Στο πλαίσιο της 2ης Συνάντησης Νέων Αρχιτεκτόνων διοργανώθηκε έκθεση παρουσίασης της αξιόλογης αρχιτεκτονικής των τουριστικών ακινήτων που ιδιωτικοποιούνται σήμερα μέσω του ΤΑΙΠΕΔ, σαν συμβολή στον αγώνα ενάντια στην εκποίηση της δημόσιας περιουσίας με πρόφαση το δημόσιο χρέος. Από τα 14 αυτά ακίνητα, που αποτελούν ένα από τα πρόσφατα «πακέτα» ιδιωτικοποιήσεων, παρουσιάστηκαν τρία που βρίσκονται στην περιοχή του Πηλίου (αρχοντικό Μουσλή, αρχοντικό Ευαγγελινάκη και αρχοντικό Ξηραδάκη) και τρία ακόμα στην υπόλοιπη Ελλάδα (Ξενία στην Άνδρο, Σανατόριο Μάνα αλλά και μία κινηματογραφικά διάσημη λαϊκή κατοικία στην Πλάκα). Το παρόν άρθρο βασίζεται στο υλικό που συγκεντρώθηκε από τις πινακίδες της έκθεσης.
Δεκατέσσερα τουριστικά ακίνητα τα οποία θα μετατραπούν σε μπουτίκ ξενοδοχεία, βγάζει σε διεθνή διαγωνισμό μιας φάσης το Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ). Ο πλειοδοτικός διαγωνισμός αναμένεται να ολοκληρωθεί μέσα στο 2014 και αφορά στην πώληση, μεταβίβαση επιφανείας για 99 έτη και μίσθωση για 50 χρόνια των ακινήτων. Συγκεκριμένα τα 14 ακίνητα, τα οποία δεν λειτουργούν περιλαμβάνουν οκτώ επιλεγμένα πρώην ξενοδοχεία Ξενία, τρία παραδοσιακά Αρχοντικά στο Πήλιο, δύο πρώην Σανατόρια, στην Αρκαδία και στη Ρόδο και η Villa de Vecchi, ακίνητο ιστορικής σημασίας στη Ρόδο. Περαιτέρω, αναμένεται να υλοποιηθούν επιπλέον επενδύσεις με την ανάπτυξη πολυτελών ξενοδοχειακών μονάδων (Boutique Hotels). Με βάση τον αρχικό προγραμματισμό η καταληκτική ημερομηνία υποβολής προσφορών είναι η 30η Σεπτεμβρίου 2014. Στην περιοχή του Πηλίου επιδιώκεται πώληση κατά κυριότητα για το «Αρχοντικό Ευαγγελινάκη», έκταση 510 τ.μ. στις Μηλιές Πηλίου με παραδοσιακό ξενώνα, το «Αρχοντικό Μουσλή», έκταση 453 τ.μ. στη Μακρυνίτσα Πηλίου με παραδοσιακό ξενώνα και το «Αρχοντικό Ξηραδάκη», έκταση 738,30 τ.μ. στη Μακρυνίτσα Πηλίου με παραδοσιακό ξενώνα.
Αρχοντικό Μουσλή
Μεταβιβάζεται και περιέρχεται χωρίς αντάλλαγμα στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου Α.Ε.» κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή το ακίνητο «Αρχοντικό Μουσλή», κείμενο στην Περιφερειακή Ενότητα Μαγνησίας, στον οικισμό Μακρυνίτσα Πηλίου του Δήμου Βόλου, εκτάσεως 453,00 τ.μ. με όλα τα συστατικά, παραρτήματα και παρακολουθήματα αυτού (συμπεριλαμβανομένων των κτιριακών εγκαταστάσεων − παραδοσιακού ξενώνα), το οποίο ανήκει στην κυριότητα του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού και τελεί υπό τη διοίκηση και διαχείριση της «Εταιρείας Ακινήτων Δημοσίου Α.Ε.» («ΕΤΑΔ»), όπως αυτό απεικονίζεται στο από Απρίλιο 1966 Τοπογραφικό Διάγραμμα του Τοπογράφου Μηχανικού Νικ. Δ. Μπολώτα με κλίμακα 1:200, το οποίο προσαρτάται στηn παρούσα απόφαση και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτής.”
παρ. 10 της υπ’ αριθ. 244/19.11.2013 απόφασης ΔΕΑΑ (ΦΕΚ Β’ 3025/28.11/2013)
Αρχοντικό Ευαγγελινάκη
Οι Μηλιές είχαν αναπτυχθεί σε σηματικό κεφαλοχώρι του Πηλίου. Με εισοδήματα από τα ελαιοκτήματα, τη φρουτοκαλλιέργεια και παλιότερα το μετάξι, η ανάπτυξη ήταν σημαντική. Με την εργασία τους στην Αίγυπτο επίσης, αρκετοί Μηλιώτες απόκτησαν σημαντικές περιουσίες. Σαν αποτέλεσμα, πολλοί αποφάσισαν να χτίσουν τα σπίτια τους μεγάλα και επιβλητικά, σύμφωνα με το ρυθμό της εποχής. Πολλοί μάστορες από την ‘Ηπειρο και τη Νότια Μακεδονία ήρθαν στο χωριό κι έφτιαξαν πολύ όμορφα πέτρινα κτίσματα σε κάθε γειτονιά. Η μορφή των κατοικιών ήταν ίδια με τη μορφή των σπιτιών του τόπου καταγωγής των μαστόρων, με ελαφρά παραλλαγή την ιδιομορφία των τοπικών υλικών.

Οι ιδιοκτήτες τους έτσι δημιούργησαν πάμπολλα αρχοντικά μεγάλα κι επιβλητικά. Η μορφή τους ήταν σχεδόν πάντα τριώροφο ευρύχωρο κτίσμα με χειμωνιάτικα διαμερίσματα στον μεσαίο ή τον πρώτο όροφο και καλοκαιρινή διαμονή στον ψηλότερο όροφο που είχε πολλά παράθυρα κι εκτεινόταν έξω από το βασικό περίγραμμα της οικοδομής.
Ο τρόπος κατασκευής του τελευταίου ορόφου και η πολύπλοκη διακόσμησή του αποτελούν και σήμερα τα ομορφότερα χαρακτηριστικά των αρχοντικών. Όμορφα ξύλινα κουφώματα, ψευδοπαράθυρα, ζωγραφικές συνθέσεις, ξυλόγλυπτα, μπαλκόνια με ξύλινα ή σιδερένια κάγκελα και τόσα άλλα, στόλιζαν τους βαρείς όγκους των οικοδομών αυτών. Κι ακόμα η πέτρα και οι στέγες από την ντόπια πλάκα του Πηλίου, έδιναν στο σύνολο την αυστηρή γραμμή και την εναρμόνιση με τον περίγυρο. Η γενική εντύπωση ήταν για μερικά αρχοντικά υποβλητική, για άλλα περισσότερο λιτή, κι όλα τα κτίσματα μαζί, με τις αυλές, τα πεζούλια και τα μικρότερα βοηθητικά σπιτάκια έδεναν σ΄ένα ταιριαστό αποτέλεσμα.
Το 1912, οι Μηλιές ήταν Δήμος με τα τριγύρω χωριά. Η οικονομική κατάσταση ήταν σε ακμή κι ο πληθυσμός ξεπερνούσε τους 3000 κατοίκους, η σγκοινωνία με τον Βόλο κι οι μεταφορές εξασφαλίζονταν με το Τραινάκι κι όλα συνέχιζαν την αδιατάρακτη πορεία τους στο χρόνο, μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Και τον Οκτώβριο του 1943, όταν σε κοντινή μάχη χάθηκαν 2 Ναζί αξιωματικοί, ο Στρατός κατοχής απαίτησε να βρεθούν και να επιστραφούν τα πτώματα, αλλιώς θα έκαιγαν το χωριό. Με την παρέλευση της προθεσμίας των 2 ημερών που είχε δοθεί, έφτασε στις Μηλιές απόσπασμα, και την 4η Οκτωβρίου 1943 ο Ναζιστικός Στρατός έκαψε το χωριό.

Με την εξαίρεση της κεντρικής Εκκλησίας των Ταξιαρχών και της Βιβλιοθήκης δεν σώθηκε τίποτα από την πύρινη καταστροφή, εκτός από ελάχιστα σπίτια που τα έσβησαν όσοι γύρισαν μετά την αποχώρηση των Ναζί. Ανάμεσα σ’ αυτά σώθηκαν δυο-τρία αρχοντικά από τις δεκάδες των παλιών που χάθηκαν οριστικά.

Με τον τερματισμό του πολέμου, η Ελλάδα ήταν πλέον οικονομικά κατεστραμμένη. Στη συνέχεια ο εμφύλιος πόλεμος άλλαξε και πάλι τους ρυθμούς της ζωής κι επηρέασε όλη την Ελληνική ύπαιθρο. Και τελικά, οι σεισμοί του 1955-1956 κατέστρεψαν οριστικά κάθε μνήμη της παλιάς ζωής και κάθε διάθεση αναστήλωσής της. Οι κάτοικοι που δεν άφησαν οριστικά το χωριό, με κατεστραμμένη την οικονομική τους κατάσταση, αναγκάστηκαν να μείνουν σε ισόγεια οικήματα που ανεγέρθηκαν με το σχέδιο αποκατάστασης σεισμοπλήκτων με μοναδικό γνώμονα την γρήγορη και φθηνή κατασκευή που δεν έκανε πια διάκριση σε παραδοσιακούς τρόπους και υλικά αλλά στις άμεσες ανάγκες στέγασης.

Aπό τα αρχοντικά που σώθηκαν, σήμερα μπορεί κανείς να δεί ή και να μείνει στο αρχοντικό Φαραντάτου που παραχωρήθηκε στον Δήμο Μηλεών και λειτουργεί σαν ξενώνας.Δίπλα του, στην άλλη πλευρά του καλντεριμιού βρίσκεται το αρχοντικό Ιωαννίδη που παραμένει κλειστό και απαιτεί συντήρηση και μπροστά του (νοτιότερα) το αρχοντικό Ευαγγελινάκη που λειτούργησε μέχρι πρόσφατα σαν ξενώνας αλλά σήμερα παραμένει κλειστό και επίσης απαιτεί συντήρηση. Σήμερα, πολλές οικοδομές μιμούνται τον παραδοσιασκό ρυθμό -άλλωστε για τις Μηλιές επιβάλλεται όπως και για ορισμένα ακόμη χωριά του Πηλίου- αλλά σ’ όλη την έκταση του οικισμού υπάρχουν διάσπαρτα τα μικρά και προχειροφτιαγμένα «αντισεισμικά» που έχουν αλλοιώσει το αρχικά ομοιόμορφο σύνολο κτισμάτων του χωριού.
Αρχοντικό Ξηραδάκη

Η Μακρυνίτσα είναι ένα ορεινό χωριό του Πηλίου που έχει χαρακτηρισθεί από το 1980 ως διατηρητέος παραδοσιακός οικισμός απολύτου προστασίας. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, όταν την επισκέφθηκε, το 1934, την ονόμασε «μπαλκόνι του Πηλίου», για την εξαιρετική θέα που προσφέρει προς την πόλη του Βόλου και τον Παγασητικό κόλπο.
Η Μακρυνίτσα είναι χτισμένη σε υψόμετρο από 300 μ. μέχρι 850 μ. Η κεντρική πλατεία είναι στα 625 μ. Πλησιάζοντας από Βόλο και 3 χλμ. πριν φτάσουμε, έχουμε μπροστά μας τη θέα ολόκληρου του χωριού. Χτίσθηκε το 1204, όπως μας ενημερώνει μία πινακίδα λίγο πριν την κεντρική πλατεία. Το χωριό ξεχωρίζει για την αρχιτεκτονική του φυσιογνωμία, τα καλοδιατηρημένα και αναστηλωμένα αρχοντικά του, τα γραφικά και αριστοτεχνικά καλντερίμια του, τις 60 περίπου παραδοσιακές του κρήνες (από τις οποίες οι 40 έχουν χαρακτηριστεί ιστορικά διατηρητέα μνημεία) και το καταπράσινο τοπίο με τα πλατάνια, τις καστανιές, τις καρυδιές και τις οξιές. Τη δεκαετία του ’60 ο ΕΟΤ αναστήλωσε τρία αρχοντικά (του Σισιλιάνου, του Ξηραδάκη και του Μουσλή) και τα μετέτρεψε σε ξενώνες δίνοντας το έναυσμα για την τουριστική ανάπτυξη της Μακρυνίτσας.
Ξενία Άνδρου του Άρη Κωνσταντινίδη

Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ο Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού (Ε.Ο.Τ.) ξεκινάει μια σημαντική προσπάθεια στον τομέα ανάπτυξης του τουρισμού. Στο πλαίσιο αυτό σχεδιάζεται και υλοποιείται το Πρόγραμμα Ξενία με κύρια αποστολή την κατασκευή πρότυπων τουριστικών μονάδων. Το 1950 ο αρχιτέκτονας Χαράλαμπος Σφαέλλος ξεκινά την υλοποίηση του προγράμματος ως διευθυντής των τεχνικών υπηρεσιών του Ε.Ο.Τ. και ακολουθείται, από το 1957 έως το 1967, από τον αρχιτέκτονα Άρη Κωνσταντινίδη, ο οποίος προΐσταται της Υπηρεσίας Μελετών και συγκεντρώνει γύρω του μια επίλεκτη ομάδα νέων αρχιτεκτόνων μεταξύ των οποίων και τους Ιωάννη Τριανταφυλλίδη, Γιώργο Νικολετόπουλο, Φίλιππο Βώκο, Κωνσταντίνο Σταμάτη, Διονύσιο Ζήβα, Αικατερίνη Διαλεισμά, κ.ά.
Τα κτίρια του προγράμματος αποτελούν δείγματα του πρωτοπόρου ελληνικού μεταπολεμικού μοντερνισμού. Ο συνολικός τους σχεδιασμός βασίζεται κυρίως στην επιλογή του κατάλληλου χώρου και προσανατολισμού και στην εναρμόνισή τους με το τοπίο. Κοινό χαρακτηριστικό τους είναι η λιτότητα της μορφής, η σχέση του εσωτερικού και εξωτερικού χώρου και η πλήρης αξιοποίηση των κλιματολογικών δεδομένων του τόπου. Αποτελούν μια σύγχρονη, καθαρή και ειλικρινή αρχιτεκτονική έκφραση, που με συνέπεια ερμήνευσε τις αρχές του μοντέρνου κινήματος μέσα από έναν κώδικα πολιτισμικής εντοπιότητας.
Το 1958 ο Άρης Κωνσταντινίδης κτίζει το πρώτο του Ξενία στην Άνδρο, το οποίο αποτελεί τομή στην τυπολογία των ξενοδοχείων που κτίζονται από τον Ε.Ο.Τ. Το ξενοδοχείο είναι φανερά επηρεασμένο από τη μορφολογία των εργατικών κατοικιών που είχε ο ίδιος σχεδιάσει στον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας. Το ξενοδοχείο Τρίτων, μέχρι το 1999, όπου και παύει τη λειτουργία του, φιλοξενεί επισκέπτες του νησιού ενώ μόλις το 2011 ολοκληρώνονται οι διαδικασίες ώστε να χαρακτηριστεί οριστικά διατηρητέο. Τις τελευταίες δεκαετίες ακολουθεί τη μοίρα των υπόλοιπων Ξενία, όπου η εγκατάλειψη και η κακή συντήρησή τους, τα οδηγούν σε σταδιακή κατάρρευση, για να απελευθερώσουν τις προνομιακές από άποψη θέας εκτάσεις γης πάνω στις οποίες κτίστηκαν.


Η Λίζη Καλλιγά, φωτογράφος και ενεργή υποστηρίκτρια της διάσωσής του, μιλά με θαυμασμό για το «κουφάρι» αυτού του κτιρίου, όπου «όλα είναι ελεύθερα, σαν να ήμασταν κάτω από μια μεγάλη τέντα ή υπόστεγο, έτσι ακριβώς όπως οραματιζόταν ο Άρης Κωνσταντινίδης την αρχιτεκτονική του» και παρατηρεί ότι «η απολέπιση, που έφερε ο καιρός στα επιστρώματα των μετέπειτα ανακαινίσεων, αποκάλυψε τα αρχικά υπέροχα υδατοχρώματα του Κωνσταντινίδη». Η προγραμματισμένη λοιπόν ιδιωτικοποίηση και καταστροφή των λιγοστών αυτών κρατικών ξενοδοχειακών μονάδων, χαρακτηριστικών αρχιτεκτονικών δειγμάτων της παραγωγής δημόσιων κτιρίων μεταπολεμικά, σηματοδοτεί αφενός την επικυριαρχία μιας άλλης αντίληψης για τον τουρισμό, αφετέρου μια σημαντική απώλεια για τη σύγχρονη αρχιτεκτονική ιστορία της Ελλάδας.

Η ανέγερση μια σειράς κρατικών ξενοδοχειακών μονάδων, μικρής συνήθως δυναμικότητας με υψηλό βαθμό εξυπηρετήσεων, αποτελούν τις δεκαετίες ’50 – ’70, τις κύριες συνιστώσες της κρατικής παρέμβασης στο χώρο του πολιτισμού και του τουρισμού.
Σανατόριο Μάνα στη Βυτίνα Αρκαδίας

Το Σανατόριο «Μάνα» ή της «Μάνας του Στρατιώτη» βρίσκεται στην περιοχή της ορεινής Γορτυνίας, σε ένα μοναδικό φυσικό περιβάλλον στο ελατόδασος του Μαινάλου, πολύ κοντά στο δρόμο που συνδέει τη Βυτίνα με τη Δημητσάνα και απέχει από την Αθήνα περίπου 200 χλμ. Χτίστηκε το 1925-1928 από Λαγκαδινούς μαστόρους με χρήματα που συγκέντρωσε η αδερφή του Παύλου Μελά, Άννα Παπαδοπούλου από εράνους και χορηγίες απόδημων Ελλήνων, για τη νοσηλεία των φυματικών αρρώστων της μικρασιατικής εκστρατείας του 1920-1922.
Φιλοδοξία ήταν να γίνει το μεγαλύτερο Σανατόριο των Βαλκανίων. Γι΄ αυτόν τον λόγο όπως φαίνεται και από παλιές γκραβούρες τα αρχικά σχέδια έδειχναν ένα κτίριο με δύο δίδυμες πτέρυγες αξονομετρικά τοποθετημένες εκατέρωθεν της κεντρικής εισόδου. Τελικά ολοκληρώθηκε η βορειοανατολική πτέρυγα με την κεντρική είσοδο. Το ατελές του κτιρίου μαρτυρά και η τυφλή δυτική του όψη με τις λίθινες αναμονές.
Το κτίριο περιλαμβάνει υπόγειο 500τ.μ., ισόγειο 660τ.μ. και δύο ορόφους από 660τ.μ., σύνολο περίπου 2500τ.μ. Άλλα χαρακτηριστικά του κτιρίου είναι οι νεοκλασικές επιρροές (μπορντούρες, φουρούσια, αετώματα) στοιχεία που εμφανίζονται σε κτίρια της αντίστοιχης περιόδου τόσο σε παραδοσιακούς οικισμούς, όσο και στην Τρίπολη. Επίσης σημαντικό κατασκευαστικό χαρακτηριστικό του κτιρίου είναι η χρήση πλακών από οπλισμένο σκυρόδεμα που δίνει τη δυνατότητα για μεγάλα ανοίγματα στους εσωτερικούς χώρους και για τη δημιουργία μπαλκονιών – προβόλων.
Σε δημοσίευμα της εφημερίδας «Μορέας της Τρίπολης» (Κυριακή 9 Νοεμβρίου 1930) διαβάζουμε: «Το Σανατόριο Κορφοξυλιάς! Με τέσσερα πατώματα, χτισμένο με πέτρα τοπική από το λατομείο Αλογόβραχος», σωστό κάστρο της Υγείας. Είναι κάτι που δεν το περιμένει κανείς εκεί στην ερημιά. Πώς έγινε; Ας μας το πει η ίδια η Μάνα: «Το Σανατόριο είναι εκείνο που απεφάσισα να κάμω, όταν στο 1919 υπηρετούσα στο Αϊδίνι και έπαθε αιμοπτύσιν ο Γιάννης Ανδρουλάκης, συνάδελφός μου εκ Ρεθύμνης Κρήτης». έτσι λοιπόν γεννήθηκε η Μεγάλη Ιδέα. Τα μετέπειτα σας είναι γνωστά. Όταν καθόμαστε στην αίθουσα αναγνωστηρίου – αναμονής θαυμάζουμε την καθαρότητα, την τάξη. Τίποτα δεν λείπει. Μια μικρή βιβλιοθήκη κι ένας φωνογράφος για την ψυχαγωγία των αρρώστων. Γύρω στις πόρτες, στον τοίχο, στα παράθυρα, λουλούδια ζωγραφισμένα με φροντίδα νοικοκυράς, απ’ το χέρι της Μάνας. Δεν λείπει και το σύνθημά της ‘Ποτέ δεν είναι αργά!’».


Μοναδικό δείγμα νοσοκομειακής αρχιτεκτονικής, το ιστορικό αυτό μνημείο χάσκει σήμερα μισογκρεμισμένο. Πρόσφατα μάλιστα εντάχθηκε, μαζί με χιλιάδες στρέμματα δάσους, στα ακίνητα που αφού ιδιωτικοποιηθούν, θα μετατραπούν σε τουριστικές μονάδες, παρόλο που οι τοπικοί φορείς διεκδικούν εδώ και χρόνια την αποκατάστασή του και την μετατροπή του σε Πρότυπο ολοκληρωμένο κέντρο αθλητικής προετοιμασίας, έχοντας εκπονήσει και σχετικές μελέτες.
Λαϊκή κατοικία στην Πλάκα
Η Πλάκα, η μακροβιότερη συνοικία των Αθηνών, ανοικοδομήθηκε σε μικρό χρονικό διάστημα και παρουσιάζει σήμερα μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ενότητα μορφολογικού χαρακτήρα, συγκεντρώνοντας τυπολογίες κτιρίων λαϊκής αρχιτεκτονικής, νεοκλασικών, εκλεκτικιστικών και κτιρίων της περιόδου της τουρκοκρατίας. Συνολικά δώδεκα ακίνητα της ιστορικής αυτής συνοικίας, χαρακτηριστικά της Αθηναϊκής αρχιτεκτονικής της περιόδου, εντάσσονται στο χαρτοφυλάκιο του ΤΑΙΠΕΔ για να παραχωρηθούν σε ιδιώτες οι οποίοι και θα ορίσουν τη μελλοντική χρήση τους.

Ένα από αυτά και η τριώροφη κατοικία που βρίσκεται στην αρχή της οδού Τριπόδων στην Πλάκα. Στην αυλή του σπιτιού στις αρχές του 1800 χτίσθηκε και στεγάστηκε η τουρκική στρατιωτική διοίκηση, ενώ στο περιβάλλον οικόπεδο έχουν γίνει κατά καιρούς εκτεταμένες αρχαιολογικές ανασκαφές. Στη νοτιοδυτική γωνία η σκαπάνη ανακάλυψε ότι στο σημείο εκείνο λειτουργούσαν δημόσια ουρητήρια ενώ στο ίδιο ακριβώς σημείο, αλλά σε μεγαλύτερο βάθος, λειτουργούσαν αρχαίες βεσπασιανές (δημόσιες τουαλέτες). Επί αιώνες δηλαδή γίνονταν η ίδια χρήση, όπως αποδεικνύουν τα κανάλια αποχέτευσης που διασχίζουν το οικόπεδο. Επίσης στο κτίριο επί της οδού Τριπόδων 32 έχει εντοπιστεί τμήμα μνημειώδους αναλημματικού τοίχου που χρονολογείται από τους ελληνιστικούς χρόνους και το οποίο ακολουθούσε τη χάραξη της αρχαίας οδού Τριπόδων.

Τα λαϊκά σπίτια της Πλάκας λοιπόν φυλούν στα έγκατά τους απομεινάρια της πιο παλιάς Αθηναϊκής συνοικίας ενώ παράλληλα μεταφέρουν μέχρι τις μέρες μας τον τύπο της αρχαίας ελληνικής κατοικίας που χαρακτηρίζεται από μια κεντρικά τοποθετημένη αυλή. Συνήθως έχουν ανοιχτές στοές στο ισόγειο και υαλόφρακτα χαγιάτια στον όροφο. Η μορφή τους εξωτερικά είναι απλή. Είναι λιθόχτιστα, με στέγη από κεραμίδια, σχετικά μικρά ανοίγματα και κομμένες καμιά φορά γωνίες. Το αίθριο με τους κεντρικούς και βοηθητικούς, περιμετρικά διατεταγμένους χώρους, αποτελεί τη βάση οργάνωσης της ζωής της γειτονιάς, το πεδίο ανάπτυξης των απαραίτητων για την επιβίωση δεσμών συνοχής κι αλληλεγγύης. Η χρόνια εγκατάλειψή τους και στη συνέχεια η άνευ όρων εκχώρησή τους σε ιδιώτες είναι ίσως ενδεικτική του τρόπου με τον οποίο το κράτος αντιλαμβάνεται την κοινωνική ζωή και ιστορία της πόλης.
Πολύ ενδιαφέρουσα και τεκμηριωμένη παρουσίασή των – δυστυχώς – μελλοντικά κατεστραμμενων από ιστορική και αισθητική σκοπια αρχιτεκτονικών κτισμάτων, με την προσάρτησή τους στο άρμα του ΤΑΙΠΕΔ και της οικονομικά χυδαίας ιδιωτικής εκμετάλλευσής.