Θέλουμε πίσω τους/τις συμφοιτητές/τριές μας, θέλουμε πίσω τους/τις συναδέλφους/ισσές μας.
Η κυβέρνηση συνεχίζει να βλέπει στην πανδημία τη χρυσή ευκαιρία εφαρμογής των πιο ακραίων νεοφιλελεύθερων και αντιλαϊκών πολιτικών. Σε αυτό το πλαίσιο, μετά από δύο χρόνια κοινωνικής απομόνωσης, τηλεκπαίδευσης και υπολειτουργίας των πανεπιστημίων, προχώρησε στον αποκλεισμό έως και 27.000 παιδιών από την τριτοβάθμια εκπαίδευση, λες και το πρόβλημα της τελευταίας ήταν ποτέ κάποιος αυξημένος αριθμός των φοιτητών/τριών. Αυτό έγινε με την αύξηση του αντίστοιχου περσινού αριθμού κατά 9.000, μέσω της άμεσης οριζόντιας περικοπής περίπου 500 εισακτέων, αλλά κυρίως με την εισαγωγή στο σύστημα των Ελάχιστων Βάσεων Εισαγωγής (ΕΒΕ) και την παραχώρηση στις διοικήσεις των σχολών της δυνατότητας να τις ορίσουν.
Εντούτοις, τα πραγματικά προβλήματα που οδηγούν στην υποβάθμιση των δημοσίων πανεπιστημίων είναι υπαρκτά, έντονα και παραμένουν αδιατάρακτα. Αυτά είναι κυρίαρχα η κρατική υποχρηματοδότηση και υποστελέχωση, παράλληλα με τη σταδιακή υποταγή του πανεπιστημιακού έργου στον τρόπο λειτουργίας του κεφαλαίου, με την επιβολή ιδωτικοοικονομικών κριτηρίων οικονομικού κόστους-οφέλους και τον σχεδιασμό της έρευνας και των προγραμμάτων σπουδών σύμφωνα με τις απαιτήσεις της αγοράς.
Βέβαια, τα ζητήματα αυτά για την κυβέρνηση και το κεφάλαιο δεν είναι προβλήματα προς αντιμετώπιση, αλλά διακηρυγμένοι στόχοι. Κατά συνέπεια, η εφαρμοζόμενη πολιτική, αντί για τη διασφάλιση και διεύρυνση των εκπαιδευτικών δικαιωμάτων του λαού, στοχεύει στη μετακύλιση των προβλημάτων που αναφέραμε στους/στις φοιτητές/τριες και τις οικογένειές τους.
Έτσι λοιπόν, επιχειρείται η μείωση των εισακτέων, και άρα των εξόδων χρηματοδότησης των ιδρυμάτων, ενώ παράλληλα με τον αποκλεισμό από αυτά αυξάνεται η δυνητική πελατεία των ιδιωτικών, ειδικά σε συνδυασμό με την αναγνώριση των κολλεγίων. Φαίνεται να σχεδιάζεται ένας νέος εκπαιδευτικός χάρτης, στον οποίο προβλέπονται από τη μια ιδιωτικά κολλέγια, μερικά ΙΕΚ, αλλά και αύξηση του πλήρους αποκλεισμού από την τριτοβάθμια εκπαίδευση, και από την άλλη περιορισμένες θέσεις για λίγους σε πετσοκομμένα δημόσια ιδρύματα. Παράλληλα, ενδεχομένως να προκύψουν και κάποιες ενδιάμεσες επιλογές για ειδικότητες τεχνικών που θα ενδιαφέρουν την αγορά.
Σε αυτή τη λογική, οι διοικήσεις των σχολών αποφάσισαν μέσω των ΕΒΕ την επιβολή «κόφτη» σε συγκεκριμένα μαθήματα που θεωρούν ότι είναι βασικά για κάθε σχολή. Η γενική εικόνα είναι πως τα μεγάλα ιδρύματα δεν άλλαξαν τον αριθμό εισακτέων, εντούτοις πρόκειται για εικονική πραγματικότητα, καθότι με τις ΕΒΕ οι αριθμοί τους θα περιοριστούν.
Εν πολλοίς αυτός ο περιορισμός αντιμετωπίζεται ως μια ρεαλιστική προσαρμογή των διοικήσεων στην επιβαλλόμενη υποβάθμισή τους, με το προσωπείο της διαφύλαξης κάποιου «ακαδημαϊκού κύρους» ή κάποιας έννοιας «αριστείας». Βεβαίως, ίσως είναι πλεονασμός να πούμε ότι ένας ρόλος των πανεπιστημίων ως «κέντρων αριστείας», δηλαδή μηχανισμών ανάδειξης λίγων και εκλεκτών, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον δημόσιο και δωρεάν χαρακτήρα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, την υποχρέωση του κράτους να παράσχει ίσες ευκαιρίες σε αυτή, αλλά και του ίδιου του ρόλου των εκπαιδευτικών, δηλαδή να μεταδώσουν και να συνδημιουργήσουν τη γνώση με (όλους/ες) τους/τις φοιτητές/τριές τους. Αντιθέτως, οι διοικήσεις των ιδρυμάτων ουσιαστικά θεώρησαν ότι αυτοί/ες δεν είναι «άξιοι/ες» να συμμετέχουν στην εκπαιδευτική και πανεπιστημιακή διαδικασία, και αποφάσισαν να τους/τις αποκλείσουν από αυτή.
Οι διοικήσεις των σχολών αρχιτεκτονικής αποτελούν τον αρνητικό πρωταγωνιστή αυτής της τραγικής ιστορίας, αποφασίζοντας να αυξήσουν σε δυσθεώρητα ύψη τις βάσεις εισαγωγής στα ειδικά μαθήματα του ελεύθερου και γραμμικού σχεδίου. Τα τελευταία έχουν το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό να αποτελούν μεν μαθήματα προς εξέταση για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, τη δωρεάν διδασκαλία όμως των οποίων το κράτος έχει αφαιρέσει από την (συνταγματικά κατοχυρωμένη) υποχρέωσή του να παρέχει στους μαθητές που θα ήθελαν να τα διαλέξουν. Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι αποτελούν μαθήματα με χειρωνακτική διάσταση, και άρα υπερβολικά δύσκολο να διδαχτούν εξ΄ αποστάσεως, όπως επέβαλαν οι περιορισμοί της πανδημίας, ανάγει τη συγκεκριμένη επιλογή των πανεπιστημιακών διοικήσεων σε μια ακραία επίδειξη αντικοινωνικής χυδαιότητας. Ήδη η δημόσια σφαίρα έχει γεμίσει από ιστορίες αποκλεισμένων μαθητών/τριών με εξαιρετικά αποτελέσματα στο σύνολο των εξετάσεων.
Αυτή η συνθήκη αποτελεί ένα ακόμα μεγάλο βήμα προς την περαιτέρω αύξηση της ταξικότητας των σπουδών της αρχιτεκτονικής, που, όχι μόνο δεν περιορίζεται στην είσοδο σε αυτές, αλλά συνεχίζεται αμείωτη κατά τη διάρκειά τους. Πράγματι, πέραν από τις εν γένει μεγάλες οικονομικές απαιτήσεις της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (ιδίως στην επαρχία), στις σπουδές αρχιτεκτονικής προστίθεται ένα πλήθος από άλλα σημαντικά κόστη (υλικά για μακέτες/κατασκευές, σχεδιαστικά/κατασκευαστικά εργαλεία, εκτυπώσεις σχεδίων κ.α.).
Από την πλευρά μας, ως Αριστερή Κίνηση Εργαζόμενων Αρχιτεκτόνων, στεκόμαστε απέναντι σε αυτή την ακραία ταξική συνθήκη και αντιεκπαιδευτική πολιτική κεφαλαίου, κυβέρνησης, ΟΟΣΑ και ΕΕ, που για να δημιουργήσουν ένα φθηνό, ευέλικτο και υποταγμένο εργατικό δυναμικό αποκλείουν παιδιά από τη γνώση στρέφοντας τα στη στενή κατάρτιση. Απαιτούμε να αποσυρθούν οι Ελάχιστες Βάσεις Εισαγωγής αλλά και η γενική βάση του 10. Να καταργηθούν οι νόμοι Γαβρόγλου-Κεραμέως, που μετατρέπουν το σχολείο σε εξεταστικό κέντρο ταξικής διαλογής, και να μην περάσει το νέο αντιεκπαιδευτικό νομοσχέδιο.
Παλεύουμε ενάντια στους ταξικούς φραγμούς στο εκπαιδευτικό σύστημα, για ελεύθερη εισαγωγή σε μια ενιαία, δημόσια, δωρεάν τριτοβάθμια εκπαίδευση από ένα δημόσιο, δωρεάν, ενιαίο, δωδεκάχρονο σχολείο για όλα τα παιδιά, με μέτρα ενίσχυσης και όχι αποκλεισμού. Με διδασκαλία του σχεδίου σε κάθε σχολείο και επαναφορά των καλλιτεχνικών μαθημάτων.
Αυτόν τον αγώνα τον δίνουμε και μέσω του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων, στα πλαίσια του οποίου έχουμε στηρίξει τη δημιουργία, και θα επιχειρήσουμε την επαναλειτουργία του Αλληλέγγυου Εργαστηρίου Σχεδίου για παιδιά περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων.
Τέλος, στεκόμαστε με όλες μας τις δυνάμεις στο πλευρό του μαθητικού, φοιτητικού και εκπαιδευτικού κινήματος, στον αγώνα τους για να βρεθούν και πάλι οι φοιτητές/τριές στις θέσεις τους, μέσα σε ανοιχτά και συμπεριληπτικά πανεπιστήμια, τα οποία θα προάγουν μια απελευθερωτική γνώση, έρευνα και επιστήμη, με στόχο την κοινωνική χειραφέτηση.