Το παρακάτω άρθρο αποτελεί μια συνοπτική αλλά επεξηγηματική κριτική προσέγγιση των σημαντικότερων διατάξεων του νομοσχεδίου «εκσυγχρονισμός της περιβαλλοντικής νομοθεσίας» το οποίο η κυβέρνηση επιχειρεί με συνοπτικές διαδικασίες να ψηφίσει τις επόμενες μέρες.
Ενάντια στο αντιπεριβαλλοντικό νομοσχέδιο καλούμε κι εμείς ως ΑΚΕΑ, μαζί με δεκάδες συλλογικότητες και φορείς, σε συγκέντρωση διαμαρτυρίας (τηρώντας τους κατάλληλους κανόνες προστασίας), τη Δευτέρα 4 Μαΐου, στις 18:00, έξω από την Βουλή.
Το νομοσχέδιο με τίτλο «εκσυγχρονισμός περιβαλλοντικής νομοθεσίας» κατατίθεται εσπευσμένα στην Βουλή, η οποία λειτουργεί με ειδικούς όρους λόγω πανδημίας, μετά από σύντομη και απολύτως προσχηματική διαδικασία δημόσιας διαβούλευσης, με πολλά περισσότερα άρθρα από αυτά που περιλαμβάνονταν στη διαβούλευση και έχοντας απέναντί του το σύνολο των περιβαλλοντικών οργανώσεων, θεσμικών και μη θεσμικών, και την υποστήριξη των οργανώσεων των επιχειρηματιών και των λόμπυ της «πράσινης ανάπτυξης» και των εξορύξεων. Η κεντρική ιδέα του νέου περιβαλλοντικού νομοσχεδίου θα μπορούσε να διατυπωθεί ως εξής: το νομοσχέδιο δεν προστατεύει το περιβάλλον από τις επιπτώσεις που μπορεί να του προκαλούν διάφορες επενδύσεις αλλά προστατεύει τις επενδύσεις από τις επιπτώσεις που μπορεί να τους προκαλεί το αίτημα προστασίας του περιβάλλοντος. Μειώνει, με άλλα λόγια, όχι τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις των επενδύσεων αλλά τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις στις επενδύσεις.
Όπως και άλλα νομοθετήματα της κυβέρνησης (βλ. νόμος «Επενδύω στην Ελλάδα»), το νομοσχέδιο για το περιβάλλον δεν έχει στρατηγικό χαρακτήρα, με την έννοια ότι δεν ξαναγράφει από την αρχή την σχετική νομοθεσία, αλλά αντίθετα περιέχει δεκάδες, για να μην πούμε εκατοντάδες, «εκσυγχρονισμούς» υφιστάμενων νομοθετημάτων, στους τομείς –μεταξύ άλλων- της περιβαλλοντικής αδειοδότησης, των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, των περιοχών προστασίας, των δασικών χαρτών, της διαχείρισης αποβλήτων κ.ά. και πλήθος ειδικών διατάξεων για την διευκόλυνση και επίλυση θεμάτων συγκεκριμένων επενδυτικών δραστηριοτήτων. Στην παρούσα κριτική ανάλυση θα επιχειρήσουμε συνοπτικά να αναπτύξουμε τα θέματα που εντοπίσαμε και θεωρήσαμε βασικότερα.
Περιβαλλοντική αδειοδότηση
Αρχικά, πρέπει να σημειώσουμε ότι το σύνολο της διαδικασίας νόμιμης χωροθέτησης, εγκατάστασης και λειτουργίας κάποιας επένδυσης, οι δραστηριότητες της οποίας είναι δυνατόν να έχουν σοβαρές περιβαλλοντικές επιπτώσεις, διέπεται σε μεγάλο βαθμό από Οδηγίες και άλλες ρυθμίσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έχει ήδη σοβαρές και δομικές αδυναμίες σε ότι αφορά στην προστασία του περιβάλλοντος. Είναι προφανές ότι η ύπαρξη έστω αυτού του ρυθμιστικού πλαισίου είναι σαφώς καλύτερη από την ανυπαρξία του και έχουμε πολλούς λόγους να πιστεύουμε ότι αν οι διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις νομοθετούσαν χωρίς τις ευρωπαϊκές δεσμεύσεις θα παρήγαγαν ένα πλαίσιο μικρότερης περιβαλλοντικής προστασίας, εξυπηρετώντας διάφορα μικρά και μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα. Όμως η κεντρική στόχευση της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι γενικά η προστασία του περιβάλλοντος αλλά η προώθηση των επενδύσεων και της οικονομικής μεγέθυνσης, κρατώντας κάποιες ισορροπίες με την περιβαλλοντική προστασία, στο πλαίσιο των αρχών της βιώσιμης ανάπτυξης, η οποία εκτός από τον πυλώνα της προστασίας του περιβάλλοντος, περιλαμβάνει, ως γνωστόν, και τον πυλώνα της οικονομικής ανάπτυξης. Σε μία ταξική κοινωνία που η παραγωγή λειτουργεί με βάση το κίνητρο του κέρδους, προκαλούνται εγγενείς συγκρούσεις μεταξύ περιβάλλοντος και ανάπτυξης και το σημείο ισορροπίας εξαρτάται από τον ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό συσχετισμό δυνάμεων.
Μια πρώτη βασική και δομική αδυναμία του σημερινού πλαισίου είναι ότι οι περιβαλλοντικές μελέτες που απαιτούνται για την έκδοση της Απόφασης Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων (ΑΕΠΟ) μιας επένδυσης χρηματοδοτούνται από τον ίδιο τον επενδυτή. Επομένως το αντικείμενο της μελέτης δεν είναι η προστασία του περιβάλλοντος αλλά η περιβαλλοντική αδειοδότηση της επένδυσης. Κατά δεύτερον, η διαδικασία της λεγόμενης διαβούλευσης, είναι έτσι θεσμοθετημένη ώστε να απέχει πολύ από μία διαδικασία ουσιαστικής και πραγματικής συμμετοχής της τοπικής και της ευρύτερης κοινωνίας στις αναπτυξιακές επιλογές που την αφορούν άμεσα και αποτελεί στην πραγματικότητα μια διαδικασία ενημέρωσης και δυνατότητας υποβολής αντιρρήσεων των φορέων της δημόσιας διοίκησης, των εκλεγμένων αρχών και κάποιων ειδικών. Οι τοπικές κοινωνίες συχνά καταλαβαίνουν τι θα συμβεί στην φάση της εκκίνησης της κατασκευής των ήδη αδειοδοτημένων έργων. Εκτός από τα παραπάνω δομικά προβλήματα του συστήματος, αξίζει επιπλέον να σημειωθεί ότι μετά την έκδοση της Απόφασης Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων, ο έλεγχος της τήρησής της εναπόκειται στην υπηρεσία Επιθεωρητών Περιβάλλοντος, μια υπηρεσία τραγικά υποστελεχωμένη. Ο ήδη μικρός αριθμός περιβαλλοντικών ελέγχων που γίνονται, τείνει να μειώνεται κι άλλο με τα χρόνια και αυτό προφανώς δεν συμβαίνει διότι μειώθηκαν οι περιβαλλοντικές παραβάσεις στην Ελλάδα.
Την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας φυσικά δεν την απασχολεί καθόλου η ουσιαστική αδυναμία ελέγχου των περιβαλλοντικών αδειοδοτήσεων, αυτό που την απασχολεί είναι η ταχύτερη έκδοσή τους και η παράταση της χρονικής διάρκειάς τους, με στόχο, όπως μας εξηγεί και η αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου, όχι το φυσικό περιβάλλον αλλά το «επενδυτικά φιλικό περιβάλλον στην Ελλάδα». Έτσι παρατείνει την διάρκεια των Αποφάσεων Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων από τα 10 στα 15 χρόνια γενικά και ακόμα περισσότερο για όσες επενδύσεις ακολουθούν προγράμματα περιβαλλοντικής πιστοποίησης ελεγχόμενα από ιδιωτικούς φορείς. Ταυτόχρονα επιβάλλει μικρότερες χρονικές προθεσμίες στην δημόσια διοίκηση στην διεκπεραίωση των σταδίων της περιβαλλοντικής αδειοδότησης και στους δημόσιους φορείς για να παρέχουν τις γνωμοδοτήσεις τους και ανασυγκροτεί κάποια κεντρικά συμβούλια τα οποία θα διεκπεραιώνουν τις αδειοδοτήσεις όταν ξεπερνιούνται οι χρονικές προθεσμίες, με κατοχυρωμένο το δικαίωμα παρουσίας σε αυτά του επενδυτή αλλά όχι της τοπικής κοινωνίας που ενδεχομένως διαμαρτύρεται.
Η πλέον σκανδαλώδης διάταξη αυτού του κεφαλαίου του νομοσχεδίου είναι αυτή που προβλέπει ότι πλέον όχι μόνο η εκπόνηση των περιβαλλοντικών μελετών αλλά και ο έλεγχός τους θα μπορεί να διεκπεραιώνεται από ιδιώτες οι οποίοι θα πληρώνονται από τον επενδυτή και οι οποίοι θα αναλαμβάνουν τον έλεγχο πληρότητας και τον ενδελεχή έλεγχο της περιβαλλοντικής μελέτης, την ανάρτηση σε δημόσια διαβούλευση, την σύγκλιση του αρμόδιου κεντρικού συμβουλίου όταν προβλέπεται και την σύνταξη του σχεδίου Απόφασης Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων, την οποία θα καλείται η δημόσια διοίκηση να επικυρώσει εντός συγκεκριμένης στενής χρονικής προθεσμίας. Η μέθοδος μοιάζει πολύ με αυτήν που ακολουθείται στις πιο γνωστές περιπτώσεις των ενεργειακών επιθεωρητών και των ελεγκτών δόμησης: θα συγκροτηθεί ένα μητρώο ιδιωτών με συγκεκριμένα προσόντα και ο έλεγχος να ανατίθεται με κλήρωση. Όμως ενώ λ.χ. οι ιδιώτες ελεγκτές δόμησης είναι δυνητικά δεκάδες χιλιάδες και κατά κανόνα ο ελεγκτής και ο ελεγχόμενος δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, οι μελετητές οι οποίοι «διαθέτουν εξειδικευμένη και επαρκή εμπειρία σε όλους τους τομείς εξειδίκευσης ΜΠΕ και κατηγορίες έργων» και θα μπορούν να εγγραφούν στο μητρώο είναι πολύ λίγοι. Επιπλέον τα έργα για τα οποία απαιτείται περιβαλλοντική αδειοδότηση δεν είναι μικρές ιδιωτικές επενδύσεις σε κατοικίες κ.λπ. όπως συμβαίνει κατά κανόνα στην περίπτωση των ελεγκτών δόμησης αλλά μεγάλες και πολύ μεγάλες επενδύσεις, υποστηριζόμενες από μεγάλα και πολύ μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα. Έτσι θα καλείται ένας ιδιώτης μελετητής -αντί για την δημόσια διοίκηση- να διεκπεραιώσει τον έλεγχο της αδειοδότησης ενός μεγάλου επενδυτή, ο οποίος μάλιστα είναι εξαιρετικά πιθανό να είναι παλαιότερος, εν ενεργεία ή εν δυνάμει πελάτης του μελετητή. Οι συγκρούσεις συμφερόντων που προκύπτουν είναι προφανείς. Το νομοσχέδιο προφασίζεται ότι τις αντιμετωπίζει θεσπίζοντας ότι ο ελεγκτής δεν θα μπορεί να ελέγχει δική του μελέτη (προφανές) και ότι δεν θα πληρώνεται απευθείας από τον επενδυτή μετά από διαπραγμάτευση αλλά ότι ο τελευταίος θα καταθέτει ένα προκαθορισμένο ποσό στο δημόσιο ταμείο.
Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας
Ενώ η ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας είναι απαραίτητη για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, η οποία μάλιστα ήδη εξελίσσεται σε κλιματική κρίση, ο τρόπος με των οποίο αναπτύσσονται και ειδικά η αιολική ενέργεια, ως επιδοτούμενο πεδίο ιδιωτικής κερδοφορίας σε δημόσια γη, προκαλεί σοβαρά περιβαλλοντικά προβλήματα. Η εγκατάσταση ενός αιολικού πάρκου μαζί με τα συνοδά έργα που απαιτεί, είναι μια βαριά, βιομηχανικού τύπου δραστηριότητα, με σημαντικές επιπτώσεις όταν εγκαθίσταται σε περιοχές της φύσης λίγο-πολύ ανέγγιχτες ή/και με μεγάλη οικολογική σημασία. Καθώς το θέμα είναι μεγάλο για να αναπτυχθεί εδώ, θα αρκεστούμε σε κάποιες παρατηρήσεις για την περίπτωση της Ελλάδας.
Βασικό θεσμικό εργαλείο στην Ελλάδα για την χωροθέτηση των αιολικών πάρκων είναι το ειδικό χωροταξικό για τις ΑΠΕ, το οποίο σχεδιάστηκε με βασικό στόχο να διευκολύνει τους επενδυτές της «πράσινης ανάπτυξης» να προσημειώσουν τις θέσης χωροθέτησης των επενδύσεών τους. Χωρίζοντας ολόκληρο τον ελληνικό χώρο σε ζώνες αιολικής προτεραιότητας και ζώνες αιολικής καταλληλότητας δεν προέβλεψε καθόλου ζώνες αποκλεισμού στην χωροταξική κλίμακα, ούτε λ.χ. στις περιοχές του δικτύου Νατούρα, ούτε λ.χ. στους βασικούς διαδρόμους των μεταναστευτικών πτηνών αλλά ούτε και τις συνεργιστικές επιπτώσεις όταν εγκαθίστανται πολλά αιολικά πάρκα στην ίδια περιοχή.
Παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί ότι το σχέδιο της κυβέρνησης για την ενέργεια δεν αποτελεί στην πραγματικότητα ένα σχέδιο ενεργειακής μετάβασης από τα ορυκτά καύσιμα στις ΑΠΕ με την αξιοποίηση της επέκτασης και του εκσυγχρονισμού του δικτύου και την εφαρμογή παλιών και νέων τεχνολογιών αποθήκευσης ενέργειας αλλά ένα σχέδιο αντικατάστασης του λιγνίτη ως ενεργειακή πηγή βάσης, από το φυσικό αέριο, το οποίο επίσης αποτελεί ορυκτό καύσιμο. Παράλληλα θα επιταχυνθεί η κατασκευή αιολικών πάρκων σε μεγάλη ποσότητα και ρυθμό, με στόχους κυρίως «αναπτυξιακούς» και όχι περιβαλλοντικούς. Το φυσικό αέριο έχει περιβαλλοντικά πλεονεκτήματα σε σχέση με τον λιγνίτη σε ότι αφορά τους ρύπους αλλά η επίδρασή του στην αποτροπή της κλιματικής αλλαγής είναι αμφίβολη λόγω διαρροών μεθανίου, το οποίο αποτελεί επίσης αέριο του θερμοκηπίου. Το βασικό του «πλεονέκτημα» είναι ότι αποτελεί και θα αποτελέσει πεδίο ιδιωτικών επενδύσεων κάποιων από τις μεγαλύτερες εταιρείες της χώρας (ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, όμιλος Μυτηλιναίου, Elpedison, όμιλος Κοπελούζου, κ.ά.).
Πριν την αναθεώρηση του ειδικού χωροταξικού για τις ΑΠΕ και την ολοκλήρωση των περιβαλλοντικών μελετών των προστατευόμενων περιοχών (οι σχετικές μελέτες βρίσκονται σε εξέλιξη) οι οποίες τουλάχιστον στην θεωρία θα είναι οι μελέτες που θα επιτρέψουν την καλύτερη για το περιβάλλον χωροθέτηση των αιολικών πάρκων, η κυβέρνηση μέσω του νομοσχεδίου επιταχύνει τις σχετικές επενδύσεις κυρίως μέσω της αντικατάστασης της πρώτης αδειοδοτικής διαδικασίας της άδειας παραγωγού από την πιο αυτοματοποιημένη διαδικασία της βεβαίωσης παραγωγού με αυτοματοποιημένο καθορισμό των ορίων από κατοικίες, οικισμούς κ.λπ. και των σχετικών ζωνών αποκλεισμού (λ.χ. περιοχές απόλυτης προστασίας) που περιέχει το υφιστάμενο ειδικό χωροταξικό για τις ΑΠΕ στην τοπική κλίμακα. Το ερώτημα είναι αν υπάρχουν όλες αυτές οι «θεσμικές γραμμές» που συνιστούν ζώνες αποκλεισμού στους ηλεκτρονικούς χάρτες του Υπουργείου ή απλά κάποιοι περιορισμοί θα παρακάμπτονται, όπως φαντάζει το πιθανότερο. Στόχος είναι, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου, η νέα βεβαίωση να αποτελεί δικλείδα ασφαλείας για τον επενδυτή, κατοχυρώνοντας τη θέση του σταθμού του.
Προστατευόμενες περιοχές
Οι περιοχές προστασίας της φύσης εισάγονται στην ελληνική νομοθεσία σταδιακά με διάφορα νομοθετήματα (εθνικοί και περιφερειακοί δρυμοί, αισθητικά και προστατευτικά δάση, υγρότοποι της σύμβασης Ραμσάρ, τοπία ιδιαίτερου φυσικού κάλους, κ.ά.) συστηματοποιούνται το 1986 με τον πρώτο νόμο πλαίσιο για το περιβάλλον και κατατάσσονται σε κατηγορίες με διαφορετικό βαθμό προστασίας το 2011 με τον νόμο για την βιοποικιλότητα (περιοχές απόλυτης προστασίας της φύσης, περιοχές προστασίας τις φύσης, εθνικά και περιφερειακά πάρκα, περιοχές προστασίας οικοτόπων και ειδών (δηλ. περιοχές Νατούρα και καταφύγια άγριας ζωής), προστατευόμενα τοπία και προστατευόμενοι φυσικοί σχηματισμοί). Επί αυτών των κατηγοριών παρεμβαίνει το νομοσχέδιο «εκσυγχρονισμός περιβαλλοντικής νομοθεσίας».
Ο βασικός λόγος της παρέμβασης είναι το γεγονός ότι βρίσκονται σε εξέλιξη οι ειδικές περιβαλλοντικές μελέτες για τις περισσότερες περιοχές του δικτύου Νατούρα, οι οποίες θα οδηγήσουν σε προεδρικά διατάγματα προστασίας, που θα τις χωρίζουν σε διαφορετικές ζώνες με υψηλότερο η χαμηλότερο καθεστώς προστασίας και ανάλογες επιτρεπόμενες χρήσεις. Η ζώνες αυτές της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, καθώς ανάγονται στην ευρωπαϊκή νομοθεσία, είναι ισχυρότερες και δεν ανατρέπονται από πολεοδομικά σχέδια, όπως αυτά που χρησιμοποιούνται για την χωροθέτηση μεγάλων επενδύσεων. Μέχρι σήμερα, οι περισσότερες περιοχές του δικτύου Νατούρα, δεν διαθέτουν τέτοιες μελέτες και η χωροθέτηση μιας επένδυσης εντός τους γίνεται με μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, η οποία περιλαμβάνει αυτό που στην γλώσσα της σχετικής ευρωπαϊκής νομοθεσίας ονομάζεται «δέουσα εκτίμηση». Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι η μελέτη που χρηματοδοτεί ο επενδυτής, πρέπει να αποδείξει ότι δεν παραβλάπτεται η ακεραιότητα της περιοχής Νατούρα, με αναφορά στους στόχους διατήρησής της και τις οικολογικές της λειτουργίες. Η διαδικασία αυτή δίνει αρκετούς βαθμούς ελαστικότητας, οι οποίοι θα χαθούν με την έκδοση των προεδρικών διαταγμάτων προστασίας, αν τα πράγματα μείνουν ως έχουν σήμερα.
Το νομοσχέδιο αναδιαμορφώνει τις κατηγορίες των περιοχών προστασίας σε τέσσερις ζώνες με κλιμακούμενο και διαφορετικό βαθμό προστασίας (ζώνη απόλυτης προστασίας της φύσης, ζώνη προστασίας της φύσης, ζώνη διαχείρισης οικοτόπων και ειδών και ζώνη βιώσιμης διαχείρισης φυσικών πόρων). Κάθε περιοχή του δικτύου Νατούρα θα αποκτά με την έκδοση του προεδρικού διατάγματος προστασίας διαφορετικές ζώνες προστασίας από τις παραπάνω κατηγορίες. Για να μην προκύψουν δυσάρεστες (για τις μεγάλες επενδύσεις) εκπλήξεις, το νομοσχέδιο εισάγει διάφορες νέες χρήσεις γης (τις οποίες προσθέτει και στην πολεοδομική νομοθεσία) και τις συμπεριλαμβάνει ως δυνατότητες στις ζώνες περιβαλλοντικής προστασίας. Για παράδειγμα στις ζώνες απόλυτης προστασίας της φύσης που αποτελούν τον πυρήνα και τις αυστηρότερα προστατευμένες περιοχές προστασίας, σήμερα επιτρέπονται μόνο η διεξαγωγή επιστημονικών ερευνών και εργασίες για την διατήρηση του οικολογικού αντικειμένου προστασίας της περιοχής. Με το νέο νομοσχέδιο επιτρέπεται να εισάγονται στα προεδρικά διατάγματα επιπλέον χρήσεις, μεταξύ των οποίων οδοί κίνησης μηχανοκίνητων οχημάτων, θαλάσσιοι διάδρομοι κίνησης σκαφών και κατασκευές δικτύων υποδομής και εγκαταστάσεων κοινής ωφέλειας. Οι εξορύξεις και οι εγκαταστάσεις ανανεώσιμων πηγών ενέργειας επιτρέπονται, όπως και προηγουμένως, στο τρίτο επίπεδο περιβαλλοντικής προστασίας, όμως με το νέο νομοσχέδιο αναφέρονται ρητά εντός των περιοχών προστασίας οι ζώνες αναζήτησης, έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων, οι οποίες δεν προβλέπονταν το 2011. Οι περιοχές προστασίας αποκτούν τέσσερις δυνατούς χαρακτηρισμούς: περιοχές προστασίας της βιοποικιλότητας, εθνικά πάρκα, καταφύγια άγριας ζωής και προστατευόμενα τοπία και φυσικοί σχηματισμοί. Σε σχέση με τον νόμο του 2011, καταργείται η δυνατότητα θεσμοθέτησης νέων περιφερειακών πάρκων.
Τέλος το νομοσχέδιο καταργεί τους σημερινούς φορείς διαχείρισης των περιοχών προστασίας ενσωματώνοντάς τους σε μία νέα κεντρική δομή. Εκτός από την εξοικονόμηση χρημάτων που προκύπτει από την συγχώνευση, το νομοσχέδιο επικαλείται την αδυναμία των σημερινών φορέων να προσελκύσουν χρηματοδότηση από ευρωπαϊκά προγράμματα. Επιπλέον το νομοσχέδιο κάνει λόγο για έσοδα του φορέα από διάφορες πηγές, μεταξύ των οποίων και «από την εφαρμογή εισιτηρίου εσόδου σε προστατευόμενες περιοχές για οικοτουριστικούς σκοπούς».
Δασικοί χάρτες
Οι περιοχές που προστατεύονται από την δασική νομοθεσία, δεν ταυτίζονται με αυτό που ονομάζουμε δάσος στην καθομιλουμένη. Πρόκειται για μια νομική και τεχνική έννοια, η οποία περιλαμβάνει δάση και χορτολιβαδικές εκτάσεις, φρυγανώδεις εκτάσεις που περικλείονται από δάση, τους ορεινούς όγκους σε υψόμετρο υψηλότερο από τα δάση, εκτάσεις που κηρύσσονται αναδασωτέες, πάρκα και άλση στις πόλεις κ.λπ. Δάσος θεωρείται ότι υπήρξε κάποτε δάσος, γεγονός που αποδεικνύεται από αεροφωτογραφίες, εκ των οποίων οι παλαιότερες για το μεγαλύτερο μέρος της χώρας είναι του 1945, άσχετα από το αν διατηρεί η έκταση σήμερα αυτή την μορφή. Δάσος αποτελεί επίσης ότι κάποια (οποιαδήποτε) στιγμή δασώθηκε, όπως είναι η περίπτωση των δασωμένων αγρών.
Η προστασία του δάσους με την νομική έννοια ανάγεται στο Σύνταγμα και υπό αυτή την έννοια αποτελεί την μοναδική σήμερα ισχυρή μορφή προστασίας του εξωαστικού χώρου από την νόμιμη εκτός σχεδίου δόμηση. Παρόλα αυτά υπάρχει πλήθος αυθαίρετων κτισμάτων σε περιοχές που προστατεύονται από την δασική νομοθεσία ποικίλων κατηγοριών, ακόμα και ολόκληροι οικισμοί, οι οποίοι όμως λόγω της συνταγματικής προστασίας δεν μπορούν να «τακτοποιηθούν». Πολύ σημαντικό είναι το γεγονός ότι παρόλο το αυστηρό καθεστώς προστασίας των περιοχών της δασικής νομοθεσίας, το ελληνικό κράτος ουδέποτε τις αποτύπωσε σε ολοκληρωμένους δασικούς χάρτες και έτσι δεν ξέρουμε ούτε ποιες είναι ούτε πού βρίσκονται. Η αβεβαιότητα που προκύπτει σε σχέση με το ποιες περιοχές προστατεύονται από την δασική νομοθεσία, προκάλεσε μεταξύ άλλων διάφορες καθυστερήσεις σε επενδύσεις στον εξωαστικό χώρο, με αποτέλεσμα η τρόικα να επιβάλει την κατάρτιση δασικών χαρτών. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ για να προχωρήσει τους δασικούς χάρτες, εξαίρεσε τις περιοχές με αυθαίρετα κτίρια από τις αναρτήσεις, χωρίς να πει τι ακριβώς θα τις κάνει. Η ρύθμιση αυτή έπεσε ως αντισυνταγματική στο Συμβούλιο της Επικρατείας.
Το νομοσχέδιο «εκσυγχρονισμός περιβαλλοντικής νομοθεσίας» προβλέπει για τις περιοχές αυθαιρέτων εντός δασικών εκτάσεων (τις λεγόμενες «οικιστικές πυκνώσεις»), την σύνταξη οικονομοτεχνικών μελετών οι οποίες θα καταγράψουν την κατάσταση της αυθαίρετης δόμησης στα δάση, υποτίθεται ότι θα σταθμίσουν τις συνέπειες που θα είχε η κατεδάφιση σε σχέση με την διατήρησή τους με αντιστάθμιση του «δασικού ισοζυγίου» και με βάση τα παραπάνω δεδομένα θα εκδοθεί προεδρικό διάταγμα για την τακτοποίησή τους. Καθώς πρόκειται για προεδρικό διάταγμα θα έχει περάσει από προέλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας, εξασφαλίζοντας την συνταγματικότητα της διαδικασίας. Το νομοσχέδιο προδιαγράφει ότι η τακτοποίηση των δασικών αυθαιρέτων θα αφορά μόνο σε κατοικίες και όχι σε κτίρια άλλων χρήσεων και αυτές όχι σε όλες τις περιπτώσεις (θα εξαιρούνται αυθαίρετα σε αναδασωτέες περιοχές λόγω πυρκαγιάς, εντός περιοχών Νατούρα, κτισμένα μετά την 28/7/2011 που ξεκίνησε η τακτοποίηση αυθαιρέτων με τον νόμο 4014, κ.ά.). Η τακτοποίηση αυθαιρέτων εντός δασικών εκτάσεων θα περιλαμβάνει πιο βαριά πρόστιμα από τα κοινά αυθαίρετα και αντισταθμιστικά μέτρα (λ.χ. δενδροφυτεύσεις σε άλλες περιοχές). Παράλληλα το κράτος θα καλέσει τους ιδιοκτήτες αυθαιρέτων σε δασικές εκτάσεις να τα δηλώσουν μόνοι τους σε σχετική πλατφόρμα του Κτηματολόγιου πληρώνοντας το σχετικό παράβολο.
Τα ερωτήματα που κατ’ αρχήν γεννιούνται είναι πόσο χρόνο θα διαρκέσει η διαδικασία των μελετών και του προεδρικού διατάγματος και τι θα γίνει μέχρι τότε με την εξελισσόμενη σήμερα διαδικασία της ανάρτησης και κύρωσης δασικών χαρτών, τι θα γίνει με τα κτίρια που δεν θα υπαχθούν σε αυτή την ρύθμιση (θα γίνουν κατεδαφίσεις;) και πώς θα αποτραπεί αυτή η διαδικασία τακτοποίησης να ενθαρρύνει την δημιουργία μιας νέας γενιάς αυθαιρέτων εντός των δασικών εκτάσεων, από την στιγμή που θα σπάσει με αυτή την μέθοδο η συνταγματική απαγόρευση της δόμησης σε δασικές εκτάσεις εξαιρουμένων των ειδικών περιπτώσεων που προβλέπει η δασική νομοθεσία.
Λοιπές διατάξεις
- Γενικότερα στην Αττική και ειδικότερα εντός του πυκνού αστικού ιστού του Λεκανοπεδίου, υπάρχει μεγάλη δυσκολία χωροθέτησης σταθμών μεταφόρτωσης απορριμμάτων, τους οποίους κανείς δεν τους θέλει δίπλα του. Σε πάρα πολλούς Δήμους η κατάσταση έχει οδηγήσει στην εύκολη αλλά άκρως αντιπεριβαλλοντική «λύση» της αυθαίρετης λειτουργίας αυτών των εγκαταστάσεων εντός αστικών πάρκων ή στις προστατευόμενες περιοχές των ορεινών όγκων του Λεκανοπεδίου, συχνά σε περιοχές που προστατεύονται και από την δασική νομοθεσία. Με το άρθρο 92 το νομοσχέδιο νομιμοποιεί φωτογραφικά μία σειρά από τέτοιες περιπτώσεις, για μία μεταβατική περίοδο πέντε ετών, μετά το τέλος της οποίας υποτίθεται ότι θα έχουν βρεθεί νόμιμες θέσεις χωροθέτησης και οι σταθμοί μεταφόρτωσης απορριμμάτων θα μετεγκατασταθούν εκεί. Η εύλογη ανησυχία είναι ότι «ουδέν μονιμότερο του προσωρινού».
- Με το άρθρο 99 τροποποιείται ο νόμος πλαίσιο για τον πολεοδομικό και χωροταξικό σχεδιασμό και προστίθενται «περιθώρια ευελιξίας και ανάδρασης», ώστε σχέδια που υπάγονται στο κατώτερο επίπεδο του πολεοδομικού σχεδιασμού, να μπορούν να τροποποιούν προβλέψεις του ανώτερου χωροταξικού επιπέδου σχεδιασμού. Καθώς στα πολεοδομικά εργαλεία με τα οποία χωροθετούνται μεγάλες επενδύσεις προβλέπεται η δυνατότητα υπέρβασης του πολεοδομικού αλλά όχι του χωροταξικού σχεδιασμού, εύλογα μπορεί κανείς να υποθέσει το κίνητρο της παροχής της παραπάνω «ευελιξίας».
- Με το ίδιο άρθρο τροποποιούνται τα προεδρικά διατάγματα προστασίας εκτεταμένων περιοχών του κέντρου της Αθήνας (εμπορικό τρίγωνο, Ψυρρή, Μεταξουργείο). Το κοινό στοιχείο αυτών των περιοχών είναι ότι πρόκειται για περιοχές κατοικίας σχετικά χαμηλών οικονομικών στρωμάτων και μεταναστών ή τους λείπει τελείως η κατοικία. Οι τιμές της γης και των ακινήτων είναι σχετικά χαμηλές, ενώ υπάρχει αξιόλογο κτιριακό απόθεμα και κρίσιμη προνομιακή κεντρική θέση στον αστικό ιστό, κοντά στην Ακρόπολη, τις τουριστικές περιοχές της πόλης και πολύ καλή σύνδεση με το μετρό. Παράλληλα στις περιοχές αυτές ήδη αναπτύσσεται με τάσεις αυξητικές η μονοκαλλιέργεια της βιομηχανίας της αναψυχής. Το Υπουργείο επιχειρεί να «αναβαθμίσει» τις περιοχές αυτές με την προώθηση της πλέον πρόσφατης μορφής πολεοδομικού εξευγενισμού η οποία προέκυψε στην Αθήνα, την τουριστικοποίηση. Έτσι καταργείται το όριο των 100 κλινών για τα ξενοδοχεία στις περιοχές γενικής κατοικίας των περιοχών αυτών και συνεπώς επιτρέπεται η χωροθέτηση ξενοδοχείων μεγάλου και πολύ μεγάλου μεγέθους. Η αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου μας εξηγεί ότι οι επενδυτές έχουν ήδη εντοπίσει τα κατάλληλα κτίρια αλλά δεσμεύονται από τον περιορισμό των 100 κλινών.
- Τόσο η προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και η σημερινή της Νέας Δημοκρατίας, ενώ υποκριτικά επικαλούνται την κλιματική αλλαγή όταν πρόκειται να προωθήσουν τις επενδύσεις των εταιρειών της «πράσινης ανάπτυξης», προωθούν παράλληλα το πλέον απαράδεκτο και αντιπεριβαλλοντικό «αναπτυξιακό» πρόγραμμα, αυτό της έρευνας και εξόρυξης υδρογονανθράκων. Στο πλαίσιο αυτό έχουν μάλιστα βαφτίσει «δημόσιο συμφέρον» τα συμφέροντα των μεγάλων εγχώριων και πολυεθνικών εταιρειών πετρελαίου. Το άρθρο 109 προσπαθεί να παρακάμψει τις αντιδράσεις τοπικών Δήμων στο πρόγραμμα έρευνας και την άρνησή τους (ή την καθυστερημένη ανταπόκρισή τους) να παραχωρήσουν δημοτικές εκτάσεις απαραίτητες για την εκτέλεση του προγράμματος. Η αιτιολογική έκθεση διαπιστώνει ότι με τις καθυστερήσεις αυτές «τα προγράμματα έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων […] τίθενται σε κίνδυνο χρονικού εκτροχιασμού ως προς την υλοποίησή τους και πιθανής συνολικής ακύρωσής τους» και έτσι το νομοσχέδιο προβλέπει ότι για την εκτέλεση της έρευνας για υδρογονάνθρακες σε δημοτικές εκτάσεις «δεν απαιτείται η λήψη οποιασδήποτε άδειας, έγκρισης ή συναίνεσης από τα παραπάνω πρόσωπα υπό την ιδιότητά τους ως κυρίων, νομέων ή κατόχων των εκτάσεων αυτών». Εμείς από την πλευρά μας, υποσχόμαστε να κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας στην κατεύθυνση του χρονικού εκτροχιασμού της έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων με στόχο ακριβώς την συνολική ακύρωσή τους.
Ο κύριος στόχος του ν/σχεδίου είναι πράγματι η «προστασία των επενδύσεων από τις επιπτώσεις που μπορεί να τους προκαλεί το αίτημα προστασίας του περιβάλλοντος».
Το κύριο «πρόβλημα» που θέλουν να λύσουν είναι η υπάρχουσα ακόμα και σήμερα άμεση σύνδεση της ισχύουσας δασικής νομοθεσίας με τα άρθρα 24 και 117 του Συντάγματος. Αυτό συνεπάγεται ότι η αδειοδότηση της πλειοψηφίας των επενδύσεων ( ΑΠΕ, Ελληνικό, εξορύξεις, μεγάλα ξενοδοχειακά συγκροτήματα, κλπ) ή η νομιμοποίηση των ¨οικιστικών πυκνώσεων¨ , έχει άμεσα σχέση με τις προστατευτικές διατάξεις του συντάγματος, πρέπει υποχρεωτικά διοικητικά να περάσει από την κρίση των δασικών υπηρεσιών, ως εκ τούτου μέχρι σήμερα αυτό δημιουργούσε ¨δυσκολίες ¨και ¨καθυστερήσεις¨. Η δασική υπηρεσία ξέρει πολύ καλά ποιες εκτάσεις εμπίπτουν στην προστασία του δασικών νόμων και του συντάγματος και ποιες όχι. Εξάλλου, δασικοί χάρτες για παράδειγμα για το μεγαλύτερο μέρος της Αττικής έχουν γίνει εδώ και πολλά χρόνια, απλά δεν κυρώθηκαν ποτέ κι αυτό ήταν πολιτική απόφαση κι όλοι καταλαβαίνουμε τους λόγους. Οι δασικοί χάρτες είναι ένα σοβαρό κι απαραίτητο τεχνικό εργαλείο (κι αίτημα δεκαετιών του δασικού κινήματος) στην άσκηση της δασικής πολιτικής η οποία αυτή είναι που κάθε φορά παίζεται ποιανού συμφέροντα θα εξυπηρετεί. Στα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα δεν συνέφερε να κυρωθούν οι δασικοί χάρτες ενώ ταυτόχρονα θα ίσχυαν οι προστατευτικές διατάξεις της δασικής νομοθεσίας και του συντάγματος, κι ειδικά όταν στην Ελλάδα( αντίθετα με την Ευρώπη) το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των δασών είναι δημόσια. Ολοκλήρωση των δασικών χαρτών με αυτές τις συνθήκες θα σήμαινε απόλυτη προστασία τους από κει και πέρα , πράγμα που θα έκανε απαγορευτική ή θα δυσκόλευε πολύ οποιαδήποτε επένδυση. Οι δασικοί χάρτες λοιπόν για αυτούς έπρεπε να προχωρήσουν παράλληλα με την κατάργηση του άρθρου 24 και 117 του Συντάγματος και την ελαστικοποίηση της δασικής νομοθεσίας, ώστε να επιτρέπονται όλες οι επενδύσεις μέσα στα δάση, να προχωράνε αυτές , να δημιουργούνται δεδομένες καταστάσεις , και να ολοκληρωθούν στη συνέχεια οι δασικοί χάρτες αφού συμπεριλάβουν όλες αυτές τις δεδομένες καταστάσεις- επιχειρηματικές επενδύσεις- οικιστικές πυκνώσεις-,κλπ ως μη δάση.
Τα παραπάνω ¨προβλήματα¨ λοιπόν των επενδυτών και μεγάλων οικονομικών συμφερόντων προσπαθεί το κράτος κι όλες οι κυβερνήσεις διαχρονικά τις τελευταίες δεκαετίες, να τα λύσουν νομοθετώντας συνεχώς ¨επάνω¨ στη δασική νομοθεσία και χωρίς να αναφέρονται σε αυτή , προσπαθώντας να την παρακάμψουν με διαφορετικούς τρόπους κάθε φορά (θυμόμαστε τα παλιότερα περί ¨βοσκοτόπων ¨ , ή τις νεότερες προσπάθειες περί ΄χορτολιβαδικών¨, αλλαγής του χαρακτηρισμού ως ¨δασών¨ κλπ), μια και δεν έχει γίνει κατορθωτή πλήρως ακόμα η τροποποίηση του συντάγματος. Πιο γνωστή νομοθετική προσπάθεια ( ανάμεσα σε καμιά δεκαριά τα τελευταία 20 χρόνια) είναι ο γνωστός ως «μνημονιακός» δασικός νόμος δόμησης των δασών Ν.4280/2014, που επιτρέπει να κτίζονται τα πάντα στα δάση στο όνομα της ¨Εθνικής οικονομίας¨ και του ¨δημόσιου συμφέροντος¨ αξιοποιώντας έτσι το παράθυρο του συντάγματος, κι ο οποίος δεν έχει καταργηθεί αλλά αντίθετα έχουν βγει πολλές εφαρμοστικές εγκύκλιοι ,κλπ κυρίως απ΄την κυβ συριζα.
Το τωρινό Ν/σχέδιο είναι συνέχεια αυτών των προσπαθειών κι οι συγκεκριμένοι τρόποι ¨λύσης¨ που προτείνουν τώρα είναι δύο :
1. Η παράκαμψη και στην ουσία απενεργοποίηση της Δασικής υπηρεσίας ώστε να μην έχει λόγο για τις επενδύσεις στα δάση. Κι αυτό είναι μια διαχρονική προσπάθεια με αρκετές επιτυχίες, όμως τώρα προσπαθούν αυτό να γίνει αποφασιστικά, ολοκληρωτικά και τελεσίδικα. Η όλη διαχείριση και προστασία των δασών, παύει να είναι αντικείμενο δημόσιων φορέων (Δασική Υπηρεσία και Δ/νσεις Περιβάλλοντος), αλλά θα γίνεται από έναν φορέα ιδιωτικού δικαίου , με καθαρή συμμετοχή ιδιωτών στο ΔΣ , χωρίς δασολόγους ή με κάποιους που ίσως αποσπάσουν από τα δασαρχεία, χωρίς αποφασιστική αρμοδιότητα. (Κάτι παρόμοιο ισχύει και για τις ΕΠΕΑ που θα κρίνουν τις αδειοδοτήσεις και τις νομιμοποιήσεις). Μέσω αυτού του φορέα, ακόμα περισσότερο από τους προϋπάρχοντες ΦορείςΔΠΠ , απελευθερώνεται η «άσκηση εμπορικής δραστηριότητας» ,«αξιοποίηση κινητής και ακίνητης παρουσίας» , «..εκτέλεση έργων για λογαριασμό τρίτων», η με αυτό τον τρόπο fast track είσοδος των μεγάλων επιχειρήσεων αλλά και ΜΚΟ, στις Προστατευόμενες Περιοχές (που αντιστοιχούν στο 35 % της χερσαίας έκτασης της χώρας κι από τις οποίες το 95% είναι Δασικά Οικοσυστήματα). Ο κεντρικός χαρακτήρας του ΟΦΥΠΕΚΑ υπάρχει ακριβώς γιατί θέλει να αντικαταστήσει την δασική υπηρεσία σαν σύνολο, και δεν μπορούσε αυτό να επιτευχθεί μέσα από τους παλιούς Φορείς που είχαν τοπικό χαρακτήρα και θα είχαν διαφοροποίηση στις αποφάσεις κι ενέργειες.
2. Η αντικατάσταση του όρου ¨Δάση¨ ή ¨Δασικές εκτάσεις¨ από τον όρο ¨Προστατευόμενες Περιοχές¨ τις οποίες χωρίζει σε διάφορες ζώνες ( μέσω Π.Δ.) πιο ήπιων ή πιο εντατικών επιχειρηματικών επενδύσεων κάθε είδους που όμως επιτρέπονται παντού (ακόμα και σε πυρήνες εθνικών δρυμών-που πλέον ονομάζονται εθνικά πάρκα). Με αυτόν τον τρόπο οι ¨Προστατευόμενες Περιοχές¨ παύουν να προστατεύονται από την Δασική νομοθεσία και το Σύνταγμα αφού δεν είναι ¨δάση¨, κι έτσι απελευθερώνονται κάθε είδους επενδύσεις. Και ναι μεν η νομοθεσία περί προστατευόμενων περιοχών Νατούρα, είναι ισχυρότερη από τα πολεοδομικά σχέδια καθώς ανάγεται στην ευρωπαϊκή νομοθεσία, αλλά η σύγκριση πρέπει να γίνεται όχι με αυτά άλλα με την ισχύουσα δασική νομοθεσία και το σύνταγμα που ( ακόμα) στην Ελλάδα για λόγους ιδιοκτησιακούς του μεγαλύτερου μέρους των δασών είναι πιο προστατευτικά. Ένα παράδειγμα για να γίνει πιο κατανοητό : ο Υμηττός. Με βάση το Σύνταγμα και τη δασική νομοθεσία είναι δασικό οικοσύστημα και δεν επιτρέπονται μια σειρά χρήσεις που το ίδιο το κίνημα χρόνια τώρα προσπαθεί άλλες να αποτρέψει κι άλλες που υπήρχαν να απομακρύνει. Με βάση όμως τα κατά καιρούς Π.Δ. και κάποιο καινούργιο που πολύ πιθανόν θα εκδοθεί, χωρίζεται σε πολλές ζώνες όπου παντού επιτρέπεται κι από κάτι , από εκπαιδευτήρια μέχρι συνεδριακά κέντρα της εκκλησίας, Σ.Μ.Α. , βενζινάδικα, σουπερμάρκετ, πολιτιστικά κέντρα, κλπ. Η συμμετοχή των τοπικών φορέων νοείται ως ¨όλοι παίρνουν από κάτι¨ όλα τα τοπικά ιδιωτικά και δημοτικά συμφέροντα ( εκτός από τα μεγάλα και κρατικά που έτσι κι αλλιώς παίρνουν πολλά). Μέχρι σήμερα οι παράλληλες νομοθεσίες λειτουργούσαν λιγότερο ή περισσότερο προστατευτικά ανάλογα με τις αντίστοιχες πιέσεις είτε του κινήματος είτε των συμφερόντων, όπου κάθε πλευρά χρησιμοποιούσε τα αντίστοιχα ¨παραθυράκια¨ και τις θετικές διατάξεις για τους δικούς της σκοπούς. Αυτό τώρα πάει να ξεκαθαρίσει προς την αρνητική για την προστασία του περιβάλλοντος πλευρά. Ο νέος φορέας ΟΦΥΠΕΚΑ και το αντίστοιχο τοπικό τμήμα του, προφανώς θα έχουν αποφασιστική αρμοδιότητα για τις επενδύσεις στον Υμηττό, παρακάμπτοντας τη δασική υπηρεσία και νομοθεσία αλλά και το σύνταγμα. Ήδη το ΣτΕ με την γνωμοδότησή του 227/6/3/2020 υποδεικνύει στη διοίκηση τι θα πρέπει να περιλαμβάνει το Π.Δ., να καθορίσει ειδική ζώνη ¨προστασίας¨ στον Υμηττό για υποδοχή φωτοβολταϊκών πάρκων ώστε να πάρουν άδεια.
Είναι εν γνώσει τους ότι πολλές από τις διατάξεις είναι αντισυνταγματικές κι ότι κάποια από αυτά που θα φτάσουν στο ΣτΕ μπορεί και να ακυρωθούν . Όμως ο μεγάλος όγκος των διατάξεων των νομοθετημάτων, των εφαρμοστικών εγκυκλίων, Υπ. Αποφάσεων, κλπ , και άρα και των αντίστοιχων επενδύσεων, δεν θα φτάσει στο ΣτΕ. Το αν θα εφαρμόζονται στην πράξη κι αν θα προχωράνε οι καπιταλιστικές επενδύσεις κι η καταστροφή των οικοσυστημάτων ( που κυρίως είναι δασικά) είναι –όπως και πολλά άλλα- αντικείμενο διαπάλης μεταξύ των διαφορετικών ταξικών συμφερόντων.
Ευχαριστούμε για το σχόλιο και συμφωνούμε με τα περισσότερα που γράφετε με μία παρατήρηση: Οι ζώνες προστασίας της περιβαλλοντικής ή της πολεοδομικής νομοθεσίας προστίθενται και δεν καταργούν την προστασία της δασικής νομοθεσίας. Συγκεκριμένα οι εθνικοί δρυμοί περιλαμβάνονται στις περιοχές προστασίας της περιβαλλοντικής νομοθεσίας και ονομάζονται «εθνικά πάρκα» ήδη από τον πρώτο νόμο-πλαίσιο για το περιβάλλον του 1986 (ΦΕΚ Α’160) και εντάσσονται στην περιβαλλοντική ζωνοποίηση χωρίς φυσικά να καταργείται η δασική προστασία. Με τον νόμο για την βιοποικιλότητα του 2011 (ΦΕΚ Α’60) εισάγεται η έννοια «φυσικά πάρκα» η οποία διακρίνεται σε εθνικά και περιφερειακά πάρκα. Οι εθνικοί δρυμοί παραμένουν ρητά στην υποκατηγορία «εθνικά πάρκα» των φυσικών πάρκων χωρίς να θίγεται η προστασία που προκύπτει από την δασική νομοθεσία. Το νέο νομοσχέδιο καταργεί τα «περιφερειακά πάρκα». Παρομοίως και οι πολεοδομικού χαρακτήρα ζώνες του Προεδρικού Διατάγματος του Υμηττού περιγράφουν διάφορες χρήσεις οι οποίες όμως ισχύουν με την επιφύλαξη της δασικής νομοθεσίας και όχι με την κατάργησή της. Συγκεκριμένα στην παράγραφο 1 του άρθρου 8 του ΠΔ (ΦΕΚ 187/Δ’/2011) αναφέρεται ότι «Στις περιοχές που για οποιονδήποτε λόγο διέπονται από τη δασική νομοθεσία, εφαρμόζονται παράλληλα οι ισχύουσες διατάξεις της νομοθεσίας αυτής». Η μη ύπαρξη κυρωμένων δασικών χαρτών μέχρι σήμερα δεν επιτρέπει στις πολεοδομικού χαρακτήρα μελέτες να αποτυπώσουν τις ζώνες προστασίας της δασικής νομοθεσίας χωρικά και συνήθως προστίθεται μία διατύπωση ότι γενικά ισχύει η δασική νομοθεσία.
Αν δείτε προσεκτικά το παλιό άρθρο 21 του Ν.1650/86 και το ίδιο όπως τροποποιείται με το άρθρο 47 στο Ν/σχέδιο , φαίνεται πως τα σχέδια διαχείρισης και οι σχετικές δράσεις δεν ακολουθούν το Π.Δ. αλλά προηγούνται αυτού , μπορούν να αποφασίζονται από τον Υπουργό και καθορίζουν δραστηριότητες , έργα, χρηματοδοτήσεις και φορείς υλοποίησης, δηλαδή τα πάντα.
Επίσης , οι χαρακτηρισμοί των εθνικών πάρκων ( άρα και των εθνικών δρυμών ) γίνονται πάλι με απλή απόφαση Υπουργού – χωρίς Π.Δ.
Αυτά που περιγράφετε είναι ότι ίσχυε ως τώρα . Ναι, δεν κατάργησαν τη δασική νομοθεσία με νόμο. Κι εγώ περιγράφω πως λειτουργούσαν αυτά παράλληλα. Το θέμα είναι τι προβλέπεται τώρα στο νέο νόμο. Αυτό για τα σχέδια διαχείρισης και για τους χαρακτηρισμούς χωρίς Π.Δ θα ισχύει τώρα και για τον Υμηττό. Και είναι ακριβώς αυτό, το παράθυρο για να κάνουν όποιο έργο και δραστηριότητα-επένδυση θέλουν στον Υμηττό χωρίς Π.Δ. , καθώς και να χαρακτηρίσουν όποιο κομμάτι του θέλουν όπως τους βολεύει. Ίδωμεν ..
Τα Σχέδια Διαχείρισης δεν είναι κατά κάποιο τρόπο αυτοτελείς μελέτες αλλά σχέδια διαχείρισης του αντικειμένου προστασίας που προσδιορίζουν οι Ειδικές Περιβαλλοντικές Μελέτες τις οποίες έχουν ως απαραίτητη προϋπόθεση. Δεν χωροθετούν επενδύσεις ούτε προσδιορίζουν δράσεις άσχετες με το αντικείμενο οικολογικής προστασίας (έτσι περιγράφονται και στο καινούριο νομοσχέδιο) και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να υπερβούν τις απαγορεύσεις της δασικής νομοθεσίας ή υφιστάμενες πολεοδομικές ρυθμίσεις αν υπάρχουν. Με τις παλαιότερες ρυθμίσεις τυπικά πρώτα θεσμοθετείται η Ειδική Περιβαλλοντική Μελέτη συνήθως με ΠΔ (κάποιες έχουν εγκριθεί και με ΥΑ) και ακολουθεί η Υπουργική Απόφαση του Σχεδίου Διαχείρισης. Το νέο νομοσχέδιο περιγράφει ότι πρώτα θα γίνεται η Ειδική Περιβαλλοντική Μελέτη, μετά το Σχέδιο Διαχείρισης της παραπάνω μελέτης, το οποίο θα θεσμοθετείται με ΥΑ και στην συνέχεια θα εκδίδεται το Προεδρικό Διάταγμα της Ειδικής Περιβαλλοντικής Μελέτης λαμβάνοντας υπόψη και το Σχέδιο Διαχείρισής της. Κατά την εκτίμησή μας αυτό το κάνει διότι η έκδοση Προεδρικού Διατάγματος παίρνει πολύ χρόνο και η καθυστέρηση θα συμπαρασύρει και την Υπουργική Απόφαση που μπορεί να εκδοθεί πολύ πιο γρήγορα. Δεν αμφιβάλλουμε καθόλου για τις κακές προθέσεις του Υπουργείου, αμφιβάλλουμε ότι σκοπεύει ή μπορεί να τις υλοποιήσει μέσω των Σχεδίων Διαχείρισης των Ειδικών Περιβαλλοντικών Μελετών. Αλλά ας πούμε όπως και εσείς ίδωμεν.