλα κύματα προαστιοποίησης εμφανίζονται με μία σχετική χρονική καθυστέρηση, με τις υψηλές κοινωνικο-επαγγελματικές κατηγορίες να παρουσιάζουν έντονη χωρική κινητικότητα […] με δραματική μείωση της παρουσίας τους στο κέντρο[1] μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1990.

Ο ελληνικός αστικός χώρος διαμορφώνεται, σε μεγάλο βαθμό, διαφορετικά από αυτόν των μεγάλων ευρωπαϊκών πόλεων. Αυτό οφείλεται στα διαφορετικά μοντέλα ανάπτυξης που παρουσιάζονται στην  Ελλάδα, όπως η αντιπαροχή, η οριζόντια ιδιοκτησία και η λαϊκή αυτοστέγαση, καθώς και με πλείστες αυθαίρετες κατασκευές, τις οποίες το κράτος, στη συνέχεια, νομιμοποίησε[2]. Τα παραπάνω οφείλονται κυρίως στο ιδιαίτερα μικρό μέγεθος των ιδιωτικών οικοπέδων που προήλθε από τη (νόμιμη) κατάτμηση μεγάλων έγγειων ιδιοκτησιών [3],  και στη σχετικά περιορισμένη κρατική παρέμβαση σε θέματα παραγωγής κατοικίας. Η μορφολογία του κέντρου της Αθήνας επηρεάζεται κυρίως από το σύστημα της αντιπαροχής, με αποτέλεσμα την εικόνα ογκολογικής, μορφολογικής και αισθητικής ομογενοποίησης […] που παρουσιάζει σήμερα. Στα πλάισια αυτά, οι λίγοι εναπομείναντες πυρήνες κτηρίων ιστορικού χαρακτήρα θεωρούνται, πλέον, εξαιρετικά ελκυστικοί, μέσα σε μία γενικότερη τάση επιστροφής στην “παράδοση” και την “αυθεντικότητα” του κέντρου. Παράλληλα, λειτουργούν και ως επενδυτικό απόθεμα, με αποτέλεσμα, όπως αναλύσαμε και παραπάνω, την εμφάνιση του φαινομένου του gentrification. Η πρώτη εφαρμογή αυτής της διαδικασίας έγινε στην περιοχή της Πλάκας (δεκαετία 1980) και ακολούθησαν οι συνοικίες του Ψυρρή και του Γκαζιού. Σήμερα έχει αρχίσει να επεκετείνεται και στα Πετράλωνα και το Μεταξουργείο, όπου όμως, λόγω της κρίσης, το φαινόμενο έχει επιβραδυνθεί, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχει σταματήσει. Το κέντρο της πόλης παραμένει πόλος έλξης για κατοίκηση, και μία νέα υποβάθμιση των περιοχών αυτών θα μπορούσε να επιφέρει ακόμη μεγαλύτερη πιθανότητα κερδοφορίας στο κτηματομεσιτικό κεφάλαιο.

Εικόνα 29: Τάσεις gentrification στο κέντρο της Αθήνας.
Εικόνα 29: Τάσεις gentrification στο κέντρο της Αθήνας.

ΚΕΡΑΜΕΙΚΟΣ – ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ

Η περιοχή του Μεταξουργείου βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του Ιστορικού Κέντρου της Αθήνας. Αποτελεί μία ιστορική συνοικία του κέντρου της πόλης, που άρχισε να αναπτύσσεται στα μέσα του 19ου αιώνα βάσει εγκεκριμένων ρυμοτομικών σχεδίων. Η προδιαγραφόμενη εξέλιξη της περιοχής σε ζώνη κεντρικών αστικών λειτουργιών κινητοποίησε τις αγορές γης από εύπορα στρώματα. Έτσι, η περιοχή ξεκινάει την ύπαρξή της με ένα κτηριακό απόθεμα πολύ σημαντικό. Ωστόσο, η αλλαγή του πολεοδομικού σχεδίου της Αθήνας “παγώνει” αυτή την οικιστική ανάπτυξη.

Εικόνα 30: Η περιοχή του Μεταξουργείου σε σχέση με το διευρυμένο ιστορικό κέντρο της Αθηνας.
Εικόνα 30: Η περιοχή του Μεταξουργείου σε σχέση με το διευρυμένο ιστορικό κέντρο της Αθηνας.

Με την ενσωμάτωση της περιοχής στην παραγωγική ζώνη της πόλης ενισχύεται και η αποκρυστάλλωση της βασικής διχοτομίας της πόλης (“καλές” αστικές ζώνες κατοικίας στα ανατολικά και λαϊκές συνοικίες κατοικίας και εργασίας στα δυτικά)[4]. Στο βόρειο όριο της συνοικίας συγκεντρώθηκαν όλες οι εγκαταστάσεις για την εξυπηρέτηση των μεταφορών, όπως σανοπωλεία, σαγματοποιεία, αμαξοποιεία κ.ά. Με την είσοδο του αυτοκινήτου τα τελευταία μετατράπηκαν σε αντίστοιχα συνεργεία και το γεγονός αυτό ήταν αποφασιστικό για τη διαμόρφωση του μετέπειτα χαρακτήρα του Μεταξουργείου. Λόγω της εγκατάστασης οχλουσών λειτουργιών κοντά στις νότιες παρυφές του (εργοστάσιο Φωταερίου κι αργότερα κεντρική λαχαναγορά), κατοικήθηκε κυρίως από μικροαστικό και εργατικό κόσμο και εξελίχθηκε σε μια ζωντανή γειτονιά μικρομεσαίου χαρακτήρα, με μικρού ύψους κατοικίες και μικτές χρήσεις γης. Σύμφωνα με στοιχεία του 1930 για την καταγραφή και χαρτογράφηση χρήσεων εκτός κατοικίας, στο Μεταξουργείο υπήρχαν ελάχιστα εμπορικά καταστήματα στον τομέα ένδυσης – υπόδησης, αλλά υψηλό ποσοστό υποδηματοποιείων, ραφείων και εργαστηρίων επιδιόρθωσης. Υπάρχει ένα μόνο εστιατόριο αλλά πλήθος οινομαγειρείων και καφενείων[5]. Πρόκειται για μία ζωντανή περιοχή με έντονες κοινωνικές σχέσεις μεταξύ των κατοίκων της.

Στην περίοδο 1950-1970, κατά την οποία η πρωτεύουσα γνώρισε μία έντονη οικοδομική δραστηριότητα, στην περιοχή του Μεταξουργείου, παρά την κεντρικότητά της, η διαδικασία της ανάπτυξης της πολυκατοικίας με το σύστημα της αντιπαροχής λειτούργησε ατελώς, αν και σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, συγκριτικά με γειτονικές της περιοχές (Ρουφ, Γκαζοχώρι). Ο λαϊκός χαρακτήρας της γειτονιάς, τα μικρά οικόπεδα καθώς και το ενδεχόμενο ανεύρεσης αρχαιολογικών λειψάνων, κυρίως στην περιοχή του Δημοσίου Σήματος, έδρασαν, όπως φαίνεται, αποθαρρυντικά. Η περιοχή άρχισε να υποβαθμίζεται ραγδαία, και λόγω της διόγκωσης της χρήσης και της κυκλοφορίας αυτοκινήτων. Η αυξανόμενη συγκοινωνιακή σημασία της για το πολεοδομικό συγκρότημα των Αθηνών καθώς και η γειτνίαση με τους σιδηροδρομικούς σταθμούς Λαρίσης και Πελοποννήσου όπως και τα σημαντικά συγκοινωνιακά έργα κατά την τελευταία 40ετία, ενέτειναν τις τάσεις υποβάθμισης του Μεταξουργείου. Επιλέον, και λόγω της γειτνίασής της με το λιγότερο «ευγενές» τμήμα του εμπορικού κέντρου, παρουσιάζονται σπίτια, ξενοδοχεία και μπαρ αγοραίου έρωτα. Οι παράγοντες αυτοί, σε συνδυασμό και με μία γενικότερη τάση εγκατάλειψης του κέντρου για κατοίκηση στα προάστια, οδήγησαν στην απομάκρυνση πολλών παλαιών κατοίκων, στην εγκατάλειψη σημαντικού αριθμού κατοικιών και, συνακόλουθα, στην περαιτέρω υποβάθμιση του οικιστικού περιβάλλοντος. Όμως, με τους παλαιούς κατοίκους, απομακρύνθηκαν και οι βασικές εξυπηρετήσεις, με αποτέλεσμα η έννοια της “γειτονιάς” να μαραζώσει.

Η περιοχή χαρακτηρίστηκε την περίοδο εκείνη από ένα συνδυασμό υποβάθμισης του κτηριακού αποθέματος και μετατροπής της κοινωνικής σύστασης, λόγω της συγκέντρωσης εσωτερικών και εξωτερικών μεταναστών (κυρίως μουσουλμάνων από τη δυτική Θράκη, Πολωνών, Αλβανών, Αιγύπτιων, Κινέζων, Πακιστανών και από το Μπαγκλαντές). Το Μεταξουργείο παρέμεινε βασικά περιοχή κατοικίας, εφόσον οι νέοι αυτοί κάτοικοι ήταν, ως επί το πλείστον, οικογένειες. Aξίζει να αναφερθεί ότι τα τοπικά σχολεία παρέμειναν ενεργά, με πλειοψηφική, πλέον, ομάδα, τα παιδιά των μεταναστών.

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, και με πρωτοπόρο το παράδειγμα της Πλάκας, άρχισαν να εμφανίζονται μελέτες ανάπλασης που είτε αφορούσαν τη συγκεκριμένη συνοικία είτε μία ευρύτερη περιοχή που την περιέκλειε είτε γειτονικές της συνοικίες[6]. Εν όψει της Ολυμπιάδας του 2004, και της εποχής των μεγάλων έργων υποδομών, οι μελέτες αυτές καθώς και οι παρεμβάσεις ανάπλασης παρουσιάζονταν ως επιτακτικές ανάγκες για την εξυγίανση του κέντρου της Αθήνας. Παρόλα αυτά, οι περισσότερες μελέτες παρέμειναν μη υλοποιημένες. Αυτές που υλοποιήθηκαν ήταν εκείνες που υπογράμμιζαν τη νέα ταυτότητα της περιοχής ως πολιτιστικό κέντρο (Τεχνόπολις, στάση Μετρό, κέντρα αναψυχής, θέατρα, σημειακές πεζοδρομήσεις, ένα πολύ μικρό τμήμα ανασκαφών στο Δημόσιο Σήμα, διαμόρφωση πλατείας Αυδή και κτηρίου Μεταξουργείου). Σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της νέας αυτής ταυτότητας έπαιξε και η γετνίασή της με σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους (Κεραμεικός, Δημόσιο Σήμα) καθώς και η ανάπλαση της γειτονικής συνοικίας του Ψυρρή (Γ.Π.Σ. 1988, υλοποίηση 1991), με έμφαση στις χρήσεις ψυχαγωγίας, της οποίας ο χαρακτήρας επηρεάζει και το Μεταξουργείο. Επιπλέον, με το Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας του 2011, ολόκληρο το κέντρο της πόλης χαρακτηρίζεται ως αναπτυξιακός πόλος με έμφαση στον πολιτισμό.

Εικόνα 31: Απόσπασμα χάρτη του Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας 2011.
Εικόνα 31: Απόσπασμα χάρτη του Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας 2011.

Όλα τα παραπάνω, όμως, υλοποιημένα ή μη συντείνουν ώστε το Μεταξουργείο να αποτελέσει πόλο έλξης για αυτούς που ονομάσαμε στην θεωρητική προσέγγιση “πρώτους gentrifiers”[7]. Επιπλέον, η παρουσία μεγάλου αριθμού οικονομικών μεταναστών (περίπου 30% στην απογραφή του 2001[8]), προσδίδει στην περιοχή έντονα πολυπολιτισμικό χαρακτήρα και επιτρέπει  στους νέους, αυτούς κατοίκους, να υποδηλώσουν συναισθήματα ανεκτικότητας απέναντι στον πολιτισμικά “άλλο”, αναζητώντας έμμεσα τον πλούτο που ενυπάρχει στην συνύπαρξη με αυτούς τους πληθυσμούς. Χαρακτηριστικά, ο σκηνοθέτης Θόδωρος Τερζόπουλος (Θέατρο Άττις), αναφέρει[9]:

Υπάρχει καλή ενέργεια λόγω της εξαιρετικής πολεοδομίας και του πολυφυλετικού κλίματος. Παλιότερα θύμιζε επαρχιακή πόλη του ’50, αλλά όσοι ήρθαμε αντιμετωπίσαμε πολλά από τα προβλήματα και τελικά εκσυγχρονίσαμε την περιοχή. Η τάση είναι να εγκαθίστανται νέοι άνθρωποι, ηθοποιοί και εικαστικοί, και από κει ξεκινά το όραμά μου: να γίνει η περιοχή μια ζώνη τέχνης.

Παράλληλα, στην περιοχή δραστηριοποιούνται την τελευταία δεκαετία διάφορες κατασκευαστικές-κτηματομεσιτικές εταιρείες. Η μεγαλύτερη από αυτές, η Oliaros, αφού αγόρασε ένα σημαντικό ποσοστό του κτηριακού αποθέματος σε χαμηλές τιμές, επιδιώκει, όπως δηλώνει, να ανεβάσει το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων μέσω αστικών αναπλάσεων μικρής κλίμακας, προωθώντας παράλληλα το νέο πολιτιστικό χαρακτήρα της περιοχής μέσα από καλλιτεχνικές δραστηριότητες. Προβάλλει ως κεντρική της ιδέα τη δημιουργία ενός αστικού οικοσυστήματος ικανού να προσελκύσει την αναδυόμενη δημιουργική επιχειρηματική κοινότητα στην Αθήνα, αντικαθιστώντας παραβατικές χρήσεις με υγιείς αναπτυξιακές πρωτοβουλίες[10].

Η εταιρεία αυτή, μέσα από συνεργασίες με νέους, επώνυμους αρχιτέκτονες (από την Ελλάδα και το εξωτερικό), έχει καταρτίσει πλήρες σχέδιο ανάπλασης της περιοχής, με πεζοδρομήσεις, δενδροφυτεύσεις, ποδηλατόδρομους, αποκαταστάσεις διατηρητέων κτηρίων και ανέγερση νέων[11], παρεμβαίνοντας κατά τρόπο “πρωτότυπο” και “πρωτοποριακό”, το οποίο μάλιστα κατέθεσε στους αρμόδιους θεσμικούς φορείς, όπως ο Δήμος Αθηναίων,  για να το προωθήσουν με διαδικασίες “fast-track”.

Εικόνα 32: Χάρτης ιδιοκτησιών της εταιρείας Oliaros στην περιοχή. Αν και πιθανώς στον χάρτη δεν αποτυπώνονται όλες οι ιδιοκτησίες της εταιρείας, ωστόσο αυτές που μπορέσαμε να συγκεντρώσουμε δίνουν μία εικόνα του μεγέθους και εν μέρει το βαθμό συγκέντρωσης των επενδύσεων γαιοπροσόδου. Συνολικά το σχέδιο ανάπλασης της Oliaros προτείνει την ανακατασκευή 44 κτιρίων (36.000 τ.μ.), τα οποία ανήκουν στην ίδια.
Εικόνα 32: Χάρτης ιδιοκτησιών της εταιρείας Oliaros στην περιοχή. Αν και πιθανώς στον χάρτη δεν αποτυπώνονται όλες οι ιδιοκτησίες της εταιρείας, ωστόσο αυτές που μπορέσαμε να συγκεντρώσουμε δίνουν μία εικόνα του μεγέθους και εν μέρει το βαθμό συγκέντρωσης των επενδύσεων γαιοπροσόδου. Συνολικά το σχέδιο ανάπλασης της Oliaros προτείνει την ανακατασκευή 44 κτιρίων (36.000 τ.μ.), τα οποία ανήκουν στην ίδια.

Στην περίπτωση αυτή, η κρατική παρέμβαση φαίνεται να είναι ελάχιστη και κυρίως επικυρωτική και διαμεσολαβητική ως προς τις προτάσεις του κτηματομεσιτικού και κατασκευαστικού κεφαλαίου. Τα σχέδια της ιδιωτικής πρωτοβουλίας για την αναζωογόνηση του Μεταξουργείου πρόκειται να ενταχθούν στο πρόγραμμα χρηματοδότησης Jessica, και το Δημόσιο καλείται να παρέχει διαβεβαιώσεις για τη βιωσιμότητα αυτού του εγχειρήματος.

Ο διαμεσολαβητικός ρόλος του κράτους φαίνεται και στο ίδιο το κυβερνητικό Σχέδιο Δράσης για το Κέντρο της Αθήνας του 2011, όπου το Μεταξουργείο χαρακτηρίζεται “Ζώνη Ειδικής Ανάπλασης”. Εκεί διατυπώνεται η αναγκαίοτητα επέμβασης για τη βελτίωση του αστικού περιβάλλοντος της περιοχής και του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων. Στα πλαίσια μάλιστα αυτά, και εφόσον η περιοχή αυτή θεωρείται πεδίο δράσης “παραβατικών” στοιχείων, η συμβολή του κράτους έγκειται στην ακύρωση των φοβικών συνδρόμων που έχουν προαναφερθεί και, επομένως, στην ενίσχυση του Ειδικού Σχεδίου Αστυνόμευσης[12]. Παράλληλα, για την εξυγίανση της περιοχής, πρέπει να στηριχθεί και να συγκρατηθεί ο υγιής πληθυσμός που έχει απομείνει και να προσελκυστεί νέος, ενώ πρέπει […] να ενεργοποιηθούν οι μηχανισμοί της αγοράς και να διασφαλιστεί ένα λειτουργικό σύστημα[13]. Το κείμενο του Σχεδίου, ως μία από τις εκφορές του κυρίαρχου λόγου, διαχωρίζει σαφώς τους παλαιούς κατοίκους (τους οποίους χαρακτηρίζει ως “μη υγιείς” που δημιουργούν κλίμα ανασφάλειας κλπ) από τους νέους, μεσαίων και ανώτερων κοινωνικο-οικονομικών στρωμάτων, οι οποίοι είναι εξ’ ορισμού οι “υγιείς”, και χάριν των οποίων πρέπει να εξασφαλιστεί η κοινωνική τάξη και ασφάλεια, με μέτρα σκληρής αστυνόμευσης.

Στο Μεταξουργείο, λοιπόν, παρατηρείται μία εν εξελίξει διαδικασία gentrification, με παρούσες όλες τις φάσεις που έχουμε περιγράψει στη θεωρητική μας ανάλυση. Η κυβερνητική πολιτική περιορίζεται μόνο στην εξασφάλιση στοιχειωδών υποδομών, όπως οι πεζοδρομήσεις που έγιναν προ 20ετίας (οδός Σαλαμίνος, Σφακτηρίας κ.ά.), και τη βοήθεια ένταξης των ιδιωτικών πρωτοβουλιών σε χρηματοδοτικά προγράμματα, ενισχύοντας το ιδιωτικό κεφάλαιο σε κερδοφόρες επενδύσεις μέσω του αστικού χώρου[14].

[1] ΕΚΚΕ, Οι Πόλεις – Κοινωνικός και Οικονομικός Άτλας της Ελλάδας, τόμος 1,επιμ. Θ. Μαλούτας, ΕΚΚΕ – École Française d’Athènes, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας, Αθήνα – Βόλος 2000, σελ. 49

[2] Η έννοια της αυθαίρετης κατασκευής, η οποία στη συνέχεια τακτοποιείται ή νομιμοποιείται, κυρίως για εισπρακτικούς λόγους, εμφανίζεται από την απαρχή του νεοελληνικού κράτους. Χαρακτηριστική μαρτυρία αυτή του Ε. Αμπού: Το κράτος είναι ιδιοκτήτης μεγάλου μέρους του εδάφους. Κατέχει σχεδόν όλα τα εδάφη που κατείχαν οι Τούρκοι πριν από τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας. […] Ένα μέρος των εθνικών γαιών νοικιάστηκε κανονικά. Ένα άλλο κατελήφθη αντικανονικά από ιδιώτες που έκαναν εκεί εκχερσώσεις, φύτεψαν δέντρα κι ακόμα έχτισαν σπίτια, χωρίς να συννενοηθούν με την κυβέρνηση. Επειδή αυτή η κατοχή είναι πολύ παλιά και πολλοί από τους αυθόρμητους αυτούς ενοικιαστές είναι από πατέρα σε γιό, πρέπει να αναγνωρισθεί υπέρ αυτών ένα είδος δικαιώματος που δεν τους κάνει ιδιοκτήτες αλλά που δεν επιτρέπει διόλου να τους αφαιρεθεί το χωράφι […]. Το κράτος, για να αποκαταστήσει καλά το δικαίωμά του, σεβόμενο ταυτόχρονα μιά κατάχρηση από την οποία κερδίζει, επιβάλλει σ’όλους εκείνους […] ενα φόρο […]. (Edmond About, Η Ελλάδα του Όθωνος – “ Η σύγχρονη Ελλάδα, 1854”, εκδ. Τολίδη, Αθήνα, 1972, σελ. 204).

[3] ΕΚΚΕ, op.cit, σελ. 36. 

[4] Χαρακτηριστικές εικόνες της περιοχής βρίσκονται σε ορισμένα λογοτεχνικά κείμενα : ο μαστρο-Δημήτρης ο Χωριανός, “ασπριστής ή χρωματιστής την τέχνην”, είχε χτίσει μόνος του “ένα μικρόν σπιτάκι, κάτω εις την εσχατιάν της πόλεως, εκείθεν του Μεταξουργείου”, στο διήγημα του Α. Παπαδιαμάντη, Φιλόστοργοι (1895. εδώ: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Άπαντα, τόμος Γ’, Κριτική Έκδοση, Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, εκδ. Δομος, Αθήνα, 1984, σσ. 95-103). Ο Φώντας Λάδης, αντικατοπτρίζει ποιητικά στις Διαδρομές τη ζωή στον Κεραμεικό, Ιερά Οδό, Γκάζι και Μεταξουργείο, στη μεταπολεμική περίοδο (Φώντας Λάδης, Διαδρομές, Εταιρεία Αρχείου και Μελετών “Μνήμες” και Ελληνικό ICOMOS, Αθήνα 2002).

[5] Χριστίνα Αγριαντώνη, Συνοικία Μεταξουργείο, in Το Μεταξουργείο της Αθήνας, Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών – Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, επιμ. Χριστίνα Αγριαντώνη, Μαρία-Χριστίνα Χατζηιωάννου, σσ 157-171, Αθήνα, 1995, σελ. 167.

[6] Χαρακτηριστικές είναι οι εξής μελέτες: Η Τρίτη Πλατεία της Αθήνας (1989), Μελέτη Αναβάθμισης Μεταξουργείου (μελέτη Ι. Δημητριάδη, 1993), Μελέτη Ανάπλασης & Ανάδειξης της Ταυτότητας της οδού Πειραιώς (Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., 1995), Πολεοδομική Μελέτη Αναβάθμισης (μελέτη Θ. Πάνζαρη, 1996), Ενοποίηση Αρχαιολογικών Χώρων Αθήνας (1996), οι οποίες όμως έχουν – εν μέρει ή καθ’ ολοκληρίαν, παραμείνει μη υλοποιημένες.

[7] βλ. κεφάλαιο Μεθοδολογίες προσέγγισης φαινομένου

[8] Επεξεργασία στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ από το Παρατηρητήριο Κατοίκησης του Δικτύου Νομαδικής Αρχιτεκτονικής (http://paratiritiriokatoikisis.blogspot.gr/2008/02/blog-post_4890.html)

[9] Α. Σταματιάδου, Ν. Βουλαλάς, Μεταξουργείο, Αθηνόραμα, εδώ: http://metaxourgeio.wordpress.com/category/ερευνα-για-την-περιοχη/, blog για την περιοχή του Μεταξουργείου.

[10] Δ. Ρηγόπουλος, Κεραμεικός-Μεταξουργείο: το άδηλο μέλλον μίας ανάπλασης, Η Καθημερινή / Πόλη, 12.2.2014

[11] Σε συνέντευξή του ο Ι. Τσάκωνας, ιδιοκτήτης της Oliaros αναφέρει: Έχουμε καταρτίσει συγκεκριμένες προτάσεις, τις οποίες και έχουμε κοινοποιήσει στην Πολιτεία και σε σε Αρμόδιους Φορείς. Σήμερα ανακοινώσαμε την επενδυτική μας πρόταση, η υλοποίηση της οποίας απαιτεί τη συντονισμένη συνεργασία της Πολιτείας. Ζητούμε να συνυπολογιστεί η πρότασή μας για την περιοχή Κεραμεικού – Μεταξουργείου στον προγραμματισμό του νέου ρυθμιστικού σχεδίου «ΑΘΗΝΑ 2020». Ταυτόχρονα τονίζουμε την ανάγκη να καταρτηθεί συγκεκριμένο 5ετές αναπτυξιακό σχέδιο για την αντιστροφή της πορείας του ιστορικού κέντρου της πόλης και την βιώσιμη ανάπτυξη των γειτονιών του, με έμφαση στον άνθρωπο, και που θα αφορά σε πρωτοβουλίες ασφάλειας, καθαριότητας, ορθότερης διαχείρισης του δημόσιου χώρου και των χρήσεων γης, επανασχεδιασμού του οδικού δικτύου, ορθότερης διαχείρισης της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς καθώς και της σύγχρονης αρχιτεκτονικής δημιουργίας. (Φάνης Γραβινιώτης, Oliaros: Επενδύσεις σε Κεραμεικό-Μεταξουργείο, euro2day, 9.11.2010 – www.euro2day.gr/news/economy/124/articles/612124/Article.aspx)

[12] Καθημερινές πεζές περιπολίες, καθημερινές εποχούμενες περιπολίες ομάδων “ΔΙΑΣ” και “Ζ”, τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα μεγάλη επιχείρηση γενικών αστυνομικών ελέγχων καθώς και επιχείρηση για τα εκδιδόμενα άτομα, συγκρότηση ομάδας αστυνομικών για τη διενέργεια ελέγχων σε πάσης φύσεως καταστήματα και προσαγωγές, συγκρότηση μικτών κλιμακίων ελέγχου από την Ελληνική και τη Δημοτική Αστυνομία, κ.ά, Σχέδιο Δράσης για το Κέντρο της Αθήνας, σελ. 3-4 (http://government.gov.gr/wp-content/uploads/2011/05/Σχέδιο-Δράσης-για-το-Κέντρο-της-Αθήνας.pdf)

[13] Ibid, σελ. 16-17.

[14] Σε πρόσφατη συνέντευξή του ο δήμαρχος Αθήνας, Γ. Καμίνης, αναφέρει: […] υπάρχει υπερβολική καχυποψία στις συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα. […] Αν κάπου υπάρχουν ιδιώτες με ολοκληρωμένες προτάσεις, γιατί να μην τις υποστηρίξει ο Δήμος; Αν υπάρχει δηλαδή ένα σχέδιο να γίνει πρότυπη γειτονιά ο Κεραμεικός, μπορούμε να βάλουμε κι εμείς ένα λιθαράκι π.χ. με την ανάπλαση 1-2 πλατειών. […] Δεν πάει να κάνεις να προωθήσει gentrification, αν αυτό εννοείτε. Δεν πάει κάποιος να αγοράσει σε εξευτελιστική τιμή ιδιοκτησίες και να κάνει την περιοχή «κυριλέ». Το ζήτημα αντίθετα είναι να φέρουμε κόσμο εκεί. Συνέντευξη του Γ. Καμίνη στον Π. Μένεγο, Ο θυμωμένος Γιώργος Καμίνης, popaganda, 19.2.2014 (http://popaganda.gr/o-thimomenos-giorgos-kaminis/)

Ομοιότητες και διαφορές στις διαδικασίες gentrification

Συγκρίνοντας τα τρία παραδείγματα που παρουσιάστηκαν παραπάνω, μπορούμε, αρχικά, να διακρίνουμε κοινά χαρακτηριστικά:

Πρώτον, τα φαινόμενα του gentrification εμφανίζονται κυρίως στις περιοχές του κέντρου ή σε γειτονικές του συνοικίες. Η κεντρικότητα, λοιπόν, των περιοχών είναι ένας σημαντικός παράγοντας για την ελκυστικότητά τους, εφόσον στο κέντρο συγκεντρώνεται ο τριτογενής τομέας και άρα και οι θέσεις εργασίας σε αυτόν. […] η κλίμακα του αστικού ορίζεται ολοένα και περισσότερο σε σχέση με τα γεωγραφικά όρια της καθημερινής μετακίνησης από και προς τους χώρους εργασίας[1]. Μετά τον κορεσμό του στενού κέντρου της πόλης της Νέας Υόρκης ξεκινάει η αναζήτηση νέων χώρων σε περιοχές που γειτνιάζουν άμεσα με αυτό, όπως το Harlem ή το Brooklyn. Στο Παρίσι, παρατηρείται έντονα η κίνηση από τις δυτικές, “καλές” συνοικίες, προς τις ανατολικές, πιο λαϊκές. Στην Αθήνα, μετά την προαστιοποίηση, η επιστροφή στο κέντρο ενέτεινε το ενδιαφέρον για νέες περιοχές του, που προηγουμένως θεωρούνταν ακατάλληλες για διαμονή. Όπως αναφέρει ο N. Smith:

υπάρχει μία θεμελιώδης γεωγραφική αντίθεση μεταξύ των δραματικά αυξημένων αξιών γης που συνοδεύουν την συγκεντροποίηση του κεφαλαίου στον πυρήνα αυτών των μητροπόλεων και των αξιών γης στις περιθωριακές, εξωαστικές τοποθεσίες, όπου αναγκάζονται να ζήσουν οι εργάτες λόγω των αξιοθρήνητων μισθών, στη βάση των οποίων κτίζεται η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου[2].

Δεύτερον, η ιστορικότητα των περιοχών αυτών, τους προσδίδει μία επιπλέον αξία: Σε αντίθεση με τα προάστια, το ιστορικό κέντρο εμφανίζει ιδιαίτερη ταυτότητα, φορτισμένο με τη συλλογική μνήμη. Στα πλαίσια αυτά, μπορεί να επιφέρει επιπλέον κέρδος στο ιδιωτικό κεφάλαιο, εφόσον η συμβολική αξία εμπορευματοποιείται. Και στις τρεις περιπτώσεις, οι νέες χρήσεις που δημιουργούνται έχουν να κάνουν με τον πολιτισμό ή/και την εκπαίδευση: Στο Harlem πρόκειται για το Πανεπιστήμιο Columbia, στο Παρίσι για την αρχιτεκτονική σχολή Val-de-Seine και το πανεπιστήμιο Diderot – με επανάχρηση κτηρίων της βιομηχανικής κληρονομιάς – και στην Αθήνα για το νέο καλλιτεχνικό κέντρο, με γκαλερί, εργαστήρια καλλιτεχνών και τη διοργάνωση του Remap σε άδειους χώρους. Σε όλες τις περιπτώσεις, εμφανίζεται κυρίαρχη η λογική την αύξησης του βαθμού ανταγωνιστικότητας της πόλης, με στόχο την προσέλκυση του επενδυτικού κεφαλαίου. Οι πόλεις εντάσσονται, πλέον, σε ένα διεθνές δίκτυο, ανταγωνιζόμενη η μία την άλλη, και προωθώντας η κάθε μία τα στοιχεία αυτά που θεωρούνται ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. Η ιστορία και η κληρονομιά μπαίνουν, λοιπόν, στην πρώτη γραμμή, ως εξέχοντα εργαλεία για την άνοδο στην ιεραρχική κλίμακα των πόλεων. Γενικότερα, με το gentrification πραγματοποιείται ένα πέρασμα από τη λειτουργία της συνοικίας που βασιζόταν στις σχέσεις, στη λειτουργία των ζωνών της πόλης που είναι συμβολική[3].

Σε όλες τις περιπτώσεις, το gentrification, δηλαδή η ενδυνάμωση της χρήσης της κατοικίας με την εισροή νέων κατοίκων, εμφανίζεται σαν αναγκαία συνθήκη για τη δημιουργία κλίματος ασφάλειας. Εδώ εντοπίζουμε την τρίτη ομοιότητα, που συνίσταται στο χαρακτηρισμό των περιοχών προς ανάπλαση ως “επικίνδυνες” και υποβαθμισμένες και την ενεργοποίηση φοβικών συνδρόμων[4]. Αν και στην περίπτωση του Παρισιού γινόταν λόγος για καλυτέρευση των συνθηκών ζωής των υφιστάμενων κατοίκων, στην πράξη αυτοί απομακρύνονται, και η προσπάθεια εστιάζεται στη δημιουργία μίας ασφαλούς περιοχής για τους νέους κατοίκους. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω της ενίσχυσης της αστυνόμευσης αλλά και του ίδιου του σχεδιασμού. Η σκληρή αστυνόμευση εντάσσεται στις πολιτικές “μηδενικής ανοχής”, που αρχικά εμφανίζονται στη Νέα Υόρκη, αλλά στη συνέχεια υιοθετούνται και στην Ευρώπη[5]. Ακόμη και αν η απομάκρυνση των κατοίκων δεν επιδιώκεται ρητά ή εμφανίζεται η προσδοκία συνύπαρξης παλαιών και νέων κατοίκων, μέσω των κοινωνικών κατοικιών, η εισροή κατοίκων με υψηλότερη αγοραστική δύναμη προσελκύει και ανάλογες υπηρεσίες του τριτογενούς τομέα. Έτσι, η αποχώρηση των χαμηλότερων στρωμάτων μοιάζει να γίνεται αναγκαστική.

Τέταρτο στοιχείο ομοιότητας αποτελεί η ισχυρή παρουσία του κατασκευαστικού και κτηματομεσιτικού κεφαλαίου, με αποτέλεσμα το μετασχηματισμό του δομημένου περιβάλλοντος της πόλης μέσω της ιδιωτικής αγοράς[6]. Οι παρεμβάσεις γίνονται μέσα από τη συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, με τον δεύτερο, όμως, να εξασφαλίζει μεγάλο βαθμό ελευθερίας ως προς τις κινήσεις του. Στις δεκαετίες 1950-1970, η ανακατασκευή των πληγέντων από τον πόλεμο, ευρωπαϊκών αστικών κέντρων πραγματοποιήθηκε με δημόσια πρωτοβουλία και άρα, απαντώντας, σε μεγάλο βαθμό, σε κοινωνικές ανάγκες. Στη σημερινή τους μορφή, οι αστικές αναπλάσεις γίνονται με αρκετά περιορισμένη τη δημόσια επιδότηση και με πολύ πιο αυξημένη συνεργασία με το ιδιωτικό κεφάλαιο. Ουσιαστικά, πρόκειται για έργα ναυαρχίδες, τα οποία προβάλλουν ως ζητούμενο την προσφορά υψηλού επιπέδου πολιτιστικών υπηρεσιών και δημόσιων χώρων. Στην πραγματικότητα, όμως, ο κύριος στόχος τους είναι η προσέλκυση ή η παραγωγή κεφαλαίου.

Σε αυτό το σημείο διαπιστώνουμε και την πρώτη διαφοροποίηση μεταξύ των τριών μας παραδειγμάτων:

Ενώ στις ΗΠΑ και τη Γαλλία η κρατική παρέμβαση έχει στόχο την παραγωγή κοινωνικής κατοικίας και την ενίσχυση – αν και σε μικρό τελικά βαθμό – των ασθενέστερων στρωμάτων, στην Ελλάδα, το κράτος περιορίζεται στην κατασκευή υποδομών και την ανάπλαση δημόσιων χώρων και όχι στην παραγωγή οργανωμένης κατοικίας. Γενικότερα, στην Ελλάδα, η παρέμβαση του κράτους στην παραγωγή αστικού χώρου είναι περιορισμένη, δίνοντας, πολλές φορές, την εικόνα της ηθελημένης “μη παρέμβασης”.

Όσον αφορά στους παλαιούς κατοίκους, στις περιπτώσεις όπου το κράτος μεριμνά για την κοινωνική κατοικία (Γαλλία και ΗΠΑ), αυτοί βρίσκονται αντιμέτωποι με δύο επιλογές:

  1. τη μετακόμιση στις κοινωνικές κατοικίες που χτίζονται στα πλαίσια προγραμμάτων κοινωνικής πολιτικής στην προσπάθεια εξισορρόπησης των αποτελεσμάτων του gentrification και επομένως την κατάτμηση του γκέττο σε πολλά μικρά γκέττο, διασκορπισμένα μέσα στο σύνολο του οικιστικού συγκροτήματος, χωρίς ωστόσο να σπάζουν τα στεγανά[7],
  2. τη μετοίκησή τους σε άλλες, περιφερειακές γειτονιές, που δεν έχουν, ακόμη, υποστεί

Στην περίπτωση της Αθήνας, όμως, ελλείψει κρατικής πρόνοιας, οι πληθυσμοί αυτοί έχουν μόνο τη δεύτερη επιλογή, δηλαδή την μετεγκατάσταση σε άλλες περιοχές.

Ένα άλλο σημείο διαφοροποίησης είναι ο χρόνος στον οποίο εμφανίζεται το gentrification. Η Νέα Υόρκη παρουσιάζεται ως πρωτοπόρος του φαινομένου, από τη δεκαετία του 1960 και μετά. Στο Παρίσι, το gentrification εμφανίζεται με μία σχετική καθυστέρηση. Αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι τα φαινόμενα προαστιοποίησης των ανώτερων τάξεων (white-flight), είχαν ήδη περιοριστεί από τα μεγάλα έργα του Haussmann το 19ο αιώνα, συγκρατώντας την αστική τάξη εντός των ορίων του κέντρου της πόλης. Ωστόσο, ήδη από τη δεκαετία του 1960, τα μεγάλα έργα ανάπλασης της γαλλικής πρωτεύουσας στοχεύουν στην αναβάθμιση κεντρικών γειτονιών που θεωρούνται “προβληματικές” αλλά και πιο περιφερειακών γειτονιών που, υπέστησαν την αποβιομηχάνιση και συνέχιζαν να κατοικούνται από χαμηλά στρώματα. Στην Αθήνα, με την προαστιοποίηση να εμφανίζεται με μία δεκαετία διαφορά, οι διαδικασίες gentrification είναι, σχετικά, πρόσφατες, με αποτέλεσμα να μην παρουσιάζονται με γοργούς ρυθμούς, εφόσον συνέπεσαν και με την οικονομική κρίση που πλήττει τη χώρα. Όμως, αυτό δίνει μία επιπλέον ώθηση στο ιδιωτικό κεφάλαιο, που, πλέον, εμφανίζεται ως η μόνη βοήθεια για την ανάπτυξη της πόλης.

Τέλος, διαφορές παρουσιάζονται και στις μορφές που μπορεί να πάρει το gentrification: Στη Νέα Υόρκη, αλλά και στο Παρίσι, η λογική της κατεδάφισης και ανέγερσης νέων, μεγάλων κτηριακών όγκων είναι πιο συχνή. Αντίθετα, στην Αθήνα, οι παρεμβάσεις γίνονται πολύ συχνά με πιο ήπιο τρόπο, μέσω μικρών επεμβάσεων σε επίπεδο δημόσιου χώρου. Αυτό, εν μέρει, συμβαίνει και λόγω της μεγάλης ανοικοδόμησης που γνώρισε η πόλη κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, με αποτέλεσμα την κατεδάφιση πολλών από τα ιστορικά της κτήρια. Σήμερα, σε μία αναζήτηση της ιστορικότητας της πόλης, οι κατεδαφίσεις νεοκλασικών και παραδοσιακών κτηρίων είναι πιο σπάνιες. Σημαντική θέση παίρνουν οι αποκαταστάσεις αυτών των κτηρίων, μέσα από τα οποία η Αθήνα ψάχνει να βρει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της για να ανταγωνιστεί άλλες ιστορικές πόλεις, όπως το Παρίσι ή η Ρώμη. Ακόμη, όμως, και στις περιπτώσεις όπου το gentrification εμφανίζεται να είναι περιορισμένο, παρατηρείται μία μεγάλη κινητικότητα των μεσιτικών αγορών, που στοχεύει στη μεγαλύτερη συσσώρευση κεφαλαίου.

Εικόνα 33: Η εξέλιξη του gentrification στο Παρίσι.
Εικόνα 33: Η εξέλιξη του gentrification στο Παρίσι.

[1] Neil Smith (2002), op.cit., σελ. 57.

[2] Neil Smith (2002), op. cit., σελ. 61.

[3] Manuel Castells, Προς μία κοινωνιολογική θεωρία του σχεδιασμού – προγραμματισμού της πόλης, in Πόλη και Κοινωνία, Ιδεολογία, Κοινωνιολογική Θεωρία και Σχεδιασμός – τέσσερα κείμενα του Manuel Castells, επιμ. Παντελής Λαζαρίδης, εκδ. Νέα Σύνορα, Α. Λιβάνης, σειρά Η ζωή μέσα στο χώρο, σελ. 43.

[4] Όταν οι νομιμόφρονες και εργαζόμενοι πληθυσμοί εγκαταλείπουν μια περιοχή, ακολουθούν (ή προηγούνται) οι υπηρεσίες – οι τράπεζες, τα καταστήματα – με αποτέλεσμα συνθήκες γκετοποίησης […]. Πολλές ευρωπαϊκές πόλεις έχουν παρόμοιες εμπειρίες. Όπου αντεστράφη η διαδικασία του αστικού μαρασμού προηγήθηκαν σοβαρές αποφάσεις από τις κεντρικές και τοπικές εξουσίες. Η πρώτη απόφαση αφορούσε την έννομη τάξη, την εξασφάλιση της ευταξίας και των δημοτικών λειτουργιών ώστε να αποφευχθεί η πληθυσμιακή μείωση και η εξασθένιση της ανθρώπινης δραστηριότητας – επιχειρηματικής, καταναλωτικής, συγκοινωνιακής και επικοινωνιακής: το μέσο ήταν η αυστηρή αστυνόμευση και η επιβολή σκληρών ποινών ακόμα και για μικρές παραβάσεις από ευυπόληπτη αστυνομία και με τη συνεργασία τοπικών παραγόντων (Σώτη Τριανταφύλλου, Υπόθεση Αθήνα: Εμπειρίες των πόλεων, Athens Voice, τεύχος 389, αφιέρωμα στην Αθήνα, 25.04.2012, σσ 64-66, εδώ: σελ. 65).

[5] Η “μηδενική ανοχή” ήταν βασικό συστατικό της πολιτικής του Nicolas Sarkozy στην περίοδο της θητείας του ως Υπουργού Εσωτερικών και Δημόσιας Τάξης (2002-2004 και 2005-2007) και εκφράστηκε με σημαντική καταστολή των διαμαρτυριών των πολιτών αλλά και με πολύ έντονη επίθεση κατά των αλλοδαπών και των μεταναστών.

[6] Neil Smith (2002), op. cit., σελ. 65

[7] Manuel Castells, op. cit., σελ. 103

Συμπεράσματα / Προβληματισμοί

[…] όσο το νεοφιλελεύθερο κράτος μετατρέπεται σε έναν καταναλωτικό -παρά ρυθμιστικόπαράγοντα της αγοράς, η νέα ρεβανσιστική [revanchist] πολεοδομία, η οποία αντικαθιστά τη φιλελεύθερη πολιτική για τον αστικό χώρο στις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου, εκφράζει ολοένα και περισσότερο τους παλμούς της καπιταλιστικής παραγωγής, παρά της κοινωνικής αναπαραγωγής[1].

Μετά τη δεκαετία του 1990, το φαινόμενο του gentrification εμφανίζεται σαν πολιτική αναπαραγωγής του αστικού χώρου σε παγκόσμιο επίπεδο. Παρά τις διαφοροποιήσεις του φαινομένου ανάλογα με τον εκάστοτε τόπο, και στα πλαίσια της έκφρασης του νεοφιλελευθερισμού στο επίπεδο της πολεδομίας, το gentrification εξελίσσεται σε μία ανταγωνιστική στρατηγική των πόλεων στα πλαίσια […] της παγκόσμιας οικονομίας[2]. Πλέον, αντιμάχονται πόλεις ενάντια σε πόλεις […], όχι μόνο με όρους βιομηχανικής προσέλκυσης […], αλλά και μέσα από το μάρκετινγκ των πόλεων ως οικιστικών και τουριστικών προορισμών[3]. Έτσι, οι κεντρικές συνοικίες των πόλεων, και λόγω του ιστορικού, συνήθως, χαρακτήρα τους, μπορούν να προσφέρουν και μία επιπλέον συμβολική – και κατ’ επέκταση οικονομική – αξία στην πόλη, ανεβάζοντας το βαθμό ανταγωνιστικότητάς της.

Βάσει των παραπάνω, γίνεται κατανοητή η άμεση σχέση του gentrification με τις αστικές αναπλάσεις. Η γενικευμένη συζήτηση των ευρωπαϊκών πόλεων για αστική “αναγέννηση” διαφέρει από την αστική ανανέωση της “χρυσής 30ετίας”. Ενώ οι αναπλάσεις προηγούμενων περιόδων εστιάζονταν στην παραγωγή κατοικίας (και κυρίως κοινωνικής), σήμερα, οι χρήσεις που επιλέγονται δεν είναι μόνο η κατοικία, αλλά και άλλες, που την “ντύνουν” κατάλληλα, ως προς τους νέους κατοίκους (μεσαίων και ανώτερων στρωμάτων), όπως εστιατόρια, κέντρα διασκέδασης, αναψυχής και πολιτισμού. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την ανερχόμενη σημασία της κτηματομεσιτικής δρατηριότητας ως βασικό συστατικό της παραγωγικής οικονομίας των πόλεων, εντάσσονται σε μία γενικότερη προσπάθεια μεγέθυνσης του βαθμού ελκυστικότητας (για επενδύσεις) και άρα ανταγωνιστικότητας της κάθε πόλης, με στόχο τη μεγαλύτερη συσσώρευση κεφαλαίου.

Κάθε ανάπλαση […] κρύβει και μια υποβόσκουσα ιδεολογία, ένα τρόπο αντίληψης για το τι σημαίνουν σύγχρονες συνθήκες και τρόπος ζωής, ένα είδος “αναγκαστικού εκσυγχρονισμού” για τους κατοίκους. […] “Οι αναπλάσεις μπορεί να έχουν επιπτώσεις σε διάφορα επίπεδα, αλλά πάντοτε σημαίνουν μια παρέμβαση στη σχέση ανθρώπου και χώρου[4].

Παρόλα αυτά, η παρουσία ενός δυνατού κοινωνικού κράτους σε μία χώρα καθορίζει και το βαθμό στον οποίο το ιδιωτικό κεφάλαιο μπορεί να παρέμβει στις πολιτικές που διαμορφώνουν τον αστικό χώρο. Στην Ευρώπη, όπου το κοινωνικό κράτος, που διαμορφώθηκε μέσα από κοινωνικούς αγώνες, είναι, αν και αποδυναμωμένο, ακόμη υπαρκτό αλλά και με μεγάλη ιστορία πίσω του, το ζήτημα της κοινωνικής κατοικίας δεν μπορεί να αποκλειστεί εξολοκλήρου από την οπτική της ανάπλασης[5]. Αντίθετα, στις ΗΠΑ, όπου το κοινωνικό κράτος είναι αδύναμο, οι αναπλάσεις και τα φαινόμενα gentrification εμφανίζονται με μεγαλύτερη συχνότητα, αλλά και με πιο βίαιη μορφή.

Όπως αναφέρει η Sharon Zukin[6], παρόλο που το gentrification είναι μία ιδιωτικά χρηματοδοτούμενη διαδικασία, αυτή προϋποθέτει την κυβερνητική στήριξη, σε εθνικό ή τοπικό επίπεδο. Ουσιαστικά, το κράτος δρα περιορίζοντας τους κινδύνους των κτηματομεσιτικών επενδύσεων, ευνοώντας, έτσι, την ελεύθερη κίνηση του ιδιωτικού κεφαλαίου[7].

Τελικά, η ικανότητα επιρροής του κράτους ως προς την κτηματομεσιτική δραστηριότητα είναι περιορισμένη για δύο λόγους: πρώτον, το κράτος στηρίζεται στην αύξηση των κτηματομεσιτικών αγορών και δεύτερον, δεν μπορεί να επηρεάσει άμεσα τη ζήτηση για τα προϊόντα της αγοράς αυτής. Έτσι, το κράτος εξαρτάται από τον ιδιωτικό τομέα για την ανοικοδόμηση της πόλης[8].

Συνοψίζοντας, σήμερα, το κεφάλαιο, μην έχοντας νέο έδαφος να εξερευνήσει, αναβαθμίζει ή μεταλλάσσει εσωτερικά τον αστικό χώρο[9].

Εικόνα 34
Εικόνα 34

Είναι σημαντικό, λοιπόν, να δούμε τι γίνεται κάθε φορά με τους εκτοπισμένους από το gentrification πληθυσμούς. Να αναρωτηθούμε εάν τα θετικά αποτελέσματα, που όντως υπάρχουν, των διαδικασιών αυτών, κατανέμονται με ίσο τρόπο στον πληθυσμό της περιοχής. Παρόλο που αρκετοί από τους παλαιούς κατοίκους βλέπουν θετικά τις αλλαγές που συντελούνται στις γειτονιές τους, δεν παραμένουν σε αυτές μόνο λόγω των αλλαγών αυτών. Παραμένουν διότι εκεί βρίσκονται οι κοινότητές τους. Οι οικογένειες, τα δίκτυα και όλη τους η ζωή[10].

Η αναμόρφωση είναι μιά διαδικασία κοινωνικής κινητικότητας. Για όσους είναι ικανοί να επωφεληθούν από τις δυνατότητες που προσφέρει, η κινητικότητα είναι ανοδική. Όσοι είναι ανίκανοι, αποβάλλονται στα κατώτερα στρώματα του οικιστικού συγκροτήματος, όπου ήδη βρίσκονται συγκεντρωμένοι εκείνοι που η διαδικασία ανάπτυξης αφήνει στο περιθώριό της. Η ικανότητα αυτή δεν εννοείται σαν ψυχολογική προσαρμογή, αλλά καθορίζεται από την κοινωνική διάρθρωση[11].

[1] Εισαγωγή στο μεταφρασμένο κείμενο του Ν. Smith, Νέος παγκοσμισμός, νέα πολεοδομία: το gentrification ως παγκόσμια στρατηγική των πόλεων, op. cit., σελ. 53.

[2] Neil Smith (2002), op. cit., σελ. 71

[3] Ibid, σελ. 72

[4] Hartmut Häussermann και Andreas Kapphan, Berlin: Von der geteilten zur gespaltenen Stadt? Sozialräumlicher Wandel seit 1990, Εδώ: Άρης Καλαντίδης, Αναπλάσεις και “θεσμική” gentrification στο Βερολίνο μετά τη γερμανική επανένωση, περιοδικό Γεωγραφίες, τεύχος 22, φθινόπωρο 2013, σσ. 91-104, εδώ: σελ. 101.

[5] Ibid, σελ. 69

[6] Sharon Zukin, Gentrification: Culture and Capital in the Urban Core, Annual Review of Sociology, vol. 13, pp. 129-147, 1987.

[7] Ακόμη και στις περιπτώσεις στις οποίες το κράτος προσπαθεί να προωθήσει κάποιου είδους κοινωνική πολιτκή, αυτές δεν καταφέρνουν, τις περισσότερες φορές να διατηρήσουν την κοινωνική σύνθεση της περιοχής που αναπλάθεται. Όπως αναλύει ο Άρης Καλαντίδης για την περίπτωση του Prenzlauer Berg του πρώην Ανατολικού Βερολίνου: […] κανένας από τους κοινωνικούς προγραμματικούς στόχους δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί. Ούτε μπόρεσε να εμποδιστεί η απομάκρυνση των παλιών κατοίκων ούτε προσανατολίστηκε η ανάπλαση στις ανάγκες του πληθυσμού. Αντίθετα, είναι προσαρμοσμένη στα μέτρα των επενδυτών που είναι οι τελικοί νικητές της διαδικασίας (Άρης Καλαντίδης, op. cit., σελ. 102).

[8] Georgia Alexandri, The Gas District Gentrification Story, διπλωματική εργασία στα πλαίσια του MSc in Sustainability, Planning and Environmental Policy, Department of City and Regional Planning Cardiff University, 2005, σελ. 35.

[9] Zukin (1987), op. cit., σελ. 141.

[10] Kathe Newman, Elvin Wyly (2005), op. cit.

[11] Manuel Castells, Υπάρχει κοινωνιολογία της πόλης;, op.cit., σελ. 39.

Βιβλιογραφία

Ελληνική

About Edmond, Η Ελλάδα του Όθωνος “ Η σύγχρονη Ελλάδα, 1854”, εκδ. Τολίδη, Αθήνα, 1972

Αγριαντώνη Χριστίνα, Συνοικία Μεταξουργείο, in Το Μεταξουργείο της Αθήνας, Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών – Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, επιμ. Χριστίνα Αγριαντώνη, Μαρία-Χριστίνα Χατζηιωάννου, σσ 157-171, Αθήνα, 1995

Αλεξίου Ιωάννα, Φωτοπούλου Φερενίκη, Η κοινωνική κατοικία στο Παρίσι άλλωτε και τώρα Μία νέα συνοικία στην αριστερή όχθη, ZAC Paris Rive Gauche, εργασία διάλεξης, ΕΜΠ, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, 2007-2008, υπεύθυνη Μ. Μαυρίδου

Castells Manuel, Πόλη και Κοινωνία, Ιδεολογία, Κοινωνιολογική Θεωρία και Σχεδιασμός τέσσερα κείμενα του Manuel Castells, επιμ. Παντελής Λαζαρίδης, εκδ. Νέα Σύνορα, Α. Λιβάνης, σειρά Η ζωή μέσα στο χώρο

ΕΚΚΕ, Οι Πόλεις Κοινωνικός και Οικονομικός Άτλας της Ελλάδας, τόμος 1,επιμ. Θ. Μαλούτας, ΕΚΚΕ – École Française d’Athènes, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας, Αθήνα – Βόλος 2000

Engels Friedrich, Για το ζήτημα της Κατοικίας, in Καρλ Μαρξ και Φρίντριχ Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα, εκδ. Αναγνωστόπουλος, Αθήνα 1965, σσ. 656-765

Engels Friedrich, Η Κατάσταση της Εργατικής Τάξης στην Αγγλία, μέρος Α’ και Β’, Fr. Engels – Άπαντα, τόμος 3ος, εκδ. Μπάυρον, Αθήνα, 1975

Καλαντίδης Άρης, Αναπλάσεις και “θεσμική” gentrification στο Βερολίνο μετά τη γερμανική επανένωση, περιοδικό Γεωγραφίες, τεύχος 22, φθινόπωρο 2013, Αθήνα, εκδόσεις Νήσος, σσ. 91-104.

Λάδης Φώντας, Διαδρομές, Εταιρεία Αρχείου και Μελετών “Μνήμες” και Ελληνικό ICOMOS, Αθήνα 2002

Παπαδιαμάντης Αλέξανδρος, Άπαντα, τόμος Γ’, Κριτική Έκδοση, Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, εκδ. Δομος, Αθήνα, 1984, σσ. 95-103

Rethink gentrification: φιλόδοξοι μεσίτες, ξεπεσμένοι μεσοαστοί και σύγχρονοι πληβείοι στο κέντρο της Αθήνας, κομπρεσέρ, 14/11/2012, τεύχος 4

Savage Mike και Warde Alan, Αστική Κοινωνιολογία, Καπιταλισμός και Νεωτερικότητα, εκδόσεις Παπαζήσης, επιμέλεια μετάφρασης Ι. Ψημμένος, Αθήνα, 2005

ΥΠΕΚΑ, ΟΡΣΑ, Αθήνα Μεσογειακή Πρωτεύουσα, Στρατηγικές και Προτεραιότητες του Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας / Αττικής 2001, Αθήνα 2011

Ξενόγλωσση

Alexandri Georgia, The Gas District Gentrification Story, διπλωματική εργασία στα πλαίσια του MSc in Sustainability, Planning and Environmental Policy, Department of City and Regional Planning Cardiff University, 2005

Atelier Parisien d’Urbanisme (APUR), Secteur Italie – Olympiades, Définition et mise en oeuvre du projet 1960-1980, Μάρτιος 2003

Benjamin Walter, Paris, Capitale du XIXe Siècle, ed. Allia, Παρίσι, 2003

Bourdieu Pierre, La Distinction. Critique sociale du jugement, les Éditions de Minuit, collection Le Sens Commun, Paris, 1979

Clerval Anne, Les politiques publiques face à la gentrification – Le cas de Paris intra muros, in Pérennité urbaine ou la ville par-delà ses métamorphoses, t. 2 Turbulences, επιμ. Colette Vallat, Aurélien Delpirou et Fabrizio Maccaglia, L’Harmattan, Paris, 2009, σσ. 139-151

Clerval Anne, Paris sans le peuple. La gentrification de la capitale, εκδ. La Découverte, Παρίσι, 2013

Glass Ruth, London: aspects of change, in Centre of Urban Studies (Report, τεύχος 3), εκδ. MacGibbon & Kee, Λονδίνο, 1964

Hain Alexandra, The Manhattanville project: Urban Renewal on the Capitalist Agenda, University of Kent, Brussels School of International Studies, ανέκδοτη φοιτητική εργασία

Harvey David, The Condition of Postmodernity, Blackwell, Oxford, 1989

Harvey David, The political economy of public space, in Setha low & Neil Smith (επιμ.), The Politics of Public Space, Routledge, Νέα Υόρκη, Λονδίνο, 2006, σσ. 17-24

Ley David, Inner-City Revitalization in Canada: A Vancouver Case Study, Canadian Geographer, τεύχος 25, σσ 124–148, 1981

Ley David, Alternative explanations of inner city gentrification: a Canadian assessment, Annals of the Association of American Geographers, volume 76, issue 4, σσ 521–535, 1986

Mallet Léo, Tardi, Brouillard au Pont de Tolbiac, Casterman, Paris, 1996

Panerai Philippe, Castex Jean, Depaule Jean-Charles, Formes urbaines: de l’ilôt à la barre, éd. Parenthèses, collection eupalinos, série Architecture et Urbanisme, Μασσαλία, 2004

Prepi Alkistis, La région de Gazi – Metaxourgio à Athènes: Mutations Urbaines et Sociales, διπλωματική εργασία (Mémoire et Projet de Fin d’Études), υπό την επίβλεψη του καθηγητή Γιάννη Τσιώμη, υποστηρίχθηκε τον Ιούλιο του 2009, Παρίσι, École Nationale Supérieure d’Architecture de Paris-La-Villette

Smith Neil,Toward a theory of gentrification; a back to the city movement by capital not people, Journal of the American Planning Association 45, σσ 538-548, Philadelphia, 1979, αναρτήθηκε στο διαδίκτυο στις 27 Νοεμβρίου 2007 (http://dx.doi.org/10.1080/01944367908977002), ημ/νία επίσκεψης: Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014

Smith Neil, Ποιά νέα πολεοδομία; Ο ρεβανσισμός των ‘90s, κομπρεσέρ, τεύχος 4, σσ. 27-35

Smith Neil, New Globalism, New Urbanism: Gentrification as global urban strategy, Antipode, 34:3, σελ. 427-250, 2002. Εδώ: κομπρεσέρ, τεύχος 4, 13.11.2012, (http://kompreser.espivblogs.net/2012/11/13/neil-smith-nea-poleodomia-gentrification/), ημ/νία επίσκεψης: Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2014

Zukin Sharon, Loft Living – Culture and Capital in Urban Change, The Johns Hopkins University Press, Baltimore and London, 1982

Zukin Sharon, Gentrification: Culture and Capital in the Urban Core, Annual Review of Sociology, vol. 13, pp. 129-147, 1987

Αρθρογραφία στον τύπο

Ρηγόπουλος Δημήτρης, Κεραμεικός-Μεταξουργείο: το άδηλο μέλλον μίας ανάπλασης, Η Καθημερινή / Πόλη, 12.2.2014

Σώτη Τριανταφύλλου, Υπόθεση Αθήνα: Εμπειρίες των πόλεων, Athens Voice, τεύχος 389, αφιέρωμα στην Αθήνα, 25.04.2012, σσ 64-66

Ηλεκτρονική Βιβλιογραφία

Παρατηρητήριο Κατοίκησης του Δικτύου Νομαδικής Αρχιτεκτονικής: http://paratiritiriokatoikisis.blogspot.gr/2008/02/blog-post_4890.html, ημ/νία επίσκεψης Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2014

Ορισμός του όρου mews: en.wikipedia.org/wiki/Mews, ημ/νία επίσκεψης Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2014

Α. Σταματιάδου, Ν. Βουλαλάς, Μεταξουργείο, Αθηνόραμα : http://metaxourgeio.wordpress.com/category/ερευνα-για-την-περιοχη/, blog για την περιοχή του Μεταξουργείου, ημ/νία επίσκεψης Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2014

Γραβινιώτης Φάνης, Oliaros: Επενδύσεις σε Κεραμεικό-Μεταξουργείο, euro2day, 9.11.2010: http://www.euro2day.gr/news/economy/124/articles/612124/Article.aspx, ημ/νία επίσκεψης Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2014

Ιστορία της Mie de Pain: http://www.miedepain.asso.fr/notre-histoire/, ημ/νία επίσκεψης Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2014

Ιστορία του 13ου διαμερίσματος του Παρισιού: http://www.mairie13.paris.fr/mairie13/jsp/site/Portal.jsp?page_id=47, ημ/νία επίσκεψης Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2014

Newman Kathe, Wyly Elvin, Gentrification and Resistance in New York City, National Housing Institute, τεύχος 142, Ιούλιος/Αύγουστος 2005: http://www.nhi.org/online/issues/142/gentrification.html, ημ/νία επίσκεψης Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2014

Σχέδιο Δράσης για το Κέντρο της Αθήνας, 2011: http://government.gov.gr/wp-content/uploads/2011/05/Σχέδιο-Δράσης-για-το-Κέντρο-της-Αθήνας.pdf, ημ/νία επίσκεψης Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2014

Anne Clerval, Les dynamiques spatiales de la gentrification à Paris, Cybergeo : European Journal of Geography [En ligne], Espace, Société, Territoire, document 505, mis en ligne le 20 juillet 2010: http://cybergeo.revues.org/23231, ημ/νία επίσκεψης Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2014

Σύλλογος Κατοίκων 13ου διαμερίσματος Παρισιού: http://www.ada13.com/historique/operation_italie.htm, ημ/νία επίσκεψης Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2014

Ιστορία του Harlem: http://en.wikipedia.org/wiki/History_of_Harlem, ημ/νία επίσκεψης Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2014

Συνέντευξη του Γ. Καμίνη στον Π. Μένεγο, Ο θυμωμένος Γιώργος Καμίνης, popaganda, 19.2.2014: http://popaganda.gr/o-thimomenos-giorgos-kaminis/, ημ/νία επίσκεψης Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2014

Jean-Pierre Garnier, Seine-Rive Gauche: un quartier parisien bien policé, στην ιστοσελίδα Terrains de luttes, σελ. 2-3: http://terrainsdeluttes.ouvaton.org/?p=2995, ημ/νία επίσκεψης Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2014

Σχέδιο επέκτασης Πανεπιστημίου Columbia στο Harlem: http://neighbors.columbia.edu/pages/manplanning/, ημ/νία επίσκεψης Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2014

Προτάσεις φοιτητών Columbia για την ανάπλαση της περιοχής του Harlem: http://www.urbandesignlab.columbia.edu/?pid=cultural_destination, ημ/νία επίσκεψης Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2014

Συντάκτης: Αριστερή Κίνηση Εργαζόμενων Αρχιτεκτόνων - ΑΚΕΑ

Συλλογικότητα άνεργων, μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων αρχιτεκτόνων, που δραστηριοποιείται στον ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ και όχι μόνο.