
Γιώργος Παπαγκίκας
Με αφορμή τη λήξη της έκθεσης του ελληνικού περιπτέρου της 14ης biennale αρχιτεκτονικής της Βενετίας στη χώρα μας, το άρθρο θα επιχειρήσει μια προσέγγιση της ελληνικής συμμετοχής στη διοργάνωση. Η απόπειρα αυτή δε θα αναφερθεί στο υπόλοιπο σύνολο της biennale και δεν θα κάνει συγκρίσεις με άλλα εθνικά περίπτερα ούτε θα περιγράψει τον κατάλογό της· θα προβεί σε μια παρουσίαση και κριτική του θεάματος με το οποίο ήρθε σε επαφή το ευρύ ελληνικό κοινό, δηλαδή αποκλειστικά της έκθεσης όπως αυτή εμφανίσθηκε στο Μουσείο της Ακρόπολης.
Όπως οι περισσότεροι αρχιτέκτονες γνωρίζουν, κάθε δύο χρόνια η Βενετία γίνεται το κέντρο του παγκόσμιου αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος φιλοξενώντας το σημαντικότερο περιοδικό γεγονός στο συγκεκριμένο πεδίο, τη biennale αρχιτεκτονικής. Τους 6 μήνες λειτουργίας της, οι περίπου 200.000 επισκέπτες γίνονται θεατές μιας τεράστιας εκθεσιακής εγκατάστασης η οποία οργανώνεται σε τρία τμήματα. Εκτός από τις δύο μεγάλες ενιαίες εκθέσεις (η μία στην περιοχή του παλιού arsenale και η άλλη στην περιοχή των Giardini, δηλαδή των κήπων της πόλης) ο θεσμός περιλαμβάνει τις εθνικές συμμετοχές, οι περισσότερες εκ των οποίων παρουσιάζοντα στα εθνικά περίπτερα (τα οποία βρίσκονται και αυτά στην περιοχή των κήπων) και καλούνται κάθε φορά να διερευνήσουν ένα κοινό ερευνητικό ερώτημα.
Ο επίτροπος της τελευταίας διοργάνωσης ήταν ο ευρέως γνωστός αρχιτέκτονας και θεωρητικός Rem Koolhaas ο οποίος όρισε για κεντρικό θέμα της έκθεσης τη λέξη «Fundamentals», δηλαδή τα θεμελιώδη, ουσιώδη στοιχεία της αρχιτεκτονικής. Παράλληλα, το θέμα στο οποίο κλήθηκαν να απαντήσουν οι εθνικές συμμετοχές ήταν ο τρόπος με τον οποίο κάθε χώρα «απορρόφησε τη νεωτερικότητα» τον τελευταίο αιώνα («Absorbing Modernity 1914-2014»)[1] . Η πρόταση αυτή ήρθε 34 χρόνια μετά από την πρώτη biennale αρχιτεκτονικής, η οποία με τίτλο «The Presence of the Past» και επίτροπο τον Paolo Portoghesi (και με τη συμμετοχή του Rem Koolhaas) θεωρήθηκε το επίσημο πιστοποιητικό γέννησης του μεταμοντερνισμού.
Δεδομένης της σχέσης με τη νεωτερικότητα και το μοντερνισμό της ελληνικής αρχιτεκτονικής, μιας σχέσης που πέρα από τον ιστορικό της χαρακτήρα αποκτά επικαιρότητα στη σύγχρονη έκφραση πολλών Ελλήνων αρχιτεκτόνων[2], η συμμετοχή αναμενόταν σίγουρα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Τελικά, το ελληνικό περίπτερο, ένα λιτό και ευρύχωρο κτίριο του 1934 σε νεοβυζαντινό στυλ και σε περίοπτη θέση μέσα στους κήπους, φιλοξένησε στα πλαίσια αυτά την έκθεση «Τοπία Τουρισμού: Ανακατασκευάζοντας την Ελλάδα»[3] με επίτροπο τον Γιάννη Αίσωπο, καθηγητή αρχιτεκτονικής στο πανεπιστήμιο Πατρών. Το επιλεγμένο θέμα θύμισε έντονα αυτό της συμμετοχής της Κύπρου στη biennale του 2012[4].

Η διαχρονικά μεγάλη σημασία που απολαμβάνει η τουριστική δραστηριότητα στην Ελλάδα και ο χωρικός της αντίκτυπος καθιστούν λογική αυτή την επιλογή και προδιαθέτουν για ένα ενδιαφέρον αποτέλεσμα. Το επιχείρημα που υποστηρίχθηκε από την παρουσίαση ήταν ότι «ο τουρισμός λειτουργεί ως εργαλείο διαρκούς εκμοντερνισμού της χώρας μέσω της κατασκευής τοπίων τουρισμού, ενώ παράλληλα επιτείνει την (ανα)διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας».
Η έκθεση
Η συμμετοχή διακρίνεται για την απλότητα, καθαρότητα και αναγνωσιμότητά της, γεγονός ταιριαστό με τις ανάγκες μιας έκθεσης τέτοιας έκτασης. Εντούτοις αυτή η λακωνικότητα έρχεται σε μεγάλη αντίφαση με το μέγεθος του καταλόγου, ο οποίος είναι ένα ογκώδες βιβλίο 562 σελίδων, όσων και του επίσημου γενικού καταλόγου της biennale[5]. Η έκθεση τοποθετείται σε έναν ορθογώνιο χώρο και χωρίζεται σε δύο ευδιάκριτες ενότητες. Από τη μια, στο δάπεδο τοποθετούνται 17 βάθρα διαφορετικού ύψους που φέρουν μακέτες από 15 νέες προτάσεις ειδικά σχεδιασμένες για την έκθεση, ενώ δύο από τους πλίνθους λειτουργούν ως καθιστικά στα οποία κάποιος μπορεί να ξεφυλλίσει τον κατάλογο της συμμετοχής. Οι προτάσεις διαπραγματεύονται με θεωρητική και ερευνητική διάθεση την έννοια του τουρισμού στη χώρα μας μετά την κρίση και αφορούν πραγματικά και φανταστικά τοπία.
Ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε 7 από αυτές:
1) Από το γραφείο buerger katsota architects η προβοκατόρικη πρόταση για έναν ουρανοξύστη-θέρετρο, τοποθετημένο μέσα στο νερό ενός κόλπου, που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως αντίβαρο στη διάχυτη δόμηση της ελληνικής ακτογραμμής.

2) Η πρόταση για εναλλακτική τουριστική κατοίκηση ενός ερειπίου από το Studio Angelidakis σε μια προκλητική παρουσίαση που υπενθυμίζει την υλικότητα και αίσθηση του βασικού υποδοχέα της ελληνικής τουριστικής εμπειρίας, της παραθαλάσσιας άμμου.

3) Από το γραφείο Flux Office βλέπουμε τον επανασχεδιασμό της φιλοξενίας ενός τουριστικού θέρετρου της δεκαετίας του ’70, που δείχνει τις ενδιαφέρουσες μορφές που μπορεί να πάρει ένας τρόπος ανάπτυξης εναλλακτικός της διαρκούς ακατάσχετης δόμησης, αυτός της επανάχρησης υπαρχόντων κελυφών.


4) Το γραφείο AZPML προτείνει την «παραλλαγή» ως μια εύκολη λύση για την καλύτερη εγκόλπωση στο τοπίο υπαρχόντων τουριστικών μεγαθηρίων.

5) Εξελίσσοντας μια ιδέα που εμφανίστηκε σε μια φοιτητική εργασία[6], στην κριτική ομάδα των καθηγητών της οποίας συμμετείχε ο Κωστής Πανηγύρης, ο τελευταίος μαζί με την Ηρώ Μπερτάκη και τη Χριστίνα Λουκοπούλου προτείνουν έναν επίπεδο χώρο φιλοξενίας που προσφέρει αποκλειστική θέα στον ουρανό.

6) Ο Ζήσης Κοτιώνης με έναν ενδιαφέρων σχεδιασμό παιδικής απλότητας, παρουσιάζει ένα σενάριο συλλογικής κατοίκησης χαμηλού περιβαλλοντικού αποτυπώματος, βασισμένο σε μια μονάδα-αμφίβια κάψουλα με τη μορφή μεγεθυμένης σημαδούρας.


7) Οι Αλεξάνδρα Βούγια, Θεοδόσης Ησαΐας και Πλάτων Ησαΐας προσφέρουν ένα σχέδιο δομών υποστήριξης ελεύθερης κατασκήνωσης, σε συνδυασμό με μια πρόταση ενός νέου νομικού πλαισίου για το συγκεκριμένο δημοφιλές και πολύπαθο στη χώρα μας[7] είδος τουριστικής κατοίκησης[8].


Τη δεύτερη ενότητα της έκθεσης αποτελούν οι τοίχοι του χώρου. Οι τελευταίοι λειτουργούν ως background φέροντας εικόνες του ελληνικού τοπίου και μια ανθολογία έργων και μελετών, παρουσιάζοντας έτσι την εξέλιξη της κυρίαρχης “τουριστικής” αρχιτεκτονικής τα τελευταία 100 χρόνια. Σε αυτή εντάσσονται δημόσιοι χώροι όπως ο πεζόδρομος της Ακρόπολης του Δημήτρη Πικιώνη, η πλατεία του Μοναστηρακίου, η νέα παραλία της Θεσσαλονίκης και τα σχέδια για το φαληρικό όρμο και την περιοχή του Ελληνικού. Υπάρχουν επίσης χώροι πολιτισμού όπως το νέο Μουσείο της Ακρόπολης, αλλά και η ίδια η Ακρόπολη. Κυριαρχούν μεγα-projects όπως μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες της δεκαετίας του ’60 και ’70 αλλά και πιο σύγχρονες. Όμως, όλα αυτά αποτυπώνονται με πολύ συμβατικό τρόπο, σε μια εικονογραφική εξιδανίκευση. Τα έργα εμφανίζονται σαν καινούργια χωρίς να επιχειρείται μια αναφορά στην εξέλιξη της χρήση τους, στην πορεία τους στο χρόνο και στον κοινωνικό τους αντίκτυπο. Παρουσιάζονται χαρακτηριστικά υπερπροβεβλημένα παραδείγματα στα οποία προστίθενται στιγμές μιας αρχιτεκτονικής της ευρωστίας, διαφήμισης του πλούτου των λίγων που έχουν τη δυνατότητα να τη χρησιμοποιούν. Όλα αυτά παρατίθενται μαζί με ένα πλήθος φωτογραφιών του σημερινού ελληνικού τοπίου σε ακόμα πιο έντονη εξιδανίκευση. Κλισέ ορίζοντες, ακρογιαλιές και ουρανοί εναλλάσσονται με καταπράσινα λιβάδια, λόφους και βουνοπλαγιές σε εικόνες που μοιάζουν να έχουν αντληθεί από προσπέκτους τουριστικού πρακτορείου. Μερικές (μάλλον λίγες για το ρόλο τους) φωτογραφίες -«στοιχεία ταυτότητας» από γνωστούς επαγγελματίες προσπαθούν να υπονοήσουν κάποια πιο κοινά και βιωματικά στοιχεία της ελληνικής τουριστικής εμπειρίας και να δώσουν μια ανθρωπολογική διάσταση. Τέτοια είναι ανθρώπινα σώματα και καταστρώματα πλοίων, η πανταχού παρούσα άμμος, το υπερβολικό και αλόγιστο χτίσιμο του φυσικού τοπίου κ.α.
Μια προσωπική προσπάθεια κριτικής
Όμως, το περιεχόμενο των τοίχων -«αρχείου» αποπνέει μια αίσθηση έλλειψης. Γιατί η ελληνική τουριστική εμπειρία εξακολουθεί να είναι πολλά περισσότερα. Είναι διακοπές, ιδρώτας, αντηλιακό και αφόρητη ζέστη. Είναι χιλιόμετρα αυτοκινητοδρόμων (με πολλά διόδια) δίπλα στους οποίους πωλούνται πεπόνια και καρπούζια, καθώς και η προσπάθεια να βρεις θέση παρκαρίσματος και χώρο να καθίσεις σε κατάμεστες παραλίες. Είναι τα χιλιάδες κλιματιστικά που δουλεύουν ακατάπαυστα, οι πολύβουες ελληνικές πόλεις σε συνθήκες ερήμωσης και η ύπαιθρος σε στιγμιαία αναζωογόνηση, πάντα υπό έναν παντοδύναμο ήλιο, είναι η σύγκρουση φωτός και σκιάς. Είναι το λαϊκό φολκλόρ των πανηγυριών και των σουβενίρ, ανίκητο παρά τη σφοδρή μάχη του με τη νεωτερικότητα. Είναι part-time χαμηλόμισθες δουλειές του ποδαριού για πολλούς νέους σε μέρη ξεκούρασης και ανεμελιάς για άλλους. Είναι θερινοί κινηματογράφοι, παγωτό από το περίπτερο, αποτσίγαρα και αυτοσχέδιες κατασκευές στις παραλίες, καθώς και παιδικές αναμνήσεις σε μέρη που μικρή σχέση έχουν με infinite pools και ξενοδοχειακά μεγαθήρια.
Προφανώς και είναι υπερβολικό έως και λάθος να απαιτούμε από ένα εκθεσιακό περίπτερο μερικών τετραγωνικών να είναι τόσο περιγραφικό. Όμως θα άξιζε ίσως περισσότερο να βλέπαμε την πορεία της αρχιτεκτονικής σε μια προσπάθεια θέασης του υπάρχοντος που να αποπειράται να αλιεύσει και να αναδείξει ποιότητα και ενδιαφέρον από θεωρούμενες «αδύναμες» αλλά πανταχού παρούσες στιγμές του χώρου και της καθημερινότητας, και όχι απλά την αναπαραγωγή μιας καλοστημένης τελειότητας. Μπορούμε να πούμε ότι τέτοιες προσπάθειες είχαμε δει σε προηγούμενες ελληνικές συμμετοχές.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η προτελευταία συμμετοχή. Με τίτλο Made in Athens και με μια διάταξη πολύ κοντά σε αυτή που εξετάζουμε, η έκθεση αναμετριώταν ουσιαστικά με την Αθήνα της κρίσης και καταπιανόταν με το φιλόδοξο εγχείρημα της παρουσίασής της. Μη μένοντας σε αυτό και αρνούμενη την όποια μοιρολατρία, ανίχνευε και αναδείκνυε τις πολύ ενδιαφέρουσες προσπάθειες νέων δημιουργών να παράγουν, παρά αλλά και διαμέσου της κρίσης, έναν νέο λόγο για την αρχιτεκτονική, το χώρο και την πόλη. Αντίστοιχα, η συμμετοχή του 2010 με έναν τολμηρό εκθεσιακό χώρο-αντικείμενο επιχειρούσε ίσως (κατά την προσωπική μου ανάγνωση με βάση την περιορισμένη εικόνα της που είχα) να διερευνήσει και να παρουσιάσει τη χωρική πραγματικότητα και εμπειρία της γεωργικής παραγωγής της ελληνικής υπαίθρου, αλιεύοντας, αναδεικνύοντας αλλά και προσπαθώντας σε ένα βαθμό να αναπαράγει τη δυνητική συλλογικότητα που αυτή μπορεί να δημιουργήσει. Τέλος, η συμμετοχή του 2006 πρότεινε ένα νέο ριζοσπαστικό κοίταγμα του Αιγαίου ως διάσπαρτη πόλη. Αυτό γινόταν μέσω μιας διασκεδαστικής απόπειρας βιωματικής παρουσίασης της πραγματικότητας, εμπειρίας και αίσθησης του ελληνικού αρχιπελάγους και ιδιαίτερα των «πλατειών» της μεγαλούπολης αυτής, τον ρόλο των οποίων παίρνουν τα καταστρώματα των πλοίων που την οργώνουν. Και πάλι με μια προσωπική μετάφραση, είχε επιχειρηθεί έτσι ίσως η εφαρμογή της αντίληψης ότι «όταν αλλάζεις τον τρόπο που βλέπεις τα πράγματα, τα ίδια τα πράγματα αλλάζουν». Θα μπορούσαμε λοιπόν να φανταστούμε τους εαυτούς μας, ως επισκέπτες του Αιγαίου και του περιπτέρου, συμμέτοχους μιας νέας κοινής ταυτότητας, αυτής του «συμπολίτη» με το μεγάλο πλήθος (περίπου διπλάσιο των κατοίκων της Ελλάδας) που επισκέπτεται κάθε χρόνο τα ελληνικά νησιά. Ίσως για μια αίσθηση καινοτομίας, η περσινή συμμετοχή έπρεπε να αποφύγει πολύ μεγάλες επικαλύψεις με προηγούμενες (ιδίως αυτή του 2006). Όμως κάτι τέτοιο σαν αυτοσκοπός περισσότερες ελλείψεις θα δημιουργούσε παρά δυνατότητες.
Εξετάζοντας με προσοχή το περιεχόμενο των τοίχων βλέπουμε ότι η διαφοροποίηση του σε σχέση με τα κεντρικά εκθέματα δεν περιγράφεται πλήρως από τη χρονολογική σχέση τους με την κρίση, καθώς κάνουν εκεί την εμφάνισή τους προτάσεις προς μελλοντική υλοποίηση, όπως τα σχέδια για την έκταση του Ελληνικού και τον φαληρικό όρμο. Αντιθέτως το δίπολο μοιάζει πιο πολύπλοκο. Στη μια πλευρά θα μπορούσαμε να τοποθετήσουμε μια αντίληψη-μονοσήμαντο εκφραστή μιας «ανάπτυξης» ταυτόσημης με την οικονομική μεγέθυνση σε συνδυασμό με την εμπορική εκμετάλλευση του τοπίου, μιας αρχιτεκτονικής προς πραγματιστική υλοποίηση στα πλαίσια οικονομικών επιταγών (με σχετική έλλειψη θεωρητικών και σχεδιαστικών αρχιτεκτονικών αναζητήσεων που δεν οδήγησαν σε κτισμένο αποτέλεσμα, ανεξάρτητα με τη σημασία τους και το αντιληπτικό τους αποτύπωμα), που στην κατάληξή της ρέπει προς τη mainstream εικονογράφηση της χλιδής μιας ελίτ. Από την άλλη ίσως υπάρχει μια διάθεση ερευνητικής προσπάθειας για εναλλακτική και καινοτόμα σκέψη με προοδευτικά χαρακτηριστικά και αυξημένες πολιτικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές ευαισθησίες, εκφρασμένη με ελευθερία ουτοπίας. Βεβαίως οι εξαιρέσεις υπάρχουν και από τις δύο πλευρές: ο ιστοριογραφικός χαρακτήρας του περιεχομένου των τοίχων (ο οποίος σε ένα βαθμό αναιρείται από την απουσία λιγότερο επιτυχημένων παραδειγμάτων αντίστοιχης δυναμικής) υπενθυμίζει την καινοτομία, ακόμα και προοδευτικότητα των απεικονιζόμενων κτιρίων για την εποχή τους. Από την άλλη, στις νέες προτάσεις πολλές φορές κυριαρχεί η μεγάλη κλίμακα που, παρά το ενδιαφέρον και την τόλμη που παρουσιάζουν στη σχέση με το τοπίο και τη διαβίωση που προτείνουν, υπονοούν για την υλοποίησή τους πόρους και ενέργεια αναντίστοιχους προς τα πιθανά κοινωνικά και περιβαλλοντικά οφέλη που θα μπορούσαν να προκαλέσουν (πρέπει βεβαίως να θυμόμαστε ότι περισσότερο παίζουν τον ρόλο της θεωρητικής τροφής για σκέψη παρά προτάσεις προς άμεση υλοποίηση). Επίσης τα περισσότερα θα μπορούσαν να λειτουργήσουν άνετα στα πλαίσια του υπάρχοντος οικονομικού συστήματος ως απλές μηχανές παραγωγής κερδοφορίας.
Τα δύο σκέλη της έκθεσης ίσως συνειδητά περισσότερο έρχονται σε αντιπαράθεση παρά αποτυπώνουν μια συνέχεια, όμως ο διάλογος μεταξύ τους δεν φαίνεται να είναι ισότιμος. Παρά την αποκλειστική χρήση της τρίτης διάστασης από το περιεχόμενο των βάθρων, το βλέμμα δύσκολα αποδιώχνει το έντονο background των τοίχων που μοιάζει να ακολουθεί τον επισκέπτη παντού. Αντιθέτως η μικρή επιφάνεια διαστάσεων 0.5×1.5m που αφήνεται στα νέα projects καθιστά σχεδόν αδύνατο το ξεδίπλωμα της λογικής τους σε βαθμό αντιπροσωπευτικό του βάθους και της ποιότητας τους. Αυτό καταλήγει ενοχλητικό, ιδίως υπό τη σκέψη ότι θα μπορούσε εύκολα να αντιμετωπιστεί, χωρίς ιδιαίτερη επίπτωση στην καθαρότητα και τη διαρρύθμιση του χώρου, με την προσθήκη για παράδειγμα μερικών συρταριών με συμπληρωματικό υλικό στα βάθρα.
Αλλά εκτός από τη διαφοροποίηση στην έκταση, υπάρχει έλλειψη ισοτιμίας και στην ίδια τη μορφή του περιεχομένου των δύο πλευρών. Από τη μια έχουμε τη χρήση εύπεπτων εντυπωσιακών εικόνων υπαρκτών κτιρίων ή φωτορεαλιστικών και φωτογραφιών σαγηνευτικών τοπίων, ενώ από την άλλη υπάρχει μια πιο αφαιρετική και μεστή αρχιτεκτονική γλώσσα. Η δεύτερη όμως, παρά το ενδιαφέρον και την ευρηματικότητά της, απευθύνεται αναπόφευκτα σε πιο μυημένους και μερικές φορές καθίσταται ερμητική χωρίς την ύπαρξη επεξήγησης μέσω κειμένου ή άλλου υλικού, το οποίο μπορεί μάλλον να βρεθεί στο βιβλίο-κατάλογο της έκθεσης ή στην ιστοσελίδα της. Έτσι κανείς νιώθει ότι εγκαταλείπεται μια αίσθηση έλλειψης ενός συγκεκριμένου έντονου επιχειρήματος από πλευράς των συντελεστών της συμμετοχής και μιας διάθεσης να “μιλήσουν τα έργα από μόνα τους”, και αντί αυτών εμφανίζεται μια σύγκρουση με νικητές και νικημένους.
Με αυτούς τους τρόπους η σχέση των δύο τμημάτων της έκθεσης κάνει εν τέλει το περίπτερο να θυμίζει σενάριο δυστοπικής επιστημονικής φαντασίας στο οποίο κάποιος ζει, δρα και αγωνίζεται όντας εγκλωβισμένος μέσα σε ένα κέλυφος τα τοιχώματα του οποίου αποτελούν προβολές ενός ψεύτικου ορίζοντα, δημιουργώντας μια εικονική πραγματικότητα από την οποία ο ήρωας δε μπορεί ή και δε θέλει να ξεφύγει. Σε αυτό βοηθάει και η ίδια η διαμόρφωση του εκθεσιακού χώρου, ο οποίος με την προσθήκη μιας χαμηλής ψευδοροφής, τη χρήση αποκλειστικά τεχνητού φωτισμού και την ελάχιστη σχέση με το εξωτερικό περιβάλλον, μοιάζει να αποδιώχνει τον έξω κόσμο και να αρνείται τη μορφή του περιπτέρου που τη στεγάζει, του οποίου η εξωτερική εμφάνιση δεν προδιαθέτει καθόλου για την εσωτερική εμπειρία που προτείνεται. Τραβώντας στα άκρα αυτό το σκεπτικό, η συμμετοχή θα μπορούσε να λειτουργήσει έτσι ως τολμηρό σχόλιο για τις σχέσεις εξουσίας της κυρίαρχης αντίληψης ενάντια σε προοδευτικές απόπειρες σύλληψης μιας υπέρβασής της, όμως δεν φαίνεται να συμβαίνει κάτι τέτοιο.
Πρέπει να αναγνωρίσουμε την ανάγκη αφαίρεσης για να γίνει η συμμετοχή πιο εύληπτη. Αυτή είναι σίγουρα ευεργετική για το πλήθος που επισκέπτεται τη biennale και προσπαθεί να αναμετρηθεί με τον εκπληκτικό όγκο της πληροφορίας της, αλλά και για το ίδιο το μήνυμα το οποίο καλείται να μεταδοθεί στον περιορισμένο χρόνο και την ενέργεια που είναι σε θέση να του αποδώσουν οι επισκέπτες. Όμως ο τρόπος και το περιεχόμενο της παρουσίασης, παρά την απλότητα και καθαρότητά τους, μοιάζουν να υπονομεύουν από μόνα τους το επιχείρημα που καλούνται να υποστηρίξουν.
Πράγματι, παρά τις επιδιώξεις του τίτλου της, η ελληνική συμμετοχή στη συγκεκριμένη biennale, τουλάχιστον στο εκθεσιακό της κομμάτι, δε μας παρουσιάζει τον τρόπο με τον οποίο το τουριστικό βλέμμα και αρχιτεκτονική επηρέασαν την Ελλάδα “ανακατασκευάζοντάς τη”. Αντί αυτού βλέπουμε την εξέλιξη της ίδιας της κυρίαρχης τουριστικής αρχιτεκτονικής στη χώρα μας, ακολουθώντας τα παγκόσμια ρεύματα του κλασικισμού-εκλεκτικισμού, μοντερνισμού, μεταμοντερνισμού και στο σήμερα πάλι πίσω σε ένα είδος “νεομοντερνισμού”[9]. Με αυτόν τον τρόπο μας παρουσιάζεται ένα έργο σε συνθήκη έντονης αυτοαναφορικότητας, σε απόσταση από την κοινωνία για, από και επί της οποίας υλοποιείται και με την οποία μοιάζει να μη θέλει να έχει ιδιαίτερη σχέση. Ακόμα χειρότερα, μέσω μιας σαρωτικής αφαίρεσης, μοιάζει να προσπαθεί να τη σβήσει στη μεγαλύτερή της έκταση για να σταθεί ολομόναχη σε ένα αυτό-τιμητικό κάδρο.

Κίνδυνοι
Πέραν της πτώχευσης ενός πολύ ενδιαφέροντος θέματος, η συγκεκριμένη αντιμετώπιση ενέχει ένα σημαντικό κίνδυνο: τον περιορισμό του αρχιτεκτονικού έργου και της αντίληψής μας για αυτό σε μια αυτονομία από κοινωνικές, πολιτικές συνθήκες και οράματα, και την αξιολόγησή του με όρους τους οποίους μόνο το ίδιο κατασκευάζει για τον εαυτό του. Αποποιείται έτσι τον σημαντικό κοινωνικό του ρόλο και εκπίπτει σε μια απολίτικη “αρχιτεκτονική ποιότητα”[10].
Όπως όμως τυχαίνει να συμβαίνει σήμερα και σε άλλα πεδία του πολιτισμού, “είναι κάτι πιο βαθύ αυτό που μας λερώνει”[11], ο μεγάλος κίνδυνος είναι άλλος και ξεφεύγει από μια περιορισμένη αρχιτεκτονική σκέψη. Η αποστασιοποίηση από την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα εξαλείφει τις δυνατότητες παραγωγής μιας δημιουργικής και προοδευτικής σχέσης μαζί τους. Ωθεί έτσι στη μετατροπή της αρχιτεκτονικής σε πειθήνιο εργαλείο ενός οικονομικού συστήματος που καθορίζει τα όρια της με μόνο σκοπό τη συντηρητική αναπαραγωγή του. Αυτό, την εποχή ενός άκρατου, ολοκληρωτικού καπιταλισμού σε κατάσταση κρίσης, οδηγεί με τη σειρά του με ευκολία το δομημένο και φυσικό περιβάλλον, αλλά και την εμπειρία και την αντίληψή μας για αυτό, στην υποταγή στις επιτακτικές ανάγκες απομύζησης κέρδους. Μια τέτοια συνθήκη κατά την οποία τα πάντα αξιολογούνται και επικαθορίζονται από αγοραία οικονομικά κριτήρια, δε μπορεί παρά να έχει καταστροφικές πολιτισμικές και φυσικές συνέπειες.
Το συγκεκριμένο θέμα είναι ήδη επιρρεπές σε τέτοιους κινδύνους στη χώρα μας, όπου ο παραγωγικός καταμερισμός της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης σήμαινε την προώθηση του τουρισμού σε βάρος άλλων τομέων όπως η βιομηχανική και αγροτική παραγωγή. Οι τελευταίοι δέχθηκαν έτσι ισχυρό πλήγμα το οποίο επιδείνωσε την κρίση και δυσκολεύει ένα σχεδιασμό ουσιαστικής υπέρβασής της. Παράλληλα, σε αυτά τα πλαίσια το φυσικό περιβάλλον βρίσκεται υπό την πίεση της τουριστικής εκμετάλλευσης και οι κυρίαρχες επιλογές, όπως για παράδειγμα τα σχέδια για ιδιωτικοποίηση του αιγιαλού ή η λογική του νέου χωροταξικού νομικού πλαισίου[12] επιδεινώνουν την κατάσταση και δημιουργούν πολιτική αντιπαράθεση και εστίες αντίστασης. Παρά τη διεθνή εμπειρία που καθιστά το ζήτημα κεντρικό (χαρακτηριστικό παράδειγμα η αναδιαμόρφωση και υπερεκμετάλλευση της ακτογραμμής της Ισπανίας[13]), το περίπτερο μάλλον αγγίζει πολύ ήπια όλη αυτή την προβληματική, αποκρύπτοντάς την εν πολλοίς στις σελίδες του καταλόγου και στη συλλογιστική των προτάσεων, που όμως δεν εκτίθενται επαρκώς παρά την ποιότητά τους. Αντίστοιχα με το φυσικό περιβάλλον, και ο πολιτιστικός πλούτος τείνει πολλές φορές να αντιμετωπίζεται από την κυρίαρχη τάξη αποκλειστικά ως τουριστικό προϊόν προς κατανάλωση.
Όμως και πάλι αποκρύπτονται πολύ περισσότερα. Ο επισκέπτης της έκθεσης, ιδίως αυτός που δεν έχει οικειότητα με την ελληνική πραγματικότητα (ο κύριος δέκτης στον οποίο η συμμετοχή απευθύνεται) καταλήγει να αισθάνεται σαν να μην υπήρξε ποτέ κρίση, παρά μόνο ως υπονοούμενο θετικό έναυσμα για σχετική ευαισθητοποίηση, ενός κατά τα άλλα πολύ επιτυχημένου μοντέλου με αποκλειστικά ευχάριστες στιγμές.
Όλα αυτά μοιάζουν γνώριμα. Δύσκολα κάποιος ακούγοντάς τα δε θα σκεφτεί την εικονική πραγματικότητα του “success story” στην οποία η υπεραντιδραστική προηγούμενη κυβέρνηση προσπαθούσε να εμβαπτίσει μια χειμαζόμενη κοινωνία (από την οποία είχε εξαιρεθεί μια μειοψηφική ελίτ που πράγματι βγαίνει κερδισμένη από την κρίση). Δε χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτή η ταύτιση ξεπερνά την απλή σύμπτωση. Στον κατάλογο των συντελεστών της έκθεσης φιγουράρουν ως βασικοί χορηγοί ο ΕΟΤ και η Lamda Development (η εταιρεία του Λάτση στην οποία παραχωρήθηκε σε εξευτελιστική τιμή ο χώρος του Ελληνικού). Άλλοι υποστηρικτές της είναι ο Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών και μεγάλες εταιρείες πολυτελών θέρετρων, ενώ στο μικρό στεγασμένο χώρο της εισόδου του περιπτέρου διατίθονταν διαφημιστικά έντυπα του ΕΟΤ. Και οι τελευταίες αμφιβολίες καταρρίπτονται με τις δηλώσεις που έκανε η τότε υπουργός τουρισμού Όλγα Κεφαλογιάννη όταν επισκέφτηκε το χώρο:
«Η φετινή έκθεση έρχεται σε μια πολύ σημαντική χρονιά για την ανάπτυξη του τουρισμού στην Ελλάδα. Είναι μια ιδανική ευκαιρία προκειμένου να αναδείξουμε την πλούσια αρχιτεκτονική κληρονομιά μας και να την αξιοποιήσουμε, ως ένα ακόμη στοιχείο για την τουριστική ανάπτυξη. Μας ενδιαφέρει να προβάλουμε τα πολιτιστικά, αρχιτεκτονικά και τα φυσικά χαρακτηριστικά της κάθε περιοχής. Στόχος μας είναι να δημιουργήσουμε μια μοναδική τουριστική ταυτότητα για την Ελλάδα»[14].
Μέσα σε λίγες λέξεις ξεδιπλώνεται καθαρά η αντίληψη που βλέπει τον πολιτισμό, το φυσικό περιβάλλον και την αρχιτεκτονική αποκλειστικά ως αντικείμενα τουριστικής αξιοποίησης. Η συμμετοχή στη biennale αντιμετωπίζεται ως μια “ιδανική ευκαιρία” προς αυτή την κατεύθυνση και όχι ως ένα επιστημονικό εγχείρημα δημιουργίας ειλικρινούς και γόνιμου προβληματισμού για το χώρο και την αρχιτεκτονική του τουρισμού και τον κοινωνικό τους αντίκτυπο. Με αυτόν τον τρόπο, από ένα αρχιτεκτονικό/επιστημονικό περίπτερο για τον τουρισμό, ο χώρος εκπίπτει σε ένα τουριστικό περίπτερο.

Επίλογος
Όμως, όπως συνέβη και με την καθεστωτική προπαγάνδα, η προβληματική πραγματικότητα δύσκολα αποκρύπτεται και μάλιστα πολλές φορές κάνει αισθητή την παρουσία της με τρόπο αναπάντεχο και δυναμικό. Αυτό φαίνεται να έπαθε και η ελληνική παρουσία στην περσινή βενετσιάνικη biennale αρχιτεκτονικής. Για ένα σημαντικό διάστημα της συνολικής διάρκειας της διοργάνωσης, οι επισκέπτες του ελληνικού περιπτέρου βίωσαν μια δυσάρεστη έκπληξη βρίσκοντάς το ανεξήγητα κλειστό. Αρχικά ανακοινώθηκε ότι η κατάσταση οφειλόταν σε ανάγκες απολύμανσης του κτιρίου, όμως αργότερα διέρρευσε ότι οι Ιταλοί φύλακες του είχαν μείνει απλήρωτοι από την ελληνική πλευρά[15]. Έτσι μεγάλο μέρος του κοινού έχασε τη δυνατότητα να γνωρίσει το περιεχόμενο της έκθεσης, ενώ αυτό το ιδιαίτερα σπάνιο γεγονός άφησε μια καθόλου τιμητική αίσθηση για την ελληνική παρουσία.
Ίσως σε αντίθεση με την κοινωνική πραγματικότητα της χώρας μας και παρά την κυβερνητική αλλαγή, η ελληνική συμβολή στο συγκεκριμένο θεσμό μοιάζει όντως να αλλάζει αισιόδοξα. Στη φετινή biennale -τέχνης και όχι αρχιτεκτονικής- το περίπτερο θα φιλοξενήσει την παρουσίαση της εικαστικού και καθηγήτριας πανεπιστημίου Μαρίας Παπαδημητρίου. Η νέα συμμετοχή[16] θα περιλαμβάνει και αυτή μια ιδιαίτερη μεταχείριση του εσωτερικού χώρου του περιπτέρου και φαίνεται εκ πρώτης όψεως ιδιαίτερα τολμηρή και ενδιαφέρουσα.

Το ελληνικό περίπτερο βρίσκεται στη μια άκρη ενός μεγάλου άξονα στην περιφέρεια των κήπων. Αυτή η τοποθέτηση είναι σε θέση να το καταστήσει τελευταίο στην πορεία των επισκεπτών. Μπορούμε να φανταστούμε λοιπόν ότι οι εκατοντάδες αρχιτέκτονες, φοιτητές κ.α. που έφταναν συνήθως εξαντλημένοι μπροστά του όταν ήταν κλειστό, ίσως αισθάνθηκαν μια σχετική ανακούφιση για το ότι δεν είχαν να δουν άλλη μια έκθεση από το τεράστιο αυτό σύνολο και το αχανές του περιεχόμενο. Αντί αυτού θα μπορούσαν να ξεκουραστούν, να κάνουν έναν περίπατο στον όμορφο γύρω χώρο, να ξαναεπισκεφθούν κάποιο άλλο περίπτερο που τους κέντρισε το ενδιαφέρον, να περάσουν σε κάποιο επόμενο τμήμα της έκθεσης ή και να επιστρέψουν νωρίτερα στη γραφική Βενετία. Σε κάθε περίπτωση θα τους δινόταν η δυνατότητα να έχουν μια εικόνα για την ελληνική συμμετοχή ίσως πιο τολμηρή και καινοτόμα, σίγουρα από έναν παραγωγό πιο αδέσμευτο από ρηχές πολιτικές σκοπιμότητες, διαφημιστική διάθεση και μονοδιάστατες “αναπτυξιακές” οικονομικές βλέψεις: την ίδια τους τη φαντασία.
[2] Γιώργος Παπαγκίκας (2011), Πόσο μοντέρνα είναι η σύγχρονη λόγια ελληνική αρχιτεκτονική;, Ερευνητική Εργασία, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας https://akea2011.com/2012/12/16/logiaelinikiarhitektoniki/
[3] http://www.tourismlandscapes.gr/
[4] http://www.cy-arch.com/kipriaki-simmetohi-sti-13-biennale-arxitektonikis-venetias/
[6] Σιέρρα Άρτεμις, Θεοδώρα Κύργια, Μιχάλης Σοφτάς (2010), Οικισμός στην Κάρλα, Συγκατοίκηση με την Λίμνη, Εργασία στα πλαίσια του μαθήματος ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ VII, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
[7] Κωστής Μασούρας, Πασχάλης Σαμαρίνης (2009), «Ελεύθερη κατασκήνωση: Μία περιοδολόγηση στις «απαγορευμένες σκηνές» της ελληνικής υπαίθρου» στο Η διεκδίκηση της υπαίθρου (συλλογικό έργο), Εκδόσεις Ίνδικτος
[8] https://akea2011.com/2014/10/30/mechanismofsuspension/
[9] Γιώργος Παπαγκίκας (2011), Πόσο μοντέρνα είναι η σύγχρονη λόγια ελληνική αρχιτεκτονική;, Ερευνητική Εργασία, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας https://akea2011.com/2012/12/16/logiaelinikiarhitektoniki/
[10] Παντελής Λαζαρίδης (1976), Η πτώχευση της Αρχιτεκτονικής, εκδόσεις Νέα Σύνορα http://www.arch.uth.gr:8080/lazaridis.parkour/texts/books&studies/ptwxeysh.asp
[11] http://www.avgi.gr/article/1731244/uparxei-omos-kati-pio-bathu-pou-mas-leronei-
[12] https://akea2011.com/2013/11/06/alageshorotaxikoukepoleodomikoushediasmou/
[13] http://www.theguardian.com/world/gallery/2009/jun/01/spain-construction
[14] http://www.nerit.gr/eidiseis/ellada/ellada-stin-14i-bienale-architektonikis-tis-venetias/