Ψάχνοντας την εικόνα της πόλης, αν η πόλη ανήκε και σε εκείνη*
Ιωάννα Μπαρκούτα
Η παρακάτω εισήγηση ανακοινώθηκε στο συνέδριο: «Μεταβολές και Ανασημασιοδοτήσεις του Χώρου στη Εποχή της Κρίσης», Βόλος, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, 1-3/11/2013, σσ.337-343
Ο κόσμος μας μοιάζει με έναν «κόσμο που πλημμύρισε ξαφνικά με “εκτοπισμένους ανθρώπους”» (Bauman, 2006). Αν και οι σύγχρονοι απόκληροι δεν αποτελούν φαινόμενο της εποχής μας, σήμερα, σε καιρούς οικονομικής κρίσης φαίνεται πολύ έντονα ότι «η πόλη έγινε χώρος απόρριψης ενός πλεονάζοντος πληθυσμού» (Davis, 2006). Η υπόθεση εργασίας βασίζεται στην προσπάθεια ανίχνευσης της χωρικής έκφρασης του κοινωνικού αποκλεισμού όπως αποτυπώνεται στην αφήγηση μιας άστεγης γυναίκας στην πόλη του Χαλανδρίου την εποχή της κρίσης. Μέσω συνεντεύξεων, θα επιχειρηθεί να αναδειχθούν οι «στιγματισμένοι χώροι» που αναπαράγονται και παράγουν τον κοινωνικό αποκλεισμό (Βρυχέα, 2009), συγκροτώντας μια αρχιτεκτονική που δομείται άλλοτε με όρους ήττας και άλλοτε με όρους διεκδίκησης.
Η ΣΥΝΟΜΙΛΗΤΡΙΑ
Γνωρίζω τη συνομιλήτρια, ως γειτόνισσα, πολλά χρόνια. Μέσα από καθημερινή – τυπική αρχικά και σταδιακά περισσότερο εγκάρδια – επαφή, έχω παρακολουθήσει την καθημερινότητά της. Οι συνεντεύξεις δόθηκαν τμηματικά, ενώ η βασική συνέντευξη πέρα από τη συνομιλία μας εμπεριείχε και το κομμάτι της περιήγησης. Συναντηθήκαμε στο χώρο όπου διανυκτερεύει την ώρα που ξυπνάει και περιηγηθήκαμε στη γειτονιά όπου και οι δύο ζούμε, μυώντας με στις καθημερινές πρακτικές της, στις πρακτικές του χώρου της, στην πόλη της.
Η συνομιλήτρια, η Μαρία** είναι 58 χρονών και ζει 14 χρόνια στο δρόμο. Κατέληξε στους δρόμους της πόλης του Χαλανδρίου, όταν έκλεισε ο ψυχιατρικός ξενώνας στον οποίο φιλοξενούνταν, οπότε και παρέμεινε στην περιοχή όπου για χρόνια νοσηλευόταν. Είναι Ελληνίδα, φιλόζωη και πιστεύει στο Θεό. Αυτήν την εποχή «συγκάτοικός» της είναι ένα μικρόσωμο σκυλί, ο Τζόνυ. Κατοικούν (μαζί) έξω από μια τράπεζα σε ένα κεντρικό σημείο της πόλης του Χαλανδρίου.
Με αφορμή την κατοίκηση της Μαρίας, θα ανιχνευθούν τα ίχνη κατοίκησης μιας αποκλεισμένης κοινωνικής ομάδας (αυτής των αστέγων), οι οποίοι «ζουν “σε εξορία” από τη σύγχρονη φιλολογία της αστικής εξέλιξης» (Davis, 2006). Μέσω των συνεντεύξεων θα διαμορφωθεί μια αφήγηση, με δική της πλοκή, δικούς της ήρωες και φυσικά δικούς της τόπους. Στο εγχείρημα αυτό μπλέκονται διαδρομές, καινούργιες αλλά και «γνώριμες» χρήσεις του χώρου, ίχνη κατοίκησης, αντικείμενα, καθημερινές πρακτικές, απαγορευμένοι χώροι αλλά (και) εμπειρίες, συναισθήματα, εικόνες και μυρωδιές. Η συρραφή όλων των παραπάνω αναδεικνύει μια πόλη που υπολείπεται, την πόλη που αναδύεται όταν διαβαστεί μέσα από τα πρακτικές μιας «χρήστριας του χώρου» (Perec, 2000).
Αν θεωρήσουμε ότι «αυτό που αποκαλούμε καθημερινότητα, δεν είναι πρόδηλο, μα αδιαφανές» τότε εξετάζοντας την καθημερινή ιστορία μιας άστεγης γυναίκας, (κυρίως) αναζητούμε ποιότητες των χώρων που κατοικούμε, αναζητούμε ό,τι παραμένει κρυμμένο, ό,τι υπάρχει κάτω από την επιφάνεια. Άραγε, «τι υπάρχει πίσω από την ταπετσαρία» (Perec, 2000) μας;
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
Το σύγχρονο μοντέλο κατοίκησης, πέρα από την προφανή χωρική του διάσταση, μπορεί να προσεγγιστεί (και) ως μια σύνθετη κοινωνική και πολιτισμική κατασκευή. Σύμφωνα με την Άννη Βρυχέα (2003), ο οικονομικός και κατασκευαστικός ορθολογισμός, αλλά (κυρίως) η λειτουργικότητα, νομιμοποίησε εκ των υστέρων ένα μοντέλο το οποίο υποτάχθηκε «στο όμοιο και στη χωρίς όρια αναπαραγωγή του». Η λογική του δωματίου ως μονάδας συγκεκριμένης λειτουργίας που ορίζεται με μονοσήμαντο τρόπο, απέκτησε χαρακτηριστικά κλειστού συστήματος και μετασχηματίστηκε σε καλούπι για αναπαραγωγή της κατοικίας των πολλών.
Η λειτουργικότητα μιας σύγχρονης κατοικίας συχνά κρίνεται από τη συσχέτιση των καθημερινών δραστηριοτήτων των χρηστών της, σε σχέση με συγκεκριμένους δομημένους χώρους και σε σχέση με το χρόνο. Η δομή της κατοικίας λειτουργεί σαν κάνναβος, στον οποίο προσαρμόζονται οι βιολογικές λειτουργίες, αλλά και οι ανάγκες, που προκύπτουν από την καθημερινή ζωή των χρηστών. Σύμφωνα με τον Perec (2000) «Η λειτουργία λειτουργεί σύμφωνα με μια διαδικασία μονοσήμαντη, σειραϊκή και νυχθήμερη: οι καθημερινές δραστηριότητες αντιστοιχούν σε ωρολογιακές φέτες, σε κάθε ωρολογιακή φέτα, αντιστοιχεί κι ένα δωμάτιο του διαμερίσματος:
07.00 Η μητέρα σηκώνεται και πάει στην ΚΟΥΖΙΝΑ να ετοιμάσει πρωινό 07.15 Το παιδί σηκώνεται και πάει στο ΜΠΑΝΙΟ 07.30 Ο πατέρας σηκώνεται και πάει στο ΜΠΑΝΙΟ 07.45 Ο πατέρας και το παιδί παίρνουν το πρωινό τους στην ΚΟΥΖΙΝΑ 08.00 Το παιδί παίρνει το παλτό του απ’ τον «καλόγερο» του και φεύγει ΧΟΛ για το σχολείο».
Το παραπάνω διάγραμμα κίνησης – κατοίκησης, αν και σχηματικό – «κανείς φυσικά δεν ζει ακριβώς έτσι» – αποδίδει τη σφιχτή σχέση προκαθορισμένου χώρου και καθημερινών λειτουργιών, αναδεικνύοντας την αναζήτηση των ορίων της λειτουργικότητας σε καθημερινή πρακτική. Κανείς μάλλον δεν ζει ακριβώς όπως φαίνεται στο παραπάνω διάγραμμα, αλλά όπως αναφέρει ο Perec (2000) «έτσι τουλάχιστον οι αρχιτέκτονες και οι πολεοδόμοι μας βλέπουν να ζούμε ή έτσι θέλουν να ζούμε». Άλλοτε οι ανάγκες και οι επιθυμίες των χρηστών εναρμονίζονται με το λειτουργικό μοντέλο της κατοικίας και άλλοτε η σφιχτή σχέση προκαθορισμένου χώρου – χρόνου – χρήσης αποκαλύπτει τα όριά της.
Αν επανέλθουμε, όμως, στην υπόθεση εργασίας, τι συμβαίνει όταν η σχέση αυτή βίαια διαρραγεί; Ποιοι χώροι παράγονται και ποια αντιστοίχηση προκύπτει σε σχέση με το χρόνο και τις χρήσεις στις περιπτώσεις εκτοπισμού; Πώς επαναπλαισιώνεται η συσχέτιση χώρου – χρόνου – χρήσης μέσω μιας διαφορετικής αφήγησης της καθημερινής ζωής και της κατοίκησης, αυτής της διαμονής στο δρόμο; Στο απόσπασμα που ακολουθεί, η συνομιλήτρια ονειρεύεται το δικό της σπίτι:
«Αν έχει ένα δωμάτιο, να κοιμάμαι, μια τουαλέτα και ένα σαλόνι να κάθομαι, θα έχω γύρω γύρω τις εικονίτσες μου, θα πάρω και ένα λιβανιστήρι για να ευχαριστήσω το Θεό, ας έχει και μια βεράντα...».
Στο σήμερα, η συνομιλήτρια κατοικεί στους δρόμους του Χαλανδρίου. Όπως υπογραμμίζει το απόσπασμα από την συνέντευξη της Μαρίας, που ακολουθεί, η καθημερινότητά της χωροθετείται στους δύο πιο κεντρικούς δρόμους του Χαλανδρίου. Το πρόγραμμά της ακολουθεί κατά έναν τρόπο το διάγραμμα κίνησης – παγιωμένης ανάγκης – χώρου, δημιουργώντας, όμως, μια δική της λειτουργικότητα σε σχέση με τους ανάγκες της και τους χώρους στους οποίους της επιτρέπεται ή διεκδικεί να έχει πρόσβαση. Χαρακτηριστικά αναφέρει:
«…άμα χορτάσω ύπνο, ξυπνάω πότε στις 3, πότε 2:30, πότε 4 μπορεί να ξυπνήσω στις 6:30 το πρωί… παίρνω μαζί μου όλα μου τα πράγματα, το Τζόνυ… έχω φύγει πριν ανοίξει η τράπεζα, δεν αφήνω σκουπίδια, τα μαζεύω, προσέχω… μετά καλαμπουρίζω με τον ψαρά… πάω Χαϊμαντά πίνω καφέ, με κερνάνε τα παιδιά εκεί που είναι στη γωνία… πάω τουαλέτα στις δημόσιες, καμία φορά έχω νερό πάνω μου, μπουκάλι, πλένομαι… άμα κουραστώ καταλάβω ότι βαριέμαι και θέλω να ξαπλώσω πάω εδώ στο εμπορικό, στην τράπεζα δίπλα στη στοά, στα παγκάκια. Εκεί κοιμάμαι, μεσημέρι, ξυπνάω, πάω παίρνω καφέ, τα παιδιά με κερνάνε, στη Χαϊμαντά είναι, τρώω κάνα κέικ… το μεσημέρι παίρνω τηλέφωνο σε ένα μαγαζί που είναι στην Αριστοφάνους, μαγειρεύει ο ίδιος, πολύ καθαρός… μου το φέρνει σε ταπεράκι, το παιδί, ο σερβιτόρος… το τρώω στο παγκάκι που κοιμάμαι, στην τράπεζα έχει ήλιο… ή αλλιώς στη στοά στο ψαράδικο που είναι ίσκιος με το μικρούλη, στην τράπεζα δεν τρώω γιατί μαζεύονται μυρμήγκια, μην μου πουν τίποτα… τρώω και άμα θέλω να περπατήσω περπατάω, στις 6:30 πέφτει ο ήλιος… τότε πάω και κάθομαι (στην τράπεζα) μέχρι το πρωί… αν δω ότι έχει κόσμο κάθομαι, αν δω ότι δεν έχει, φεύγω πάω Χαϊμαντά με τούτον εδώ (τον σκύλο)… πειράζω τον φύλακα, καλαμπουρίζω και μετά πάω να κοιμηθώ».
«ΚΑΤΟΙΚΟΣ Ή ΠΑΡΑΠΑΝΙΣΙΟΣ;»
Η κατοικία (σύμφωνα με τον Ruskin) αποτελεί τόπος Eιρήνης ή (σύμφωνα με το Foucault) χώρο ανάπαυσης (Τροβά, 2009). Στην περίπτωση όμως της κατοίκησης στο δρόμο, οι χώροι διαμονής των αστέγων εμπεριέχουν ανασφάλεια και περιθωροποίηση. Από την επιλογή του σημείου για διανυκτέρευση, μέχρι τη σχέση με τους γείτονες, η κατοίκηση στους δρόμους της πόλης προδίδει βία, απόρριψη και αποκλεισμό. Η αφήγηση της συνομιλήτριας ξεκινά με απαρίθμηση των σημείων στα οποία έχει διανυκτερεύσει στο Χαλάνδρι. Αναφέρει:
«Έμεινα έξω από το pet shop στην Αγίας Παρασκευής… έβλεπα τα σκυλάκια, είχα μεγάλη αγάπη… το βράδυ τα φύλαγα. Μετά αφού έφυγε η Σόνια (το pet shop) με κυνήγαγε ο ιδιοκτήτης, μετά κοιμόμουν για λίγο στο γκαράζ της αστυνομίας και μετά έξω… κοιμόμουνα κοντά στο (αστυνομικό) τμήμα, έξω από ένα καθαριστήριο, στη γωνία με το τμήμα… ένιωθα ασφάλεια εκεί… μετά, δεν έφυγα, με διώξανε, ήταν μια μέγαιρα διοικητής εκεί, γυναίκα, και λέει διώχτε την από εδώ, τα παιδιά (οι αστυνομικοί) μου λένε «Μαρία δεν θέλουμε να φύγεις αλλά η διοικητής μας…»…μετά καθόμουν, πήγα έξω από την τράπεζα, είχε μια πόρτα, αλλά είχε βάθος και έμπαινα μέσα και δεν βρεχόμουνα… γνώρισα τον διευθυντή, μου λέει θα φέρω την αστυνομία, του λέω, φέρτε την εγώ δεν κλέβω… κόλλησα εδώ (στην τράπεζα)… άλλαξαν οι πόρτες βάλαν δύο με κουμπί, δεν χωρούσα και του λέω (του διευθυντή), αφού σας ενοχλώ θα πάω πιο κάτω είναι δημόσιος δρόμος δεν μπορείς να μου απαγορεύσεις, εκεί που κάθομαι τώρα…».
Το ιστορικό των μετακινήσεων της συνομιλήτριας φανερώνει τη δυσκολία που αντιμετωπίζει ακόμα και στην διανυκτέρευση στο δημόσιο χώρο. Την αίσθηση της απόρριψης, του φόβου και του αποκλεισμού προσπαθεί η ίδια να την υπερβεί, υποκαθιστώντας την αίσθηση του ανεπιθύμητου, το πολύ του ανεκτού, με αυτή του αγαπητού (ως αντικείμενο αγαθοεργίας, φιλανθρωπίας και ελέους). Αναφέρει:
« …έχω γνωρίσει παιδιά με σκουλαρίκια στη γλώσσα, με τατουάζ και όλοι με αγαπάνε, μου λένε σε πείραξε κανένας; Μου λένε να κοπανίσουμε κανένα του ΔΙΑ; Σε ενοχλούν; Λέω όχι ρε παιδιά, δεν είναι κακοί, με έχουν αγκαλιάσει τα παιδιά, είναι όλοι φίλοι μου, με βοηθάνε, άμα φωνάξω βοήθεια θα πεταχτούν όλοι και θα τον κάνουν ασήκωτο… με αγκάλιασε όλος ο κόσμος».
Σύμφωνα με τον Bauman (2005), η αμφίθυμη στάση που περιγράφηκε δεν αποτελεί αντίφαση. Τόσο το αίσθημα του φόβου και της αποστροφής, όσο και αυτό του οίκτου και της συμπόνιας, αποτελούν συστατικά το ίδιο απαραίτητα για την αναπαραγωγή της κοινωνικής τάξης και την προσπάθεια υπακοής στον κανόνα. Σε αυτήν την κατεύθυνση, η αρχιτεκτονική πόσο αμέτοχη είναι;
«ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΕΚΤΡΟΠΗΣ»
Σύμφωνα με την συνομιλήτρια, ο διαχωρισμός των χρήσεων, η προσβασιμότητα, η φύλαξη, η εποπτεία, ο φωτισμός και η σκίαση αποτελούν στοιχεία που μετατρέπουν το κατοικήσιμο σε μη κατοικήσιμο και αντίστροφα. Η πόλη του Χαλανδρίου χωρίζεται σε ζώνες ασφάλειας και ζώνες ανασφάλειας. Το φως και το σκοτάδι, η ορατότητα, η άμεση προσβασιμότητα, η σημασία της κίνησης αποτελούν κλειδιά για την κατανόηση της χωροθέτησης των καθημερινών πρακτικών της. Οι επικίνδυνες ζώνες – εγκαταλειμμένα σπίτια, σκοτεινά σημεία, σημεία με πολλά αδέσποτα σκυλιά, περιοχές αμιγούς κατοικίας – είναι απαγορευτικές σε αντίθεση με άλλες ζώνες – σημεία με καταστήματα και πολλούς περαστικούς, η πιάτσα των ταξί, σημεία κοντά στους αστυνομικούς ή δρόμοι με επαρκή φωτισμό – που συγκροτούν την «περιοχή της». Η πόλη της δεν είναι όλη η πόλη. (Virilio, 2004).
«Με τα πόδια πάω μέχρι τη Δούρου, από την Αγίας Παρασκευής… καμία φορά αν έχω ξεκούραση πάω μέχρι την (πλατεία) Κένεντυ… μέχρι την Αντρέα Παπανδρέου σε ένα μαγαζί που έχει… με 3,4 ευρώ, μέχρι εκεί… δεν μου αρέσει το περιβάλλον από εκεί και κάτω, με πιάνει φοβία εκεί κάτω».
Στοιχεία αστικού εξοπλισμού, όπως οι δημόσιες τουαλέτες, οι κοινόχρηστες βρύσες και τα παγκάκια στους δημόσιους χώρους είναι αναγκαία για τη διαβίωσή της στο δρόμο. Το ωράριο των τουαλετών καθορίζει τις βιολογικές ανάγκες της συνομιλήτριας. Για τις κοινόχρηστες βρύσες στην πλατεία του Χαλανδρίου αναφέρει:
«Δεν έχει βρύσες… α, αυτές; Δεν είναι, είναι μόνο για τα πουλάκια, είναι χάλια, δεν έχει βρύσες… γι’ αυτό έχω πάντα μαζί μου 4 μπουκάλια νερό, για να πλένομαι».
Τα παγκάκια, που για την ίδια αποτελούν σημαντικό εξοπλισμό της καθημερινότητά της, αναφέρει:
«Τα παγκάκια αυτά (τα καινούρια) δεν με βολεύουνε, δεν μπορώ να ξαπλώσω, πιάνομαι… με βολεύει μόνο το άλλο, εκείνο, μέσα στη στοά».
Ένα παγκάκι, στο εσωτερικό μιας ξεχασμένης στοάς, το οποίο περικλείεται από δέντρα, σκιάζεται από τον ήλιο, φωτίζεται το βράδυ και προστατεύεται από τη βροχή, παράπλευρα του πιο κεντρικού δρόμου στο κέντρο της πόλης, πλαισιωμένο από μαγαζιά, δίπλα στην πιάτσα των ταξί ενσαρκώνει την έννοια του κατοικήσιμου. Για τη συνομιλήτρια, ο χώρος της πόλης δεν μοιάζει ομοιόμορφος και συνεχής, αντίθετα είναι γεμάτος με συνοριακές γραμμές, με όρια. «Δεν μπορείς απλώς να αφεθείς να γλιστρήσεις από το ένα στο άλλο – ούτε από την μια στην άλλη κατεύθυνση: πρέπει να ξέρεις το σύνθημα, πρέπει να διασχίσεις το κατώφλι, πρέπει να δείξεις τα χαρτιά σου» (Perec, 2000).
Η Μαρία, ζώντας στο περιθώριο μιας εξορθολογισμένης, επεκτατικής, συγκεντρωτικής και θεαματικής πόλης καταλαμβάνει το δικό της χώρο, ο οποίος καθορίζεται από θεσμικές και μη απαγορεύσεις. Είναι όμως καταδικασμένη στην παθητικότητα και την πειθαρχία; (Ντε Σερτώ, 2010)
Σύμφωνα με το Lefebvre (1991), ο χώρος που καταλαμβάνει το περιθώριο είναι δημιουργημένος από μια σειρά απαγορεύσεις και βίαιες συγκρούσεις με το υπάρχον καθεστώς. Οι χρήστες του χώρου συμμορφώνονται με τους μηχανισμούς πειθαρχίας μόνο και μόνο για να τους παρακάμψουν και τους μετατρέψουν. Ακόμα και μέσα στα πλαίσια της πολεοδομικής συγκρότησης της πόλης, «παραμένει δυνατή μια πρακτική εκτροπής» (Ντε Σερτώ, 2010). Η συνομιλήτρια, σπάζοντας την σφιχτή σχέση προκαθορισμένου χώρου – χρόνου – χρήσης, κατασκευάζει «χώρους – δωμάτια», παρακάμπτοντας την πολεοδομική τους ταυτότητα, με μόνο κριτήριο, την ταύτιση χρήσης και προσωπικής ανάγκης. «Ξεκλέβει χρόνο και υλικά» – από την πόλη – «για να φτιάξει κάτι για λογαριασμό της» (Ντε Σερτώ, 2010). Όπως αναφέρει η ίδια, στις δημόσιες τουαλέτες δεν υπάρχει η υποδομή για να μπορεί να πλυθεί.
«Αν άλλαζα κάτι, θα ήταν να είχε μια χαραμάδα η τουαλέτα (οι δημόσιες τουαλέτες), όπως το κάμπινγκ για να μπορούσα να κάνω και μπάνιο».
Η συνομιλήτρια «εφευρίσκει» το μπάνιο της σε ένα παλιό εκκλησάκι, λίγο πιο πέρα από το σημείο στο οποίο διανυκτερεύει. Αναφέρει:
«Την ημέρα, αν έχω σαμπουάν πάω στο μικρό εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου… εκεί από κάτω από τη βρύση λούζομαι, τον είχα κάνει και αυτόν (τον σκύλο της) μια μέρα μπάνιο… με κυνήγαγε στην αρχή ο παπάς, εγώ πάω πιο μπροστά, πριν (τη λειτουργία)…».
Η Μαρία, δίνοντας μια δεύτερη σημασία στο εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου, επανα-σχεδιάζει την πόλη του Χαλανδρίου σχεδιάζοντας τη δική της πόλη. Καταργώντας πολεοδομικές χρήσεις ή προσθέτοντας καινούργιες στις ήδη υπάρχουσες δημιουργεί «μια δεύτερη γεωγραφία, πάνω στη γεωγραφία της απαγορευμένης ή της κυριολεκτικής σημασίας» (Ντε Σερτώ, 2010).
Ανάλογα, η ανυπαρξία ενός χώρου στον οποίο θα μπορούσε να φυλάει τα πράγματά της – δεδομένου ότι κουβαλάει μαζί της όλα της τα αντικείμενα – αποτελούσε δυσεπίλυτο πρόβλημα. Η λύση προέκυψε όταν ανακάλυψε «μια μικρή πόρτα, κάτι σαν ντουλάπα» σε ένα κεντρικό εμπορικό κέντρο του Χαλανδρίου. Ο φίλος της, ο φύλακας του εμπορικού κέντρου της φυλάει τα πράγματα («μια βαλίτσα έχω») το βράδυ.
Από τη μονοσήμαντη κατεύθυνση όπου η ονομασία του χώρου προσδιορίζει τη χρήση (Τροβά, 2009), η συνομιλήτρια ακολουθεί την αντίστροφη πορεία. Οι βιολογικές της ανάγκες και οι επιθυμίες της είναι ο οδηγός ώστε να εφευρεθούν οι χώροι και να ονομαστούν στο δικό της νοητικό χάρτη του Χαλανδρίου. Αν σε αυτό το πλαίσιο επαναφέρουμε το σχήμα της λειτουργικότητας, κάνοντας την αναγωγή από την κατοίκηση στην κατοικία σε αυτή στους δρόμους της πόλης, τότε: το «υπνοδωμάτιο» είναι ο χώρος έξω από την τράπεζα, αλλά επίσης και το παγκάκι (στη στοά), η «κουζίνα» ή η «τραπεζαρία» της είναι το παγκάκι στη στοά και η στοά δίπλά στο ψαράδικο. Η «τουαλέτα» είναι οι δημόσιες τουαλέτες, αλλά και το εκκλησάκι του Άγιου Γεωργίου. Η «ντουλάπα» ή η «αποθήκη» είναι το εγκαταλειμμένο δωμάτιο, στο εμπορικό κέντρο.
Η άστεγη γυναίκα ως μια «πολεοδόμος εν αγνοία της» (Virilio, 2004) – χωροθετεί, αναδεικνύει, καταργεί ή γκρεμίζει και τελικά ανοικοδομεί τη δική της γειτονιά, την δική της πόλη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Bauman Ζ., 2005. Σπαταλημένες Ζωές. Οι απόβλητοι της καθημερινότητας, μτφρ. Καρασαρίνης Μ, Κατάρτι, Αθήνα.
Davis Μ 2006. «Ο Πλανήτης των Παραγκουπόλεων: Αστεακή ενέλιξη και άτυπο προλεταριάτο», New Left Review, Αθήνα, σ. 183-211.
Lefebvre H., 1991. The production of Space, Blackwell, Oxford.
Βιριλιό, Π., 2004. Πανικόβλητη πόλη. Το αλλού αρχίζει εδώ, μτφρ. Τομανάς Β., Νησίδες, Αθήνα.
Βρυχέα Α., 2009. «Κοινωνικό φύλο και λειτουργία της πόλης». Στο Λαδά Σάσα (επιμ.), «Μετατοπίσεις. Φύλο, διαφορές και αστικός χώρος», Εκδ. Futura: 87-92.
Βρυχέα Α., 2009. «Κρίση “κατοίκησης”, χωρικές ανισότητες και κοινωνικός αποκλεισμός. Για έναν νέο προσδιορισμό της πολυπλοκότητας των προβλημάτων κατοικίας – γειτονίας – πόλης». Στο Λαδά Σάσα (επιμ.), «Μετατοπίσεις. Φύλο, διαφορές και αστικός χώρος», Εκδ. Futura: 71-85.
Βρυχέα Α.,2003. Κατοίκηση και Κατοικία. Διερευνώντας τα όρια της αρχιτεκτονικής, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.
Μπάουμαν Ζ., 2006. Ρευστή αγάπη. Για την ευθραυστότητα των ανθρωπίνων δεσμών, μτφρ. Καράμπελας Γ., Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα.
Ντε Σερτώ Μ., 2010. Επινοώντας την καθημερινή πρακτική. Η πολύτροπη τέχνη του πράττειν, μτφρ. Καψαμπέλη Κ., Σμίλη, Αθήνα.
Περέκ Ζ., 2000. Χορείες Χώρων, μτφρ. Κυριακίδης Α. , Ύψιλον, Αθήνα
Τροβά Β., 2009. «Τόπος ειρήνης ή πεδίο μάχης; Η κατοικίας ως έμφυλη διαπραγμάτευση». Στο Λαδά Σάσα (επιμ.), «Μετατοπίσεις. Φύλο, διαφορές και αστικός χώρος», Εκδ. Futura: 95-110.
* Ο τίτλος είναι εμπνευσμένος από το άρθρο «Κοινωνικό φύλο και λειτουργία της πόλης», Βρυχέα Άννη (2009)
** Για λόγους προστασίας της συνομιλήτριας, το όνομα με το οποίο αναφέρεται, δεν είναι το πραγματικό.
Reblogged this on Oxtapus *beta.