
Μάνος Σκούφογλου
ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΙΣΜΟΣ
Είναι γνωστό ότι οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές της απορρύθμισης, παρά την έντονη αποστροφή για την κρατική παρέμβαση στην οικονομία και την εμμονή στη συρρίκνωση των κρατικών παραγωγικών και οικονομικών δραστηριοτήτων, χρειάστηκαν την πιο ενεργητική αρωγή του αστικού κράτους για να επιβληθούν. Η απορρύθμιση των αγορών, και πρώτα από όλα της αγοράς εργασιακής δύναμης (δηλαδή η αναίρεση των θεμελιωμένων συλλογικών δικαιωμάτων των εργαζομένων), ήταν στην πραγματικότητα προϊόν μιας κολοσσιαίας κρατικής ρύθμισης. Η ρύθμιση της απορρύθμισης έγινε δια πυρός και σιδήρου, και με τον ίδιο τρόπο επιβλήθηκε για χρόνια η κοινωνική ειρήνη, δηλαδή η υποταγή της εργατικής τάξης και ο συμβιβασμός σε συνθήκες συρρικνωμένων και συρρικνούμενων μισθών και δικαιωμάτων. Αυτό προϋπέθετε ένα κράτος από πολλές απόψεις ισχυρότερο από ό,τι προηγουμένως.
Παρόλα αυτά, το κυρίαρχο δόγμα ήταν και είναι πως η κρατική παρέμβαση στην οικονομία οφείλει να εξαντλείται στην επιτήρηση των όρων της ελευθερίας της αγοράς. Τι αλλαγές είναι δυνατό να επιφέρει η κρίση σε αυτό το δόγμα;
Μια πρώτη υπόθεση (που πάντως πρέπει να αντιμετωπιστεί με προσοχή) θα ήταν πως η κρίση δεν είναι απίθανο να σηματοδοτήσει μεσοπρόθεσμα μια τόνωση της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία. Τα μεγάλα πακέτα διάσωσης των τραπεζών αντιπροσωπεύουν ασφαλώς μια ιδιαίτερα μεγάλης κλίμακας κρατική παρέμβαση. Από μόνα τους, όμως, δεν αρκούν για να τεκμηριώσουν μια απομάκρυνση από το νεοφιλελεύθερο πρότυπο. Μια έκτακτη κρατική παρέμβαση μπορεί να στοχεύει ακριβώς στην εμπέδωση της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης. Η παρέμβαση δεν είναι το ίδιο πράγμα με τον παρεμβατισμό. Υπάρχουν, ωστόσο, ενδείξεις και για κάτι τέτοιο, οι οποίες ενισχύονται από το γεγονός ότι χώρες που στηρίζουν την καπιταλιστική τους ανάπτυξη στις εξαγωγές προϊόντων, όπως είναι η Κίνα και η Γερμανία, φαίνονται, προς το παρόν τουλάχιστον, λιγότερο καταστροφικά εκτεθειμένες στην παγκόσμια καπιταλιστική κρίση.
Άλλωστε, παρά την αδιαφιλονίκητη κυριαρχία του δόγματος της ελεύθερης μετακίνησης εμπορευμάτων και κεφαλαίων σε παγκόσμια κλίμακα, οι προστατευτικές πολιτικές δεν εξέλειψαν ποτέ εντελώς. Οι ΗΠΑ είναι προσηλωμένες στην με κάθε μέσο (και κυρίως δια της ακατάσχετης εκτύπωσης νομίσματος) διατήρηση της τιμής τους δολαρίου χαμηλά. Η Κίνα εξακολουθεί να ελέγχει αυστηρά τις ξένες επενδύσεις και να διατηρεί την υποχρεωτική συμμετοχή του κινέζικου κράτους σε κάθε νέα επιχείρηση, η Ινδία ακολουθεί μια αρκετά αυστηρή δασμολογική πολιτική για τα ξένα προϊόντα, η Βραζιλία επέβαλε πρόσφατα ειδική φορολογία στην αγορά των ομολόγων της. Τα προγράμματα κρατικής παρέμβασης («σχέδια διάσωσης») για τον περιορισμό της κρίσης στην Κίνα, την Ινδία και τις περισσότερες χώρες της ανατολικής Ασίας ξεπέρασαν κατά πολύ τα δυτικά ως ποσοστό του ΑΕΠ (13,3% για την Κίνα και 7,5% για τον μέσο όρο της ανατολικής Ασίας έναντι 2,8% για τον μέσο όρο των G7) και βασίστηκαν πολύ περισσότερο στην ενίσχυση των δημοσίων δαπανών παρά σε φορολογικές ελαφρύνσεις. Ακόμα και στην φανατικά προσηλωμένη στο νεοφιλελευθερισμό Ευρωπαϊκή Ένωση είναι εμφανή ορισμένα σημάδια προστατευτικής πολιτικής μερκαντιλιστικού τύπου. Η μείωση των εμπορικών ελλειμμάτων, πχ, υπήρξε βασικό μέλημα των περισσότερων χωρών της ΕΕ από το 2008 και μετά.
Η ηχηρή κατάρρευση του παγκοσμιοποιημένου συστήματος χρηματοπιστωτικών συναλλαγών δεν αποκλείεται να ευνοήσει την τόνωση παρόμοιων προστατευτικών πολιτικών, με πιθανό επίκεντρο της χώρες BRICs (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και ίσως Νότια Αφρική), στο πλαίσιο του διεθνούς “αγώνα δρόμου για το ποιος θα πάρει το κόστος της απαξίωσης”. Όμως αυτή η προοπτική δεν είναι καθόλου εύκολη, πόσο μάλλον βέβαιη. Η διεθνής μεταφορά και αλληλοδιαπλοκή των κεφαλαίων δεν είναι κάτι αναστρέψιμο, τουλάχιστον άμεσα. Σε αυτό το γεγονός βρίσκεται η αιτία μιας τάσης αντίρροπης προς την όξυνση του ενδοιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού που επιφέρει η διεθνής μάχη των αστικών τάξεων για το ποιος θα επωμιστεί το βάρος της “δημιουργικής καταστροφής”. Μέσα στο αχανές και ελάχιστα χαρτογραφημένο πλέγμα της αλληλοδιαπλοκής των εθνικών κεφαλαίων σε παγκόσμια κλίμακα, είναι πολύ δύσκολο να καταστραφεί κάποιος “δημιουργικά” χωρίς ταυτόχρονα να δημιουργήσει καταστροφές και για τους υπόλοιπους – από εκεί πηγάζει και η διεθνής καμπάνια για τη διάσωση υπερχρεωμένων κρατών ή τραπεζών με διεθνή εμβέλεια. Έχουμε λοιπόν δύο αντίπαλες γεωγραφίες που επικαλύπτονται ή δύο «σενάρια γεωπολιτικού αγώνα»: μια γεωγραφία της πάλης για την κατανομή της καταστροφής και μια γεωγραφία της συνεργασίας για τη διάσωση από την καταστροφή. Σε αυτό θα επανέλθουμε αναλυτικότερα στη συνέχεια.
Είναι αναμφισβήτητο ότι ο νεοφιλελευθερισμός είναι σήμερα αδιαφιλονίκητα κυρίαρχος. Είναι όμως εξίσου αναμφισβήτητο ότι είναι συνυφασμένος με τη δραματική κρίση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Τα εμπειρικά δεδομένα αυτή τη στιγμή δεν φτάνουν ούτε για να τεκμηριώσουν, ούτε για να αποκλείσουν μια ενδεχόμενη μελλοντική στροφή σε κάποια μορφή κρατικού παρεμβατισμού. Για αυτό προς το παρόν μόνο θεωρητικές υποθέσεις μπορούν να γίνουν.

Θεωρητικά, λοιπόν, όπως προκύπτει και από τα συμπεράσματα της πρώτης ενότητας, η υπέρβαση της κρίσης από τη σκοπιά του κεφαλαίου (δηλαδή αν δεν θιγούν οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής) απαιτεί αντικειμενικά, εκτός από την καταστροφή κεφαλαίου και παραγωγικών δυνάμεων, μια νέα αναδιάρθρωση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Είναι μια εύλογη υπόθεση ότι ο καπιταλισμός θα χρειαζόταν ένα πρότυπο διαχείρισης και κεφαλαιακής συσσώρευσης διαφορετικό από το νεοφιλελευθερισμό. Χωρίς να είναι κανείς υποχρεωμένος να υιοθετήσει όλες τις θεωρητικές της συνέπειες, η θεωρία των λεγόμενων κοινωνικών δομών συσσώρευσης μπορεί να δώσει μια εικόνα του στρατηγικού διλήμματος μπροστά στο οποίο βρίσκονται σήμερα οι ηγεμονικές αστικές τάξεις της υφηλίου. Σύμφωνα με τους θεωρητικούς αυτού του ρεύματος, κάθε κοινωνική δομή συσσώρευσης (ΚΔΣ), όπως ο κεϋνσιανισμός ή ο νεοφιλελευθερισμός, είναι μεν ιστορικά μοναδική, εμπίπτει όμως κατά κανόνα σε έναν από τους δύο τύπους που έχουν εμφανιστεί στην ιστορία του καπιταλισμού ως κυρίαρχου τρόπου παραγωγής: τον φιλελεύθερο και τον ρυθμιζόμενο. Οι δύο τύποι εναλλάσσονται: η νεοφιλελεύθερη ΚΔΣ διαδέχτηκε τη ρυθμιζόμενη ΚΔΣ του κεϋνσιανισμού, εκείνη είχε διαδεχτεί την φιλελεύθερη ΚΔΣ του μεσοπολέμου, που με τη σειρά της ακολούθησε τη ρυθμιζόμενη ΚΔΣ της περιόδου 1890-1914 κοκ.
Είναι γεγονός ότι η συγκεκριμένη προσέγγιση δεν μελετά ιδιαιτέρως το υλικό και ιστορικό υπόβαθρο των ΚΔΣ που αναλύει. Περισσότερο περιγράφει, παρά επεξηγεί τη διαδοχή τους. Παρόλα αυτά, προσφέρει δύο σημαντικές υποθέσεις για την περίοδο που διανύουμε. Πρώτον, ότι ο νεοφιλελευθερισμός είναι λογικό να δώσει τη θέση του, αργά η γρήγορα, σε μια ρυθμιζόμενη ΚΔΣ, δηλαδή σε μια εκδοχή κρατικού προστατευτισμού, με την (καθόλου εξασφαλισμένη, ούτε και ευκταία) προϋπόθεση βέβαια ότι δεν θα υπάρξουν ριζικές ανατροπές του ταξικού συσχετισμού εις βάρος του κεφαλαίου. Το ότι οι ηγεμονικές αστικές τάξεις της υφηλίου παραμένουν προς το παρόν σφιχτά προσδεδεμένες στο άρμα του νεοφιλελευθερισμού δεν αποδεικνύει ότι μια τέτοια υπόθεση είναι λάθος, γιατί πάντα υπάρχει μια σημαντική χρονική καθυστέρηση μεταξύ της κρίσης μιας ΚΔΣ και της καθολικής επιβολής της επόμενης – για παράδειγμα, παρότι ο κεϋνσιανισμός πρωτοεμφανίστηκε αμέσως μετά την κρίση του 1929, χρειάστηκε 15 χρόνια και έναν παγκόσμιο πόλεμο για να κυριαρχήσει. Για αυτόν και για άλλους λόγους που θα αναφερθούν στη συνέχεια, η πρόγνωση ότι τα εθνικά σύνορα είναι δυνατό να αποκτήσουν στο μέλλον μια ανανεωμένη βαρύτητα από οικονομική και πολιτική άποψη δεν είναι καθόλου αβάσιμη.
ΔΙΕΘΝΗΣ ΤΟΜΕΑΚΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ
Η τρέχουσα κρίση είναι ορόσημο στην ιστορική διαδικασία της λεγόμενης αποβιομηχάνισης. Πριν κάνουμε οποιαδήποτε υπόθεση για τις νέες τάσεις που παράγει η κρίση, θα πρέπει να τολμήσουμε ένα σχόλιο ως προς το σε τι συνίσταται το πολυσυζητημένο φαινόμενο της αποβιομηχάνισης. Από τη δεκαετία του 1970 και μετά η βιομηχανική παραγωγή στις περισσότερες παραδοσιακά ανεπτυγμένες χώρες παρουσιάζει κάμψη, ως ποσοστό της συνολικής απασχόλησης και, επίσης, ως ποσοστό του ΑΕΠ. Αυτό ωφέλησε ποσοστιαία τη συμμετοχή του τομέα παροχής υπηρεσιών στις χώρες αυτές. Είναι γνωστό ότι αυτή η εικόνα τροφοδότησε μια πληθώρα θεωριών που περιστρέφονται γύρω από το μοτίβο της λεγόμενης μεταβιομηχανικής κοινωνίας. Σε έναν πολύ μεγάλο αριθμό αναλύσεων, βιβλίων και άρθρων, η διαπίστωση ότι το συγκριτικό βάρος της βιομηχανικής παραγωγής συρρικνώνεται διαρκώς και αμετάκλητα εμφανίζεται ως αυταπόδεικτη, ως μια απλή αναφορά σε ένα προφανές και αναντίρρητο πραγματολογικό δεδομένο. Αυτή η διαπίστωση επιστρατεύεται σταθερά ως βασικό επιχείρημα υπέρ της ανάγκης να μετατεθεί η θεωρητική συζήτηση σε νέο (ή άλλο) πλαίσιο, παρακάμπτοντας ή επιχειρώντας να ακυρώσει τα επίδικα των θεωρητικών διενέξεων για τη βιομηχανία πριν τα μισά της δεκαετίας του 1970. Ως ένα βαθμό είναι, επίσης, θεμέλιο των θεωριών της μετανεωτερικότητας. Ήδη ο Λυοτάρ, λίγο – πολύ κατοχυρωμένος πατέρας αυτών των θεωριών, λαμβάνει ως δεδομένο ότι η μεταμοντέρνα κατάσταση είναι βασικά μεταβιομηχανική, έχοντας αντικαταστήσει την πρωτοκαθεδρία της παραγωγής υλικών προϊόντων με αυτή της παραγωγής και διακίνησης γνώσης: «Γνωρίζουμε ότι η γνώση έγινε τις τελευταίες δεκαετίες η κύρια παραγωγική δύναμη […] Στη μεταβιομηχανική και μεταμοντέρνα εποχή, η επιστήμη θα διατηρήσει και αναμφίβολα θα ενισχύσει τη σημασία της μέσα στο απόθεμα των παραγωγικών δυνατοτήτων των κρατών-εθνών.»
Ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν δεν αισθάνεται υποχρεωμένος να καταθέσει κανένα αποδεικτικό στοιχείο όταν δηλώνει πως «οι βιομηχανικοί εργάτες συνιστούν το ταχύτερα συρρικνούμενο τμήμα του πληθυσμού». Η λίστα τέτοιων παραδειγμάτων θα μπορούσε να είναι μακροσκελέστατη. Ιδρύεται, έτσι, μια στενή σχέση μεταξύ των όρων μεταμοντέρνος και μεταβιομηχανικός, με τον δεύτερο να αντιμετωπίζεται αρκετές φορές ως το υλικό αντικειμενικό υπόβαθρο του πρώτου, όταν, βέβαια, και η ίδια η ύπαρξη μιας τέτοιας σχέσης αιτιότητας δεν τίθεται εν αμφιβόλω. Σε ποιο βαθμό, όμως, η υπόθεση μιας γενικευμένης αποβιομηχάνισης ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα; Κατά πόσο αποτελεί κάτι περισσότερο από απλή αντανάκλαση της μεταμοντέρνας πολιτισμικής συνθήκης που τείνει να εξαλείφει το ίχνος της παραγωγής από τα καταναλωτικά προϊόντα;
Δικαιούται κανείς πράγματι να πει ότι υπήρξε από τη δεκαετία του 1970 και μετά ένα κύμα αποβιομηχάνισης στις χώρες της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης και στις ΗΠΑ, με βάση τα περισσότερα επίσημα στοιχεία για τη μεταποίηση (η κατασκευή, βέβαια, επίσης κλάδος του δευτερογενούς τομέα, θα έδειχνε αρκετά διαφορετική εικόνα). Αρκετές έρευνες, επιπλέον, δείχνουν ότι η μείωση της συμμετοχής της μεταποίησης στο ΑΕΠ, τις νέες επενδύσεις και την απασχόληση στις χώρες αυτές οφείλονταν στο πρώτο στάδιο περισσότερο στο κλείσιμο επιχειρήσεων παρά στη μετεγκατάσταση τους σε άλλες περιοχές. Παρόλα αυτά, η υπόθεση της μεταβιομηχανικής κοινωνίας παραμένει εν πολλοίς αυθαίρετη και μονόπλευρη. Δεν έχει νόημα να παρατεθούν εδώ στατιστικά δεδομένα που να αποδεικνύουν ότι η εικόνα αυτή είναι λανθασμένη. Άλλωστε, τα επίσημα δεδομένα περιέχουν πάντα σημαντικότατες ανεπάρκειες, αλλοιώσεις και στρεβλώσεις: ένα μεγάλο τμήμα της πραγματικής απασχόλησης αποκρύπτεται για διάφορους λόγους, τα πραγματικά στοιχεία για ένα σημαντικό ποσοστό του πλανήτη είναι ελάχιστα κλπ. Έχει μεγαλύτερη σημασία να επισημάνουμε ορισμένες αντίρροπες τάσεις στο φαινόμενο της αποβιομηχάνισης, οι οποίες καθιστούν τον ισχυρισμό ότι ο καπιταλισμός έχει εισέλθει σε μια καθολικά μεταβιομηχανική εποχή παράλογο.
Πρώτον, το προφανές: η μείωση της βιομηχανίας στη δυτική Ευρώπη συνοδεύτηκε από μια αντίστοιχη τόνωση της βιομηχανικής παραγωγής σε περιοχές όπως η νοτιοανατολική Ασία, η ανατολική Ευρώπη μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, η Βραζιλία, η Ινδία και, κυρίως, η Κίνα πρόσφατα. Δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία αν αυτό έγινε με την απευθείας μεταφορά παραγωγικών επιχειρήσεων από το κέντρο στην περιφέρεια (είναι μάλλον προφανές ότι και αυτό το φαινόμενο έπαιξε σημαντικό ρόλο μετά το 1990) ή με την ίδρυση νέων επιχειρήσεων στα καινούργια βιομηχανικά κέντρα. Από τη σκοπιά που εξετάζουμε εδώ δεν έχει καν ιδιαίτερη σημασία αν τα καινούργια βιομηχανικά κέντρα στηρίχθηκαν κυρίως σε εγχώριες διαδικασίες συσσώρευσης ή σε άμεσες ξένες επενδύσεις. Είναι ούτως ή άλλως γνωστό ότι μέσα από τη διαδικασία της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης («λεγόμενης», επειδή σημαίνει παγκοσμιοποίηση ειδικά του κεφαλαίου) η διάχυση του κοινωνικού και τεχνικού καταμερισμού εργασίας σε παγκόσμια κλίμακα έχει ενταθεί σημαντικά, όπως έχει κάνει και η διαμάχη των αστικών τάξεων για την ιδιοποίηση της υπεραξίας που παράγεται σε ολόκληρο τον πλανήτη. Η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση υπήρξε πάνω από όλα αντίδραση των κεφαλαιοκρατών στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους μετά τις πετρελαϊκές κρίσεις της δεκαετίας του 1970. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, μια ριζική αναδιάρθρωση της παγκόσμιας γεωγραφίας της παραγωγής, η οποία μεταξύ άλλων παρακάμπτει τη σχετικά ισχυρή βιομηχανική εργατική τάξη των παλιότερων βιομηχανικών χωρών, ήταν όχι μόνο αναμενόμενη, αλλά και επιβεβλημένη για την αναπαραγωγή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
Αυτό που είναι παράλογο, ωστόσο, είναι να υποθέσει κανείς ότι η αναδιάρθρωση αυτή αντιστοιχεί και σε μια διαρκή απόλυτη μείωση της βιομηχανικής παραγωγής παγκοσμίως προς όφελος των υπηρεσιών. Οι δραστηριότητες του δευτερογενούς τομέα καλύπτουν το σημαντικότερο τμήμα της παραγωγικής εργασίας, με την έννοια που της έδινε ο Μαρξ, δηλαδή της εργασίας που παράγει αξία, επομένως και υπεραξία. Το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνικής υπεραξίας αποσπάται στη βιομηχανία και στην εκμηχανισμένη γεωργία, και είναι από τη διανομή αυτής της υπεραξίας που τροφοδοτείται το κέρδος των επιχειρήσεων οι οποίες παρέχουν μη παραγωγικές υπηρεσίες, των εμπόρων, των μεσαζόντων, των ιδιοκτητών γης και ακινήτων (δηλαδή η γαιοπρόσοδος) κλπ. Η βιομηχανία είναι η βασική δεξαμενή εισοδήματος όχι μόνο για το βιομηχανικό κεφάλαιο, αλλά και για το σύνολο των μη παραγωγικών οικονομικών δραστηριοτήτων, που καλύπτουν ένα πολύ μεγάλο τμήμα του λεγόμενου τριτογενούς τομέα. Ακόμα και αν δεν είναι πλειοψηφικός (και άλλωστε δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι απασχόλησε ποτέ την πλειοψηφία του συνολικού παραγωγικού πληθυσμού, όπως το περιγράφουν οι μυθικές μετανεωτερικές αφηγήσεις την περίοδο του «βιομηχανικού καπιταλισμού»), παραμένει πάντα ο ηγεμονικός τομέας της καπιταλιστικής παραγωγής. Δεν είναι τυχαίο ότι σχεδόν σε όλες τις χώρες του κόσμου ο δευτερογενής τομέας της παραγωγής συμμετέχει στο ΑΕΠ σε μεγαλύτερο ποσοστό από ότι στην απασχόληση, είναι δηλαδή ο πιο παραγωγικός. Από αυτό συνάγεται ότι μια υποτιθέμενη συνολική παρακμή της βιομηχανικής παραγωγής είναι, στο πλαίσιο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, θεωρητικά αδύνατη, καθώς αυτό θα ισοδυναμούσε με ένα απόλυτο όριο στην ικανότητα αναπαραγωγής του. Αν συνυπολογίσει κανείς την αδιάκοπη υπαγωγή νέων κλάδων, περιοχών και όψεων της παραγωγής, της κοινωνικής αναπαραγωγής και, εν γένει, της ζωής στην επικράτεια των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων, καθώς και την επιταχυνόμενη τάση προς την αυτοματοποίηση, τότε δικαιούται να πει ότι στην πραγματικότητα, μακράν του να αποτελεί μεταβιομηχανική κοινωνία, η σημερινή φάση του καπιταλισμού αντιπροσωπεύει το υψηλότερο στάδιο εκμηχάνισης της παραγωγής (αλλά και της κυκλοφορίας) που έχει εμφανιστεί ποτέ.
Προχωρώντας ακόμα περισσότερο από τις θεωρίες της μεταβιομηχανικής κοινωνίας, ορισμένοι θεωρητικοί έχουν υποστηρίξει ότι η σταδιακή εγκατάλειψη της βιομηχανίας ισοδυναμεί με μια συρρίκνωση της εργασίας εν γένει, καθώς οι άνθρωποι αντικαθίστανται από συσκευές υψηλής τεχνολογίας. Με βάση ένα τέτοιο σκεπτικό έχουν αναγγελθεί αναντίστρεπτες ιστορικές τομές, όπως το τέλος της εργασίας ή η κατάργηση του νόμου της αξίας. Η βασική ιδέα δεν είναι καινούρια. Ξεκινώντας από τον Ρικάρντο, αρκετοί οικονομολόγοι, μαρξιστές ή μη, υποστήριξαν κατά καιρούς ότι η τεχνολογική πρόοδος οδηγεί σε γενική μείωση της απασχόλησης, καθώς οι εργάτες παραγκωνίζονται από μηχανές, γεγονός που έχει σοβαρές επιπτώσεις όχι μόνο στην εργατική τάξη, αλλά τελικά και στην καπιταλιστική ανάπτυξη. Σπάνια όμως οι απόψεις τους είχαν πάρει τη μορφή τέτοιων εσχατολογικών μανιφέστων. Οι σύγχρονες θεωρίες της πλήρους αυτοματοποίησης πάσχουν από έντονο τεχνολογισμό. Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι μια καθολική αυτοματοποίηση όλων των κλάδων της παραγωγής θα ήταν τεχνικά εφικτή (πράγμα που προς το παρόν δεν έχουμε κανένα λόγο να κάνουμε), θα ήταν εντελώς μηχανιστικό να συμπεράνουμε ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής θα ξοδέψει τόσο απλά τον εαυτό του, εξαφανίζοντας τη θεμελιώδη παραγωγική του σχέση, τη μισθωτή εργασία. Στην πραγματικότητα, οι αυτοματοποιημένοι κλάδοι συνυπάρχουν με πλατιές μη αυτοματοποιημένες δραστηριότητες που απασχολούν εκατομμύρια εργαζομένους. Από αυτή τη συνύπαρξη αντλούν τα πλεονεκτήματά τους, προσποριζόμενοι ένα τμήμα της υπεραξίας που παράγεται στις μη αυτοματοποιημένες εργασιακές διαδικασίες, στις οποίες και μόνο παράγεται η αξία. Η τάση προς μια περιοδική υπερβολική διόγκωση των αυτοματοποιημένων κλάδων σε σχέση με τους μη αυτοματοποιημένους είναι οπωσδήποτε μια ακόμα έκφραση των εγγενών αντιφάσεων του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, δεν μπορεί, ωστόσο, να υπερβεί κάθε όριο, για τους λόγους που αναφέρθηκαν στην προηγούμενη παράγραφο. Για αυτό το λόγο είναι κατά κάποιο τρόπο υποχρεωμένη να αντισταθμίζεται, τουλάχιστον παροδικά, από άλλες αντίρροπες τάσεις που ενισχύουν τη συμμετοχή της ζωντανής εργασίας στην παραγωγική διαδικασία. Η κρίση μπορεί να περιγραφεί και ως ανάκληση της οικονομίας στην τάξη από τον νόμο της αξίας.
Φυσικά οι αντίρροπες τάσεις δεν λειτουργούν αυτόματα ούτε σχεδιασμένα. Μια παγκόσμια κάμψη της βιομηχανικής κερδοφορίας ή απασχόλησης δεν είναι, επομένως, αδύνατη. Τα στοιχεία μάλιστα δείχνουν ότι κατά τις τελευταίες δεκαετίες σε πολλές χώρες τα ποσοστά κέρδους στη μεταποίηση αντιμετώπισαν μεγαλύτερη πίεση προς τα κάτω απ’ ό,τι οι άλλοι κλάδοι. Αυτό είναι λογικό να συνδέεται με μια ορισμένης έκτασης μεταφορά της απασχόλησης προς τον τομέα των υπηρεσιών (ιδίως των χρηματοπιστωτικών). Το φαινόμενο αυτό, ωστόσο, δεν θα πρέπει να αποδίδεται σε μια υποτιθέμενη εξέλιξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής σε κάποιο ανώτερο ή νέο επίπεδο, αλλά στις βαθιές δυσκολίες αξιοποίησης και την πτωτική τάση του κέρδους (ασχέτως του πότε την τοποθετεί κανείς χρονικά). Είναι σημάδι αδυναμίας και όχι δύναμης του καπιταλισμού.
Δεύτερον, θα πρέπει να τονιστεί ότι, παρότι σε μια δεδομένη στιγμή η οικονομική ζήτηση δεν μπορεί να ξεπεράσει ένα ορισμένο επίπεδο, δεν υπάρχει φυσικό όριο στη ζήτηση για αξίες χρήσης εν γένει. Η παραγωγή είναι σε θέση να κατασκευάζει νέες ανάγκες, να επεκτείνεται σε τομείς που προηγουμένως δεν ήταν καπιταλιστικά οργανωμένοι, να διαφοροποιεί συνεχώς τα προϊόντα κλπ. Έτσι, η αλματώδης αύξηση της παραγωγικότητας (δηλαδή η παραγωγή όλο και περισσότερων εμπορευμάτων με όλο και λιγότερη εργασία) δεν οδηγεί μηχανικά σε έναν απόλυτο και διαρκή κορεσμό της αγοράς, που θα ισοδυναμούσε με μια συνεχόμενη και αναγκαία συρρίκνωση της βιομηχανικής απασχόλησης, όσο κι αν μια τέτοια περιοδική τάση μπορεί να εντάσσεται επίσης στις εγγενείς αντιφάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
Η αναδιάρθρωση που θα χρειαζόταν ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής για να υπερβεί την κρίση δεν είναι μόνο τομεακή, αλλά και χωρική. Εκτός από αναπροσαρμογή του διεθνούς καταμερισμού εργασίας, συνεπάγεται ταυτόχρονα μια γενική αναδιάταξη της χωρικής κατανομής της παγκόσμιας παραγωγής και, βέβαια, της πιο στέρεης βάσης της: της βιομηχανίας. Όπως έχει ήδη τονιστεί, όμως, αυτό πρέπει να γίνει ταυτόχρονα με μια ορισμένη καταστροφή κεφαλαίου. Οι διαδικασίες της αναδιάρθρωσης και της «δημιουργικής καταστροφής» δεν είναι εναλλακτικές, αλλά συμπληρωματικές. Στο πλαίσιο του ανταγωνισμού των αστικών τάξεων για το πώς θα κατανεμηθεί η “δημιουργική καταστροφή” στην παγκόσμια σκακιέρα, δεν θα πρέπει καθόλου να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο μιας, έστω μερικής, επιστροφής της βιομηχανίας στις παραδοσιακά ανεπτυγμένες χώρες.

Η περίπτωση της Γερμανίας δίνει ένα πρώτο παράδειγμα. Μετά από μια δεκαετία συμπίεσης των μισθών, η γερμανική αστική τάξη κατάφερε να αυξήσει το ποσοστό της υπεραξίας στην εγχώρια βιομηχανία σε τόσο ικανοποιητικό επίπεδο, ώστε η βιομηχανική απασχόληση και η συμμετοχή του δευτερογενούς τομέα στο ΑΕΠ να έχουν ουσιαστικά ανακάμψει μετά το 2004. Έτσι, η τάση της μεταφοράς της βιομηχανικής παραγωγής στην ανατολική Ευρώπη έχει περιοριστεί δραστικά. Τα επίσημα στοιχεία δείχνουν ότι ο βασικός ευρωπαϊκός βιομηχανικός άξονας τοποθετείται σήμερα στο κέντρο της ηπείρου. Αν συνυπολογίσει κανείς ότι η στρατηγική εξόδου της Γερμανίας από την κρίση στηρίζεται σε μια πολιτική υπεράσπισης και διεύρυνσης της εξαγωγικής της βάσης, που έχει χαρακτηριστεί και νεομερκαντιλισμός• και, επιπλέον, ότι οι χώρες της ανατολικής Ευρώπης αποδείχτηκαν εξαιρετικά επιρρεπείς στις κρίσεις χρέους, επομένως είναι πιο δύσκολο από ό,τι για η Γερμανία να προσελκύσουν πιστώσεις για επενδύσεις, τότε δεν αποκλείεται αυτή η τάση “επαναβιομηχάνισης” να ενισχυθεί περαιτέρω. Δεν μπορεί κανείς να διακινδυνεύσει μια πρόβλεψη για μια ενδεχόμενη ευρύτερη επιστροφή της βιομηχανίας στις παλιές μητροπόλεις – άλλωστε προς το παρόν η τάση είναι η περαιτέρω ενίσχυση του ρόλου του Κίνας, ενώ η τομεακή συμμετοχή της βιομηχανίας σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Μ. Βρετανία και η Γαλλία μειώνεται ακόμα. Το πρώτο συμπέρασμα που μπορεί να βγει, ωστόσο, είναι ότι δεν υπάρχει λόγος να υποθέσουμε ότι η αποβιομηχάνιση των παλιών καπιταλιστικών μητροπόλεων είναι μια αναντίστρεπτη ιστορική διαδικασία. Άλλωστε, δεν θα ήταν η πρώτη φορά που, στη ροή των χωρικών αναδιαρθρώσεων της παραγωγής, δραστηριότητες που είχαν προηγουμένως αποκεντρωθεί θα επέστρεφαν στο λεγόμενο κέντρο – για παράδειγμα, ο Μαντέλ παρατηρεί ότι ένα σημαντικό ποσοστό της παραγωγής πρώτων υλών, που το πρώτο μισό του 20ού αιώνα είχε ουσιαστικά μεταφερθεί στις αποικίες, επανακάμπτει στη δυτική Ευρώπη μετά τον πόλεμο.
Πρέπει να επισημάνουμε ότι η διατήρηση μιας πλατιάς εξαγωγικής βάσης αντιφάσκει με μια πολιτική ακριβού και σκληρού νομίσματος, όπως είναι το ευρώ. Η ικανότητα της Γερμανίας να συνδυάσει και τα δύο βασίζεται στην εξειδίκευση στις βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας και στα προϊόντα υψηλής ποιότητας, τα οποία αντιμετωπίζουν σχετικά μικρό ανταγωνισμό στη διεθνή αγορά και, επομένως, διατίθενται ούτως ή άλλως σε λιγότερο ή περισσότερο μονοπωλιακές τιμές (τεχνολογικά υπερκέρδη). Τα προϊόντα αυτά
αντιστοιχούν σε κλάδους με υψηλή οργανική σύνθεση κεφαλαίου και μεγάλο βαθμό αυτοματοποίησης, δηλαδή στους λεγόμενους κλάδους «εντάσεως κεφαλαίου». Δεύτερον, ανήκουν σε ένα μεγάλο τους ποσοστό στο τμήμα Ι (μέσα παραγωγής, δηλαδή μηχανές, συσκευές που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή, συνθετικές πρώτες ύλες κλπ) ή στην οπλική βιομηχανία, σε αντίθεση πχ με ό,τι συμβαίνει στην Κίνα, όπου κυριαρχεί ακόμα η παραγωγή του τμήματος ΙΙ (καταναλωτικών προϊόντων). Ο ρόλος της Γερμανίας στην παγκόσμια βιομηχανική παραγωγή συναρτάται με τις τρεις αυτές μεγάλες χωρικές διαιρέσεις: μεταξύ αυτοματοποιημένων και μη κλάδων, μεταξύ εξειδικευμένης και μη εργασίας και μεταξύ του τμήματος Ι και του τμήματος ΙΙ της παραγωγής.

Το δεύτερο συμπέρασμα που μπορούμε να κρατήσουμε, επομένως, είναι ο ιδιαίτερος ρόλος αυτών των διαιρέσεων στη μεταβολή της παγκόσμιας χωρικής διάρθρωσης της βιομηχανίας. Πρέπει μάλιστα να σημειωθεί ότι οι πρώτες δύο διαιρέσεις δεν ανιχνεύονται μόνο οριζόντια, μεταξύ διαφορετικών προϊόντων, αλλά και κατακόρυφα, δηλαδή στις διάφορες φάσεις κατασκευής ενός και του αυτού προϊόντος, ανάλογα με την ποσότητα ζωντανής εργασίας ή τον όγκο του πάγιου κεφαλαίου που χρειάζεται στην καθεμία. Είναι συχνό οι φάσεις που απαιτούν μεγάλη ποσότητα χειρωνακτικής εργασίας χωρίς ιδιαίτερη ειδίκευση να ολοκληρώνονται στην Κίνα, την Ινδία, την Ινδοκίνα, τη Β. Αφρική κλπ, ενώ εκείνες που απαιτούν εξειδικευμένη εργασία ή/και περίπλοκο εξοπλισμό να γίνονται στις ΗΠΑ, τη Δ. Ευρώπη ή την Ιαπωνία (η περίπτωση της ανατολικής Ευρώπης παρουσιάζει μια ιδιαιτερότητα ως προς αυτό, καθώς για αρκετά χρόνια μετά την πτώση του λεγόμενου “υπαρκτού σοσιαλισμού” παρείχε φθηνή εξειδικευμένη εργασία, και όχι απλώς ανειδίκευτη, όπως συμβαίνει γενικά στον Τρίτο Κόσμο). Αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με έναν τεχνικό καταμερισμό, αλλά και με την μονοπωλιακή κατοχή της υψηλής τεχνολογίας.
Η ούτως ή άλλως ασταθής ισορροπία αυτών των διαιρέσεων γίνεται πιο ρευστή μέσα στην κρίση, την ίδια στιγμή που επηρεάζει σημαντικά την εξέλιξη της ίδιας της κρίσης. Η Κίνα, για παράδειγμα, αντιμετώπισε τα πρώτα υφεσιακά αποτελέσματα περίπου ένα τρίμηνο μετά την Ιαπωνία. Το μυστικό πίσω από αυτό είναι ότι η παραγωγή καταναλωτικών προϊόντων στην Κίνα ακόμη εξαρτάται (λιγότερο σήμερα από ότι το 2008) από μέσα παραγωγής που εισάγονται από την Ιαπωνία και την Ν. Κορέα. Το τρίμηνο της απόκλισης εξηγείται από το γεγονός ότι οι κινέζικες παραγγελίες για εξοπλισμό και έτοιμα τμήματα προϊόντων σταμάτησαν πριν ολοκληρωθεί η τρέχουσα φάση της παραγωγής στην Κίνα (δηλαδή οι παραγγελίες που ήδη εκτελούνταν), καθώς η αμερικάνικη ζήτηση για τα κινέζικα τελικά καταναλωτικά προϊόντα αναμενόταν να συρρικνωθεί λόγω της περιστολής των πιστώσεων. Το πλέγμα αυτών των αλληλεξαρτήσεων είναι καθοριστικό για την εξέλιξη της κρίσης και αντίστροφα.

Βασικός παράγοντας που θα κρίνει το μέλλον της χωρικής κατανομής της βιομηχανίας, βέβαια, είναι η μάχη για το επίπεδο των μισθών και στους δύο πόλους, τις ανεπτυγμένες και τις αναπτυσσόμενες χώρες. Κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες στις ΗΠΑ και την Ευρώπη παρατηρείται μια διαρκής συρρίκνωση του μεριδίου των μισθών ως ποσοστό του ΑΕΠ. Η ήδη σημαντική αυτή συρρίκνωση γίνεται προσπάθεια να επιταχυνθεί διαμέσου των στρατηγικών υπέρβασης της κρίσης. Το μυστικό των αναδιαρθρώσεων και των δημοσιονομικών εξυγιάνσεων είναι, σε τελική ανάλυση, η υποτίμηση της εργασιακής δύναμης. Στην ευρωζώνη, ιδιαίτερα, η μονεταριστική πολιτική του ευρώ, πολιτική “ανταγωνιστικής λιτότητας”, έχει ήδη συντελέσει σημαντικά σε αυτή την κατεύθυνση, ιδίως μάλιστα στις χώρες του κέντρου. Στο πλαίσιο της διαχείρισης της κρίσης, η λιτότητα, δηλαδή η συμπίεση των μισθών και διαμέσου αυτής η περαιτέρω αύξηση του ποσοστού της υπεραξίας, λαμβάνει το χαρακτήρα γενικευμένου στρατηγικού σχεδίου και επιταχύνεται τρομακτικά. Η ελκυστικότητα των βιομηχανικών επενδύσεων στην Ευρώπη εξαρτάται από την επιτυχία αυτού του σχεδίου και από το επίπεδο των εργατικών αντιστάσεων που θα συναντήσει.
Αντιστοίχως, η ικανότητα χωρών όπως η Κίνα να διατηρήσουν τους μισθούς χαμηλά είναι κρίσιμη για τη συνέχιση ή μη της ενίσχυσης του ρόλου τους στην παγκόσμια παραγωγή. Η νεαρή κινέζικη αστική τάξη, που ταυτίζεται σε μεγάλο βαθμό με τη γραφειοκρατική ελίτ που διοικεί το κράτος, έχει καταφέρει να συρρικνώσει τους μισθούς από το 53% στο 41.4% του ΑΕΠ την περίοδο 1998-2005. Αυτή η υποτίμηση έχει τροφοδοτήσει για μια δεκαετία ιλιγγιώδεις ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης, περίπου 10% κατά μέσο όρο. Μπορούν όμως αυτές οι συνθήκες να εξασφαλιστούν επ’ αόριστον; Οι λόγοι για τους οποίους το συγκριτικό πλεονέκτημα των χαμηλών μισθών (προφανώς καθόλου πλεονέκτημα για τους εργαζόμενους) κατέστη δυνατό είναι βασικά δύο:
• η ύπαρξη ενός τεράστιου άνεργου ή ημιαπασχολούμενου εργατικού δυναμικού, αποτελούμενου κατά κύριο λόγο από τους χωρικούς της υπανάπτυκτης κινέζικης ενδοχώρας. Η τεράστια προσφορά εργατικής δύναμης κρατά τους μισθούς χαμηλά και, επιπλέον, η περιορισμένη δυνατότητα μετακινήσεων λόγω των εσωτερικών συνόρων και του συστήματος χούκου επιτρέπει τον καλύτερο έλεγχό της από την κυβέρνηση.
• το αστυνομικό καθεστώς που απαγορεύει ουσιαστικά το συνδικαλισμό και κάθε μορφής συλλογική διεκδίκηση.
Και οι δύο αυτοί παράγοντες, ωστόσο, φέρουν το σπόρο της αναίρεσής τους, τουλάχιστον εν μέρει. Η άλλη όψη του νομίσματος των χαμηλών μισθών και του φτωχού εφεδρικού βιομηχανικού στρατού της δυτικής Κίνας είναι μια πολύ περιορισμένη και διαρκώς μειούμενη εγχώρια ζήτηση. Η ιδιωτική κατανάλωση ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώθηκε από 47% το 1992 σε 36% το 2006. Ως αποτέλεσμα, η βιομηχανική ανάπτυξη της Κίνας εξαρτάται απόλυτα από τη ζήτηση για καταναλωτικά προϊόντα στα παλιά μητροπολιτικά κέντρα, και ιδίως στις ΗΠΑ. Η ζήτηση αυτή, μάλιστα, τροφοδοτείται από το ίδιο το κινέζικο κράτος μέσω της αγοράς αμερικάνικων ομολόγων, δηλαδή μέσω δανεισμού. Ταυτόχρονα, η κατοχή αμερικανικών ομολόγων (η Κϊνα πρόσφατα αναδείχτηκε στον πρώτο πιστωτή των ΗΠΑ παγκοσμίως, ξεπερνώντας την Ιαπωνία) λειτουργεί για την κινέζικη κυβέρνηση ως σημαντικό διαπραγματευτικό χαρτί απέναντι στις αμερικάνικες πιέσεις για ανατίμηση του γιουάν, για τα μειονοτικά θέματα όπως αυτό του Θιβέτ κλπ. Ο περιορισμός της ζήτησης στις ΗΠΑ λόγω της χρηματοπιστωτικής κρίσης και της κατάρρευσης του ιδιωτικού δανεισμού, ωστόσο, δημιουργεί ένα δίλημμα για την κινέζικη κυβέρνηση: να συνεχίσει να εξαρτάται από τις διακυμάνσεις της ξένης ζήτησης, συγκρατώντας τους μισθούς, ή να υιοθετήσει μια πολιτική ενίσχυσης της εγχώριας ζήτησης (δηλαδή του εισοδήματος των εργατών και των χωρικών), με κόστος όμως την απώλεια ή τον περιορισμό του συγκριτικού πλεονεκτήματος του χαμηλού μοναδιαίου κόστους εργασίας; Ήδη το εμπορικό πλεόνασμα της Κίνας έχει μειωθεί δραματικά από το ξέσπασμα της κρίσης και μετά. Ταυτόχρονα, ο φαινομενικά απεριόριστος εφεδρικός βιομηχανικός στρατός της Κίνας δεν μπορεί να παραμείνει για πάντα απεριόριστος. Όσο η βιομηχανική απασχόληση αυξάνεται, και όσο η υποαπασχόληση περιορίζεται, τόσο θα αυξάνεται και η αντικειμενική διαπραγματευτική ισχύς των Κινέζων εργαζομένων. Δεδομένου μάλιστα ότι η Κίνα είναι πρακτικά η χώρα που φαίνεται να έχει επηρεαστεί λιγότερο από την ύφεση (μετά από μια διετία κατά την οποία κινήθηκαν γύρω στο 9%, οι ρυθμοί ανάπτυξης έχουν ξεπεράσει και πάλι το 10%), αυτή η διαπραγματευτική ισχύς αποκτά όλο και περισσότερο παγκόσμια εμβέλεια.
Ο πιο σημαντικός παράγοντας τελικά είναι η εξέλιξη αυτής της διαπραγματευτικής ισχύος, που εξαρτάται άμεσα από το επίπεδο της ταξικής αγωνιστικότητας. Προς το παρόν η έκταση των εργατικών αγώνων στην Κίνα είναι εξαιρετικά περιορισμένη, ωστόσο είναι μάλλον απίθανο να παραμείνει έτσι για πάντα. Ο κεντροβαρικός ρόλος των Κινέζων για την εγχώρια και την παγκόσμια παραγωγή ενισχύει σε πολύ μεγάλο βαθμό τη σημασία οποιασδήποτε εργατικής διεκδίκησης. Ένα κύμα τοπικών κινητοποιήσεων μέσα στο 2010, με αποκορύφωμα την απεργία στο εργοστάσιο της Χόντα στην Πόλη Ζόνγκσεν, κατάφερε να επιτύχει σχετικά εύκολα αυξήσεις στους μισθούς έως και 90%. Μια γενίκευση αυτών των αγώνων θα μπορούσε να αλλάξει άρδην τα δεδομένα – αρκεί να δει κανείς την απότομη αύξηση των μισθών στην Τυνησία, την Αίγυπτο και άλλες χώρες ως άμεση συνέπεια των αραβικών επαναστάσεων που ξέσπασαν στις αρχές του 2011. Δεν είναι τυχαίο ότι η κινέζικη κυβέρνηση έσπευσε να υποστηρίξει τη σταθερότητα στην περιοχή, φοβούμενη όσο τίποτα μια ενδεχόμενη διάδοση της εξέγερσης και στη δική της χώρα. Το τρίτο συμπέρασμα που οφείλουμε να καταγράψουμε, επομένως, είναι ότι η χωρική διάρθρωση της παγκόσμιας παραγωγής συνδέεται άμεσα με μια άλλη γεωγραφία, που ήδη μεταλλάσσεται ραγδαία στις συνθήκες της κρίσης: τη γεωγραφία των εξεγέρσεων, των αντιστάσεων και των εργατικών αγώνων.
Είναι δυνατό αυτές οι αντιφάσεις να έχουν διαλάθει της προσοχής των μεγάλων επενδυτικών επιτελείων που εξυμνούν τις απεριόριστες αναπτυξιακές δυνατότητες της Κίνας ή, αναλόγως, της Ινδίας, της Βραζιλίας και της Ρωσίας; Μάλλον όχι. Θα πρέπει να υπάρχει κάποιος λόγος για αυτή την αφέλεια. Αξίζει εδώ να γίνει μια παρέκβαση σχετικά με έναν παράγοντα που διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό την τρέχουσα φιλολογία για την οικονομία: τις προβλέψεις της Goldman Sachs.
Το 2003 η Goldman Sachs δημοσίευσε ένα πολυσυζητημένο φύλλο με τον τίτλο Dreaming with BRICs: the path to 2050. Στο φύλλο διατυπωνόταν η υπόθεση ότι το 2050 η Κίνα θα είναι η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου ως προς το ΑΕΠ, έχοντας ξεπεράσει κατά πολύ τις ΗΠΑ, η Ινδία θα είναι Τρίτη, έχοντας ξεπεράσει την Ιαπωνία και η Βραζιλία με τη Ρωσία θα βρίσκονται στην πέμπτη και την έκτη θέση αντίστοιχα, πάνω από τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Στις προβλέψεις που δημοσιοποιήθηκαν τα επόμενα χρόνια οι εκτιμήσεις για την υπεροχή της Κίνας το 2050 αναθεωρούνται προς τα πάνω. Το 2009 πλέον στη μελλοντική κατάταξη η Κίνα εμφανίζει σχεδόν διπλάσιο ΑΕΠ από τις ΗΠΑ, η Ινδία τις πλησιάζει πολύ, ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιαπωνία και η Γερμανία καταλαμβάνουν μόλις την ένατη, την ενδέκατη και τη δέκατη τρίτη θέση αντίστοιχα, έχοντας υπερφαλαγγιστεί όχι μόνο από τα BRICs, αλλά και από το Μεξικό και την Κορέα.
Είναι προφανές ότι αυτές οι εκτιμήσεις υποθέτουν αυθαίρετα ότι οι σημερινοί ρυθμοί και συνθήκες ανάπτυξης αυτών των χωρών θα παραμείνουν σταθερές για τα επόμενα 40 χρόνια. Με αυτή τη μέθοδο στις αρχές της δεκαετίας του 1970 θα μπορούσε κανείς κάλλιστα να προβλέψει ότι η Ιαπωνία σύντομα θα εκθρόνιζε τις ΗΠΑ από την πρώτη θέση της παγκόσμιας οικονομίας – κι όμως, σε λίγα χρόνια οι ιλιγγιώδεις επιδόσεις της Ιαπωνίας έδωσαν τη θέση της σε μια οδυνηρή μακροχρόνια ύφεση. Στην πραγματικότητα δεν μπορεί κανείς να εγγυηθεί ότι κάτι παρόμοιο δεν θα συμβεί στο μέλλον με κάποια ή και όλα τα BRICs. Παρόλα αυτά, οι προβλέψεις επιτελούν ένα σημαντικό και πολλαπλό ρόλο. Πρώτον, λειτουργούν σε μεγάλο βαθμό ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία: αν όλα πάνε κατ’ ευχή, η προσδοκία της ανάπτυξης σε μια περιοχή ελκύει επενδύσεις, άρα φέρνει πράγματι ανάπτυξη. Από αυτή την άποψη, οι σημερινές εκτιμήσεις της Goldman Sachs μοιάζουν πολύ με τις μεθοδευμένες τεχνικές εκθέσεις σχετικά με τα υποτιθέμενα αστρονομικά οικονομικά οφέλη των προγραμμάτων επενδύσεων σε διάφορες αναπτυσσόμενες περιοχές, μια τεχνική που εφαρμόζεται κατά κόρον εδώ και δεκαετίες και συνετέλεσε μεταξύ άλλων στη (σχετική) ανάκαμψη του δυτικού καπιταλισμού από τις πετρελαϊκές κρίσεις. Δεύτερον, αν προσέξει κανείς λίγο καλύτερα θα διαπιστώσει ότι οι εκθέσεις αποτελούν στην πραγματικότητα μάλλον οδηγίες, παρά προβλέψεις. Ως απάντηση στην κριτική για την απλοϊκότητα των μοντέλων εκτίμησης, η εταιρία το 2005 έγραφε: «Η ανάλυσή μας για τα BRICs έκανε μια καθαρή διάκριση μεταξύ του δυνητικού και της πραγματικότητας. Αντί να προβλέπουμε ότι η Κίνα θα γίνει η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο το 2041 και ότι η Ινδία θα γίνει η τρίτη μεγαλύτερη το 2035 (…) υποστηρίζαμε ότι, αν όλα πήγαιναν καλά, τότε η Κίνα θα μπορούσε να γίνει η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο το 2041 και η Ινδία η τρίτη μεγαλύτερη το 2035»
Αν ποια, όμως, πήγαιναν καλά; Ασφαλώς αν, μεταξύ των άλλων ευνοϊκών παραγόντων, διατηρούνταν τα δύο βασικά στοιχεία που προαναφέρθηκαν: οι χαμηλοί μισθοί και η καταστολή της ταξικής αγωνιστικότητας. Η οδηγία είναι σαφής και δεν απευθύνεται μόνο στα BRICs. Στο περιβάλλον της κρίσης, ωστόσο, οι ευνοϊκές προβλέψεις για τις αναπτυσσόμενες οικονομίες έχουν και έναν τρίτο, ακόμα πιο ουσιώδη ρόλο: να τονώσουν την εμπιστοσύνη σε έναν τρόπο παραγωγής που δοκιμάζεται και, μοιραία, αμφισβητείται όλο και περισσότερο. Η θέση της ανατολικής Ασίας σε αυτή την παράδοξη γεωγραφία της ελπίδας και του κύρους είναι ούτως ή άλλως κεντρική: «Τα BRICs είναι σημείο κλειδί στη σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη εποχή (…) οι υφιστάμενες και οι μελλοντικές προοπτικές της παγκοσμιοποίησης έχουν τις χώρες BRICs στον πυρήνα τους και η αλληλεπίδραση μεταξύ των οικονομιών των BRICs και των G7 είναι μια κρίσιμη πλευρά της παγκοσμιοποίησης.»
Η διαπίστωση έχει οπωσδήποτε κάποια σχέση με την πραγματικότητα, αλλά επιπλέον φέρει και ένα σαφές προπαγανδιστικό μήνυμα: ακόμα και αν ο καπιταλισμός εδώ δεν πάει καλά, κάπου αλλού βασιλεύει. Άρα δεν έχει χάσει την ιστορική του δυναμική. Οι αισιόδοξες οικονομικές προφητείες αποτέλεσαν ούτως ή άλλως σημαντικό εργαλείο κατά τη διάρκεια της επίπονης και ποτέ ολοκληρωτικής ανάκαμψης από την ύφεση που εγκαινιάστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Σε μια περίοδο οξύτερης και βαθύτερης κρίσης θα πρέπει να περιμένουμε ότι αυτού του είδους τα (πιθανώς ανίσχυρα εν τέλει) μανιφέστα θα πολλαπλασιαστούν.
ΔΙΕΘΝΗΣ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΑΞΙΑΣ ΚΑΙ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗ
Εκτός από το χάρτη του καταμερισμού εργασίας και της διάρθρωσης ανά τομείς, είναι εύλογονα περιμένει κανείς ότι η κρίση θα επιδράσει επίσης στην κατανομή της καπιταλιστικής συσσώρευσης σε διεθνή κλίμακα. Και πάλι, βέβαια, σε τόσο ρευστές συνθήκες είναι δύσκολο να γίνουν αξιόπιστες προβλέψεις. Μπορούν, ωστόσο, να υπογραμμιστούν ορισμένοι παράγοντες που δεν πρέπει να αγνοηθούν από μια μελέτη των αλλαγών της παγκόσμιας οικονομικο-κοινωνικής γεωγραφίας.
Η πρώτη περιοχή που πρέπει να χαρτογραφηθεί είναι οι διεθνείς ροές αξίας, δηλαδή η μεταφορά αξίας (και υπεραξίας) από μια χώρα ή περιοχή σε μια άλλη. Η λειτουργία αυτή είναι αδιάκοπη στην ιστορία του καπιταλισμού, και έχει μάλιστα αποτελέσει κατά κάποιο τρόπο ιστορική του προϋπόθεση, αφετηρία του: η πρωταρχική συσσώρευση κεφαλαίου στη Δυτική Ευρώπη βασίστηκε οπωσδήποτε και στον προσπορισμό πλούτου (όχι ακόμα αξίας με την καπιταλιστική έννοια) από τις υπερπόντιες κτήσεις, αλλά και από τις αγροτικές περιφέρειες στο εσωτερικό της. “Η πρωταρχική αυτή συσσώρευση παίζει στην πολιτική οικονομία τον ίδιο περίπου ρόλο που παίζει το προπατορικό αμάρτημα στη θεολογία”. Ο
προσπορισμός εκείνος είχε την πιο αδιαμεσολάβητη και λιγότερο φετιχοποιημένη μορφή: τη λεηλασία, την ωμή βία, την καθαρή ληστεία. Στον πρώτο τόμο του κεφαλαίου ο Μαρξ περιγράφει το διεθνές σκέλος της πρωταρχικής συσσώρευσης με τις πιο γλαφυρές εκφράσεις:
“Η ανακάλυψη των χρυσοφόρων και ασημοφόρων περιοχών στην Αμερική, η εξόντωση, το σκλάβωμα και το παράχωμα του ιθαγενούς πληθυσμού στα μεταλλεία, η έναρξη της κατάκτησης και της λεηλασίας των Ανατολικών Ινδιών, η μετατροπή της Αφρικής σε περιφραγμένη περιοχή κυνηγιού Μαύρων για το δουλεμπόριο – χαρακτηρίζουν τη χαραυγή της εποχής της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής. Αυτά τα ειδυλλιακά προτσές είναι κύρια στοιχεία της πρωταρχικής συσσώρευσης. Ακολουθεί κατά πόδας ο εμπορικός πόλεμος των ευρωπαϊκών εθνών με θέατρο της Υδρόγειο”.
Μετά την επικράτηση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής ακολούθησαν και άλλες φάσεις εντυπωσιακά ωμού προσπορισμού πλούτου σε παγκόσμια κλίμακα, όπως ήταν πάνω από όλα η περίοδος της αποικιοκρατίας. Η μεγάλη πλειοψηφία των μαρξιστών, ωστόσο, συμφωνεί ότι και μετά την απελευθέρωση των αποικιών η σημασία της διεθνούς μεταφοράς αξίας δεν έχει καθόλου εκλείψει, παρότι έχει αλλάξει μορφές. Είναι προφανές ότι αυτή η λειτουργία ευνοεί γενικά τη συσσώρευση στις χώρες του λεγόμενου κέντρου εις βάρος της εγχώριας συσσώρευσης στον Τρίτο Κόσμο. Όμως δεν κάνει μόνο αυτό. Ένα μεγάλο ποσοστό της μεταφοράς αξίας συντελείται με διάφορους τρόπους μεταξύ των ανεπτυγμένων χωρών. Επιπλέον, ορισμένοι από τους μηχανισμούς της μεταφοράς αξίας λειτουργούν και μεταξύ διαφορετικών περιφερειών της ίδιας χώρας.
Από την εποχή των κλασικών αναλύσεων για τον ιμπεριαλισμό (Λένιν, Μπουχάριν, Χίλφερντινγκ κ.ά.) είναι γενικά παραδεκτό ότι η διεθνής μεταφορά κεφαλαίου επικρατεί έναντι της μεταφοράς εμπορευμάτων, που χαρακτήριζε τη φάση που αποκαλείται καπιταλισμός του ελεύθερου ανταγωνισμού, δηλαδή την περίοδο μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα. Αυτή η διάκριση αντιστοιχεί λίγο – πολύ στη διάκριση μεταξύ διεθνοποίησης της πραγματοποίησης της υπεραξίας (πώληση εμπορευμάτων) και διεθνοποίησης της παραγωγής υπεραξίας (δηλαδή της καπιταλιστικής παραγωγής γενικά). Ο Μαντέλ προτείνει την επέκταση αυτής της διάκρισης με τον συνυπολογισμό δύο επιπλέον μορφών (και σε ένα βαθμό επίσης φάσεων) διεθνοποίησης: της εργασιακής δύναμης και της εξουσίας επί του κεφαλαίου. Η αύξηση της σημασίας της τελευταίας κατηγορίας είναι συνυφασμένη με τη λεγόμενη παγκοσμιοποίηση. Βασική όψη της παγκοσμιοποίησης υπήρξε η πρωτοφανής επέκταση της αλληλοδιαπλοκής και διεθνούς συνεργασίας των κεφαλαίων (και, ως άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, του μεταξύ τους ανταγωνισμού). Το γεγονός αυτό αντανακλάται και στην αύξηση του μεριδίου των ξένων επενδύσεων χαρτοφυλακίου έναντι των άμεσων ξένων επενδύσεων, που αντιστοιχούν σε μια πιο κλασική ιμπεριαλιστική μεταφορά κεφαλαίων. Με βάση και τις υποθέσεις που διατυπώθηκαν σχετικά με έναν ενδεχόμενο αναπροσδιορισμό του ρόλου της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία, είναι εύλογο να πούμε ότι η κρίση δεν αποκλείεται να ευνοήσει μια παλινδρόμηση μεταξύ των τεσσάρων μορφών διεθνοποίησης της καπιταλιστικής οικονομίας.
Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ένας επιπλέον παράγοντας που τις τελευταίες τρεις δεκαετίες παίζει εξέχοντα ρόλο στη διεθνή μεταφορά αξίας: το κρατικό χρέος. Το πρώτο στο οποίο οφείλει να αναφερθεί κανείς είναι το χρέος του Τρίτου Κόσμου, ένας φαύλος κύκλος που κοστίζει κάθε χρόνο στις χώρες αυτές έως και το 50% του κρατικού προϋπολογισμού. Με το 40% περίπου του χρέους να είναι προς ξένα κράτη και το 60% προς ιδιώτες, η αποπληρωμή του χρέους του Τρίτου Κόσμου ισοδυναμεί με μια τεράστιων διαστάσεων συνεχή ληστρική ροή αξίας προς τις ανεπτυγμένες χώρες (και κατά βάση βέβαια προς τους τραπεζίτες τους). Υπολογίζεται ότι οι κατ’ ευφημισμόν αναπτυσσόμενες χώρες στο σύνολό τους έχουν πληρώσει 102 φορές το ποσό που όφειλαν το 1970, και παρόλα αυτά το χρέος τους έχει αυξηθεί 48 φορές – πρόκειται ασφαλώς για ένα ακόμα “ειδυλλιακό προτσές” λεηλασίας. Ένας ακόμα χάρτης επομένως: ο χάρτης του χρέους του Τρίτου Κόσμου.

Η σημερινή κρίση χρέους, ωστόσο, δεν αφορά αποκλειστικά αυτό το χρέος. Άλλωστε, η κρίση χρέους του Τρίτου Κόσμου εκδηλώνεται σταθερά εδώ και τρεις δεκαετίες. Αντιθέτως, η σημερινή κρίση χτυπά και τις ανεπτυγμένες χώρες, ιδίως δε τους αδύναμους κρίκους τους. Σε πολλές από αυτές τις χώρες, περιλαμβανομένου του ευρωπαϊκού νότου και της Ελλάδας, η ραγδαία αύξηση του δανεισμού ως αποτέλεσμα της πτώσης των πραγματικών επιτοκίων οδήγησαν τα τελευταία χρόνια σε συγκριτικά ελκυστικά ποσοστά κέρδους και σε αυξημένους ρυθμούς ανάπτυξης. Είναι οι αντιφάσεις αυτού του μοντέλου ανάπτυξης, δηλαδή της ίδιας της στρατηγικής των αστικών τάξεων αυτών των χωρών, που εκρήγνυνται σήμερα. Από αυτή την άποψη, και παρότι τα υψηλά επιτόκια που επιβάλλονται σήμερα λόγω της κρίσης “αξιοπιστίας” οδηγούν επίσης (τουλάχιστον εν μέρει) στη μεταφορά αξίας σε άλλα ανεπτυγμένα κέντρα, το χρέος αυτών των χωρών είναι διαφορετικού τύπου από το αντίστοιχο του Τρίτου Κόσμου, που προέκυψε ιστορικά από αποικιοκρατικές συμφωνίες ή/και δάνεια που είχαν συνάψει δικτατορίες.

Έχει υποστηριχθεί, επιπλέον, ότι μπορεί να γίνει λόγος και για ένα τρίτο τύπο χρέους, το χρέος των μεγάλων ιμπεριαλιστικών χωρών, και κυρίως των ΗΠΑ, προς τις χώρες της ανατολικής Ασίας, και κυρίως την Κίνα. Έχει ήδη αναφερθεί πως η Κίνα έχει εξελιχθεί στο μεγαλύτερο αγοραστή κρατικών ομολόγων των ΗΠΑ. Κατά μια προσέγγιση αυτό το χρέος έχει αντίστροφα αποτελέσματα από το χρέος των χωρών του Τρίτου προς τον Πρώτο κόσμο: αντί να αυξάνει την εγχώρια συσσώρευση του πιστωτή, ενισχύει την εγχώρια συσσώρευση του οφειλέτη. Τα αμερικάνικα ομόλογα θεωρούνται γενικώς οι πιο αξιόπιστοι χρηματοπιστωτικοί τίτλοι στον κόσμο, επομένως αποφέρουν πολύ μικρά επιτόκια, της τάξης του 1%. Για να υποστηρίξει κανείς ότι ουσιαστικά η ροή της αξίας είναι αντίστροφη, δηλαδή ότι στην πραγματικότητα από τη συναλλαγή ζημιώνεται ο πιστωτής (Κίνα) και όχι ο οφειλέτης (ΗΠΑ), θα έπρεπε να είναι βέβαιος ότι ο πληθωρισμός υπερβαίνει τα ονομαστικά επιτόκια, δηλαδή ότι έχουμε αρνητικά πραγματικά επιτόκια, κάτι που δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί εδώ (ούτε είναι απαραίτητο για το επιχείρημα που αναπτύσσεται εδώ). Η δέσμευση, ωστόσο, τέτοιας κλίμακας κινέζικών κεφαλαίων, η απόσυρσή τους από την κινέζικη παραγωγή και η αντίστοιχη τόνωση της χρηματικής κυκλοφορίας στις ΗΠΑ, όταν συνδυάζεται με ένα πολύ πενιχρό κέρδος από την αποπληρωμή των δανείων, είναι πράγματι πιθανό ότι επιταχύνει την κεφαλαιακή συσσώρευση στις ΗΠΑ εις βάρος της αντίστοιχης κινεζικής – που αντιμετωπίζει δομικές δυσκολίες εξαιτίας των ιδιομορφιών που αναφέρθηκαν στην προηγούμενη ενότητα. Αν αυτή η υπόθεση ισχύει, τότε δεν έχουμε απλώς ένα χάρτη χρέους, αλλά τρεις διαφορετικούς χάρτες που αντιστοιχούν στις διαφορετικές οικονομικές λειτουργίες του κρατικού χρέους. Η διάρρηξη οποιουδήποτε κρίκου των τριών αυτών αλυσίδων, δηλαδή η αθέτηση του χρέους από μια ή περισσότερες κυβερνήσεις (πράγμα που στο περιβάλλον της κρίσης φαίνεται όλο και πιο πιθανό), είναι προφανές ότι θα προκαλούσε μεγάλης κλίμακας τριγμούς και στις τρεις αυτές οικονομικές λειτουργίες ταυτόχρονα. Επομένως, τρεις διαπλεκόμενοι και ετοιμόρροποι παγκόσμιοι χάρτες.

Τα διαφορετικά ποσοστά εγχώριας συσσώρευσης, όπως είναι προφανές, δεν εξαρτώνται μόνο από τις διεθνείς ροές κεφαλαίων και αξίας. ‘Όπως και να έχει, όμως, ο τρόπος με τον οποίο τα βασικά χαρακτηριστικά της παραγωγής και οι κυρίαρχες στρατηγικές καπιταλιστικής ανάπτυξης κάθε χώρας (ή, κατά μια άλλη ορολογία, κάθε κοινωνικού σχηματισμού) συναρθρώνονται στην παγκόσμια σκακιέρα είναι κρίσιμος για την εξέλιξη της κρίσης σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο. Εκτός από τον επαναπατρισμό κεφαλαίων από ξένες επενδύσεις, τους δυσμενείς για τις χώρες του Τρίτου Κόσμου εμπορικούς όρους, τους ενδεχόμενους δασμούς και το χρέος, οι διαφορές στα ποσοστά κεφαλαιακής συσσώρευσης έχουν στενή αμφίδρομη σχέση και με έναν ακόμα παράγοντα που έχει μόνο έμμεσα αναφερθεί: τις διεθνείς διαφορές στην παραγωγικότητα εργασίας. Σε γενικές γραμμές είναι σχεδόν ταυτολογία να πει κανείς ότι οι χώρες με μεγαλύτερη παραγωγικότητα εργασίας τείνουν να παρουσιάζουν και μεγαλύτερα ποσοστά συσσώρευσης. Από τη σκοπιά που μας ενδιαφέρει εδώ, ωστόσο, το κρίσιμο ερώτημα είναι άλλο: σε πιο βαθμό αυτό το «πλεόνασμα» κεφαλαιακής συσσώρευσης γίνεται εις βάρος της συσσώρευσης στις χώρες (ή ακόμα και στις περιφέρειες της ίδιας χώρας) με μικρότερη παραγωγικότητα εργασίας;
Το ερώτημα μας υποχρεώνει σε μια σύντομη αναφορά στη διαμάχη γύρω από το πρόβλημα της άνισης παραλλαγής, που απασχόλησε ορισμένους μαρξιστές θεωρητικούς κατά τη δεκαετία του 1970. Η θεωρία της άνισης ανταλλαγής διατυπώθηκε ως τέτοια αρχικά από τον οικονομολόγο Αργύρη Εμμανουήλ και υποστηρίχθηκε από τον Σαμίρ Αμίν. Στη διεθνή αγορά συνυπάρχουν εμπορεύματα που έχουν παραχθεί σε χώρες με διαφορετικό μέσο εθνικό επίπεδο παραγωγικότητας. Σύμφωνα με την υπόθεση των Εμμανουήλ και Αμίν, τα διαφορετικά ποσοστά κέρδους από την πώληση προϊόντων εξισώνονται λόγω του διεθνούς ανταγωνισμού, με αποτέλεσμα η πραγματική αξία των προϊόντων να μην συμπίπτει με την «τιμή παραγωγής» τους.
Με τη μαρξιστική έννοια, η αξία ενός εμπορεύματος προκύπτει από την κοινωνικά αναγκαία αφηρημένη ποσότητα εργασίας (δηλαδή τον εν γένει μόχθο και όχι τη συγκεκριμένη ωφέλιμη εργασία) που έχει ενσωματωθεί σε αυτό. Αναλύεται, δηλαδή, στο άθροισμα του σταθερού κεφαλαίου που καταναλώνεται ανά μονάδα προϊόντος (νεκρή εργασία) συν το μεταβλητό κεφάλαιο (μισθός) ανά μονάδα συν την αποσπώμενη υπεραξία. Επομένως:
α=σ+μ+υ
Στην πραγματικότητα, ωστόσο, όπως περιγράφει ο Μαρξ στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου, τα εμπορεύματα στην αγορά δεν αγοράζονται στην πραγματική τους αξία, αλλά στην τιμή παραγωγής που ισούται με τα έξοδα παραγωγής (σταθερό συν μεταβλητό κεφάλαιο που καταναλώνεται ανά μονάδα) συν το μέσο ποσοστό κέρδους που διαμορφώνεται υπό την επίδραση του ανταγωνισμού. Η εξίσωση των ποσοστών κέρδους, δηλαδή του λόγου υ/(σ+μ), που όπως είδαμε γράφεται και ως (υ/μ)/(οσ+1), σημαίνει πως οι περισσότερο εκμηχανισμένοι κλάδοι, δηλαδή οι κλάδοι με μεγαλύτερη οργανική σύνθεση κεφαλαίου, αξιώνουν για τον εαυτό τους ένα μεγαλύτερο ποσό υπεραξίας από αυτό που πραγματικά αποσπάται στους ίδιους (αν βέβαια κάνουμε την παραδοχή ότι η εκμηχάνιση ενός κλάδου δεν οδηγεί σε ποσοστά υπεραξίας τόσο υψηλότερα ώστε να αντισταθμίσουν την αύξηση της οργανικής σύνθεσης). Αυτή η λειτουργία μεταξύ των διαφορετικών κλάδων της παραγωγής στο πλαίσιο μιας εθνικής αγοράς επεκτείνεται από τους Εμμανουήλ και Αμίν στη διεθνή αγορά. Κατ’ αναλογία λοιπόν, τα προϊόντα που παράγονται σε χώρες με μεγαλύτερο βαθμό εκμηχάνισης, επομένως με μεγαλύτερη μέση οργανική σύνθεση και υψηλότερη παραγωγικότητα (ή «εντατικότητα εργασίας», κατά την ορολογία του Μαρξ), προσπορίζονται στη διεθνή αγορά περισσότερη υπεραξία από αυτή που πραγματικά παράγουν, δηλαδή καρπώνονται και ένα μέρος από την υπεραξία που αποσπάται σε χώρες με χαμηλότερη παραγωγικότητα.
Ο Ερνέστ Μαντέλ αποδέχεται την ισχύ του μηχανισμού της άνισης ανταλλαγής, απορρίπτει όμως εντελώς την ιδέα ενός ενιαίου διεθνώς μέσου ποσοστού κέρδους, όπως και την υπόθεση του Εμμανουήλ ότι οι μισθοί αποτελούν ανεξάρτητη μεταβλητή. Άλλοι μαρξιστές, όπως ο Μπετελέμ αρχικά, διαφώνησαν ριζικά με την ύπαρξη ενός τέτοιου μηχανισμού, θεωρώντας ότι είναι παράλογο στον καπιταλισμό, ένα σύστημα θεμελιωμένο στην ισοδύναμη ανταλλαγή, να γίνεται λόγος για άνιση ανταλλαγή, όταν δεν παρεμβαίνουν δασμοί ή εξωοικονομικοί παράγοντες. Οι υποστηρικτές της θεωρίας της τροποποίησης της αξίας στην παγκόσμια αγορά, μάλιστα, κάνουν την παραδοχή ότι ο ανταγωνισμός στη διεθνή αγορά προσομοιάζει περισσότερο στην ενδοκλαδικό παρά στο διακλαδικό ανταγωνισμό σε εθνικό επίπεδο.
Με αυτή την έννοια, δεν μπορεί να γίνει λόγος για μεταφορά υπεραξίας, όπως συμβαίνει μεταξύ κλάδων με διαφορετική παραγωγικότητα, αλλά για μια διάκριση μεταξύ εθνικής και διεθνούς αξίας. Η εθνική αξία ενός εμπορεύματος αποτιμάται σε σχέση με τον αναγκαίο κοινωνικά χρόνο εργασίας στη χώρα παραγωγής, ενώ η διεθνής σε σχέση με το μέσο αναγκαίο κοινωνικά χρόνο σε παγκόσμια κλίμακα. Η λιγότερο παραγωγική εργασία «τιμωρείται» στην αγορά, όμως αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί άνιση ανταλλαγή, αφού η αξία δεν καθορίζεται από την ποσότητα εργασίας που απαιτείται σε μια ιδιαίτερη επιχείρηση, αλλά από το μέσο όρο των επιχειρήσεων που παράγουν το ίδιο εμπόρευμα. Έτσι είναι η ίδια η αξία που τροποποιείται στην παγκόσμια αγορά, και όχι απλώς οι τιμές παραγωγής (δηλαδή τα έξοδα παραγωγής συν το ποσοστό κέρδους).
Η διαφωνία αυτή ίσως δεν είναι αγεφύρωτη. Ο Μπετελέμ λίγα χρόνια μετά την έναρξη της διαμάχης για την άνιση ανταλλαγή συνέκλινε με τις θέσεις του Αμίν, επιφυλασσόμενος μόνο για τον ίδιο τον όρο. Από την άλλη πλευρά, ακόμα κι αν δεχτεί κανείς την επιφύλαξη για την ισχύ του μηχανισμού στο διεθνή ενδοκλαδικό ανταγωνισμό, δεν έχει κανέναν ιδιαίτερο λόγο να επεκτείνει την ίδια επιφύλαξη και στον αντίστοιχο διακλαδικό. Με δεδομένη τη σημασία του διεθνούς καταμερισμού κατά κλάδους, που μας απασχόλησε στην προηγούμενη ενότητα, η βαρύτητα της διεθνούς μεταφοράς αξίας μέσω του μηχανισμού που περιγράφηκε φαίνεται μεγάλη, ακόμα κι αν τροποποιηθεί η ορολογία.
Το ότι το επίπεδο της παραγωγικότητας ή εντατικότητας εργασίας έχει σχέση με το ποσοστό κεφαλαιακής συσσώρευσης, πάντως, δεν σημαίνει ότι αυτή η σχέση είναι και μονοπαραγοντική, γραμμική ή μονόδρομη. Η χαμηλή παραγωγικότητα μπορεί να συνυπάρχει με υψηλά ποσοστά συσσώρευσης εξαιτίας της εισροής ξένων κεφαλαίων. Αυτό φαίνεται ότι συνέβη στην περίπτωση της Ελλάδας συγκριτικά προς το μέσο όρο της ευρωζώνης κατά την τελευταία δεκαετία. Από την άλλη πλευρά, η υψηλή εγχώρια κεφαλαιακή συσσώρευση λογικά οδηγεί μακροπρόθεσμα σε άνοδο της παραγωγικότητας. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η εξέλιξη του χάρτη της εντατικότητας της εργασίας στις διάφορες χώρες ή περιοχές είναι οπωσδήποτε στενά και αμφίδρομα συνδεδεμένος με την εκδίπλωση των στρατηγικών του κεφαλαίου για την υπέρβαση της κρίσης και με την ίδια την πορεία της κρίσης.
Υπάρχει, τέλος, ένας ακόμα ιδιαίτερα σημαντικός παράγοντας που μπορεί μεν να μην έχει άμεση σχέση με τη μεταβίβαση αξίας ή υπεραξίας, σχετίζεται όμως εμφανώς με μια ορισμένη μεταφορά κόστους και παραγωγικών δυνάμεων. Πρόκειται, βέβαια, για τη μετανάστευση. Συχνά επαναλαμβάνεται η αναμφισβήτητη διαπίστωση ότι η παγκοσμιοποίηση σημαίνει ελεύθερη διακίνηση όλων των προϊόντων, εκτός από ένα: την εργασιακή δύναμη, δηλαδή τους ανθρώπους. Αυτό που στον παγκόσμιο χάρτη της διακίνησης εμπορευμάτων εμφανίζεται τις περισσότερες φορές ως αχνή γραμμή, στο χάρτη της μετανάστευσης εμφανίζεται ως βαθιά χαρακιά, αδιαπέραστο σύνορο. Η ελευθερία μετακίνησης στο πλαίσιο περιφερειακών ενοτήτων, όπως είναι η ΕΕ ή η ζώνη ΗΠΑ-Καναδά, αντισταθμίζεται με μια όλο και μεγαλύτερη οχύρωση των ενοτήτων αυτών απέναντι στον υπόλοιπο κόσμο. Είναι αυτονόητο ότι η οι μεταναστευτικές ροές προς τα ανεπτυγμένα κέντρα (ΗΠΑ, ΕΕ, Αυστραλία) θα ενταθούν και θα πυκνώσουν εξαιτίας της κρίσης και των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων που πυροδοτεί (επαναστάσεις και εξεγέρσεις στη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή, πόλεμοι κλπ). Παρόμοιες πιέσεις εμφανίζονται σε περιφερειακό επίπεδο σε διάφορες περιοχές του κόσμου (πχ μετανάστευση Σουηδών προς τη Νορβηγία, Μπαγκλαντέζων και Ινδών προς τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Κινέζων από την ενδοχώρα στις ακτές κλπ). Με αυτό τον τρόπο θα οξύνεται όλο και περισσότερο η αντίφαση μεταξύ της ανελαστικότητας των συνόρων και των πραγματικών (και συνήθως παράνομων, αφού οι νόμιμοι δρόμοι είναι κατά κανόνα εκούσια κλειστοί) μεταναστευτικών ροών. Στη μεταβολή αυτών των ροών θα πρέπει, επιπλέον, να συνυπολογίσουμε νέες τάσεις, όπως η μετανάστευση από ανεπτυγμένες ή σχετικά ανεπτυγμένες χώρες που εμφανίζουν μεγάλα ποσοστά ανεργίας και απότομη πτώση των μισθών (πχ Ισπανία, Ουγγαρία, Ιρλανδία, Πορτογαλία) και η περιστολή ή και αντιστροφή παλιότερων φαινομένων, όπως για παράδειγμα η μετανάστευση Αλβανών εργατών στην Ελλάδα. Οι μεταβολές και οι παλινδρομήσεις μπορεί να είναι αρκετά γρήγορες. Το παράδειγμα της Κίνας είναι και πάλι χαρακτηριστικό: από το χειμώνα του 2008 έως την άνοιξη του 2009 η βασική μεταναστευτική ροή, από τις δυτικές περιοχές στην ανατολική ακτή, αντιστρέφεται, καθώς το άνεργο εργατικό δυναμικό που απελευθερώνεται από την ύφεση της βιομηχανικής παραγωγής αναζητά στοιχειώδη απασχόληση και προστασία από τα κοινωνικά δίκτυα της αγροτικής ενδοχώρας. Η τάση της μετανάστευσης προς τις ακτές αποκαθίσταται και πάλι αμέσως μετά, μόλις η βιομηχανία ανακάμπτει.
Πέρα από την αναδιάταξη των ροών, όμως, μπορούν εδώ να γίνουν δύο πιο ειδικές και λιγότερο προφανείς παρατηρήσεις. Η πρώτη είναι ότι η αντιμεταναστευτική πολιτική της ΕΕ και των ΗΠΑ έχει ήδη δημιουργήσει και τείνει στο περιβάλλον της κρίσης να διευρύνει ιδιαίτερα ένα στρώμα ενδιάμεσων χωρών – προχωμάτων ενάντια στη μετανάστευση, δηλαδή να μεταθέσει τη γραμμή της ανάσχεσης των μεταναστευτικών ροών από τις χώρες προορισμού στις χώρες διέλευσης ή ακόμα και προέλευσης. Τα περισσότερα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών που επιχειρούν να μπουν στην ΕΕ βρίσκονται στις χώρες της Βόρειας Αφρικής – και δεν είναι τυχαίο ότι ο γιός του Καντάφι από την πρώτη στιγμή προειδοποίησε, δηλαδή απείλησε, ότι σε περίπτωση νίκης των εξεγερμένων στη Λιβύη, η Λαμπεντούζα, η Μάλτα και η Κρήτη θα γεμίσουν λαθρομετανάστες και «πειρατές». Από μια άποψη το ίδιο το ευρωπαϊκό σύνορο μετατίθεται στην καρδιά της Αφρικής. Έχουμε να κάνουμε με ένα φαινόμενο κατά το οποίο τα σύνορα από οιονεί γραμμές «άμυνας» γίνονται κινούμενα και επιθετικά.
Η δεύτερη παρατήρηση έχει να κάνει με το τι αντιπροσωπεύει από οικονομική άποψη η μετανάστευση. Η Μάσσεϋ σχολιάζει ότι η εισροή στις ανεπτυγμένες χώρες εργατών από την Αφρική, την Ασία, τη Λατινική Αμερική ή την ανατολική Ευρώπη ισοδυναμεί με μια μετάθεση του κόστους αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης από τις ανεπτυγμένες περιοχές στον Τρίτο Κόσμο. Ένα όλο και μεγαλύτερο ποσοστό των εργαζομένων που δουλεύουν στον ανεπτυγμένο κόσμο, προωθώντας την κεφαλαιακή συσσώρευση, εχεί μεγαλώσει σε υπανάπτυκτες περιοχές του πλανήτη. Πριν καταστούν παραγωγικοί, δηλαδή πριν μπορέσουν να δουλέψουν, έχουν ανατραφεί, μορφωθεί λιγότερο ή περισσότερο, περιθαλπεί κλπ με ευθύνη και έξοδα του δικτύου κοινωνικής πρόνοιας, του εκπαιδευτικού συστήματος, των κοινοτήτων, των οικογενειών και των άλλων αναπαραγωγικών μηχανισμών στις χώρες αυτές. Κατά μια έννοια και ως ένα βαθμό, λοιπόν, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι οι φτωχές χώρες πληρώνουν για την αναπαραγωγή του εργατικού δυναμικού των πλουσίων. Αυτή η διαπίστωση είναι βέβαια κάπως παραπλανητική, γιατί παρακάμπτει την κύρια πλευρά της μάχης που δίνεται για τον επωμισμό του κόστους της αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης, που εμπλέκει σε τελική ανάλυση κυρίως τις αντίπαλες κοινωνικές τάξεις στο εσωτερικό κάθε χώρας, αφού οι αναπαραγωγικοί μηχανισμοί παραμένουν κατά βάση εθνικοί. Αν λάβουμε υπόψη αυτό, τότε ίσως μπορούμε να πούμε ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις τουλάχιστον, η μεταφορά της αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης από χώρες της Δύσης, όπου η κρατική μέριμνα για την ανατροφή των παιδιών είναι πιο ανεπτυγμένη και αντιπροσωπεύει μια έστω στοιχειώδη αναδιανομή εισοδημάτων προς όφελος των φτωχότερων στρωμάτων, σε χώρες όπου τα δίκτυα αυτά είναι υποτυπώδη, και άρα το κόστος βαραίνει τα οικογενειακά δίκτυα και τις τοπικές κοινότητες, ισοδυναμεί σε κάποιο βαθμό επίσης με μια μεταφορά κόστους από τους ώμους των αστικών τάξεων διεθνώς σε αυτούς των εργατικών τάξεων, των αγροτών κλπ. Όπως κι αν έχει, οι δύο τελευταίες παρατηρήσεις φωτίζουν ακόμα έναν δρόμο μέσω του οποίου η διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου στις χώρες του ανεπτυγμένου βορρά προσεγγίζουν την καρδιά των χωρών του λεγόμενου παγκόσμιου νότου.
ΕΝΕΡΓΕΙΑ, ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΗ ΚΡΙΣΗ
Είναι προφανές ότι στην παρούσα κρίση το ενεργειακό ζήτημα δεν έχει την κεντρική θέση που είχε στην κρίση των αρχών της δεκαετίας του 1970. Η κερδοσκοπία και η ραγδαία αύξηση των τιμών του πετρελαίου για μερικούς μήνες την περίοδο 2006-2007 ήταν ένα από τα προκαταρκτικά επεισόδια της κρίσης, δεν ήταν όμως αυτό το φυτίλι που την πυροδότησε. Τους πρώτους μήνες μετά το ξέσπασμα της κρίσης δεν παρουσιάστηκε μειωμένη σε σχέση με τη ζήτηση προσφορά καυσίμων, αντιθέτως, εξαιτίας της ύφεσης στην παραγωγή, η ζήτηση βραχυπρόθεσμα μειώθηκε σχετικά και απόλυτα. Αυτό δεν σημαίνει ότι το ενεργειακό ζήτημα δεν αποτελεί επίσης ένα από τα νήματα που διαπερνούν την κρίση και τις στρατηγικές για την υπέρβασή της. Το θέμα θα απαιτούσε μια ειδικότερη ανάλυση, η οποία δεν είναι δυνατό να γίνει εδώ. Έχει κάποια σημασία, ωστόσο, να υποδειχτούν ορισμένες προεκτάσεις στο γεωγραφικό χώρο εν είδει προκαταρκτικών σκέψεων.
Ο κλάδος της ενέργειας συνδέεται με την οικολογική καταστροφή αμφίπλευρα. Από τη μια πλευρά, και παρά την ύφεση που περιστέλλει την αύξηση της ζήτησης, η κρίση είναι πιθανό να επιταχύνει την αναζήτηση νέων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου, όχι μόνο στο βαθμό που το κεφάλαιο θα αναζητά νέα πεδία κερδοφορίας, αλλά και στο βαθμό που τα εθνικά κράτη θα επιδιώκουν την ενεργειακή τους αυτάρκεια προκειμένου να θωρακιστούν στον όλο και πιο επικίνδυνο διεθνή ανταγωνισμό (αυτό βέβαια εξαρτάται από το κατά πόσο θα επιβεβαιωθεί η υπόθεση μιας εθνικής αναδίπλωσης τουλάχιστον ορισμένων αστικών τάξεων). Οι οικολογικοί κίνδυνοι που περικλείει μια τέτοια προοπτική δεν χρειάζονται ιδιαίτερο σχολιασμό. Εκτός από απόρροια, όμως, η περιβαλλοντική κρίση αποτελεί και σημείο εκκίνησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Οι ευκαιρίες που παρέχει είναι από τις λιγότερο αξιοζήλευτες από ηθική άποψη, όμως αυτό δεν έχει ιδιαίτερη σημασία από τη σκοπιά του κεφαλαίου – όπως είναι γνωστό, τα λεφτά δεν έχουν μυρωδιά, ούτε πετρελαίου, ούτε καμένου δάσους. Η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη επιτρέπει την κατασκευή πετρελαϊκών εγκαταστάσεων όλο και βορειότερα, στις αρκτικές περιοχές που απελευθερώνονται από την τήξη των παγετώνων. Η Νορβηγία παρέχει το γνωστότερο παράδειγμα. Από γεωγραφική σκοπιά, αυτή η διαδικασία ισοδυναμεί μεταξύ άλλων με μια επαναδιαπραγμάτευση του ορίου μεταξύ κατοικήσιμων και μη περιοχών, ακόμα και με μια νέα οριοθέτηση μεταξύ θάλασσας και ξηράς, διαμέσου της κατασκευής δεξαμενών άντλησης, αλλά και έμμεσα, λόγω της ανόδου της στάθμης της θάλασσας που επιφέρει η υπερθέρμανση του πλανήτη.
Την ίδια στιγμή είναι σαφές από πάμπολλες διακηρύξεις κυβερνήσεων ή υπερεθνικών οργανισμών ότι η λεγόμενη πράσινη ανάπτυξη εκπροσωπεί μια από τις μεγαλύτερες ελπίδες του κεφαλαίου για επέκταση της καπιταλιστικής παραγωγικής διαδικασίας σε νέα πεδία. Αυτή η επέκταση περιλαμβάνει μεταξύ άλλων την αυθαίρετη ιδιοποίηση αγαθών που ήταν μέχρι πρότινος κοινά, και από αυτή την άποψη παρουσιάζει ομοιότητες με τις ιστορικές διεργασίες της πρωταρχικής συσσώρευσης. Για παράδειγμα, δυσπρόσιτες ορεινές εκτάσεις, που προηγουμένως δεν μπορούσαν να φιλοξενήσουν καμία παραγωγική δραστηριότητα, αποκτούν ξαφνικά σημασία για την εγκατάσταση αιολικών γεννητριών ή φωτοβολταϊκών στοιχείων. Μαζί με τη σημασία αποκτούν επίσης τιμή, ιδιοκτήτη και την ιδιότητα να αποφέρουν πρόσοδο. Η διαδικασία με την οποία οι δημόσιες περιοχές που προσφέρονται για τέτοιες δραστηριότητες θα περάσει στα χέρια ιδιωτών δεν μπορεί παρά να είναι όντως μια μικρή σύγχρονη πρωταρχική συσσώρευση, ακόμα και αν γίνει με λιγότερο αυθαίρετα μέσα από ό,τι το ιστορικό πρωτότυπο (δηλαδή με αγορά ή κάποιου είδους παραχώρηση από το κράτος). Θα έχει, επιπλέον, μια γεωγραφική συνέπεια με ιδιαίτερο ενδιαφέρον: την επέκταση του παγκόσμιου χάρτη της γης με χρηματική τιμή.
Ένα επιπλέον πεδίο, το οποίο έχει συζητηθεί αρκετά, είναι η βιομηχανία των βιοκαυσίμων. Εδώ και αρκετά χρόνια, και στο πλαίσιο μιας συγκροτημένης πολιτικής, τεράστιες παραγωγικές εκτάσεις σε χώρες του τρίτου κόσμου μετατρέπονται από καλλιέργειες σιτηρών ή οπωροκηπευτικών σε ενεργειακές καλλιέργειες. Η κρίση έχει επιταχύνει αυτή την αντικατάσταση, γεγονός που επιτείνει δραματικά την άνοδο των τιμών των ειδών διατροφής και κατ’ επέκταση το πρόβλημα του επισιτισμού στις χώρες αυτές. Ταυτόχρονα, επιτείνει την αποψίλωση των τροπικών δασών είτε άμεσα για νέες ενεργειακές καλλιέργειες, είτε έμμεσα για την εγκατάσταση των εκτοπισμένων καλλιεργειών ειδών διατροφής. Το ζήτημα των βιοκαυσίμων αποτελεί έναν τριπλό κόμβο στον οποίο τέμνονται η οικονομική, η περιβαλλοντική και η διατροφική κρίση. Στον ίδιο κόμβο συναντιούνται οι τύχες του αγροτικού, του βιομηχανικού και του φυσικού τοπίου.
Πρέπει να ειπωθεί, παρεμπιπτόντως, ότι οι συνέπειες της καπιταλιστικής κρίσης στο διατροφικό ζήτημα δεν διαμεσολαβούνται απαραίτητα από το ζήτημα των βιοκαυσίμων. Για να πειστεί κανείς αρκεί μια γρήγορη ματιά στο πιο χαρακτηριστικό, και ταυτόχρονα το πιο κυνικό, παράδειγμα: την κερδοσκοπία πάνω στα βασικά είδη διατροφής. Μια από τις πρώτες αντιδράσεις των επενδυτών στην έκρηξη της φούσκας των στεγαστικών δανείων και των χρηματοπιστωτικών παραγώγων υπήρξε η διοχέτευση της χρηματιστικής δραστηριότητας σε μια νέα φούσκα, τη φούσκα των βασικών ειδών διατροφής οι τιμές των οποίες είναι αντικείμενα διαπραγμάτευσης στα ειδικά χρηματιστήρια του Σικάγο, της Μινεάπολης και του Κάνσας Σίτυ. Προφανές αποτέλεσμα ήταν η εκτίναξη της τιμής τους, η οποία όμως, εκτός από επενδυτική ευκαιρία, αντιπροσωπεύει για το κεφάλαιο και έναν σοβαρό κίνδυνο: μια ενδεχόμενη υποχρεωτική άνοδο των μισθών, καθώς αυξάνεται η τιμή των αναγκαίων για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης εμπορευμάτων. Επιπλέον, έχει ήδη προκαλέσει γενικευμένες εκρήξεις οργής (Μαρτινίκα, Γουαδελούπη) και έχει συμβάλει στην πυροδότηση των επαναστατικών κινημάτων στην Τυνησία και την Αίγυπτο. Η αναδιάταξη της οικονομικής γεωγραφίας συναρθρώνεται με την αναδιάταξη της διατροφικής γεωγραφίας με διάφορα και όχι πάντα ευδιάκριτα νήματα.
Μια τελευταία σημαντική παρατήρηση είναι ότι δύο παράγοντες δημιουργούν σήμερα προϋποθέσεις για μια πιθανή ριζική αναμόρφωση της δομής του κλάδου της παραγωγής ενέργειας, και μαζί του ενεργειακού τοπίου του πλανήτη. Ο πρώτος είναι η αυξανόμενη δυσαρέσκεια απέναντι στα πυρηνικά εργοστάσια μετά το πυρηνικό δυστύχημα της Φουκουσίμα. Μια σειρά από χώρες, με γνωστότερα παραδείγματα την Ιαπωνία και τη Γερμανία, γνωρίζουν μαζικά κινήματα ενάντια στα πυρηνικά. Στην Ιταλία το πρόσφατο δημοψήφισμα ανέδειξε μια συντριπτική πλειοψηφία (95%) εναντίον οποιαδήποτε επέκτασης των πυρηνικών προγραμμάτων στη χώρα. Εκτός από μια κολοσσιαία κλαδική και χωρική αναδιάταξη της βιομηχανίας της ενέργειας, μια ενδεχόμενη δραστική μείωση των πυρηνικών θα είχε σοβαρές συνέπειες στο συσχετισμό δύναμης χωρών με διαφορετικό βαθμό εξάρτησης από τα πυρηνικά – για αυτό άλλωστε είναι ιδιαίτερα πιθανό σε χώρες με μεγάλη εξάρτηση, όπως πχ η Γαλλία, να υπάρξουν σθεναρότερες αντιδράσεις σε μια τέτοια προοπτική. Ο δεύτερος παράγοντας, που σχετίζεται πιο άμεσα με την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση, είναι οι εξεγέρσεις και οι επαναστάσεις σε πετρελαιοπαραγωγές χώρες της Β. Αφρικής και της Μέσης Ανατολής. Είναι προφανές ότι παράλληλα με τις αραβικές επαναστάσεις εκτυλίσσεται αφενός μια διεθνής πάλη των αστικών τάξεων ενάντια στην προοπτική οι επαναστάσεις να πάρουν μια ριζοσπαστική εργατική κατεύθυνση, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε εθνικοποιήσεις της πετρελαϊκής βιομηχανίας, αφετέρου ένας ανταγωνισμός μεταξύ τους για την ανακατανομή της ισχύος και του ελέγχου στις πετρελαιοπαραγωγές χώρες.
ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΕΣ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΥΠΕΡΕΘΝΙΚΟΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ
Όλη η μεταπολεμική περίοδος χαρακτηρίστηκε από μια πρωτοφανή ενίσχυση του ρόλου των διεθνών καπιταλιστικών οργανισμών και συνεργασιών, οικονομικών, στρατιωτικών και
διπλωματικών. Ο αριθμός και η σημασία τους ενισχύθηκε σταδιακά περαιτέρω ως απόκριση στην κυριαρχία των πολυεθνικών επιχειρήσεων και, μετά τις πετρελαϊκές κρίσεις, ως φορείς χάραξης ταξικών στρατηγικών εναντίον της ύφεσης. Με βάση τη σύνθεση και τη λειτουργία τους, θα μπορούσε κανείς να διακρίνει δύο τύπους τέτοιων σχηματισμών:
• Τους παγκόσμιους οργανισμούς (ΟΗΕ, ΠΟΕ, ΠΤ, ΔΝΤ κλπ), που εμφανίζονται ως εκπρόσωποι της ενότητας του σημερινού κόσμου και είναι επιφορτισμένοι να επιτηρούν την κανονικότητα και την ομαλότητα σε κάποιο πεδίο του (όλο και περισσότερο στο οικονομικό).
• Τους περιφερειακές συνεργασίες και ολοκληρώσεις (Ευρωπαϊκή Ένωση, ΟΝΕ, NAFTA, ΟΠΕΚ, Αραβικός Σύνδεσμος, ΟΟΣΑ κλπ), οι οποίες επιδιώκουν την ενίσχυση μιας ιδιαίτερης μερίδας χωρών στον διεθνή οικονομικό και γεωπολιτικό ανταγωνισμό. Η διαίρεση των δύο τύπων μπορεί αφαιρετικά να κωδικοποιηθεί ως διαίρεση μεταξύ υπερεθνικών θεσμών και συμμαχιών.
Παράλληλα με τη γενική ενίσχυση των διεθνών οργανισμών, κατά την τελευταία εικοσαετία παρουσιάστηκαν ορισμένες αξιόλογες μεταβολές. Αξίζει να αναφερθούν ιδιαίτερα δύο. Η πρώτη είναι μια σχετική συρρίκνωση της σημασίας του ΟΗΕ, που έγινε καταφανής στην περίπτωση των πολέμων στο Αφγανιστάν και ιδιαίτερα στο Ιράκ. Σε όλη την περίοδο του ψυχρού πολέμου, ο ΟΗΕ λειτουργούσε, εικονικά τουλάχιστον, ως διαμεσολαβητικό και διαιτητικό σώμα μεταξύ των δύο πλευρών και ορισμένες φορές και τρίτων, όπως το κίνημα των αδεσμεύτων. Φυσικά αυτό που του έδινε τη δυνατότητα να λειτουργήσει έτσι δεν ήταν η δύναμη του ίδιου του θεσμού, αλλά η ασταθής ισορροπία των γεωπολιτικών και οικονομικών δυνάμεων. Με τη μετάβαση στο μονοπολικό γεωπολιτικό σύστημα της δεκαετίας του 1990, ο ΟΗΕ έχασε αυτή την ιδιότητα και γινόταν όλο και πιο αναχρονιστικός για τις αστικές τάξεις των μεγάλων ιμπεριαλιστικών χωρών, που διέθεταν πολύ πιο ευέλικτα εργαλεία, όπως το ΝΑΤΟ. Έχοντας διευρυνθεί σημαντικά και υπό την αδιαφιλονίκητη παγκόσμια ηγεμονία των ΗΠΑ και της δυτικής Ευρώπης, το ΝΑΤΟ, μάλιστα, έχει αναβαθμίσει τον εαυτό του από περιφερειακή συμμαχία σε ένα είδος παγκόσμιου (και απροσχημάτιστα μεροληπτικού) επιτηρητή της παγκόσμιας τάξης. Δεν είναι τυχαίο ότι η τελευταία μεγάλης κλίμακας «ειρηνευτική» εμπλοκή του ΟΗΕ έγινε στη Γιουγκοσλαβία. Ο εμφύλιος και ο νατοϊκός πόλεμος αποτέλεσαν κατά κάποιο τρόπο έναν τελικό λογαριασμό με το πρώην «ανατολικό μπλοκ». Ένα ερώτημα είναι αν η πρόσφατη εμπλοκή του ΟΗΕ στη Λιβύη μπορεί να αντιστοιχεί στην ανάκτηση ενός πιο κεντρικού ρόλου στο πλαίσιο μιας ευρύτερης αποσταθεροποίησης των διεθνών σχέσεων και μιας διάβρωσης της δυτικής πολιτικοοικονομικής ηγεμονίας. Είναι, ωστόσο, πολύ νωρίς για να πει κανείς κάτι τέτοιο.
Το δεύτερο ενδιαφέρον στοιχείο είναι ο μεγάλος αριθμός περιφερειακών ενώσεων που έχουν ιδρυθεί την τελευταία εικοσαετία. Σχεδόν κάθε χώρα του πλανήτη ανήκει πλέον σε μία ή περισσότερες οικονομικές, εμπορικές ή/και αμυντικές ενώσεις. Τα σημαντικότερα παραδείγματα τέτοιων νέων ενώσεων είναι η UNASUR που περιλαμβάνει τα δώδεκα κράτη της Νότιας Αμερικής, οι ζώνες ελεύθερου εμπορίου NAFTA και CAFTA στη Βόρεια Αμερική, η Αφρικανική Οικονομική Κοινότητα, η Ευρασιατική Οικονομική Κοινότητα και η αντίστοιχη στρατιωτική CSTO, που συνενώνουν τα περισσότερα κράτη της πρώην ΕΣΣΔ και, βέβαια, ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης, που καλύπτει ένα μεγάλο τμήμα της Ασίας και περιλαμβάνει μεταξύ άλλων την Κίνα, την Ινδία και τη Ρωσία. Αν και αρκετά χαλαρή ακόμα, είναι προφανές ότι η Συνεργασία της Σαγκάης μπορεί υπό όρους να παίξει βαρύνοντα ρόλο στο άμεσο μέλλον. Παράλληλα με τις μεγάλες αυτές ομαδοποιήσεις, στη Νότια Αμερική, την Καραϊβική, την Αφρική και την Ασία εμφανίζονται μικρότερες συνεργασίες και ενώσεις, οι οποίες σε αρκετές περιπτώσεις συνυφαίνουν ένα αρκετά περίπλοκο και δυσνόητο πλέγμα.
Αξιοπρόσεκτη, από μια άλλη σκοπιά, είναι και η περίπτωση της ALBA, που συνενώνει μια σειρά λατινοαμερικάνικων κρατών με κυβερνήσεις οι οποίες έρχονται σε μικρότερη ή μεγαλύτερη ρήξη με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και το νεοφιλελευθερισμό. Παρά τη σχετική αστάθειά της, η ALBA έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί αποτελεί την πρώτη «αντιπολιτευτική» υπερεθνική δικτύωση μετά τη διάλυση του συμφώνου της Βαρσοβίας. Στις συνθήκες της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, βέβαια, είναι ασαφές το τι ρόλο μπορεί να παίξει η ALBA. Από τη μια πλευρά, οι πολιτικές ανακατατάξεις και η πίεση των εργατικών διεκδικήσεων είναι πιθανό να προκαλέσουν περαιτέρω αποστοιχίσεις από το νεοφιλελεύθερο πρότυπο διαχείρισης, και επομένως νέους υποψήφιους συμμάχους της ένωσης.
Μια τέτοια περίπτωση ίσως είναι το Περού, μετά την πρόσφατη εκλογή του Ολάντα Ουμάλα, που χαιρετίστηκε από τις κυβερνήσεις της ALBA με ενθουσιασμό. Από την άλλη, παρότι συγκροτεί έναν ευδιάκριτο εναλλακτικό πόλο στη Λατινική Αμερική, το εγχείρημα δεν έχει καταφέρει να λειτουργήσει ως διεθνές κέντρο αντινεοφιλελεύθερης και αντιιμπεριαλιστικής πολιτικής. Οι ισχυρές πιέσεις που δέχεται έχουν ήδη επιφέρει απώλειες: το 2009, μετά την απομάκρυνση του Μανουέλ Ζελάγια από την εξουσία, η Ονδούρα ήταν η πρώτη χώρα που αποχώρησε από τη συμμαχία. Παράλληλα, το ίδιο το εγχείρημα παρουσιάζει αντιφάσεις, οι οποίες ανάγονται, εν μέρει τουλάχιστον, και στα ιστορικά όρια της μπολιβαριανής επανάστασης, που δεν έχει θίξει τα θεμέλια του αστικού κράτους.
Από όλες τις υφιστάμενες περιφερειακές ενώσεις, βέβαια, μόνο η Ευρωπαϊκή Ένωση εμφανίζει ένα σχετικά μεγάλο βαθμό αλληλοδιείσδυσης αρμοδιοτήτων και συνεργασίας στη λήψη πολιτικών αποφάσεων, δηλαδή ένα ορισμένο επίπεδο «ολοκλήρωσης», αλλά ακόμα και σε αυτή την περίπτωση κάθε άλλο παρά μπορεί κανείς να μιλήσει για μια προοπτική ενοποίησης σε ένα μεγάλο ομόσπονδο κράτος. Παρόλα αυτά ο πολλαπλασιασμός τέτοιων ενώσεων καταδεικνύει μια ενίσχυση των τάσεων περιφερειοποίησης της υφηλίου, πρώτα και κύρια κατά ηπείρους. Το υπόβαθρο είναι ασφαλώς ανόμοιο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στην Αφρική και τη Νότια Αμερική, οι τάσεις αυτές έχουν ιστορικές ρίζες στην περίοδο του αγώνα για την απελευθέρωση από την αποικιοκρατία. Ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης, αντιθέτως, είναι κάτι – και ίσως το μόνο – πραγματικά νέο. Σε γενικές γραμμές, πάντως, είναι ένα μάλλον ασφαλές συμπέρασμα ότι η ανάγκη για κάποιου είδους ομαδοποίηση κατά ενότητες οξύνεται εξαιτίας της αύξησης του διεθνούς καπιταλιστικού ανταγωνισμού. Είναι επίσης αρκετά προφανές ότι οι βιομηχανικά και οικονομικά ανεπτυγμένες περιοχές της υφηλίου υπόκεινται σήμερα σε έναν καταρχήν διαχωρισμό σε τρεις διακριτές ενότητες: Βόρεια Αμερική, Ευρώπη και Ανατολική Ασία. Η υπόθεση ενός τριμερούς κατά ενότητες ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού, που είχε διατυπωθεί από τη δεκαετία του 1970 σε αντιπαράθεση προς τις θεωρίες της αμερικανικής μονοκρατορίας και του υπερεθνισμού, έχει επιβεβαιωθεί από την πραγματικότητα, παρά τις μεταβολές των αρχικών συνθηκών (πρώτα και κύρια τη σημαντική διεύρυνση της ενότητας της Δυτικής Ευρώπης προς τα ανατολικά και τη μετάθεση του κέντρου βάρους της Ανατολικής Ασίας από την Ιαπωνία στην Κίνα). Τα στοιχεία δείχνουν ότι η περιφερειοποίηση δεν εκφράζει μόνο μια γεωγραφία πολιτικών συμμαχιών, αλλά επίσης στενότερες οικονομικές και παραγωγικές συσχετίσεις, τουλάχιστον από ορισμένες απόψεις.
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, εμφανίζεται μια αντίρροπη τάση. Η καπιταλιστική κρίση έχει μια αντιφατική επίδραση στην τάση προς περιφερειοποίηση. Από τη μια πλευρά, η ανάγκη των διαφορετικών εθνικών αστικών τάξεων να χαράξουν από κοινού στρατηγικές για την υπέρβαση μιας εξαρχής διεθνοποιημένης κρίσης, καθώς και η περαιτέρω πίεση του διεθνούς ανταγωνισμού για την κατανομή της «δημιουργικής καταστροφής», ενισχύουν το αντικειμενικό υπόστρωμα της περιφερειακής συνεργασίας. Από την άλλη, η ίδια αυτή πίεση του ανταγωνισμού δημιουργεί αυξανόμενες εσωτερικές εντάσεις στο εσωτερικό των περιφερειακών ενοτήτων. Στην καρδιά αυτής της αντίφασης βρίσκεται μια άλλη, βαθύτερη: αυτή μεταξύ της προοδευτικής διεθνοποίησης της παραγωγής και της σφαίρας της ανταλλαγής από τη μια πλευρά και της κατά βάση εθνικής κοινωνικής και πολιτικής δομής που προσιδιάζει στον καπιταλισμό, από την άλλη. Η ταξική πάλη και η ίδια η συγκρότηση των κοινωνικών τάξεων, που δεν προηγείται του ανταγωνισμού μεταξύ τους αλλά διαμορφώνεται μέσα σε αυτόν, ξεκινά σε εθνικό επίπεδο. Δεν υπήρξε ούτε υπάρχει σήμερα μια παγκόσμια, ούτε μια ευρωπαϊκή αστική τάξη. Η ιστορική και δομική συγκρότηση των αστικών τάξεων είναι εθνική, την ίδια στιγμή, όμως, οι αστικές τάξεις των διαφόρων χωρών αντιλαμβάνονται ότι το ταξικό δίλημμα απέναντι στην κρίση ξεπερνά τα σύνορα. Στο βαθμό που θα πρέπει να διασφαλίσουν τα κοινά τους συμφέροντα απέναντι στις εργατικές τάξεις, συνεργάζονται. Στο βαθμό που θα πρέπει να εξασφαλίσουν την μεταξύ τους ηγεμονία, είναι ανταγωνιστικές. Στο βαθμό που μια μεγαλύτερη ενιαία αγορά παρέχει πλεονεκτήματα σε όλους, συνασπίζονται. Στο βαθμό που αυτή η αγορά πρέπει να μοιραστεί, χωρίζονται σε αντίπαλα στρατόπεδα. Για αυτό το λόγο οι περιφερειακές ενώσεις βασίζονται σε μια διαρκώς ανανεούμενη συμφωνία μεταξύ των συμβαλλόμενων. Ανεξαρτήτως του πόσο συμπαγείς μπορεί να εμφανίζονται κατά διαστήματα, στο βάθος δεν παύουν να αποτελούν καρτέλ εθνικών κρατών.
Παράλληλα με την εξάπλωσή τους, λοιπόν, οι διεθνείς περιφερειακές ενώσεις σπαράσσονται από μια βαθιά κρίση ταυτότητας. Από τη μια πλευρά συγκεντρώνουν υπερβολικά πολλά νήματα στη διεθνή σφαίρα της κυκλοφορίας για να παρακαμφθούν και φαίνεται ότι συνιστούν κρίσιμα μεγέθη για την επιβίωση στο διεθνή καπιταλιστικό ανταγωνισμό. Από την άλλη, στην κρίσιμη στιγμή του ναυαγίου, όταν καθένας σκέφτεται πώς θα πηδήξει πρώτος από το καράβι, είναι δύσκολο να ενδιαφερθεί για τη διάσωση όλου του πληρώματος – οι βάρκες άλλωστε δεν φτάνουν. Οι διεθνείς ενώσεις, και ιδίως η ΕΕ και η ευρωζώνη, που έχουν προσεγγίσει ένα κάποιο επίπεδο ολοκλήρωσης, βρίσκονται στο ιδιαίτερο επίκεντρο αυτής της κρισιακής κατάστασης επειδή θεμελιώνονται εξαρχής σε μια διχοτομία οικονομικού και πολιτικού επιπέδου. Η διεθνής διαπλοκή των κεφαλαίων και παράλληλα η «ανταγωνιστική λιτότητα», αυτό το είδος διεθνούς ευγενούς άμιλλας για τη συμπίεση της τιμής της εργασιακής δύναμης, κλιμακωνόταν την ίδια στιγμή που βασική πολιτική δομή παρέμενε το κράτος. Σε αυτό το πλαίσιο, μια διεθνής (εν προκειμένω ευρωπαϊκή) οικονομική πολιτική υπήρξε εκ γενετής μια άλυτη εξίσωση.
Μπορούμε εδώ να διακινδυνεύσουμε μια πρόβλεψη: παράλληλα με την περιφερειοποίηση εκτυλίσσεται και μια διαδικασία απεμπλοκής των νημάτων που συνθέτουν το σημερινό βαθμό διεθνοποίησης της παραγωγής και της οικονομίας. Η κρίση υποχρεώνει την κάθε χώρα να αναζητήσει το στίγμα της στον παγκόσμιο οικονομικό χώρο, που η απορρύθμιση των αγορών έχει κάνει δύσκολο να χαρτογραφηθεί. Ενώ το ταξικό και πολιτικό τοπίο είναι στην περίοδο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης ίσως πιο ξεκάθαρο από ποτέ για τις άρχουσες τάξεις της υφηλίου (και ίσως πιο φετιχοποιημένο από ποτέ για τους κυριαρχούμενους), η οικονομική τους στρατηγική εδώ και τριανταπέντε χρόνια έχει περιπλέξει τα πράγματα τόσο, ώστε ο ενδοϊμπεριαλιστικός ανταγωνισμός, αυτός ο ζωτικός για τον ώριμο καπιταλισμό κανιβαλισμός, να προκαλεί γενική αμηχανία. Το ακατάληπτο και μη χαρτογραφήσιμο οικοδόμημα των χρηματοπιστωτικών υποχρεώσεων είναι απλώς η πιο χαρακτηριστική αποτύπωση αυτής της κατάστασης. Υπάρχει καθολική συναίσθηση της ανάγκης να δωθεί μια μάχη ζωής και θανάτου για τον επωμισμό της «δημιουργικής καταστροφής». Στη δεδομένη φάση, όμως, δεν μπορείς ποτέ να είσαι σίγουρος ότι το χέρι που προσπαθείς να δαγκώσεις δεν είναι το δικό σου. Είναι απαραίτητο, επομένως, ένα ξεκαθάρισμα που θα καταστήσει ενδεχόμενες κατά μέτωπο αντιπαραθέσεις εθνικών αστικών τάξεων εφικτές. Είναι απαραίτητο η ανέκαθεν κυρίαρχη πολιτική δομή του καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού, το κράτος, να «επιστρέψει» ανακτώντας την άμεση επιτήρηση των οικονομικών διεργασιών και αναστέλλοντας τη σχετική αυτονόμηση του οικονομικού. Παράλληλα με την περιφερειοποίηση της υφηλίου ανιχνεύονται τα σημάδια μιας αποπεριφερειοποίησης των περιφερειών. Ωστόσο, η νεοφιλελεύθερη συνταγή είναι πλέον παλιά: όχι μόνο έχει διαμορφώσει καλά εμπεδωμένα δόγματα, αλλά και έχει τροποποιήσει τη δομή της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Το πόσο εφικτή, επομένως, είναι μια τέτοια αναδίπλωση μένει να το δούμε.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ
Δεν είναι μυστικό ότι η αστικοποίηση, εκτός από σύμφυτη με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής τάση, είναι επίσης στρατηγική πλευρά των αντιδράσεων του κεφαλαίου στις περιοδικές κρίσεις και, ταυτόχρονα, καίριος δείκτης των ίδιων των κρίσεων και των κόμβων της ταξικής πάλης. Η ανοικοδόμηση των βομβαρδισμένων πόλεων εικονογράφησε χαρακτηριστικά την οικονομική αισιοδοξία της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου. Αντιστρόφως, «η αστική κρίση που ξέσπασε σε όλο τον κόσμο τη δεκαετία του 1960 ήταν ένα από τα αρκετά σημάδια ότι η μακρά μεταπολεμική άνθιση στις προηγμένες βιομηχανικές χώρες έφτανε στο τέλος».
Κι όμως, η νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση δεν εγκατέλειψε τις πόλεις. Αντιθέτως, τους επεφύλαξε ένα νέο ηγεμονικό ρόλο. Από μια άποψη, η κρίση των μεγάλων αστικών κέντρων, με εμβληματικές περιπτώσεις αυτές της Νέας Υόρκης και του Λονδίνου, υπήρξε ιδρυτική συνθήκη της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης. Η αναδιάρθρωση των παραγωγικών και κοινωνικών σχέσεων και εκείνη του αστικού χώρου προχώρησαν χέρι με χέρι. «Οι μεγάλες μητροπόλεις διεκδίκησαν και κέρδισαν νέους ή ανανεωμένους οικονομικούς ρόλους. Τα τοπικά θεμέλια της νέας οικονομίας βρίσκονται κυρίαρχα στις μεγάλες μητροπολιτικές περιοχές«.
Η παγκοσμιοποίηση δεν οδηγεί την παραγωγή σε μια χωρική διασπορά χωρίς κανόνα, αντιθέτως, για διάφορους λόγους οξύνει τη συγκέντρωση σε μεγάλα αστικά κέντρα, πράγμα που σημαίνει ότι ταυτόχρονα εντείνει και τη ζήτηση για αστική και προαστιακή κατοικία. Από την άλλη, η υπερβάλλουσα παραγωγική ικανότητα της κατασκευαστικής βιομηχανίας και, κυρίως, ο εύκολος δανεισμός για αγορά κατοικίας διόγκωσαν κατά καιρούς την προσφορά κατοικίας σε θεαματικά επίπεδα. Η συγκέντρωση πληθυσμού σε τεράστια αστικά κέντρα ξεπέρασε κάθε ιστορικό προηγούμενο.
Δεν μπορούμε να μπούμε εδώ σε μια πιο λεπτομερή πραγμάτευση του ακριβούς ρόλου που έπαιξαν οι πόλεις κατά τις τρεις δεκαετίες της παγκοσμιοποίησης. Πολλές αναλύσεις ρίχνουν το βάρος στο ρόλο των παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών συναλλαγών και της παροχής υπηρεσιών. Αυτές οι προσεγγίσεις φωτίζουν οπωσδήποτε σε ορισμένα ενδιαφέροντα σημεία. Παρόλα αυτά, με το σκεπτικό που αναπτύχθηκε προηγουμένως εναντίον των θεωριών της «μεταβιομηχανικής» κοινωνίας, φαίνεται εύλογη η κριτική ότι μια αποτίμηση του ρόλου των αστικών κέντρων διεθνούς εμβέλειας αποκλειστικά με βάση τις δραστηριότητες FIRE (Finance, Insurance, Real Estate) γενικεύει αυθαίρετα την εμπειρία από συγκεκριμένες πόλεις, αγνοώντας αντίστοιχα άλλες. Η βιομηχανική παραγωγή παραμένει καθοριστικός παράγοντας των τάσεων και των κατευθύνσεων της αστικοποίησης παγκοσμίως.
Από τη σκοπιά που μας απασχολεί είναι χρήσιμες δύο βασικές επισημάνσεις. Πρώτον, στον ίδιο βαθμό που αποτέλεσαν ατμομηχανές της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, οι μεγάλες πόλεις ή, καλύτερα, οι συνθήκες της αστικοποίησης τα τελευταία χρόνια ευθύνονται πολλαπλά και για τη βαθιά κρίση της. Είδαμε ότι τα κεφάλαια που δεν μπορούσαν να επενδυθούν στην παραγωγή λόγω των μακροχρόνιων δυσκολιών αξιοποίησης αναζήτησαν κατά κανόνα δύο εναλλακτικά κυκλώματα: την πίστωση και τη γαιοπρόσοδο, δηλαδή το real estate. Και τα δύο εδράζονταν προνομιακά στις μεγάλες πόλεις. Tο πρώτο στα ιστορικά κέντρα και τα πολυτελή ή λαϊκά προάστια, το δεύτερο στις νέες επιχειρηματικές περιοχές. Τα δύο κυκλώματα, όμως, διαπλέκονταν ακόμα πιο στενά απ’ ότι φαίνεται με την πρώτη ματιά. Τα δάνεια χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις εγγυήσεων (υψηλού κινδύνου) και τα χαμηλά επιτόκια έδωσαν τη δυνατότητα ακόμα και στα πιο φτωχά νοικοκυριά να κατασκευάσουν ή να αγοράσουν κατοικίες. Από την άλλη, η ιδιοκτησία μιας κατοικίας που, εξαιτίας της φούσκας των ακινήτων, αποκτούσε διαρκώς υψηλότερη τιμή παρείχε τη δυνατότητα εύκολου ενυπόθηκου δανεισμού. Όταν η φούσκα των ακινήτων στις ΗΠΑ έσκασε, οι τιμές των κατοικιών κατρακύλησαν και τα επιτόκια αυξήθηκαν (παρά τις προσπάθειες της FED και των άλλων κεντρικών τραπεζών να τα κρατήσουν χαμηλά), πολλοί ιδιοκτήτες διαπίστωσαν το παράδοξο ότι η τιμή των ακινήτων τους υπολειπόταν πλέον σημαντικά σε σχέση με το χρέος τους προς τις τράπεζες – το να χάσουν το σπίτι τους, επομένως, ήταν μικρότερη ζημιά από το να ξεπληρώσουν το χρέος. Οι εκατοντάδες χιλιάδες άδειες κατασχεμένες κατοικίες δεν είναι παρά το πρώτο από τα επεισόδια που καταδεικνύουν ότι η σημερινή κρίση είναι και πάλι, μεταξύ άλλων, μια κρίση των πόλεων.
Δεύτερον, αποκτά αυξανόμενη σημασία μια διάκριση μεταξύ δύο διαφορετικών τύπων αστικοποίησης, η οποία έχει ανιχνευτεί αρκετά παλιότερα. Στην πρώτη περίπτωση η διαδικασία συγκέντρωσης αστικού πληθυσμού πυροδοτείται και αναπαράγεται από τη ζήτηση για εργασιακή δύναμη, δηλαδή από τη διεύρυνση της παραγωγικής βάσης και των οικονομικών δραστηριοτήτων των πόλεων. Δίπλα σε αυτό τον κλασικό τύπο, ωστόσο, αναπτύσσεται και ένας άλλος, που κατάγεται από τη λεγόμενη «αστικοποίηση χωρίς εκβιομηχάνιση». Αυτός ο τύπος προσιδιάζει σε χώρες όπου επικρατεί γενικευμένη υποαπασχόληση, δηλαδή σε χώρες κυρίως του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου. Σε αυτή την περίπτωση η εισροή πληθυσμού στις αστικές περιοχές δεν προκαλείται από την υφιστάμενη ζήτηση για εργατικά χέρια, αλλά από την καταστροφή της αγροτικής οικονομίας που εξωθεί τις πρώην αγροτικές μάζες από την ύπαιθρο. Αυτή η καταστροφή αποτελεί σταθερή όψη της «επαναστατικοποίησης του τοπίου» από τις καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις. Οι νέοι κάτοικοι που στοιβάζονται κατά εκατομμύρια στα φτωχά προάστια και τις παραγκουπόλεις πολύ συχνά δεν έχουν καμία βάσιμη ελπίδα να βρουν μια σταθερή απασχόληση, αλλά προσδοκούν στην επιβίωση από τα παράπλευρα σωρευτικά αποτελέσματα της αστικής οικονομίας, δηλαδή από εποχιακές (και πολλές φορές παράνομες) εργασίες και από μια στοιχειώδη ανακατανομή της κοινωνικής υπεραξίας. Ίσως η πιο εντυπωσιακή περίπτωση αυτού του είδους αστικοποίησης είναι σήμερα το Λάγκος της Νιγηρίας, που μεγεθύνεται με τρομακτικά ραγδαίους ρυθμούς. Θα πρέπει να περιμένουμε ότι, στο πλαίσιο της παγκόσμιας έκρηξης της ανεργίας που επιφέρει η κρίση, καθώς και του νέου κύματος διάλυσης της παραδοσιακής αγροτικής παραγωγής (ενεργειακές καλλιέργειες, κερδοσκοπία στην τιμή των σιτηρών), ο δεύτερος τύπος της αστικοποίησης θα ενισχυθεί σημαντικά εις βάρος του πρώτου.
Αυτού του είδους η αστικοποίηση φαίνεται να είναι και το επικρατέστερο βραχυπρόθεσμο σενάριο της εξέλιξης της σχέσης πόλης και υπαίθρου. Μια ορισμένη επιστροφή στην ύπαιθρο συνεπεία της συρρίκνωσης της απασχόλησης στα αστικά κέντρα δεν είναι θεωρητικά απίθανη – μάλιστα είδαμε ότι για ένα μικρό διάστημα μια τέτοια τάση σημειώθηκε στην Κίνα. Η εμφάνιση ενός τέτοιου φαινομένου σε παγκόσμια κλίμακα, ωστόσο, θα προϋπέθετε μια πολύ πιο γενικευμένη παραγωγική και κοινωνική διάλυση των πόλεων από αυτή που είναι ορατή, ακόμα και εν μέσω μιας τόσο βαθιάς κρίσης. Άλλωστε, με δεδομένη την προϊούσα παρακμή της αγροτικής οικονομίας σε πολύ μεγάλες περιοχές του πλανήτη, η ύπαιθρος σήμερα δεν διαθέτει τα δίκτυα που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν ένα εναλλακτικό σενάριο επιβίωσης για μεγάλες μάζες που εγκαταλείπουν τις πόλεις.
Μπορεί επίσης να ειπωθεί, χωρίς σημαντικό κίνδυνο διάψευσης, ότι η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση, στο βαθμό που πυροδοτεί ταυτόχρονα έναν βίαιο (και πιθανότατα πολύ πιο βίαιο στο μέλλον) ενδοκαπιταλιστικό ανταγωνισμό για την επιβίωση και μια επιταχυμένη διαδικασία χωρικής και παραγωγικής αναδιάρθρωσης, θα σηματοδοτήσει και μεταβολές στη γεωγραφική κατανομή των πόλεων παγκόσμιας εμβέλειας. Οι επιμέρους χρηματοπιστωτικές ή/και δημοσιονομικές καταρρεύσεις της τελευταίας εικοσαετίας οδήγησαν στην απόσυρση από το προσκήνιο πόλεων που λίγο νωρίτερα εμφανίζονταν ιδιαίτερα δυναμικές και φιλόδοξες (χαρακτηριστικά παραδείγματα η Μπανγκόγκ, η Τζακάρτα και η Σιγκαπούρη πριν και μετά τις ασιατικές κρίσεις της δεκαετίας του 1990), πόσο μάλλον σήμερα που τέτοιες αναδιατάξεις συντελούνται σε παγκόσμια κλίμακα. Είναι εξίσου αυτονόητο ότι η κρίση θα φέρει σε πρώτο πλάνο νέες ή επανεμφανιζόμενες «παγκόσμιες» πόλεις, που θα αποδειχτούν ικανές (όχι βέβαια οι ίδιες, αλλά οι μερίδες του κεφαλαίου που φιλοξενούν) να επωφεληθούν από τη «δημιουργική καταστροφή» εις βάρος παλιότερων κέντρων – είναι ένα σημαντικό ερώτημα αν οι ιλιγγιωδώς αναπτυσσόμενες μεγαλουπόλεις της Κίνας μπορέσουν να παίξουν ένα τέτοιο ρόλο.

Τέλος, ίσως αξίζει να σταθούμε λίγο σε μια ειδική παράμετρο, που έχει όμως τη δική της σημασία. Πρόκειται για τους λεγόμενους φορολογικούς παράδεισους, πόλεις σε μικρές, περιφερειακές και συχνότατα νησιωτικές χώρες, οι οποίες παρέχουν ειδικές ελαφρύνσεις, νομικές εξαιρέσεις και διευκολύνσεις για το μεγάλο κεφάλαιο. Προσελκύουν offshore επιχειρήσεις, φιλοξενούν τραπεζικές καταθέσεις που επιθυμούν να αποφύγουν τις ενοχλητικές ερωτήσεις για την προέλευσή τους, εμφανίζονται πλασματικά ως χώρες προέλευσης ξένων επενδύσεων χαρτοφυλακίου κλπ. Οι φορολογικοί παράδεισοι αποτελούν ένα είδος εικονικών τόπων, που εμφανίζονται στις λίστες των παγκόσμιων οικονομικών συναλλαγών απείρως περισσότερες φορές από ότι σε οποιαδήποτε άλλη ανθρώπινη δραστηριότητα και απείρως μεγαλύτερες από ότι στον πραγματικό παγκόσμιο χάρτη. Οι κλασικοί φορολογικοί παράδεισοι άκμασαν ιδιαίτερα τη δεκαετία του 1970. Η επιτυχία τους βασίστηκε στο ιδιαίτερο καθεστώς εξαίρεσης που απολάμβαναν σε σχέση το θεσμικό συνεχές που κάλυπτε τον παγκόσμιο χώρο (εκείνη την εποχή το τμήμα της υφηλίου που καλυπτόταν από τα καπιταλιστικά κράτη). Η γενικευμένη νεοφιλελεύθερη απορρύθμιση των αγορών, ωστόσο, ισοδυναμούσε με άρση αποφασιστικών πλευρών αυτού του θεσμικού συνεχούς σε παγκόσμια κλίμακα. Πράγμα που σήμαινε επίσης τη μερική ακύρωση του καθεστώτος εξαίρεσης των φορολογικών παραδείσων. Η σημασία αυτών των εικονικών τόπων υποχώρησε προς όφελος των ελεύθερων ζωνών διεθνών χρηματοπιστωτικών συναλλαγών που αναπτύχθηκαν στο εσωτερικό μεγάλων πόλεων παγκόσμιας εμβέλειας, όπως η Νέα Υόρκη και το Τόκυο. Παρόλα αυτά, οι φορολογικοί παράδεισοι επιβίωσαν, όχι μόνο λόγω της εξειδίκευσης σε συγκεκριμένους τύπους συναλλαγών, αλλά και ως δυνητικά αναχώματα σε μια πιθανή επαναρύθμιση των αγορών. Όπως ήδη υποστηρίχτηκε, μια μεσοπρόθεσμη στροφή σε μια κάποιου είδους επαναρύθμιση δεν είναι απίθανη. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε μια εκ νέου αναβάθμιση της σημασίας των φορολογικών παραδείσων, ωστόσο αυτό που μας ενδιαφέρει περισσότερο εδώ είναι κάτι πιο γενικό: μια ενδεχόμενη αύξηση της σημασίας των τόπων εξαίρεσης στον παγκόσμιο γεωγραφικό χάρτη.
ΠΡΩΤΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Τα διάσπαρτα συμπεράσματα που καταγράφονται στην προηγούμενη ενότητα είναι προς το παρόνδύσκολο να συστηματοποιηθούν και να συντεθούν σε μια ενιαία χαρτογράφηση της κρίσης του καπιταλισμού ή, αν προτιμά κανείς, του καπιταλισμού της κρίσης. Οι επιμέρους τάσεις θα απαιτούσαν ειδικότερη μελέτη, περαιτέρω συσχετισμό με πρωτογενή δεδομένα και στατιστικά στοιχεία κλπ. Οι υποθέσεις εργασίας χρειάζονται επιβεβαίωση (ή διάψευση) κατά περίπτωση. Και πάνω από όλα υπάρχει το πρόβλημα της συνάρθρωσης των διαφόρων παραμέτρων του θέματος και της ιεράρχησης των διαφορετικών και κάποιες φορές αντίρροπων τάσεων.
Έτσι, η παρούσα εργασία έχει μέχρι τώρα μια αρκετά φυγόκεντρη δομή. Κι όμως, κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου στις προθέσεις της. Σκοπός δεν ήταν να αναμασηθεί για μια ακόμα φορά η ιδέα ότι οι σύγχρονες ραγδαίες κοινωνικές, οικονομικές και χωρικές μεταλλαγές θέτουν περισσότερα ερωτήματα από όσα μπορούν να απαντηθούν. Αντιθέτως, η παραμετρική εξέταση που επιχειρήθηκε έχει την αξίωση, στο βαθμό βέβαια που αναλογεί σε μια τέτοια εργασία και με όλους τους περιορισμούς που θέτει μια αναγκαστικά υποκειμενική θεώρηση των πραγμάτων και μάλιστα στη δίνη των γεγονότων, να παρέχει προκαταρκτικό υλικό και γραμμές διερεύνησης για μια συνολική κατανόηση, για μια ενιαία χαρτογράφηση του κοινωνικού και γεωγραφικού χώρου, καθώς και των τάσεων εξέλιξής του ως αποτέλεσμα της τρέχουσας κρίσης. Βασικό εργαλείο για μια τέτοια θεωρητική στρατηγική είναι η κριτική πολιτική οικονομία. Με αυτή την έννοια, η προσέγγιση που προτείνεται εδώ επιχειρεί να ξαναπιάσει, στο φως και της μεταγενέστερης εμπειρίας, το νήμα του ανολοκλήρωτου εγχειρήματος που εγκαινίασε η μαρξιστική διαμάχη της δεκαετίας του 1970, η οποία έδωσε στην κριτική πολιτική οικονομία μια πιο χωρική δομή ή, εν πάσει περιπτώσει, ανέδειξε την χωρική της συνιστώσα. Αυτή η θέση ενοποιεί μεθοδολογικά όσες παρατηρήσεις έγιναν μέχρι αυτό το σημείο. Αυτό, ωστόσο, είναι απλώς το σημείο εκκίνησης. Παραμένει η ανάγκη να διατυπωθεί ένα επιχείρημα, έστω προσωρινό ή μεταβατικό, το οποίο να συγκεφαλαιώνει τα επιμέρους συμπεράσματα. Ας συνοψίσουμε, αναδιατυπώνοντας κάπως, τα βασικά εξ’ αυτών:
• Μια αύξηση της σημασίας των εθνικών συνόρων από διάφορες απόψεις (κρατικός παρεμβατισμός στην οικονομία, εθνική αναδίπλωση της παραγωγής, όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών κ.ά.) δεν πρέπει να θεωρείται απίθανη μεσοπρόθεσμα, παρότι αυτή τη στιγμή δεν αποτελεί την πρώτη επιλογή των ηγεμονικών παγκοσμίως αστικών τάξεων. Η κρίση καθιστά σαφές ότι ο ρόλος του εθνικού κράτους στην οργάνωση της καπιταλιστικής οικονομίας και στη γεωγραφική της διάρθρωση παραμένει αναντικατάστατος.
• Η βιομηχανία αποτελεί σημείο – κλειδί για την κατανόηση των χωρικών, οικονομικών και κοινωνικών ανακατατάξεων στη δίνη της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης. Ιδιαίτερο ρόλο θα παίξουν αφενός η εξέλιξη της γεωγραφικής διαίρεσης μεταξύ αυτοματοποιημένων και μη αυτοματοποιημένων κλάδων και μεταξύ του τμήματος Ι και του τμήματος ΙΙ της παραγωγής, αφετέρου η έκταση των εργατικών αγώνων και των εξεγέρσεων.
• Η ανάγκη του κεφαλαίου για γεωγραφικές εφεδρείες που μπορούν να λειτουργήσουν, οικονομικά και ιδεολογικά, ως υποδείγματα ή «θαύματα» της ανάπτυξης οξύνεται στο μέγιστο βαθμό. Την ίδια στιγμή, όμως, οι περισσότερες από αυτές έχουν ήδη ξοδευτεί. Το ρόλο αυτό καλούνται σήμερα να αναλάβουν η Κίνα και, σε μικρότερο βαθμό, οι άλλες χώρες BRICs.
• Ως ιδιαίτερη πτυχή της συγκεκριμένης παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, η έκρηξη του δημόσιου χρέους αποκαλύπτει τρεις διαφορετικούς ρόλους του δανεισμού: την μεταφορά αξίας από τις υπανάπτυκτες στις ανεπτυγμένες χώρες, την κινητοποίηση κεφαλαίων από ανερχόμενες χώρες – δανειστές στον επιχειρηματικό κύκλο (και άρα την εγχώρια συσσώρευση) των μεγάλων ιμπεριαλιστικών κέντρων και τη στρατηγική των μικρών και μεσαίων ιμπεριαλιστικών αστικών τάξεων να ανέλθουν στην ιεραρχία της καπιταλιστικής οικονομίας μέσω του φτηνού δανεισμού.
Και οι τρεις αυτοί ρόλοι οδηγούνται σε αδιέξοδο.
• Η αντίφαση μεταξύ μιας ελαστικής και μιας ανελαστικής λειτουργίας των εθνικών συνόρων οξύνεται ιδιαίτερα από δύο οδούς. Από τη μία, η μάχη για τη διεθνή μεταφορά αξίας προσκρούει στην ανάγκη για εθνική θωράκιση των αστικών τάξεων απέναντι στην κρίση και αντιστρόφως. Από την άλλη, η αυξανόμενη πίεση προς τη μετανάστευση συναντά μια όλο και βιαιότερη πολιτική συνόρων, που ακόμα και όταν δεν ορθώνουν καθολικά τείχη, επιτελούν τη λειτουργία αυστηρών φίλτρων.
• Ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο η καπιταλιστική κρίση διαπλέκεται με το ενεργειακό, το οικολογικό και το διατροφικό ζήτημα επιταχύνει την αναδιάταξη του παγκόσμιου τοπίου από διάφορες απόψεις: διεύρυνση των κατοικήσιμων περιοχών του πλανήτη, αναπροσδιορισμός του ορίου μεταξύ ξηράς και θάλασσας, επέκταση της επιφάνειας της γης με χρηματική τιμή, ανακατανομή των αξιοποιήσεων πηγών ενέργειας.
• Η τάση προς περιφερειοποίηση της υφηλίου γενικεύεται, την ίδια στιγμή που η συνοχή των περιφερειακών ενώσεων και συνεργασιών υποσκάπτεται από το εσωτερικό λόγω της
εντατικοποίησης των ενδοκαπιταλιστικών ανταγωνισμών.
• Η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση είναι, για ακόμα μια φορά, και κρίση των πόλεων, με ενδεχόμενες ειδικές συνέπειες την ενίσχυση ενός τύπου αστικοποίησης που προκαλείται από την αποσύνθεση της υπαίθρου και όχι από τις ευκαιρίες απασχόλησης στην πόλη, την αναδιάταξη των ηγεμονικών αστικών κέντρων της υφηλίου και τον πολλαπλασιασμό των τόπων εξαίρεσης στον παγκόσμιο χάρτη.
Η έκταση και η ποιότητα των συντελούμενων ή επικείμενων μεταβολών και πολώσεων θα δικαιολογούσαν τον ισχυρισμό ότι βρίσκεται σε εξέλιξη μια διαδικασία επαναφοράς του ιστορικού χρόνου στο χώρο. Μια πρώτη μορφή του τελικού επιχειρήματος είναι, επομένως, αυτή: η «επιστροφή του χρόνου» ως εν εξελίξει ιστορία στον παγωμένο χώρο της παγκοσμιοποίησης. Αυτό, βέβαια, χρειάζεται περαιτέρω διευκρίνηση, που με τη σειρά της απαιτεί πρώτα από όλα να βάλουμε στο λογαριασμό τα αντίπαλα κοινωνικά στρατόπεδα, δηλαδή την όξυνση των κοινωνικών και, στον πυρήνα, ταξικών ανταγωνισμών.
One thought on “Η γεωγραφία της κρίσης”