Mumbai: εκδοχές κατοίκησης σε μια ινδική μεγαλούπολη

Του Γιώργου Παπαγκίκα, αρχιτέκτονα, ΥΔ Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ, μέλους της Αριστερής Κίνησης Εργαζόμενων Αρχιτεκτόνων

Η ακόλουθη εισήγηση παρουσιάστηκε στα πλαίσια της ημερίδας «Προσεγγίζοντας τον κατοικημένο χώρο με τον τρόπο της Μαρίας Μάντζαρη». Επιχειρεί μια έρευνα του ζητήματος της κατοικίας, επικεντρώνοντας στο πως αυτή εντοπίζεται στην πόλη του Mumbai.

Το Mumbai είναι μια από τις πόλεις των πιο ακραίων αντιθέσεων αναφορικά με τις εκδοχές κατοικίας. Η εισήγηση θα επιχειρήσει να αναδείξει το φάσμα τους, που εκτείνεται από ουρανοξύστες-αποκλειστικές κατοικίες για μία οικογένεια, έως τον μεγάλο πληθυσμό των αστέγων της πόλης.

Εν συνέχεια, θα επικεντρωθεί στις παραγκουπόλεις και θα επιχειρήσει μια προσέγγιση των πρακτικών κατοίκησης τους. Θα περιγράψει τη σχέση τους με την ευρύτερη πόλη και τη διαμόρφωση της ταυτότητάς της, καθώς την ενδεχόμενη ενίσχυση από μέρους τους συγκεκριμένων αστικών συμπεριφορών.

Οι συνοδευτικές φωτογραφίες τραβήχτηκαν από τον αρθρογράφο τον Ιανουάριο του 2014. Από αυτές εξαιρούνται 11, στις οποίες αναφέρεται η πηγή.

Zoom in

Αν το Google Earth υπήρχε πριν 300 χρόνια, η εικόνα που θα μας εμφάνιζε στις συντεταγμένες 18.97,72.83 θα ήταν αυτή του απόλυτου μπλε. Κάνοντας ελάχιστα zoom out, γύρω από το μπλε θα εμφανίζονταν 7 μικρά νησάκια, τοποθετημένα λίγο έξω από τις δυτικές όχθες της Ινδικής χερσονήσου. Το Google Earth του σήμερα μας εμφανίζει ένα τελείως διαφορετικό θέαμα: τα νησάκια έχουν εξαφανιστεί, ενώ τη θέση του απόλυτου μπλε καταλαμβάνει πια το κεντρικότερο σημείο μιας από τις μεγαλύτερες μητροπόλεις του πλανήτη. Η τελευταία έμεινε γνωστή με το όνομα ενός από τα νησιά που ενοποίησε: Βομβάη.

Zoom in: τα 7 μικρά νησιά που αντικατέστησε η πόλη του Mumbai

Η Βομβάη σήμερα ονομάζεται Mumbai και φιλοξενεί περίπου 22 εκατομμύρια κατοίκους με πυκνότητα κατά μέσο όρο 21.000κατ./km2 (η Αθήνα έχει περίπου 7.500κατ./km2). Ο πληθυσμός αυτός αναπτυσσόταν με χαμηλούς ρυθμούς έως και τη δεκαετία του ’40 απ’ όταν και δεκαπλασιάστηκε γραμμικά.

Στο Mumbai μπορεί κανείς να βρει το κτίριο Antilia, τη δεύτερη πιο ευρύχωρη κατοικία για μία οικογένεια παγκοσμίως. Η ύπαρξή του καθιστά την πόλη μάλλον τη δεύτερη στο ζήτημα των ανισοτήτων στέγασης, πίσω από το Λονδίνο που φιλοξενεί το ανάκτορο του Buckingham. Όμως το Mumbai είναι σίγουρα η πόλη όπου αυτές οι ανισότητες εκφράζονται με τη μεγαλύτερη ένταση. Πράγματι, ενώ και στο Λονδίνο υπάρχουν άνθρωποι των οποίων το μέγεθος της κατοικίας φτάνει στο ελάχιστο, δηλαδή στην έκταση που καταλαμβάνει το σώμα που κοιμάται στο έδαφος, εντούτοις η πραγματικότητα της πρωτεύουσας της Μ. Βρετανίας απέχει από αυτή του Mumbai, όπου το 60 με 70% των κατοίκων ζουν είτε στον δρόμο είτε σε παραγκουπόλεις (slums). Έτσι στο Mumbai η ασυμμετρία του άξονα στα άκρα του οποίου βρίσκονται από τη μια οι άστεγοι και από την άλλη η οικογένεια του Mukesh Ambani (ιδιοκτήτης του Antilia) αντανακλά σε μεγάλο βαθμό τις παγκόσμιες ανισότητες κατανομής πλούτου. Το Mumbai είναι κατ’ αυτή την έννοια μια πόλη πολύ πιο πραγματική από το Λονδίνο. Αυτή η ανισότητα εκφράζεται και στον χώρο, με τις παραγκουπόλεις και τους αστέγους να καταλαμβάνουν λιγότερο από το 1/10 της έκτασης του.

Οι παραγκουπόλεις του Mumbai

Εκτός από πρωτεύουσα της ινδικής επαρχίας Maharashtra, οικονομικό και χρηματιστικό κέντρο της Ινδίας και πρωτεύουσα του Bollywood, η παραγωγικότατη πόλη του Mumbai αποτελεί και την πρωτεύουσα των παραγκουπόλεων, προσθέτοντας στον παγκόσμιο αριθμό των κατοίκων τους 10 με 12 εκατομμύρια άτομα (Davis 2006, σελ. 23).

Η ανάδυση του από τη θάλασσα μέσω επιχωματώσεων δημιουργεί στο Mumbai μια ιδιαίτερη σχέση μεταξύ ανθρωπογενούς και φυσικού περιβάλλοντος, με ακαθόριστα όρια μεταξύ τους. Αυτά αποτελούν τον κυρίως χώρο ανάπτυξης των παραγκουπόλεων, οι οποίες τοποθετούνται συχνά σε μισοαποξηραμένους βαλτότοπους, εκτάσεις μεταξύ πόλης-θάλασσας και λόφους. Παράλληλα τα slums τοποθετούνται στα βόρεια όρια της πόλης και στα σύνορα με το Εθνικό Πάρκο Sanjay Gandhi. Μάλιστα, η διαρκής επέκτασή τους στο εσωτερικό του, καθιστά τις λεοπαρδάλεις του έναν πολύ πραγματικό κίνδυνο για τους κατοίκους (Davis 2006, σελ. 136).

Αυτή η συνθήκη ακολουθεί την παγκόσμια τάση κατά την οποία τα slums τοποθετούνται στα όρια του πολεοδομημένου ιστού, εκεί που ο επίσημος σχεδιασμός δεν μπορεί να φτάσει, όπως πλαγιές λόφων και όχθες μαζών νερού. Αυτή η μέθοδος παράγει τις παραγκουπόλεις-δακτυλίους που στεφανώνουν τα αστικά κέντρα από τα οποία είναι εντελώς αποκλεισμένες (κυρίαρχο μοντέλο στη Λατινική Αμερική).

Όμως στο Mumbai η «άτυπη μέθοδος κατοίκησης» δεν περιορίζεται σε αυτή τη λογική. Αντιθέτως καταλαμβάνει ένα πλήθος ανοιχτών χώρων σε όλη την έκτασή του, όπως κενά οικόπεδα, περιοχές γύρω από το αεροδρόμιο, αποβάθρες, εκτάσεις γύρω από τις ράγες των τραίνων κ.α.. Παράγεται έτσι ένας αστερισμός από νησίδες παραγκουπόλεων-«αστικών χωριών» σε διαφορετικά μεγέθη και πυκνώσεις που διατρέχει σχεδόν το σύνολο της πόλης. Πράγματι, μπορεί κανείς να περπατά στην Colaba ή στο Malabar Hill, δύο από τα πιο κεντρικά και πλούσια σημεία του Mumbai, ανάμεσα σε κτιριακά μεγαθήρια τυλιγμένα με τεράστιους τοίχους, και στρίβοντας σε κάποια γωνία να βρεθεί ξαφνικά σε ένα εντελώς διαφορετικό πυκνό περιβάλλον ενός θύλακα slum. Παράγεται έτσι ένα εκτενές πλήθος αρχιτεκτονικών λύσεων και τυπολογιών συστημάτων μαζικής κατοίκησης, τα οποία γεννούν πολύ ιδιαίτερα αστικά τοπία μεγάλου ενδιαφέροντος.

Οι συνθήκες διαβίωσης στα slums του Mumbai διαφοροποιούνται· κατά μέσο όρο μπορούν να χαρακτηριστούν εφιαλτικές. Τα ποσοστά θνησιμότητας τους είναι περίπου 50% υψηλότερα των γύρω περιοχών, ενώ το 40% των θανάτων αποδίδεται σε αρρώστιες λόγω χαμηλού επιπέδου υγιεινής.

Πολλές φορές οι παραγκουπόλεις καταλαμβάνουν εκτάσεις με υψηλά επίπεδα ρύπανσης και μόλυνσης, όπως αυτές δίπλα σε βιομηχανικές εκπομπές (π.χ. ο ποταμός Mithi) ή όχθες και βαλτότοπους όπου καταλήγουν τα αστικά λήμματα. Εξ’ ορισμού δεν διαθέτουν επαρκή δίκτυα ύδρευσης και αποχέτευσης, ενώ οι τουαλέτες είναι ελάχιστες και συνήθως αχρηστεμένες. Τη θέση τους παίρνουν οι λίγοι μη οικοδομήσιμοι μεγάλοι ανοιχτοί χώροι, όπως όχθες. Αυτό καθιστά τη λειτουργία της τουαλέτας ένα πρόβλημα το οποίο παίρνει έντονα έμφυλο χαρακτήρα: για να μη γίνονται θέαμα αλλά και εξ’ αιτίας του φόβου επίδοξων βιαστών (η σεξιστική βία είναι ιδιαίτερα αυξημένη στην Ινδία), οι γυναίκες είναι συνήθως αναγκασμένες να προγραμματίζουν τις επισκέψεις στις «τουαλέτες» μαζικά τις ώρες του ύπνου.

Ελλιπής ή ανύπαρκτη είναι επίσης η μέριμνα αποκομιδής σκουπιδιών. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι κάτοικοι των παραγκουπόλεων κάνουν ακριβώς αυτό που πρότεινε ο Slavoj Žižek δείχνοντας έναν σωρό σκουπιδιών και ζητώντας να «νιώσουμε σαν στο σπίτι μας»: μακριά από το να βρίσκονται σε μια πλασματική πραγματικότητα αποκλεισμένη από τα ανθρώπινα δυσάρεστα υποπροϊόντα, αναγκάζονται να κατοικήσουν τους χώρους οι οποίοι προορίζονται για τα απόβλητα των κυρίαρχων διαδικασιών παραγωγής, βιώνοντας έτσι σε συνθήκες ακραίου ρεαλισμού το σημερινό ανθρωπογενές περιβάλλον (Žižek 2009).

Τα slums είναι χώροι εργασίας: φιλοξενούν πολλών ειδών εργαστήρια, βιοτεχνίες και καταστήματα. Αυτή η διάσπαρτη μαζική παραγωγή, συνήθως σε τραγικές συνθήκες, είναι που κάνει το Mumbai μια από τις πιο παραγωγικές πόλεις στον κόσμο. Αποτελεί ένα μοντέλο πολυάριθμων μονάδων μικρής κλίμακας, που με την αποβιομηχάνιση αντικατέστησε τα μεγάλα υφαντουργεία που έκαναν τη Βομβάη αναπόσπαστο κομμάτι της Βρετανικής κυριαρχίας. Αυτοί οι χώροι παραγωγής βρίσκονται κοντά ή ταυτίζονται με τις κατοικίες των εργαζομένων τους, δημιουργώντας μια επιπλέον, πολλές φορές έντονη, περιβαλλοντική επιβάρυνση, ανεβάζοντας εντούτοις ψηλά το ποσοστό όσων για την καθημερινή τους μετακίνηση χρησιμοποιούν μόνο τα πόδια τους. Αυτό βέβαια έρχεται σε αντίθεση με την κατάσταση του οδικού δικτύου της πόλης που μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια πολύβουη αυτοκινητιστική κόλαση.

Ζώντας στα slums

Οι παραγκουπόλεις αποτελούν εκτάσεις ακραίας οικιστικής πυκνότητας. Οι μονάδες που τις συγκροτούν, είναι συνήθως μονόχωρα κτίρια, ισόγεια ή μονώροφα που φιλοξενούν αναντίστοιχα μεγάλους αριθμούς κατοίκων. Στο έργο Maximum City, ο συγγραφέας Suketu Mehta παρουσιάζει ένα παράδειγμα όπου μια εξαμελής οικογένεια ζει σε ένα δωμάτιο. Η κατοίκηση γίνεται μια άσκηση στον χώρο αλλά και στον χρόνο: όλα τα μέλη της οικογένειας αναγκάζονται να κοιμούνται αποκλειστικά ταυτόχρονα και σε περίπλοκες διαρρυθμίσεις, ενώ όταν είναι ξύπνιοι δεν μπορούν να βρίσκονται στο εσωτερικό όλοι την ίδια στιγμή (Mehta 2004, σελ. 488).

Μαζί με πλήθος άλλων ανέσεων, αυτό που δεν μπορεί καθόλου εύκολα να βρεθεί στις παραγκουπόλεις είναι η ιδιωτικότητα. Οι άνθρωποι ζουν διαρκώς μαζί και τις ώρες της ημέρας οι κλειστές πόρτες είναι σπάνιο θέαμα, ενώ τα κελύφη των κυρίως αυτοσχέδιων σπιτιών δεν είναι σε θέση να αποκλείσουν ήχους ή μυρωδιές. Για τους περισσότερους όσο άγνωστο τους είναι το καζανάκι της τουαλέτας και η λειτουργία του, άλλο τόσο άγνωστη είναι και η έννοια της απομόνωσης. Αυτή η συνθήκη γίνεται αναπόσπαστο στοιχείο της ύπαρξής τους. Η μοναξιά ανάγεται σε έναν από τους μεγαλύτερους φόβους, ενώ η διαβίωση σε ένα μεγάλο άδειο σπίτι μοιάζει εφιαλτική (Mehta 2004, σελ. 99-101). Αυτή η πραγματικότητα ίσως είναι ένα δείγμα του ότι η μορφή, η δομή και άρθρωση του χώρου, η αρχιτεκτονική, είναι σε θέση να επηρεάσει, έως και να διαμορφώσει τη συμπεριφορά, το συναίσθημα και τη συγκρότηση της προσωπικότητας των κατοίκων της.

Στους χάρτες της πόλης οι οικισμοί των slums εμφανίζονται κυρίως ως άδειοι χώροι, κάτι που αντανακλά το ότι βρίσκονται εκτός επίσημης χαρτογράφησης και σχεδιασμού. Όντας σε μεγάλο βαθμό μακριά από την κρατική επιτήρηση, οι ανοιχτοί χώροι μέσα τους (των οποίων η λαβυρινθώδης μορφή καθιστά δύσκολη την κατηγοριοποίηση σε «δρόμους», «πλατείες» κ.λπ.) σχηματίζονται, συντηρούνται και χρησιμοποιούνται διαρκώς από τους ανθρώπους που ζουν δίπλα τους, αποκτώντας έτσι έναν χαρακτήρα «κοινού χώρου» (Negri/Hardt 2000).

Ενδιαφέρον χωρικό στοιχείο των παραγκουπόλεων αποτελεί η έντονη δυσκολία διάκρισης μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού χώρου. Το μικρό μέγεθος των παραπηγμάτων σε συνδυασμό με το πλήθος των κατοίκων αναγκάζει τους τελευταίους να γεμίζουν τον γύρω χώρο με χρήσεις που υπό «κανονικές» συνθήκες θεωρούνται εντελώς ιδιωτικές, προσδίδοντας του έναν μεταβατικό χαρακτήρα «κατωφλιού». Συχνά οι δημόσιοι διάδρομοι μεταξύ των κτιρίων μοιάζουν εσωτερικοί, κάνοντας ολόκληρες γειτονιές να μοιάζουν με μεγάλα κοινόβια. Αυτή η κατάσταση βρίσκει το αντίστροφό της στην αρχιτεκτονική των τοίχων και φρακτών που τυλίγουν τις μεγάλες ιδιοκτησίες. Οι τελευταίοι, συνήθως εξοπλισμένοι με κάμερες και συρματόπλεγμα, κάνουν την υπόλοιπη πόλη να μοιάζει συχνά με στρατιωτικοποιημένη ζώνη.

Οι χώροι μέσα στα slums παρουσιάζονται πολλές φορές φορτωμένοι με πολλά διακοσμητικά στοιχεία. Φιλοξενούν συχνά θρησκευτικές τελετές, γιορτές και παιχνίδια. Όλα αυτά είναι πολύ συνηθισμένα στη χώρα και θυμίζουν τα καρναβάλια και άλλες διαδικασίες «συλλογικής χαράς» που απαντώνται όλο και σπανιότερα στον δυτικό κόσμο (Ehrenreich 2007).

Με αυτόν τον τρόπο τα slums παίρνουν έναν έντονο χαρακτήρα και ατμόσφαιρα, λειτουργώντας σαν θύλακες-χωριά ανάμεσα στις ροές που διαπερνούν μια παγκόσμια μητρόπολη (Castels 2004). Πολλοί από τους κατοίκους τους μοιάζουν να έχουν ανοσία σε αυτό που ο Georg Simmel θεωρεί κύριο χαρακτηριστικό της μητροπολιτικής συμπεριφοράς, την «απαθή στάση» (Simmel 1903). Πράγματι, όποιο φαινόμενο μοιάζει άσχετο με το περιβάλλον, όπως π.χ. ένας περιπλανώμενος τουρίστας, ελκύει εύκολα το βλέμμα των ντόπιων και σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα βρίσκεται περικυκλωμένο από ένα ολοένα και αυξανόμενο σμήνος εκστασιασμένων παιδιών (αυτό δε συμβαίνει τόσο στο Dharavi, το παλιότερο slum της πόλης, το οποίο λόγο της φήμης του λειτουργεί συχνά σαν «θεματικό πάρκο παραγκούπολης» και είναι γεμάτο από εξωτερικούς επισκέπτες).

Αν και σε έναν βαθμό εκτός επίσημης χαρτογράφησης και επιτήρησης, τα slums του Mumbai δε βρίσκονται εντελώς «έξω από το πανόπτικο» (Foucault 1977). Σε διαφορετικά μεγέθη και διάσπαρτα σε όλη την πόλη, δεν έχουν μεταξύ τους σχέσεις τόσο στενές όσο με την υπόλοιπη πόλη. Είναι αντιθέτως συνυφασμένα σε ένα δίκτυο αστυνομικών τμημάτων, αντιπροσώπων, ΜΚΟ, δημοτικών και άλλων αρχών, συνήθως τυλιγμένα σε πολυεπίπεδα συστήματα διαφθοράς, πελατειακών σχέσεων, πατροναρίσματος και εξάρτησης. Παράλληλα οι συνθήκες ακραίας φτώχειας, σε συνδυασμό με την ύπαρξη ταξικής εκμετάλλευσης και θρησκευτικών και άλλων διαφορών εντός τους, δημιουργούν συχνά επιθετικές συμπεριφορές και συγκρούσεις, κυρίως σε προσωπικό επίπεδο (Boo 2012).

Αιτίες

Το βασικότερο αίτιο της ύπαρξης των slums δεν είναι άλλο από την αποικιοκρατία. Οι Βρετανοί αποτελούν τους σημαντικότερους δημιουργούς παραγκουπόλεων της ιστορίας (Davis 2006, σελ. 52) και το κατάφεραν αποκλείοντας πολλούς ντόπιους από πολεοδομημένα κέντρα και αδιαφορώντας για τη βελτίωση της διαβίωσής τους, στερώντας τους υποδομές και υγιεινή. Σε αυτό ήρθαν να προστεθούν τα μεγάλα προσφυγικά ρεύματα του πολέμου του 1947 που ακολούθησε την απελευθέρωση και διάσπαση της ενιαίας αποικίας.

Αν και τα θεμέλια μπήκαν από την αποικιοκρατία, αυτό που οδήγησε στην εκθετική αύξηση των slums είναι η κατάσταση της ινδικής υπαίθρου. Η υφαρπαγή γης, η υπερεκμετάλλευση φυσικών πόρων και η καταστροφή του περιβάλλοντος από το κεφάλαιο αναγκάζουν τους κατοίκους της να ζουν σε πρωτόγονες συνθήκες και ολοένα και αυξανόμενη εξαθλίωση. Το κυνήγι μιας καλύτερης ζωής στην πόλη αποτελεί τη συνηθέστερη λύση έναντι της αυτοκτονίας (Davis 2006, σελ. 171) ή της ένταξης στο ένοπλο αντάρτικο (Kak 2013).

Η διαρκής αύξηση των κατοίκων των slums οφείλεται επίσης στην απουσία δημοσίας μέριμνας για στέγαση, που δημιουργεί κάθε χρόνο ένα έλλειμμα περίπου 40000 κατοικιών (O’Hare/Abbot/ Barke 1998), καθώς και γενικότερα οργανωμένου πολεοδομικού σχεδιασμού, που προσδίδει στο Mumbai τον χαρακτηρισμό «ακούσια πόλη».

Σημαντικό αίτιο αποτελούν επίσης οι κακές πολιτικές για την ενοικίαση ακινήτων και απαλλοτρίωση οικοπέδων που εφαρμόστηκαν μετά τον πόλεμο. Πρόκειται ουσιαστικά για την «Πράξη για τον Έλεγχο των Ενοικίων και Τιμών Ξενοδοχείων και Ενοικιαζόμενων Κατοικιών». Με την κωδική ονομασία Rent Act και θεσπισμένο το 1947, το νομοθέτημα αυτό ισχύει έως σήμερα και θεωρείται από τους περισσότερους καταστροφικό (Mehta 2004, σελ. 124). Θα μπορούσε να πει κανείς ότι δημιούργησε μια παθογένεια σαν αυτή που φαντάζονταν οι κλασικοί μαρξιστές ότι θα ακολουθούσε αν κάποιος επιχειρούσε να επιδιορθώσει το ζήτημα της κατοικίας χωρίς να αλλάξει τίποτα άλλο από το υπόλοιπο οικονομικό σύστημα που το γεννά (Engels 1873). Το Rent Act αποφασίστηκε για την προστασία των ενοικιαστών από την ανεξέλεγκτη κερδοσκοπία των ιδιοκτητών τη μεταπολεμική περίοδο. Ήδη από τις αρχές του πολέμου και την ενίσχυση της Βομβάης ως διαμετακομιστικού κέντρου αγαθών και στρατευμάτων, συνέρρεε στην πόλη ένα πλήθος εύρωστων επισκεπτών. Οι κάτοχοι ακίνητης περιουσίας, στην προσπάθειά τους να το εκμεταλλευτούν, ανέβαζαν τις τιμές σε όποιο επίπεδο άντεχε η αγορά, όχι όμως και οι υπάρχοντες ενοικιαστές κυρίως μεσαίων και χαμηλών στρωμάτων.

Το Rent Act, το οποίο αν και προσωρινό μέτρο κατέστη έκτοτε πολιτικά αδύνατο να ανατραπεί, όρισε τη σταθεροποίηση των ενοικίων στις τιμές του 1940, την απαγόρευση εξώσεων καθώς και την παραχώρηση δικαιώματος ενοικίασης στους κληρονόμους των ενοικιαστών. Το αποτέλεσμα ήταν οι ιδιοκτήτες να σταματήσουν να νοικιάζουν, δημιουργώντας έτσι πλήθος άδειων και αχρησιμοποίητων ακινήτων, ενώ παράλληλα σταμάτησαν και τη συντήρησή τους, αφήνοντας την ποιότητα των κτισμάτων και της ζωής εντός τους σε ελεύθερη πτώση. Αυτή η συνθήκη κάνει ακόμα το Mumbai να ασφυκτιά: χωρίς να μπορεί να εμποδίζει τον κόσμο να εισρεύσει στην πόλη, τον αποκλείει από το δικαίωμα της κατοικίας και τον καταδικάζει στην εξαθλίωση.

Από το 1976 έως το 2007 η κατάσταση επιδεινώθηκε από την «Πράξη Αστικής Γης (Ανώτατο Ύψος και Ρύθμιση)», νομοθέτημα που έδινε στο κράτος τη δυνατότητα απαλλοτρίωσης οικοπέδων χωρίς αποζημίωση, αποθαρρύνοντας την ανανέωση του κτιριακού αποθέματος και την κατασκευή νέων κτισμάτων.

Πολιτικές αντιμετώπισης

Το κράτος απέναντι στο ζήτημα των παραγκουπόλεων χρησιμοποιεί μια σειρά λύσεων. Όμως αυτές συνήθως είτε ανακυκλώνουν το πρόβλημα, είτε είναι αναποτελεσματικές ή ανεπαρκείς για την κλίμακα του προβλήματος το οποίο καλούνται να αντιμετωπίσουν.

Η πιο κοινή προσέγγιση είναι αυτή της εκδίωξης και κατεδάφισης. Πρόκειται για ένα καθημερινό φαινόμενο και ακόμα και η απαγόρευσή της την περίοδο των μουσώνων συχνά αγνοείται. Μάλιστα έχει παρατηρηθεί η διάλυση και το ξαναστήσιμο οικισμών παραπάνω από μια φορές την ημέρα (Mehta 2004, σελ. 86). Αυτή η διαδικασία, συνοδευόμενη από την υπόσχεση επανατοποθέτησης των κατοίκων σε μελλοντικά συγκροτήματα αλλού, είναι επίσημη πολιτική από το 1896. Πολλές φορές όμως τα νέα κτίρια είτε αργούν να κατασκευαστούν είτε δεν αντιστοιχούν στις οικονομικές δυνατότητες των ιδιοκτητών τους, οι οποίοι αναγκάζονται να τα μεταπουλήσουν ανακυκλώνοντας το πρόβλημα. Είναι επίσης συνήθως τραγικής κατασκευαστικής ή αρχιτεκτονικής ποιότητας, επικίνδυνα (π.χ. BBC News India 2013) με έλλειψη απαραίτητων δικτύων, μικρά και πολύ μεγάλης πυκνότητας, κάνοντας έτσι ακόμα και τη διαβίωση στα slums πιο ευχάριστη εναλλακτική. Σε αυτό βεβαίως συντείνει το γεγονός ότι η μετακίνηση σε τέτοιου είδους μοντερνιστικά μπλοκ σημαίνει τη διάλυση της καθημερινότητας, του τρόπου ζωής, των κοινωνικών σχέσεων αλλά και της παραγωγής των κατοίκων τους.

Από το 1976, ακολουθώντας τις νέες οπτικές για την πόλη που αναδύθηκαν, καθώς και τα νέα οικονομικά μοντέλα, εισήχθη στην επίσημη πολιτική η προσπάθεια επιτόπιας βελτίωσης των συνθηκών των παραγκουπόλεων. Παράλληλα επιχειρήθηκε η δημιουργία μισθωτηρίων για τα σπίτια καθώς και ο δανεισμός των κατοίκων για την ανανέωσή τους. Από οικονομική άποψη επρόκειτο για μια προσπάθεια νεοφιλελεύθερης κοπής υπό την αιγίδα της Παγκόσμιας Τράπεζας οι κάτοικοι να μετατραπούν από διεκδικητές του δικαιώματος στην κατοικία σε απλούς ιδιοκτήτες ή ενοικιαστές για τους οποίους θα μεριμνούσε η αυτορυθμιζόμενη ελεύθερη αγορά. Αυτή η λογική συνάντησε την έλλειψη πόρων καθώς και την αδιαφορία των ιδιοκτητών γης για την συμμετοχή τους στο πρόγραμμα, ενώ όπου η γη ήταν δημόσια εμπόδιο στάθηκε η μεγάλη γραφειοκρατία.

Από το 1991 εφαρμόστηκε επίσης ένα είδος αντιπαροχής. Η γη που καταλάμβαναν slums θα παραχωρούνταν δωρεάν σε ιδιώτες και σε αντάλλαγμα αυτοί θα είχαν την υποχρέωση να κατασκευάσουν σε ένα ποσοστό της έκτασης ψηλά κτίρια για μεταστέγαση. Για την εφαρμογή του προγράμματος θα απαιτούνταν η συναίνεση του 70% των κατοίκων. Τα προβλήματα που ενέκυψαν στην υλοποίηση ήταν πολλά: αποθαρρυντικοί παράγοντες ήταν η ανατροπή της καθημερινότητας των κατοίκων, η τυποποίηση των νέων δομών που συχνά δεν αντιστοιχούσε στα είδη σπιτιών στα οποία διέμεναν, η ανυπαρξία μεταβατικής στέγασης καθώς και τα έμμεσα έξοδα που τους επιβάλλονταν. Παράλληλα υπήρχε μεγάλη γραφειοκρατία και έλλειψη οικοπέδων υπό το απλό ιδιοκτησιακό καθεστώς που θα επέτρεπε την υλοποίηση του προγράμματος. Επίσης το σύστημα οδηγούσε σε κερδοσκοπικές πρακτικές αλλά και συγκρότηση πυκνοτήτων αναντίστοιχων των υποδομών της περιοχής. Τέλος εμφανιζόταν και πάλι η αδυναμία των κατοίκων να υποστηρίξουν τις νέες ιδιοκτησίες και ο εξαναγκασμός τους στη μεταπώληση.

Τα αποτελέσματα αυτών των λύσεων είναι πενιχρά. Η ενεργοποίηση των ίδιων των κατοίκων, αν και ελπιδοφόρα, δεν καταφέρνει μεγάλες ανατροπές. Σε αυτό συντείνει ο αυξανόμενος διαμεσολαβητικός ρόλος των ΜΚΟ, η καλλιέργεια λογικών ανάθεσης καθώς και σχέσεις εξουσίας και εκμετάλλευσης στο εσωτερικό των κοινοτήτων.

Η οικονομική ανάπτυξη της Ινδίας την έκανε μια από τα λίγα success stories των πολιτικών της Παγκόσμιας Τράπεζας, αποκρύπτοντας την ακόμα μεγαλύτερη ανάπτυξη της (αστικής) φτώχιας. Για τη διατήρηση και αύξηση τέτοιων δεικτών επιβάλλεται η επιτάχυνση της απορρύθμισης και παγκοσμιοποίησης της ινδικής οικονομίας. Για το Mumbai ο διακηρυγμένος στόχος είναι η ανάδειξη σε «Πόλη Παγκόσμιας Κλάσης» και «Παγκόσμιο Χρηματοπιστωτικό Κέντρο» με μεγάλα ποσά να διατίθενται σ’ αυτόν. Το 2001 η μείωση των επιτοκίων κατοικίας και η απελευθέρωση ξένων επενδύσεων πυροδότησε μια έκρηξη των κατασκευών. Για τους επερχόμενους επενδυτές όπως μερικούς που διέβλεψαν το κραχ του 2008 και εγκατέλειψαν τις ΗΠΑ (Singh 2013, σελ. 380) οι καλυπτόμενες από slums εκτάσεις είναι απλά μια ευκαιρία ανάπτυξης. Έτσι, από το 2004 οι εκδιώξεις και μετακινήσεις άγγιξαν πρωτοφανή επίπεδα. Αυτού του τύπου η «συσσώρευση μέσω υφαρπαγής» (Singh 2013, Harvey 2012), υλοποιείται παράλληλα με εντυπωσιακές ιδιωτικοποιήσεις και δημιουργία Ειδικών Οικονομικών Ζωνών. Ταυτόχρονα επενδύσεις και επιδοτήσεις αναλώνονται στο «City Branding», το δίκτυο μετακινήσεων και την αρχιτεκτονική θεάματος. Το Mumbai είναι η πόλη με τον υψηλότερο ρυθμό ανέγερσης ουρανοξυστών, ενώ το πρόβλημα των παραγκουπόλεων συνεχίζει να ανακυκλώνεται και να αυξάνεται.

Παράκτιες παραγκουπόλεις με φόντο τους ουρανοξύστες του Mumbai

Δικαίωμα στο Mumbai

Περπατώντας κάποιος στους δρόμους του Mumbai θα διαπιστώσει ότι συνθήκες που θα περίμενε να συναντήσει μόνο στις παραγκουπόλεις δεν περιορίζονται εκεί. Πλήθος πρακτικών, όπως ανοιχτά καταστήματα και υπηρεσίες, πλανόδιοι πωλητές, αυτοσχέδιες κατασκευές, παραπήγματα αστέγων κ.α., συνωστίζονται διαρκώς στους χώρους μεταξύ κτιρίων και αυτοκινήτων. Η ατμόσφαιρα και ο χαρακτήρας που κορυφώνονται στα slum διαπερνά το σύνολο του δικτύου του Mumbai. Έτσι, αντί για σαφώς οριοθετημένες νησίδες σε ένα αστικό αρχιπέλαγος, αυτά μοιάζουν περισσότερο με αγγεία-πυκνώσεις ενός ριζωματικού συστήματος που τυλίγει όλη την πόλη. Αποκτά έτσι η πρωτεύουσα της Maharashtra την πολύ ιδιαίτερη ταυτότητά της.

Πράγματι, οι κάτοικοι των παραγκουπόλεων, εκτός από τη μεγάλη πλειοψηφία της εργατικής τάξης, μαζί με τους πλανόδιους και τους άστεγους συγκροτούν ένα σύνολο που παράγει κυρίαρχα το «συλλογικό συμβολικό κεφάλαιο» του Mumbai (Harvey 2012, σελ. 197). Μεταξύ τους υπάρχουν πλήθος διαφορές όπως η θέση στην παραγωγή, οι συνθήκες διαβίωσης, το φύλο, η θρησκεία, η κάστα κ.α.. Αυτό όμως που τους ενοποιεί είναι ο αποκλεισμός τους από το «δικαίωμα στην πόλη», δηλαδή όχι μόνο το υλικό μερίδιο στον χώρο και τις υποδομές της, αλλά και στον έλεγχο του τρόπου αναπαραγωγής και εξέλιξής της (Lefebvre 1968, Harvey 2012). Η κατοπτρική εικόνα αυτού του μνημειώδους αποκλεισμού είναι οι εντυπωσιακές δυνατότητες που θα προσέφερε η συλλογικοποίηση και συγκρότηση ενός συμπεριληπτικού πολιτικού υποκειμένου διεκδίκησής αυτού του δικαιώματος.

Εκφάνσεις ουτοπίας;

Εν μέσω και ενάντια στην εξαθλίωση και τις στερήσεις, η κοινωνικότητα των παραγκουπόλεων οδηγεί στην καταγραφή ενδιαφέρουσων συμπεριφορών, όπως αναπάντεχες εκδηλώσεις ανιδιοτελούς συλλογικής αλληλεγγύης (Mehta 2004, σελ. 157). Παράλληλα η εγκληματικότητα στους δρόμους της πόλης (ο.π.) και μέσα στα slums (Yardley 2011) είναι σχετικά απούσα [σε αντίθεση με περιοχές εγκαταλελειμμένων βιομηχανικών μονάδων (Bhatia 2013) ή τη δραστηριότητα των μεγάλων συνδικάτων οργανωμένου εγκλήματος της Βομβάης].

Κατασκευή στην παραγκούπολη της περιοχής Worli

Στο έργο Behind the Beautiful Forevers η δημοσιογράφος Katherine Boo παρουσιάζει τη ζωή μέσα σε ένα slum, εστιάζοντας σε έναν νεαρό κάτοικο που κατηγορείται αδίκως για ένα έγκλημα. Οι δυσκολίες του πηγάζουν από την αυταρχικότητα και διαπλοκή των αρχών, ενώ η εξέταση των γειτόνων βοηθάει όσο τίποτα στην επίλυση του ζητήματος (Boo 2012). Η συλλογική διαβίωση επιφέρει αλληλοέλεγχο.

Όπως και η ατμόσφαιρα των παραγκουπόλεων, έτσι και η στάση αλληλεγγύης μπορεί να διαχυθεί στο σύνολο της πόλης. Ο Suketu Mehta περιγράφει την αντίδραση των κατοίκων του Mumbai στη μεγάλη πλημμύρα του 2005 ως εξής:

«(…) αντίθετα με την κατάσταση στη Νέα Ορλεάνη μετά το χτύπημα της Κατρίνα, δεν υπήρξε ευρεία κατάρρευση της δημόσιας τάξης: ακόμα και με την απουσία της αστυνομίας, οι δείκτες εγκληματικότητας δεν ανέβηκαν. Αυτό συνέβη γιατί οι κάτοικοι του Mumbai ήταν απασχολημένοι με το να βοηθάνε ο ένας τον άλλο. Οι κάτοικοι των παραγκουπόλεων πήγαν στους αυτοκινητόδρομους και πήραν τους ακινητοποιημένους οδηγούς στα σπίτια τους, κάνοντας χώρο για ακόμα ένα άτομο σε καλύβες με μέσο όρο διαμονής εφτά άτομα ανά δωμάτιο. Εθελοντές κυκλοφορούσαν σε νερό μέχρι τη μέση για να φέρουν τροφή στους 150000 ακινητοποιημένους των σιδηροδρομικών σταθμών. Σχηματίστηκαν ανθρώπινες αλυσίδες για τη μεταφορά ανθρώπων έξω από τις πλημμύρες. Το κυρίως μέρος του κυβερνητικού μηχανισμού ήταν απόν αλλά κανείς δεν περίμενε κάτι διαφορετικό. (…)»

(Mehta 2006)

Τέτοιες καταγραφές δείχνουν ότι εκάστοτε συνθήκες διαβίωσης απαιτούν και παράγουν ιδιαίτερες κοινωνικές σχέσεις και συμπεριφορά. Ακόμα και μέσα στην πιο ακραία δυστοπία φτώχειας και εξαθλίωσης και ενάντια σε αυτή, μπορεί κανείς να διακρίνει δείγματα θετικών δυνατοτήτων διάπλασης μιας έντονης συλλογικότητας. Μας παρουσιάζονται έτσι σπάνιες εκφάνσεις μιας ενδεχόμενης άλλης, καλύτερης κοινωνίας, μιας νέας ευτοπίας του συλλογικού.


Βιβλιογραφία

  • BBC News India (27/9/2013), India building collapse: Six killed and dozens trapped in Mumbai, http://www.bbc.co.uk/news/world-asia-india-2429437
  • Bhatia, Sidharth (5/9/2013), City of million islands στο Hindustrian Times
  • Boo, Katherine (2012), Behind the Beautiful Forevers, Penguin books
  • Castells, Manuel (2004), “Space of Flows, Space of Places: Materials for a Theory of Urbanism in the Information Age”, στο Rethinking Technology: A Reader in Architectural Theory, William W. Braham and Jonathan A. Hale (eds), London: Routledge
  • Davis, Michael (2006), Planet of Slums, Verso
  • Ehrenreich, Barbara (2007), Dancing in the streets: a history of collective joy, Granta
  • Engels, Friedrich (1872), Το Ζήτημα της Κατοικίας, Σύγχρονη Εποχή
  • Foucault, Michel (1977), Discipline and Punish: The Birth of the Prison, Pantheon Books
  • Harvey, David (2012), Εξεγερμένες Πόλεις, ΚΨΜ
  • Jim Yardley (28/12/2011), In One Slum, Misery, Work, Politics and Hope, New York Times, https://www.nytimes.com/2011/12/29/world/asia/in-indian-slum-misery-work-politics-and-hope.html
  • Kak, Sanjay (2013), Red Ant Dream, ντοκυμαντέρ
  • Lefebvre, Henry (1996), Το Δικαίωμα στην Πόλη
  • Mehta, Suketu (2004), Maximum City: Bombay Lost and Found, Penguin
  • Mehta, Suketu (2006), «Mumbai» στο Cities Architecture and Society, 10. Mostra internazionale di architettura, la Biennale di Venecia 2006
  • Negri, Antonio/ Hardt, Michael (2000), Αυτοκρατορία, Scripta
  • O’Hare, Greg/ Abbott, Dina/ Barke, Michael (1998), «A review of slum housing policies in Mumbai» στο Cities, Vol. 15, No. 4
  • Simmel, Georg (1903), «Οι Μεγαλουπόλεις και η Διαμόρφωση της Συνείδησης», στο Μητροπολιτική Αίσθηση, Άγρα
  • Singh, Simpreet (2013), «Development, dispossession and accumulation: Mumbai in contemporary times» στο Mumbai Reader 2013, Urban Design Research Institute
  • Žižek, Slavoj (2009) στο Taylor, Astra (1/6/2009), Examined Life: Excursions with contemporary thinkers, New Press The New York

Συντάκτης: Αριστερή Κίνηση Εργαζόμενων Αρχιτεκτόνων - ΑΚΕΑ

Συλλογικότητα άνεργων, μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων αρχιτεκτόνων, που δραστηριοποιείται στον ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ και όχι μόνο.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: