Η διπλωματική εργασία που δημοσιεύουμε εδώ παρουσιάστηκε από τους Μάνο Σκούφογλου και Χριστίνα Πάλλιου στην Αρχιτεκτονική ΕΜΠ τον Ιούλιο του 2008 με επιβλέπουσες τις καθηγήτριες Θεανώ Φωτίου και Μαρία Μαντουβάλου. Το πεδίο της διερεύνησης στην καρδιά του κέντρου της Αθήνας, ορίζεται από το τρίγωνο των οδών Ευριπίδου, Αθηνάς και Πειραιώς. Η συγκεκριμένη περιοχή, ανάμεσα στο Μεταξουργείο και το Ψυρρή, δεν έχει υποστεί κανενός είδους εξευγενισμό, φιλοξενεί πολλούς μετανάστες και θεωρείται «υποβαθμισμένη». Χαρακτηρίζεται από ανομοιογένεια, μικρή αναλογικά χρήση κατοικίας, πολλές (και άτυπες) εμπορικές δραστηριότητες και σημαντικά αστικά κενά: ενώ τα ισόγεια των κτιρίων και ο παρακείμενος δημόσιος χώρος χαρακτηρίζονται από έντονη πυκνότητα χρήσεων, οι όροφοι των κτιρίων έχουν σε κάποιο βαθμό εγκαταλειφθεί.
Σε ό,τι αφορά τη σχεδιαστική πρόταση, στον άξονα που συνδέει τη Βαρβάκειο αγορά με την πλατεία Κουμουνδούρου, επιλέγονται πέντε κενά ή σχεδόν κενά κτίρια στα οποία πραγματοποιούνται εκτεταμένες μετασκευές ενώ εγκαθίστανται νέες χρήσεις. Παράλληλα σχεδιάζεται η σύνδεσή τους που σημαίνεται με φυτεύσεις και στοιχεία αστικού εξοπλισμού. Το αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο είναι απλό (μεταλλικά πλέγματα, στήλες από επιμήκη παράθυρα, χρωματιστά στοιχεία εισόδου) και λαμβάνεται ιδιαίτερη φροντίδα ώστε ο σχεδιασμός να απευθύνεται στους σημερινούς κάτοικους και επισκέπτες της περιοχής, μετανάστες και ντόπιους, και όχι σε άλλες, οικονιμικά ανώτερες κοινωνικές ομάδες, οι οποίες θα εποικίσουν την περιοχή, όπως αντιλαμβάνεται συνήθως ο κυρίαρχος λόγος την «αναβάθμιση». Πρόκειται για μία πρόταση που επιχειρεί να αντιμετωπίσει τις τάσεις ερήμωσης του κέντρου και τον κοινωνικό αποκλεισμό, χωρίς να καταφεύγει στην κοινωνική ισοπέδωση του εξευγενισμού.
Ανάλυση του χαρακτήρα της περιοχής
Η διερεύνηση της ταυτότητας και του χαρακτήρα της περιοχής, καθώς και του ρόλου της στον ιστό του κέντρου της Αθήνας, στηρίζεται στην αλληλοσυσχέτιση και αλληλοτροφοδότηση ανάμεσα στην ιστορική ανάγνωση και την επιτόπου παρατήρηση και έρευνα της σημερινής κατάστασης. Η ανάλυση βασίζεται στη βιβλιογραφική έρευνα, στην μελέτη του θεσμικού πλαισίου και των πολεοδομικών μελετών που έχουν εκπονηθεί για την ευρύτερη περιοχή, καθώς και στην πρωτογενή καταγραφή δεδομένων, όπως είναι οι χρήσεις, οι ηλικίες και τα ύψη των κτιρίων, οι κτιριακοί τύποι, η κατανομή των κατοικημένων ρετιρέ, η κατανομή των καταστημάτων των μεταναστών ανά κοινότητα, οι κοινωνικές υπηρεσίες και η εκπαιδευτική υποδομή, το αναξιοποίητο κτιριακό δυναμικό και τα αστικά κενά, οι μέσες τιμές γης, καθώς και η δομή του κυκλοφοριακού δικτύου. Από την επεξεργασία των δεδομένων αυτών προκύπτουν σημαντικά για το σχεδιασμό της παρέμβασης συμπεράσματα, τα βασικότερα εκ των οποίων μπορούν να κωδικοποιηθούν ως εξής:
- Ρευστός χαρακτήρας. Η εξεταζόμενη περιοχή αποτελεί το πιο αντιφατικό και απροσδιόριστο ως προς τις προοπτικές εξέλιξης τμήμα του τριγώνου Κλεάνθη-Schaubert (όντας άλλωστε και το τελευταίο που αναπτύχθηκε οικιστικά και πολεοδομικά), το οποίο αφ’ ενός δέχεται τις εμφανείς πιέσεις των παρακείμενων περιοχών που βρίσκονται σε διαδικασία εξευγενισμού (Ψυρρή, Γκάζι, Μεταξουργείο, μέτωπα Πειραιώς), ιδιαίτερα μετά τους ολυμπιακούς αγώνες και το σχέδιο ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων, αφ’ ετέρου συγκεντρώνει όλες τις αντίρροπες τάσεις και παράπλευρα αποτελέσματα του ίδιου του εξευγενισμού, γεγονός που διαιωνίζει τη σχετική «υπανάπτυξή» της. Δεν είναι τυχαίο ότι ένα τμήμα της εξεταζόμενης περιοχής έχει μείνει έξω απ’ όλες τις πολεοδομικές μελέτες της ευρύτερης περιοχής, ενώ ένα άλλο έχει ενταχθεί στη μελέτη Βάθης-Ομόνοιας, επιλογή που δεν είναι προφανής με κριτήρια γειτνίασης, αλλά τεκμηριώνεται στην εγγύτητα ως προς διάφορα κριτήρια (κοινωνική σύνθεση, τιμές γης, δραστηριότητες, χωρική δομή κλπ)
- Κυριαρχία του μικτού εμπορίου και των μικρών και μεσαίων εμπορικών μονάδων
- Μεγάλη πυκνότητα χρήσεων στο επίπεδο του εδάφους, όπως καταμαρτυρά και η κατάληψη πεζοδρομίων και δρόμων από εμπορικές δραστηριότητες, σε έντονη αντίθεση με το σημαντικό αναξιοποίητο δυναμικό στο επίπεδο των ορόφων
- Ιδιαίτερα μικρή αναλογία κατοικίας, η οποία από τη δεκαετία του ’50 και μετά έχει απομακρυνθεί από την περιοχή, στοιχείο το οποίο συμβάλλει στην έντονη διακύμανση του πληθυσμού κατά τη διάρκεια του 24ώρου. Θα πρέπει πάντως να συνεκτιμάται το γεγονός πως ένα ποσοστό κατοικίας επανεισάγεται στην περιοχή υπό τη μορφή της κατάληψης στέγης από μετανάστες, πράγμα που δεν εμφανίζεται στους επίσημους δείκτες.
- Έντονη ανομοιογένεια ως προς τα ύψη, τις ηλικίες και τους κτιριακούς όγκους, στοιχείο το οποίο αποτελεί κεντρικό στοιχείο της φυσιογνωμίας της περιοχής
- Σημαντικό πλεονάζον δυναμικό, το μεγαλύτερο τμήμα του οποίου εντοπίζεται στους ανώτερους ορόφους πολυώροφων κτιρίων της περιόδου 1960 – 1980
- Κυρίαρχη παρουσία μεταναστευτικών κοινοτήτων, που μπορούν να ταξινομηθούν σε τρεις βασικές ομάδες (Μπαγκλαντέζοι – Πακιστανοί – Ινδοι, Κινέζοι και Αφρικανοί), οι οποίες παρουσιάζουν σημαντικές διαφοροποιήσεις ως προς τις συνθήκες οικονομικής και κοινωνικής ενσωμάτωσης κ.ά.
Στρατηγική και άξονες της παρέμβασης
Από όσα προαναφέρθηκαν είναι φανερό ότι η υπό μελέτη περιοχή θέτει ένα ζήτημα ένταξης και διατήρησης, παρότι αυτό δεν έχει την τυπική έννοια της προστασίας ενός συγκεκριμένου οικιστικού συνόλου, αλλά αφορά κατά κύριο λόγο την παραγωγικο-οικονομική δραστηριότητα, την κοινωνική σύνθεση και τη γενική χωρική φυσιογνωμία. Ταυτοχρόνως θέτει το πρόβλημα της αναβάθμισης των συνθηκών διαβίωσης των ίδιων των χρηστών της περιοχής, σε ρήξη με την κοινωνική (και αισθητική) ισοπέδωση που επιφέρει η διαδικασία του εξευγενισμού. Εξυπακούεται ότι μια τέτοια λογική δεν είναι συμβατή ούτε με ένα μοντέλο ανάπτυξης βασισμένο στην ιδιωτική πρωτοβουλία, ούτε με τους παραδοσιακούς τεχνοκρατικούς σχεδιασμούς του κράτους, και πριν απ’ όλα προϋποθέτει ένα διαφορετικό υποκείμενο στο επίκεντρο της παρέμβασης.
Η προτεινόμενη λύση συνίσταται στην ένταξη ενός δικτύου κοινωνικής αλληλοϋποστήριξης απευθυνόμενου κατά προτεραιότητα στις ευπαθείς κοινωνικές ομάδες, και ιδίως τις οργανωμένες μεταναστευτικές κοινότητες και τα σωματεία, που αποτελούν υπαρκτούς και παρόντες στην περιοχή μαζικούς και σχετικά συνεκτικούς φορείς, ικανούς να διαχειριστούν (εν μέρει τουλάχιστον) το δίκτυο, να διευκολύνουν τη σύνδεση της λειτουργίας του με λιγότερο οργανωμένες ομάδες (μεμονωμένους μετανάστες, τοξικοεξαρτημένους κλπ.) και να αναζωογονήσουν την περιοχή. Χωρίς να υποτιμώνται οι δυσκολίες μιας τέτοιας διαχείρισης ή να προεξοφλείται η σχέση με άλλους φορείς (δήμος, αντιρατσιστικές οργανώσεις, θεραπευτικές κοινότητες κ.ά.), στην εργασία προβάλλεται το επιχείρημα (και ταυτόχρονα το αίτημα) ότι μία ήπια και δημόσια χρηματοδοτούμενη παρέμβαση μπορεί να συμβάλει βραχυπρόθεσμα στη βελτίωση των όρων διαβίωσης και μεσοπρόθεσμα στη αποτροπή των τάσεων ερήμωσης, γκετοποίησης και αποκλεισμού από τη μία πλευρά, και κοινωνικής αποστείρωσης από την άλλη. Από τέτοιους παράγοντες, και όχι από τη δριμύτητα της καταστολής και της μεταναστευτικής πολιτικής, εξαρτάται το αίσθημα κοινωνικής ασφάλειας στην περιοχή. Οι βασικοί άξονες γύρω από τους οποίους αρθρώνεται η στρατηγική της παρέμβασης είναι εν τάχει οι εξής:
- Διατήρηση των ανομοιογενών και αντιφατικών στοιχείων (πληθυσμιακές ομάδες, ανάμιξη χρήσεων, άτυπες δραστηριότητες, κτιριολογική ποικιλία), τα οποία θεωρείται ότι, παρά τις επιμέρους προβληματικές όψεις, αποτελούν πλούτο για την περιοχή, και όχι κάτι που θα έπρεπε να χτενιστεί
- Επανένταξη κατοικίας και εμπλουτισμός των τύπων κατοίκησης
- Αξιοποίηση των λανθάνοντος κτιριακού δυναμικού, των αστικών κενών και των ακαλύπτων, ζήτημα το οποίο αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για το κέντρο της Αθήνας γενικότερα
- Διατήρηση χρήσεων – αντιβάρων στις τάσεις εξευγενισμού (ΟΚΑΝΑ, στέκια μεταναστών, πιάτσες μικροπωλητών κλπ). Οι ευπαθείς κοινωνικά ομάδες είναι προτιμότερο από όλες της απόψεις να παραμένουν στο κέντρο, σε ώσμωση με όλο τον πληθυσμό, παρά να εξορίζονται σε γκέτο
- Απόδοση των κενών οικοπέδων στη δημόσια χρήση, ιδιαίτερα σε μια περιοχή όπου οι αδόμητοι χώροι αποτελούν το πεδίο εκδήλωσης μιας πληθώρας οικονομικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων
Σχεδιαστική πρόταση
Είναι προφανές ότι μια σχεδιαστική παρέμβαση στην περιοχή με βάση το σκεπτικό που έχει αναπτυχθεί θα έχει αναπόφευκτα ενδεικτικό, επεκτάσιμο και επανεπεξεργάσιμο χαρακτήρα. Ο σχεδιασμός, ωστόσο, οφείλει να αποδείξει ότι είναι ρεαλιστική μια επίλυση που να πληροί τις προϋποθέσεις που έχουν τεθεί. Για το λόγο αυτό η εργασία ολοκληρώνεται με την επεξεργασία της αρχιτεκτονικής λύσης έως και σε κλίμακα 1:100 (και σε ακόμα μεγαλύτερες κλίμακες για ορισμένα επιμέρους στοιχεία).
Το μεγαλύτερο τμήμα της σχεδιαστικής επίλυσης αφορά τη μετασκευή και επανάχρηση κενών ή σχεδόν κενών πολυόροφων κτιρίων της περιόδου 1960 – 1980. Η παρέμβαση αναπαράγει ένα απλό ενοποιητικό αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο (μεταλλικό πλέγμα, στήλη από επιμήκη παράθυρα, χρωματιστό στοιχείο εισόδου) και έχει ενδεικτικό, επεκτάσιμο και επανεπεξεργάσιμο χαρακτήρα.
Δύο νέα κτίρια (κτίριο εκθέσεων/εκδηλώσεων και συγκρότημα μικρών καταστημάτων) εμφανίζονται στο άκρο της διαδρομής, συμπληρώνοντας τα μέτωπα των οικοδομικών τετραγώνων και την όψη προς την πλατεία Κουμουνδούρου. Η σύνδεση Βαρβακείου – Κουμουνδούρου σημαίνεται, εκτός από το δίκτυο των κτιρίων, και με στοιχεία αστικού εξοπλισμού, που περιλαμβάνουν κινητό εξοπλισμό για τους πάγκους των μικροπωλητών.
Συνολικά γίνεται μετασκευή και επανάχρηση πέντε κτιρίων. Το κτιριολογικό πρόγραμμα που ενδεικτικά επιλέγεται έχει ως εξής: 1. Πολυδύναμος χώρος για εκδηλώσεις, παραστάσεις, συνελεύσεις – Χώροι για κοινωνικές και μεταναστευτικές οργανώσεις – Χώροι διδασκαλίας Ελληνικών για μετανάστες – Εστιατόριο. 2. Διδασκαλείο μουσικής των μεταναστευτικών κοινοτήτων – Αίθουσα συναυλιών. 3. Βιοτεχνικά και καλλιτεχνικά εργαστήρια (τυπογραφείο – βιβλιοδετείο, είδη ένδυσης, κατασκευή μουσικών οργάνων) – Κέντρο τεχνικής κατάρτισης μεταναστών – Κατάστημα. 4. Κέντρο υποδοχής μεταναστών – Ξενώνας αιτούντων άσυλο – Κέντρο περίθαλψης για κακοποιημένες γυναίκες. 5. Συλλογική κατοικία διαχειριζόμενη από μεταναστευτικές κοινότητες – Γραφεία μεταναστευτικών οργανώσεων – Καταστήματα.