Μιχάλης Πισσαρίδης – Μαρία Χριστοδούλου
Η παρακάτω εργασία μας μεταφέρει στην Πορτογαλία και στο χρονικό διάστημα που έλαβαν χώρα τα γεγονότα που έγιναν γνωστά ως «επανάσταση των γαρυφάλλων», όταν οι αξιωματικοί του πορτογαλικού στρατού που πολεμούσε στις αποικίες, ανέτρεψαν το δικτατορικό καθεστώς της χώρας εμφορούμενοι από προοδευτικές και ριζοσπαστικές αντιλήψεις. Στην άνοιξη των κινημάτων που ακολούθησε, τέθηκε επί τάπητος και το ζήτημα της κατοικίας. Οι κάτοικοι των εργατουπόλεων, που μέχρι τότε πλήρωναν δυσανάλογα υψηλά ενοίκια για να κατοικούν στα συνωστισμένα ilhas (εργατικές κατοικίες), σχημάτισαν επιτροπές κατοίκων (Comissões de Moradores) και ξεκίνησαν να διεκδικούν συλλογικά το δικαίωμα στην αξιοπρεπή κατοίκηση, είτε με καταλήψεις δημόσιων και ιδιωτικών κενών κτιρίων, είτε στο πλαίσιο του προγράμματος S.A.A.L. (Serviço Ambulatorio Apoio Local), το οποίο ήταν το κρατικό πρόγραμμα των επαναστατικών κυβερνήσεων που είχε σαν στόχο τη συμμετοχή του λαού στη διαμόρφωση των συνθηκών κατοίκησης. Ένα από τα συνθήματα που σημάδεψαν την περίοδο και αποκτά ξανά επικαιρότητα στις μέρες μας ήταν: «καμία κατοικία χωρίς ανθρώπους, όσο υπάρχουν άνθρωποι χωρίς κατοικία!»
Η παρούσα εργασία αποτελεί κομμάτι φοιτητικής διάλεξης που παρουσιάστηκε στην Αρχιτεκτονική ΕΜΠ το Σεπτέμβρη του 2008, με επιβλέπουσα καθηγήτρια την Μαρία Μαντουβάλου και σύμβουλο την Σοφία Αυγερινού – Κολώνια.
Περίοδος από τα μέσα του 18ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 20ου
Το ιστορικό πλαίσιο στην Πορτογαλία
Κατά το πρώτο μισό του 18ου αιώνα (1706 – 1750), η Πορτογαλία γνωρίζει μια περίοδο ιδιαίτερης οικονομικής ευμάρειας, υπό την βασιλεία του João V, ενώ τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του η χώρα πέρασε μια περίοδο στασιμότητας, μέχρι που ο διάδοχός του, Afonso VI, διόρισε ως υπουργό του τον Sebastião José de Carvalho e melo, (μετέπειτα μαρκήσιος de Pombal) οπότε και ανέκαμψε πλήρως (1).
Η Ισπανία έσπασε την συμμαχία που είχε συνάψει με την Αγγλία και την Πορτογαλία το 1793, εναντίον της Γαλλίας, επιτρέποντας στα στρατεύματα του Ναπολέοντα να εισβάλουν στην Πορτογαλία, χρησιμοποιώντας τα εδάφη της. Το 1807 η βασιλική οικογένεια της χώρας και όλοι οι ακόλουθοι της εγκαταλείπουν την Πορτογαλία, υπό την συνοδεία του Βρετανικού στόλου, καταφεύγοντας για 14 χρόνια στο Rio de Janeiro της Βραζιλίας.
Η περίοδος 1809 – 1820 θεωρείται πολύ σημαντική σε πολιτικό και διεθνές επίπεδο, καθώς οι συμφωνίες μεταξύ της Πορτογαλίας και της Βρετανίας καθορίζουν το μέλλον της Αφρικής: το 1815 καταργείται η δουλεμπορία και το 1817 κατοχυρώνονται τα δικαιώματα της Πορτογαλίας σε σημαντικό κομμάτι της Αφρικής.
Η ΕΠΙΒΟΛΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Εξαιτίας των Ναπολεόντειων καταστροφών στη χώρα, της απουσίας της βασιλικής οικογένειας και την επίδραση του Ισπανικού φιλελευθερισμού, στην Πορτογαλία υπάρχουν πολιτικές και κοινωνικές αναταραχές που οδηγούν σε επαναστατικές ζυμώσεις – η μοναρχία στη χώρα, αρχίζει να κλονίζεται. Αποτέλεσμα των παραπάνω, ήταν να εκδηλωθεί επανάσταση στη Πορτογαλία, με στόχο την εγκαθίδρυση Συντάγματος τον Αύγουστο του 1820. Η απόρροια της εξέγερσης αυτής, ήταν η σύγκληση Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης και η έγκριση ενός πολύ φιλελεύθερου συντάγματος, με αποτέλεσμα την αναγνώριση – όρκο του βασιλιά στο νέο Σύνταγμα. Ακολούθησαν πολιτικές αναταραχές – εμφύλιες διαμάχες, όπου ο λαός χωρίστηκε σε εκείνους που υποστήριζαν την μοναρχία και σε εκείνους που τάσσονταν υπέρ της λαϊκής κυριαχίας.
Αναλυτικότερα, μετά το θάνατο του João VI, ο Pedro της Βραζιλίας έγινε ο Pedro I της Πορτογαλίας, εκδίδοντας, από την Βραζιλία όπου κυβερνούσε, μια Συνταγματική Χάρτα που προέβλεπε ένα κοινοβουλευτικό καθεστώς το οποίο θα αντλούσε την ισχύ του από τον μονάρχη και δεν θα στηριζόταν στην έννοια της λαϊκής κυριαρχίας.
Η κόρη του Maria II da Gloria, γίνεται βασίλισσα σε ηλικία 15 χρονών σε πολύ δύσκολη εποχή, καθώς υπερασπίστηκε έντονα την Συνταγματική Χάρτα του πατέρα της, με αποτέλεσμα ο λαός να χωριστεί σε αυτούς που υποστήριζαν την Χάρτα (Χαρτιστές) και σε αυτούς που ήθελαν ένα Σύνταγμα βασισμένο στην κυριαρχία του έθνους. Το αποτέλεσμα ήταν, τον Σεπτέμβριο του 1836 να επικρατήσουν αυτοί που ήθελαν το Σύνταγμα (Σεπτεμβριστές) και να εξοριστούν οι Χαρτιστές.
Το 1842, οι Σεπτεμβριστές λόγω εσωτερικών προβλημάτων διασπώνται και την κατάσταση εκμεταλλεύονται οι αντίπαλοι, επαναφέροντας την Χάρτα, όπου αυτή ανατρέπεται το 1846, μετά από λαϊκή εξέγερση. Η χώρα διασπάται ξανά στους Σεπτεμβριστές και σε εκείνους που υποστηρίζουν το σχέδιο της βασίλισσας Maria II και του έμπιστού της João Carlos Saldanha. Το 1847 ο Saldanha επικράτησε.
Από το 1856 και έπειτα έχουμε στην Πορτογαλία την περίοδο γνωστή και ως «Αναγέννηση», κατά την οποία έπαυσαν όλες οι εμφύλιες έριδες και εδραιώθηκε το καθεστώς των κομματικών κυβερνήσεων. Τα κυριότερα κόμματα αυτή την περίοδο στη χώρα αποτελούν οι Ιστορικοί και οι Αναγεννητές. Η εναλλαγή όμως αυτών των δύο κομμάτων στην εξουσία, δεν αντιπροσώπευε πλέον τον λαό της χώρας και άρχιζε να κερδίζει έδαφος ο ρεπουμπλικανισμός.
ΑΠΟΙΚΙΟΚΡΑΤΙΑ
Με την Συνθήκη του 1815 – που είχε υπογραφεί από Αγγλία και Πορτογαλία(2) – είχαν αναγνωριστεί οι κτήσεις της Πορτογαλίας στην Αφρική. Εν τω μεταξύ όμως η Γερμανία και το Βέλγιο είχαν επίσης αποκτήσει αποικιακά συμφέροντα και δεν τους συνέφερε η συνθήκη αυτή κι έτσι στη διάσκεψη του Βερολίνου το 1885 δημιούργησαν μια αρχή, της «πραγματικής κατοχής» αποικιακών εδαφών.

Στη Λισαβόνα είχε αναπτύχθηκε αποικιακό κίνημα με αποτέλεσμα την δημιουργία σχεδίου, γνωστό ως «τριανταφυλλόχρωμος χάρτης» (Mapa cor de rosa) – καθώς αυτός αποτυπώθηκε σε χάρτη με κόκκινο χρώμα – με τον οποίο η Πορτογαλία διεκδικούσε την περιοχή από Μοζαμβίκη μέχρι Αγκόλα. Η Αγγλία που δεν συμμετείχε σε αυτή την κίνηση, είχε άλλα σχέδια για την Αφρική(3), καθώς είχε συνεννοηθεί απευθείας με τις χώρες της Ηπείρου για την «προστασία» τους και η Πορτογαλία αντέδρασε.

Η απάντηση των Βρετανών ήταν πως δεν αναγνώριζαν τις συνθήκες και τις κτήσεις, αλλά ακόμα και να τις αναγνώριζαν, θεωρούσαν πως η Πορτογαλία δεν τις είχε καταλάβει με νόμιμες διαδικασίες. Η Αγγλία απέστειλε τελεσίγραφο στις 11 Ιανουαρίου 1890, ζητώντας την άμεση απόσυρση των πορτογαλικών στρατευμάτων από την Αφρική, αλλιώς θα ξεκινούσε πόλεμος. Τελικά η Πορτογαλία έκανε πίσω και υπογράφηκε συνθήκη μεταξύ Πορτογαλίας και Αγγλίας το 1891, η οποία αναγνώριζε ως μόνη κυριαρχία των Πορτογάλων την Μοζαμβίκη και την Αγκόλα.
Η Ευρώπη τη δεκαετία του 1880, δε συγκροτούσε μόνον τον αρχικό πυρήνα της καπιταλιστικής ανάπτυξης που επικράτησε στον κόσμο και τον μετασχημάτισε, αλλά και την αναντίρρητα σημαντικότερη συνιστώσα της παγκόσμιας οικονομίας και της αστικής κοινωνίας. Ποτέ άλλοτε στην ιστορία δεν υπήρξε πιο ευρωπαϊκός αιώνας, ούτε θα ξαναϋπάρξει.
«Τη δεκαετία αυτή, η Πορτογαλία αποτελούσε, όχι απλώς μέλος της λέσχης των κυρίαρχων κρατών αλλά και τη μεγάλη αποικιοκρατική αυτοκρατορία χάρη στην ιστορία της – διατηρούσε την αφρικανική αυτοκρατορία της, όχι μόνον επειδή οι αντίπαλες ευρωπαϊκές δυνάμεις δεν μπορούσαν να αποφασίσουν πώς να την διαμελίσουν, αλλά και επειδή, όντας «ευρωπαϊκή», οι κτήσεις της δεν θεωρούνταν – τουλάχιστον όχι τελείως – απλή πρώτη ύλη για αποικιοκρατική κατάκτηση. Επιπλέον, ενώ η περίοδος αυτή σημαδεύεται από τους υψηλότερους ρυθμούς υπερπόντιας μετανάστευσης για τις χώρες του παλαιού μεταναστευτικού ρεύματος, το μόνο τμήμα της νότιας Ευρώπης που είχε σημαντικό μεταναστευτικό ρεύμα και πριν τη δεκαετία του 1880, ήταν η Πορτογαλία. Τα μεταναστευτικά αυτά ρεύματα αποτελούσαν, τρόπον τινά, την ασφαλιστική δικλείδα που συγκρατούσε την κοινωνική πίεση κάτω από το σημείο εξέγερσης ή επανάστασης(4)».
Το 1906 ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας ο João Franco, ο οποίος σύντομα απέκτησε δικτατορικές εξουσίες. Την περίοδο που ακολούθησε, η κατάσταση στην Πορτογαλία ήταν ταραχώδης, με τους ρεπουμπλικάνους να κατηγορούν την βασιλική πολιτική για το θέμα και αντίστροφα, ενώ ο κόσμος βρισκόταν σε αναβρασμό. Παρουσιάστηκαν κρίσεις, σκάνδαλα και συνωμοσίες, με αποκορύφωμα το 1908, η δολοφονία του βασιλιά Carlos I και του διαδόχου του, Luis Felipe, από στελέχη των ρεπουμπλικάνων(5), ενώ το 1910, δολοφονήθηκε ο ηγέτης των ρεπουμπλικάνων Miguel Bombarda. Στις 4 Οκτώβρη 1910, εξεγείρονται οι ρεπουμπλικάνοι εκδιώκοντας τον τελευταίο βασιλιά της Πορτογαλίας – γιο του Carlos I – Manuel II, στην Αγγλία. Η κρίση στη χώρα που υπέβοσκε δεκαετίες, ακόμα και αιώνες νωρίτερα, είχε μόλις ξεκινήσει.
Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΤΟΥ ΠΟΡΤΟ ΚΑΙ ΟΙ ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ ΚΑΤΟΙΚΙΕΣ – ΤΑ ILHAS
Το Οπόρτο διατηρεί τη μεσαιωνική του δομή μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα, ενώ στα τέλη του, υιοθετεί το πρώτο του «Αναπτυξιακό Σχέδιο», που προτάθηκε από τις στρατιωτικές αρχές. Το σχέδιο αυτό στόχευε σε μια νέα οικονομική ανάπτυξη, με την ανοικοδόμηση δημοσίων κτιρίων και το άνοιγμα νέων συγκοινωνιακών αξόνων που εξασφάλιζαν τη σύνδεση με τις γειτονικές περιοχές.

Στο 19ο αιώνα, συνεχίζει να μεγαλώνει η πυκνότητα κατοίκησης της πόλης και συγχρόνως αρχίζει να αναπτύσσεται ένας καινούργιος πυρήνας κατοικίας εκτός πόλης, κατά μήκος των συγκοινωνιακών αξόνων. Αυτή η νέα ανάπτυξη καθοριζόταν από τα quintas, τα οποία ήταν γεωργικά κομμάτια γης, που βρισκόντουσαν γύρω από την πόλη. Η γη συνήθως υποδιαιρείτο σε μικρές λωρίδες, με σπίτια μιας οικογένειας στην άκρη του δρόμου των οικοπέδων και αυλές ή εργαστήρια πίσω από τα σπίτια.

Η δημιουργία βιομηχανιών, η οικοδόμηση γεφυρών και σιδηροδρομικών γραμμών πάνω από τον Douro ποταμό, προκάλεσε μετανάστευση προς την πόλη(6) και οδήγησε σε νέες επεκτάσεις: η αστικοποίηση δημιουργεί νέες γειτονιές κατά μήκος της δύσης και της ανατολής. Οι εργάτες, οι οποίοι αποτελούν το εργατικό δυναμικό για τις αναπτυσσόμενες βιομηχανίες, ζουν σε ενοικιαζόμενα σπίτια που ανήκουν σε μεσαία στρώματα και τα οποία κερδοσκοπούν εις βάρος τους.
Τα ενοικιαζόμενα αυτά σπίτια, γνωστά ως ilhas, εμφανίζονται το 1890 και ήδη το 1900 μένει σε αυτά ο μισός πληθυσμός. Η διαμόρφωσή τους έγινε ως εξής: οι ιδιοκτήτες κτίζουν στις πίσω αυλές τους απλές μονάδες κατοικίας, σε μία ή δύο σειρές, τις οποίες νοικιάζουν και οι ένοικοι έχουν πρόσβαση στα σπίτια τους μέσω ενός κατωφλίου, μέσα από το σπίτι του ιδιοκτήτη. Οι συνθήκες στα σπίτια αυτά, ήταν πολύ ανθυγιεινές και υποβαθμισμένες, χωρίς υποδομές και υπηρεσίες(7). H πυκνότητα κατοίκησης αυξάνεται όταν αργότερα, στις υπάρχουσες κατοικίες προστίθεται δεύτερος όροφος με νέες κατοικίες. Τα ilhas εξαπλώνονται παντού και καθορίζουν η δομή της πόλης, η οποία υπάρχει και σήμερα.

(1) Ανάμεσα στις μεταρρυθμίσεις που προώθησε ο μαρκήσιος ήταν: η αναδιοργάνωση του εμπορίου, η ίδρυση εθνικής μεταξοβιομηχανίας, δημιουργία εμπορικών εταιριών, η αναδιοργάνωση και ο έλεγχος του κράτους, ο διαχωρισμός εκκλησίας κράτους σχεδόν σε όλα τα επίπεδα και ο περιορισμός των δραστηριοτήτων των Άγγλων εμπόρων στην
Πορτογαλία. Ενώ θα πρέπει να αναφέρουμε και τον σωστό χειρισμό της κατάστασης έπειτα από τον καταστροφικό σεισμό της Λισαβόνας (Lisboa) – της κλίμακας των 9 ρίχτερ – όπως και την σύγκρουση του με τους Ιησουίτες – τους απέλασε από όλες τις πορτογαλικές κτήσεις- και τους ευγενείς / (2) Το 1815 καταργείται η δουλεμπορία και το 1817 κατοχυρώνονται τα δικαιώματα της Πορτογαλίας σε σημαντικό κομμάτι της Αφρικής. / (3) Υπήρχε συγκεκριμένο σχέδιο για μεγάλο κομμάτι της Αφρικής, από βορρά έως νότο – το οποίο περνούσε μέσα από τις «κτήσεις» της Πορτογαλίας – και σύμφωνα με το οποίο προβλεπόταν κατασκευή σιδηροδρόμου από Cape Town έως Cairo. / (4) Hobsbawm Eric, «Η εποχή των Αυτοκρατοριών». / (5) Alfredo Costa και Manuel Buiça. Πυροβολήθηκαν από την αστυνομία και τους σωματοφύλακες της βασιλικής οικογένειας, έπειτα από την πράξη τους. / (6) Ο πληθυσμός αυξήθηκε κατά 125% την περίοδο 1864 – 1911 / (7) Το 1870 η θνησιμότητα ξεπερνάει το 24% και στις δεκαετίες του 1880 και του 1890 το 30%.
Περίοδος 1910 – 1974
Η Δημοκρατία (1910 – 1926)
Το 1910 το καθεστώς της μοναρχίας στην Πορτογαλία, όπως έχει αναφερθεί, καταρρέει όταν δολοφονείται ο ηγέτης των Δημοκρατικών, Miguel Bombarda, με αποτέλεσμα την εξέγερση και επικράτηση των δημοκρατικών, στις 4 Οκτωβρίου του ίδιου έτους. Μια προσωρινή κυβέρνηση εξέδωσε έναν νέο εκλογικό νόμο βάσει του οποίου δόθηκε καθολικό δικαίωμα ψήφου στον άρρενα πληθυσμό. Εξελέγη Συντακτική Εθνοσυνέλευση η οποία ενέκρινε το νέο Σύνταγμα της χώρας στις 20 Αυγούστου 1911 και στις 24 Αυγούστου ανέλαβε τα καθήκοντά του ο νέος πρόεδρος της χώρας Manuel José de Arriaga.
Τα πρώτα χρόνια της δημοκρατίας σημαδεύτηκαν από πολιτική και οικονομική κρίση. Το νέο καθεστώς δεν είχε ερείσματα στην ευρύτερη κοινή γνώμη και βρισκόταν συνεχώς υπό την πίεση των ριζοσπαστικών συνδικάτων από την μία και των μοναρχικών, οι οποίοι είχαν μεγάλη απήχηση, από την άλλη. Την περίοδο αυτή εισήχθησαν σημαντικοί θεσμοί, όπως ο διαχωρισμός Κράτους – Εκκλησίας, η γενική στρατολογία, η υποχρεωτική λαϊκή εκπαίδευση, το δικαίωμα της απεργίας. Όμως το δημοκρατικό Σύνταγμα του 1911 δεν λειτούργησε. Σημειώθηκαν εξεγέρσεις των μοναρχικών και στρατιωτικά πραξικοπήματα – συνολικά είκοσι «επαναστάσεις» – με αποτέλεσμα, κατά τα 16 χρόνια της δημοκρατίας, να συγκροτηθούν 40 διαφορετικές κυβερνήσεις.
Με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Πορτογαλία προσχώρησε στην συμμαχία με τη Γαλλία και τη Βρετανία εναντίον της Γερμανίας. Ύστερα από συγκρούσεις στη βόρεια Μοζαμβίκη και στη νότια Αγκόλα, η Γερμανία κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Πορτογαλίας στις 9 Μαρτίου 1916. Το 1918, ο τότε πρόεδρος Sidonio Pais δολοφονείται. Τα χρόνια που ακολούθησαν, αποτέλεσαν μια περίοδο κοινωνικών αναταραχών με συχνές απεργίες.
ΚΡΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΚΑΤΟΙΚΙΩΝ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ
Κοντά στα τέλη του 19ου αιώνα, το νέο βιομηχανικό προλεταριάτο αρχίζει να οργανώνεται και να υπερασπίζεται τα συμφέροντά του. Η απάντηση του κράτους είναι η απόφαση για επένδυση στην υποδομή και στις υπηρεσίες (με προτεραιότητα το σύστημα ύδρευσης) και σε νέα σχέδια για κατοικίες – δημιουργία γειτονιών της εργατικής τάξης σε δημοτική γη. Παρόλα αυτά, μέσα σε μια περίοδο 20 χρόνων, πραγματοποιούνται μόνο 3 έργα που εξασφαλίζουν στέγαση για ένα σύνολο 100 οικογενειών και στόχο έχουν την προβολή του γοήτρου του Κράτους. Ένα άλλο είδος κατοικίας, επίσης πολύ περιορισμένης έκτασης, αρχίζει να εμφανίζεται: οι εργατικές κατοικίες, για τις οποίες προνοούν οι μεγάλες βιομηχανίες, με στόχο να δεσμεύσουν τον εργάτη με την εταιρεία.
Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και με τον έλεγχο των ενοικίων που εισήχθηκε στην πόλη, η δυνατότητα να ενοικιάσει κανείς κατοικία στα ilhas, όπως και η ιδιωτική οικοδόμηση, μειώνονται. Παρόλα αυτά, το Κράτος και ο Δήμος προσπαθούν να κτίσουν κατοικίες για να αντικαταστήσουν τις ιδιωτικές πρωτοβουλίες, με μικρή όμως επιτυχία – η βιομηχανία πραγματοποίησε μόνο ένα έργο, ενώ το Κράτος και ο Δήμος τρία, για 230 οικογένειες. Τα σχέδια για τα έργα αυτά εισήχθησαν από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ειδικά από την Ολλανδία.
Το «Νέο Κράτος» (1926 – 1974)
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ – ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ
Το Μάιο του 1926, το στρατιωτικό πραξικόπημα στην Braga ανέτρεψε την κυβέρνηση και εγκατέστησε προσωρινή στρατιωτική κυβέρνηση. Το 1928 ανέλαβε την εξουσία ο στρατηγός António óscar Fragoso Carmona, ο οποίος διετέλεσε πρόεδρος της χώρας μέχρι το θάνατό του, το 1951. Στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση, ανέθεσε το Υπουργείο Οικονομικών στον Αntónio de Οliveira Salazar, καθηγητή της Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο της Coimbra. Από το 1928 και μέχρι το 1948, ο Αntónio Salazar διετέλεσε υπουργός Οικονομικών και για το 1929 επέβαλε αυστηρά μέτρα λιτότητας. Το 1932 και μέχρι το 1968, ανέλαβε την πρωθυπουργία, το 1933 θέσπισε νέο Σύνταγμα, ενώ την περίοδο 1936 – 1947 διετέλεσε και υπουργός Εξωτερικών.

Με το θάνατο του Carmona το 1951, ο Salazar ανέλαβε την προεδρία. Το «Νέο Κράτος» του Salazar, προέβλεπε Εθνοσυνέλευση τετραετούς θητείας, την οποία αποτελούσαν φιλοκυβερνητικοί βουλευτές και η οποία συνεδρίαζε τουλάχιστον επί τρεις μήνες το χρόνο, και μια Συντεχνιακή Βουλή που συστάθηκε όταν δημιουργήθηκαν εθνικές συντεχνίες εργαζομένων και εργοδοτών. Βάσει του αναπτυξιακού προγράμματος του Salazar, προωθήθηκε ο εξηλεκτρισμός, η αναδάσωση και η εκβιομηχάνιση. Την μεταπολεμική περίοδο εκσυγχρονίστηκαν οι σιδηρόδρομοι, βελτιώθηκε το οδικό δίκτυο αναπτύχθηκαν οι εθνικές αερομεταφορές. Δημιουργήθηκαν χαλυβουργικές επιχειρήσεις, εργοστάσια συναρμολόγησης αυτοκινήτων και ναυπηγοεπισκευαστικές εγκαταστάσεις πετρελαιοφόρων. Το Νέο Κράτος του δικτάτορα εκσυγχρόνισε αρκετούς τομείς της χώρας, παρόλα αυτά περιόρισε σε μεγάλο βαθμό τις ελευθερίες και τα δικαιώματα των Πορτογάλων – ενδεικτικά αναφέρουμε την απαγόρευση του δικαιώματος στην απεργία. Εντούτοις, η μεγάλη ανάπτυξη που γνώρισε η χώρα αυτή την περίοδο, δεν μείωσε καθόλου τις ανισότητες και τις άθλιες συνθήκες ζωής μεγάλων ομάδων του πληθυσμού και ενέτεινε τα κοινωνικά προβλήματα.
Ως υπουργός Αποικιών, το 1930 συνέβαλε στη θέσπιση του νόμου περί Αποικιών, βάσει του οποίου ενσωμάτωσε τη διοίκηση των υπερπόντιων εδαφών στο σύστημά του. Ο Salazar ήταν αποφασισμένος να μην επιτρέψει την απόσχιση των αποικιών. Όταν ξέσπασαν αναταραχές στην Αγκόλα, ανέλαβε το υπουργείο Άμυνας και ενίσχυσε τα στρατεύματα στα αφρικανικά εδάφη. Το 1964 σημειώθηκε νέα έξαρση των απελευθερωτικών κινημάτων στις αποικίες (Αγκόλα, Γουινέα – Μπισάου, Μοζαμβίκη).
Τον Σεπτέμβριο του 1968 ο Salazar υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο και το 1970 πέθανε. Ο πρόεδρος Craveiro Lopes, που ακολούθησε την προεδρία του Salazar, ανέθεσε στο Marcelo Caetano, έναν από τους αρχιτέκτονες του «Νέου Κράτους», να σχηματίσει κυβέρνηση. Ο Caetano, υποσχόμενος «συνέχεια και εξέλιξη», επέτρεψε την είσοδο της αντιπολίτευσης στην Εθνοσυνέλευση και χαλάρωσε τους οικονομικούς ελέγχους, προκειμένου να ενισχύσει την οικονομική επέκταση. Το τρίτο αναπτυξιακό πρόγραμμα προέβλεπε τη σύσταση μεγάλων επιχειρήσεων, αλλά η γενική οικονομική κρίση προκάλεσε πληθωρισμό και ενέτεινε την αστυφιλία και την εξωτερική μετανάστευση. Η μετριοπαθής φιλελεύθερη πολιτική του Caetano δίχασε τους υποστηρικτές του και έδωσε ώθηση στη σοσιαλιστική και κομμουνιστική αντιπολίτευση.

Σε αυτό το σημείο αξίζει να ρίξουμε μια πιο κοντινή ματιά στην εξέλιξη της οικονομίας και της κοινωνίας της Πορτογαλίας στα χρόνια της τελευταίας δεκαετίας της δικτατορίας, για να αποκτήσουμε μια πιο σφαιρική εικόνα της κατάστασης στη χώρα. Μέχρι το 1960, η πολιτική που ακολούθησε ο δικτάτορας Antonio Salazar περιλάμβανε τον αποκλεισμό των ξένων επιρροών, είτε οικονομικής, είτε πολιτιστικής φύσης. Στη συνέχεια όμως, λόγω της ανάγκης της κυβέρνησης για στρατιωτική και πολιτική υποστήριξη στους αποικιοκρατικούς πολέμους, αλλά και για να «εκμοντερνιστεί» η βιομηχανική δομή της χώρας, έκανε βήματα για να κερδίσει την εύνοια των ξένων επενδυτών. Από το 1965, το ξένο κεφάλαιο άρχισε να επενδύει στην ελαφριά βιομηχανία – υφασμάτων και ηλεκτρονικών ειδών κυρίως – ενώ από το 1970, είτε κάτω από τον έλεγχο, είτε σε συνεργασία με το ξένο κεφάλαιο, η βαριά βιομηχανία της Πορτογαλίας αναπτύσσεται κυρίως στα καράβια, στα βαριά μηχανήματα και στα πετροχημικά, την στιγμή που η πορτογαλική γεωργία βρισκόταν σε πολύ μεγάλη κρίση, γεγονός που φαίνεται και από τους αριθμούς (1).
Δυο μεγάλες και σημαντικές αλλαγές που ακολούθησαν την πολιτική επιτυχία του Caetano, έναντι του δικτάτορα Salazar το 1968, ήταν ο νόμος που θεσπίστηκε το 1969 και επέτρεπε, για πρώτη φορά, στις τράπεζες να χορηγήσουν στον κόσμο δάνεια κατοικίας, με μικρή περίοδο αποπληρωμής (1εώς 5 χρόνια) – αυτό μεταφράστηκε σαν μια μεγάλη αγορά κατοικιών χρησιμοποιώντας την πίστωση, με αποτέλεσμα μια κατασκευαστική έκρηξη στο χώρο της κατοικίας. Η δεύτερη αλλαγή αφορούσε την πολύ γρήγορη ανάπτυξη του τουρισμού στη χώρα, ο οποίος συναγωνιζόταν τον προαναφερθέντα νόμο, όσον αφορά την κατασκευή κατοικίας – και αυτός με τη σειρά του οδήγησε σε κατασκευαστική έκρηξη – αλλά σύντομα εγγυήθηκε έναντι του νόμου, ότι μόνο οι πιο προσοδοφόρες και επικερδείς κατοικίες θα κατασκευάζονταν.
Τέλος σημαντικός αριθμός των καλύτερα αμειβομένων εργατών και επαγγελματιών, πλήρωναν το 25% με 40% του εισοδήματός τους για στέγαση, που συνήθως ήταν δυσανάλογο και ανεπαρκές σε σχέση με τους φόρους που έπρεπε να πληρώνουν για τις βασικές υποδομές (δρόμους, δίκτυα κ.τ.λ.) – και ακόμα θα ακολουθούσε μεγάλη κρίση, πέρα από αυτά, στην κατοικία, σε σημείο που δεν θα μπορούσε αυτή να πουληθεί λόγω της ακρίβειάς της (2).
Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΕΣ
Το ισχυρότερο όπλο, ούτως ώστε η δικτατορία να κερδίσει την εύνοια του κόσμου και να διατηρήσει την εξουσία της, ήταν η κοινωνική πρόνοια, όσον αφορά ζητήματα στέγασης. Έτσι, κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων του δικτατορικού καθεστώτος, άρχισε ένα τεράστιο πρόγραμμα δημοσίων κτιρίων και δημιουργήθηκε πολύ γρήγορα μια σειρά από σχέδια για οικοδόμηση, η οποία συνέχισε για τα επόμενα 10 χρόνια.
Οι πρώτοι μοντέρνοι Πορτογάλοι αρχιτέκτονες εμφανίστηκαν μεταξύ 1927-1940. Ωστόσο, η έλξη τους προς τον μοντερνισμό δεν κατέστειλε τον βαθιά ριζωμένο εκλεκτικισμό τους. Εκπαιδευμένοι σε μια ατμόσφαιρα εθνικιστικής, δημοκρατικής παρότρυνσης, σχεδιάζοντας και κτίζοντας κάτω από το νέο φασιστικό καθεστώς, διχάστηκαν έντονα ανάμεσα στο να ψάχνουν το παρελθόν και τις ασαφείς ιστορικές τους ρίζες και στο να καταστήσουν τα κτίριά τους λειτουργικά. Οι απόπειρες που έγιναν το 1920 για να ανανεωθεί η αρχιτεκτονική «γλώσσα» μέσω διεθνών στυλ, άφησαν το σημάδι τους στην Πορτογαλία μέσω της μεσολάβησης των αρχιτεκτόνων που είχαν σχέση με το καθεστώς.
Το καθεστώς της περιόδου, πίεσε τους αρχιτέκτονες, να εγκαταλείψουν τις οποιεσδήποτε πρωτοποριακές ιδέες είχαν και την σχέση τους με το Μοντέρνο Κίνημα, ούτως ώστε να συνεργαστούν με αυτό, για την «πολιτική αποκατάσταση» της χώρας στην οποία στόχευε το Νέο Κράτος και κατά την οποία θα δινόταν έμφαση στις «αρετές της φυλής».
Σε αντιδιαστολή με τα προηγούμενα, το 1947, αρκετοί αρχιτέκτονες που είχαν φοιτήσει στη Σχολή του Πόρτο, συμμετείχαν στη θεωρία του CIAM, ενώ αργότερα ίδρυσαν την οργάνωση αρχιτεκτόνων του Μοντέρνου (O.D.A.M.), «με την πεποίθηση, το νεανικό ενθουσιασμό και την επιθυμία να πάρουν μέρος, με τα δικά τους μέσα, στο να λύσουν τα επείγοντα τεχνικά και κοινωνικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η χώρα» (C. Barbosa). H O.D.A.M. διαλύθηκε το 1952. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, πραγματοποιήθηκαν εκθέσεις, γραπτά κείμενα και προβλήθηκε συλλογική αντίθεση στις ιδέες για έργα χαμηλού κόστους κατοικιών, στην προσπάθεια του δημοτικού συμβουλίου της πόλης να επιβάλει ένα «επίσημο στυλ του Πόρτο».
ΝΕΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΣΤΙΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ ΤΟΥ ’30 ΚΑΙ ΤΟΥ ’40: ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ «ILHAS» ΚΑΙ «ΝΕΕΣ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ».

Το 1936, ο Δήμος πραγματοποιεί μια έρευνα για 1150 ilhas, με ένα σύνολο 13.600 μονάδων κατοικίας και αποπερατώνει ένα έργο με μεγάλης πυκνότητας κατοικίες, με 115 μονάδες κατοικίας διαφόρων τύπων. Αργότερα, η κυβέρνηση εξέδωσε δύο νέες πολιτικές για την κατοικία: αποκατάσταση των ilhas και οικοδόμηση «νέων γειτονιών».


Το πρώτο πρόγραμμα είχε σκοπό να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης στα ilhas, μειώνοντας την πυκνότητα κατοίκησης και βελτιώνοντας τις υπηρεσίες. Αυτό οδήγησε στην καταστροφή ενός κομματιού των μονάδων κατοικίας σε κάθε οικόπεδο, γεγονός το οποίο ανάγκασε κάποιες οικογένειες να φύγουν. Οι οικογένειες αυτές, με το δεδομένο ότι δεν βοηθήθηκαν στην εξεύρεση νέας κατοικίας, καταφεύγουν σε ilhas τα οποία δεν είχαν συμπεριληφθεί στο αναβαθμιστικό πρόγραμμα, με αποτέλεσμα τον ακόμα μεγαλύτερο συνωστισμό τους. Μετά την κατεδάφιση των πρώτων 350 μονάδων κατοικίας, το πρόγραμμα αυτό τερματίστηκε.
Το δεύτερο πρόγραμμα, για τη δημιουργία «νέων γειτονιών», είχε σκοπό να τις τοποθετήσει στην περιφέρεια της πόλης, λόγω των υψηλών τιμών γης στο κέντρο. Τελικά, μόνο μερικές από αυτές τις γειτονιές πραγματοποιήθηκαν.
ΟΙ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ ΤΟΥ ’50 ΚΑΙ ΤΟΥ ’60
Η οικονομική ανάπτυξη της δεκαετίας του 50’ και η δύναμη και η «λογική» του βιομηχανικού κεφαλαίου, οδήγησαν σε μια νέα «σχεδιασμένη – οργανωμένη και ελεγχόμενη» ανάπτυξη της πόλης. Το 1956, ένα νέο «βελτιωτικό σχέδιο» κατατέθηκε για την πόλη. Ο κύριος στόχος του σχεδίου αυτού ήταν να βελτιωθεί η εικόνα της πόλης και να απελευθερωθεί γη στο εσωτερικό της, την οποία καταλάμβαναν τα ilhas και υποβαθμισμένες κατοικίες κερδοσκοπικών χρήσεων. Ο στόχος του σχεδίου να κτιστούν 6000 μονάδες κατοικίας σε μια περίοδο 10 χρόνων, επιτεύχθηκε, αλλά με το κόστος του να διώχνουν τους κατοίκους από τα ilhas που κατεδαφίστηκαν, εξωθώντας τους στην περιφέρεια της πόλης, καθώς δεν μπορούσαν να προσεγγίσουν τα ενοίκια των νέων σπιτιών.
Παράλληλα, από τις αρχές του 20ου αιώνα, εμφανίζονται όλο και λιγότερα ilhas. Έτσι, οι νέοι φτωχοί μετανάστες έπρεπε να καταφύγουν σε άλλες λύσεις για τη στέγασή τους, συχνότερη από τις οποίες ήταν η υπενοικίαση υποβαθμισμένων ή εγκαταλελειμμένων κατοικιών. Αυτό οδήγησε στη δημιουργία ενός συστήματος με μεσολαβητές, που εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση και ακόμη περισσότερο τους κατοίκους. Οι συνθήκες συνωστισμού συνέχισαν να υπάρχουν και τα επόμενα χρόνια.
Μια άλλη λύση στο πρόβλημα τους για εξεύρεση κατοικίας ήταν η κατάληψη ακατοίκητων σπιτιών. Αυτού του είδους οι καταλήψεις, ήταν πολύ πιο διαδεδομένες στο Οπόρτο απ’ ότι σε οποιαδήποτε άλλη πόλη της Πορτογαλίας (π.χ. Λισαβόνα ). Οι περισσότερες από τις περιοχές που περιλάμβαναν αυτές τις κατοικίες, ξεριζώθηκαν κατά τη δεκαετία του ’60, για χάρη της «εικόνας της πόλης» και οι κάτοικοι μεταφέρθηκαν σε δημοτικές κοινωνικές κατοικίες στην περιφέρεια.
Εκτός από την πρωτοβουλία του Δήμου, για οικοδόμηση κατοικιών, το 1956 μέσω του «βελτιωτικού σχεδίου», οι κοινωνικές και οικονομικές δυνάμεις δεν ενδιαφερόντουσαν ιδιαίτερα για πολεοδομικό σχεδιασμό και ελεγχόμενη ανάπτυξη. Η «πολεοδόμηση» της πόλης, πάρα ταύτα, είχε «μπει σε ένα δρόμο» και το νέο κύριο σχέδιο του 1962 εξέφρασε και επιβεβαίωσε τις υπάρχουσες αναπτυξιακές τάσεις, χωρίς να προσπαθεί όμως, να τις ολοκληρώσει σε ένα «σχέδιο».
Το σχέδιο αυτό, δεν εγκρίθηκε ποτέ επίσημα, παρά λειτούργησε ως άλλοθι, για την ορθολογιστική οργάνωση επιχειρήσεων κερδοσκοπίας γης. Αυτό είχε ως συνέπεια τη μεταμόρφωση των κεντρικών περιοχών με σκοπό τη διαφημιστική ανάπτυξη και για χρήσεις κατοικιών της μεσαίας και υψηλής τάξης. Οι αυξανόμενες τιμές στο κέντρο οδήγησαν σε μια νέα ανάπτυξη γης στην περιφέρεια, η οποία πήρε δύο μορφές: των νόμιμων και παράνομων υποδιαιρέσεων γης.
Στην περίπτωση των νόμιμων υποδιαιρέσεων γης, ο χωρισμός γινόταν τυχαία χωρίς συνολικό σχεδιασμό, κυρίως σε γεωργική γη, με ένα σχέδιο ανοικοδόμησης εγκεκριμένο από το Δήμο, αλλά συχνά χωρίς τις υπηρεσίες και την υποδομή που απαιτούνταν από τα σχέδια – λόγω έλλειψης δύναμης ή μέσων του Δήμου. Τα σχέδια χρησίμευσαν μόνο στο να νομιμοποιηθούν τα οικόπεδα κι επακολούθως να αυξηθούν τα ενοίκια και οι τιμές γης. Οι παράνομες υποδιαιρέσεις, εφαρμόζονταν σε ιδιοκτησίες μικρών γαιοκτημόνων που βρίσκονταν σε οικονομική κρίση ή σε μη γόνιμες εκτάσεις, όπως επίσης και σε περιοχές που προορίζονταν για κοινόχρηστες λειτουργίες. Όλη αυτή η διαδικασία, εξασφάλισε και την «συνενοχή» των αρχών η οποία έδωσε περιθώρια δράσης σε εργολάβους, μεσάζοντες και κερδοσκόπους. Ένα παράδειγμα «παράνομων» κατοικιών είναι η γειτονιά Bela Vista η οποία και αναφέρεται παρακάτω.
Το τυπικό «παράνομο» οικόπεδο έχει διαστάσεις 10Χ30μ με ένα σπίτι 8Χ9μ. Το σπίτι αυτό οικοδομείται συνήθως σε στάδια (αναπτυσσόμενη κατοικία) κι έτσι το ισόγειο καλύπτεται με προσωρινή στέγη. Αργότερα το σπίτι επεκτείνεται ανάλογα με την κατάσταση της οικογένειας. Οι πηγές προέρχονται σε πρώτο στάδιο από περιπτώσεις υπενοικίασης που οδηγεί σε συνωστισμό. Αργότερα, όταν μέλη της οικογένειας έχουν πρόσβαση στην αγορά εργασίας, δημιουργούνται συχνά συγκρούσεις όταν η οικογένεια – ιδιοκτήτης θέλει να κάνει έξωση στους ενοίκους για να αξιοποιήσει το χώρο.
(1) Ο πληθυσμός που εργαζόταν στη γεωργία το 1950, ήταν 136.541, ενώ το 1970 μειώθηκε αισθητά στους 17.100. «O recensamento da populaçāo», 1950 & 1970, Λισαβόνα : Instituto National de Estatistica. / (2) Η περίπτωση της Setúbal, ήταν λίγο καλύτερη από εκείνες της Λισαβόνας και του Οπόρτο, καθώς σύμφωνα με στοιχεία του τοπικού γραφείου σχεδιασμού η κατάσταση στο τέλος του 1974 ήταν ως εξής: με περισσότερες από 20.000 μονάδες κατοίκησης στην πόλη, υπήρχαν 3.600 οικογένειες που έπρεπε να επαναστεγαστούν «υπήρχαν περίπου 450 άδειες παλιές κατοικίες, ενώ 3.500 νέες κατοικίες επρόκειτο να τελειώσουν σύντομα – γύρω στις 2.000 εργατικές οικογένειες πλήρωναν το 25% με 40% του εισοδήματός τους για ενοίκια, τα οποία ήταν τόσο υψηλά όσο το κατώτερο ημερομίσθιο».
Περίοδος 1974 – 1976: Η επαναστατημένη Πορτογαλία
Η πολιτική έναντι των αφρικανικών αποικιών όπως είχε επιβληθεί από το Σύνταγμα, αποτελούσε μόνιμα αντικείμενο διαφωνιών. Γινόταν ολοένα και πιο φανερό το αδιέξοδο της πολεμικής εμπλοκής της χώρας στις αποικίες της. Στις 25 Απριλίου 1974, το καθεστώς του Καετάνου ανατρέπεται με ένα σχεδόν αναίμακτο πραξικόπημα, το οποίο γίνεται γνωστό ως «Επανάσταση των Λοχαγών» ή «Επανάσταση των Γαρυφάλλων» – από τα λουλούδια που έβαζε ο κόσμος στις κάνες των όπλων των στρατιωτικών. Πραγματοποιήθηκε από ομάδα 200 περίπου λοχαγών, οι οποίοι ήταν δυσαρεστημένοι κυρίως λόγω των μακροχρόνιων παρατεταμένων πολέμων για τη διατήρηση του ελέγχου στις αφρικανικές αποικίες. Οι λοχαγοί αυτοί συγκρότησαν το Κίνημα των Ενόπλων Δυνάμεων, ηγέτες του οποίου ήταν οι αρχηγοί του επιτελείου Francisco da costa Gomes και de Spinola. Ο τελευταίος ετέθη επικεφαλής μιας κατ’ επίφαση στρατιωτικής κυβέρνησης.

Καταργήθηκαν οι θεσμοί του «Νέου Κράτους» και το κίνημα των M.F.A., στο οποίο κυριαρχούσαν μαρξιστές, έθεσε υπό τον έλεγχό του την εκπαίδευση, τον Τύπο, την τηλεόραση και το ραδιόφωνο. Το μέχρι τότε μικρό Πορτογαλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (P.C.P.), απέκτησε τον έλεγχο των συνδικάτων. Έγιναν εκκαθαρίσεις στο στρατό και στις δημόσιες υπηρεσίες. Ο συνταγματάρχης Gonçalves ανέλαβε να συγκροτήσει κυβέρνηση με την υποστήριξη της μαρξιστικής πτέρυγας του M.F.A.. Το καθεστώς αυτό φάνηκε να έχει μικρή υποστήριξη, όπως έδειξαν οι εκλογές για την Συντακτική Εθνοσυνέλευση (25 Απριλίου 1975). Παρόλa αυτά ο Gonçalves προσπάθησε να επιβάλει ένα μαρξιστικό πρόγραμμα.
Αμέσως μετά την Επανάσταση παραχωρήθηκε ανεξαρτησία στην πορτογαλική Γουινέα και το 1975 η Μοζαμβίκη, η Αγκόλα και άλλες πορτογαλικές κτήσεις στην Αφρική απέκτησαν κι αυτές την ανεξαρτησία τους. Έτσι έληξε η ιστορία της πορτογαλικής αποικιοκρατίας στην Αφρική, η οποία είχε αρχίσει το 1415. Περίπου ένα εκατομμύριο άνθρωποι από τις πρώην αποικίες συνέρρευσαν στον Πορτογαλία, επιβαρύνοντας τη σοβαρή πολιτική και οικονομική κρίση και εντείνοντας το πρόβλημα στέγασης.

Τον Απρίλιο του 1976 υιοθετήθηκε ένα νέο Σύνταγμα, το οποίο προέβλεπε τη μετάβαση της Πορτογαλίας στο σοσιαλισμό. Διενεργούνται εκλογές τις οποίες κερδίζουν οι σοσιαλιστές και υπό την ηγεσία του Mario Soares συγκροτούν κυβέρνηση μειοψηφίας.
Τα δυο πολύ σημαντικά χρόνια του 1974 και του 1975, στην κινηματική ιστορία της Πορτογαλίας, μπορούν να διαιρεθούν σε τέσσερις μεγάλες περιόδους οι οποίες αντανακλούν αντίστοιχα τέσσερις ευδιάκριτες και πολύ έντονες περιόδους στην εθνική πολιτική σκηνή, με τοπικές αμφιταλαντεύσεις. Με όρους του κοινωνικού και αστικού αγώνα, αυτές οι τέσσερις περίοδοι ανταποκρίνονται σε διαφορετικές καταστάσεις του κράτους σχετιζόμενες με: την ενότητα και την ηγεμονία του, με την αυτονομία του και τον ρόλο των ενόπλων δυνάμεων στην καταστολή ή όχι των λαϊκών κινημάτων και την υποστήριξη ή την αντίθεσή του στις λαϊκές οργανώσεις.

α) 25 Απριλίου 1974 – Οκτώβριος 1974, (1η και 2η προσωρινές κυβερνήσεις): Το πραξικόπημα της 25ης Απριλίου αποδιοργάνωσε τελείως το μπλοκ εκείνων των τάξεων που κυβερνούσαν επί χρόνια, ενώ εξάλειψε και ένα από τα βασικά εργαλεία του στην προσπάθεια για κοινωνικό έλεγχο, την μυστική αστυνομία D.G.S.*. Από εκείνο το σημείο και έπειτα ακολούθησαν απανωτές εκρήξεις κοινωνικών αγώνων για τις ελάχιστες ικανοποιητικές συνθήκες σε επίπεδο βιομηχανίας και γειτονιάς. Αυτή η περίοδος στιγματίστηκε από δυο δραματικές προσπάθειες επανασχηματισμού, σε μια «μοντέρνα εκδοχή», του προηγούμενου κυβερνώντος μπλοκ: του επιχειρηθέντος προεδρικού πραξικοπήματος του Palma Carlos στις αρχές Ιουλίου, καθώς και της «σιωπηλής πορείας της πλειοψηφίας» στις 28 Σεπτεμβρίου.
β) Οκτώβριος 1974 – Μάρτιος 1975, (3η προσωρινή κυβέρνηση): Η 28η Σεπτεμβρίου ήταν η 2η προειδοποίηση για την ανάγκη να γίνουν αλλαγές στην δομή της οικονομίας και της κοινωνία ςέτσι ώστε να αποφευχθεί η επιστροφή της προηγούμενης τάξης στην εξουσία. Στην περίοδο που θα επακολουθούσε, οι πολιτικές οργανώσεις ξεκαθάρισαν την αντιμονοπωλιακή τους πολιτική θέση, την ίδια στιγμή που οι ένοπλες δυνάμεις, από δυνάμεις καταστολής πέρασαν στην αντίπερα όχθη και έφτασαν άλλοτε να υποστηρίζουν τα αιτήματα του πληθυσμού και άλλοτε να κρατούν μια ουδέτερη στάση. Η περίοδος έληξε με την ήττα της στρατιωτικής δεξιάς, στην προσπάθεια για στρατιωτικό πραξικόπημα στις 11 Μαρτίου 1975.
γ) Μάρτιος 1975 – 25 Νοεμβρίου 1975, (4η, 5η, 6η, προσωρινές κυβερνήσεις): Στη διάρκεια αυτής της περιόδου διάσημες οργανώσεις κέρδισαν πολύ μεγάλη δύναμη και ριζοσπαστικοποίησαν ακόμα περισσότερο τις θέσεις τους, την στιγμή που το μέτωπο του κοινού αγώνα για ανάκτηση πολιτικής δύναμης βρέθηκε στο επίκεντρο για όλους. Εξαιτίας αυτού η απόσταση μεταξύ της ηγεσίας και της βάσης του κινήματος πόλης ξεκίνησε να μεγαλώνει επικίνδυνα στο τέλος αυτής της περιόδου. Εκείνη την περίοδο τοπικές οργανώσεις μέσα στις πόλεις, ήρθαν σε συντονισμό μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να αναπτυχθούν διάφορες δυνάμεις σε επίπεδο πόλης. Η περίοδος αυτή έληξε με το πραξικόπημα της στρατιωτικής δεξιάς, που δεν είχε καταφέρει να πραγματοποιηθεί κατά την προηγούμενη περίοδο, στις 25 Νοεμβρίου του 1975 – ημερομηνία ορόσημο τόσο για το τέλος της περιόδου, όσο και για την αρχή του τέλους του λαϊκού αγώνα – με την ταυτόχρονη ενδυνάμωση, όπως ήταν φυσικό, των κατασταλτικών δυνάμεων του «αστικού κράτους» και τον κοινωνικό έλεγχο των πολιτών(1).
δ) 25 Νοεμβρίου 1975 – Ιούνιος 1976, (συνέχεια της 6ης προσωρινής κυβέρνησης από την προηγούμενη περίοδο): Το πραξικόπημα της 25ης Νοεμβρίου ουσιαστικά εξουδετέρωσε την όποια πιθανότητα υπήρχε για ανάκτηση πολιτικής δύναμης από την αριστερά και τις λαϊκές δυνάμεις. Οι κατασταλτικοί μηχανισμοί του κράτους επέστρεψαν στον παραδοσιακό τους ρόλο, καταπολεμώντας τις καταλήψεις κατοικιών και εργοστασίων από τον αγανακτισμένο πληθυσμό, καθώς και τις όποιες διαδηλώσεις γινόντουσαν υπέρ του λαϊκού αγώνα. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίστηκε, για τους εργάτες και τις οργανώσεις στις οποίες ανήκαν, σαν μια προσπάθεια ανασύνταξης δυνάμεων και επιστροφής στις νίκες, καθώς προσπάθησαν να υπερασπιστούν παλαιότερες κατακτήσεις, εναντίον των επιθέσεων που δεχόντουσαν από την κυβέρνηση. Οι νομοθετικές εκλογές της 25ης Απριλίου του 1976, ανέδειξαν την υποστήριξη προς τα αριστερά κόμματα, από τον κόσμο και οι λαϊκές οργανώσεις ξεκίνησαν να επανακινητοποιούνται με σκοπό τις προεδρικές εκλογές της 27ης Ιουνίου του 1976.
Τα παραπάνω μας δίνουν μια ιδέα των πολιτικών συνθηκών στις οποίες οι επιτροπές κατοίκων επενέβαιναν και οι οποίες, αντίστροφα, έδιναν σε αυτές τις επιτροπές μια ξεχωριστή πολιτική σημασία – οντότητα. Σύντομα αυτές οι πολύ δύσκολες συνθήκες, επρόκειτο να αλλάξουν με την αυτοοργάνωση των κατοίκων στις C.Μ.* – Comissões de moradores – (επιτροπές κατοίκων).
(1) Ενώ τα αποτελέσματα ήταν άμεσα στην περιοχή της Λισαβόνας, στο Οπόρτο αυτά γινόντουσαν αντιληπτά ένα μήνα μετά.
Comissões de Moradores και αστικοί αγώνες στην επαναστατική Πορτογαλία
Στις 29 Απριλίου του 1974, περισσότερες από 100 οικογένειες που ζούσαν σε παραγκουπόλεις, «επενέβησαν» σε ένα νέο κυβερνητικό σχέδιο που αφορούσε την στέγαση του πληθυσμού στα περίχωρα της Λισαβόνας , με αποτέλεσμα την κατάληψη 2000 κατοικιών της υπαίθρου τις επόμενες 2 εβδομάδες. Στις 30 Απριλίου του ίδιου χρόνου οι κάτοικοι δημοτικών κατοικιών στο Οπόρτο συγκεντρώθηκαν σε γενική συνέλευση, όπου εξέλεξαν την πρώτη επιτροπή κατοίκων. Στους εορτασμούς της πρώτης Μάη όλοι οι κάτοικοι μαζί με την επιτροπή, συγκεντρώθηκαν και παρουσίασαν μια λίστα αιτημάτων στη κυβέρνηση, στην κορυφή της οποίας ήταν η εξάλειψη του ελέγχου των πολιτών από τις δυνάμεις καταστολής, καθώς και η βελτίωση των συνθηκών ζωής, ταυτόχρονα με το κάλεσμά τους και προς άλλους κατοίκους για αυτοοργάνωση και διεκδίκηση των ελάχιστων απέναντι στην κρατική αδιαφορία. Τέλος στις 11 Μαΐου, 300 κάτοικοι – αντιπροσωπεύοντας 230 οικογένειες – που ζούσαν σε παράγκες στη Λισαβόνα, κάλεσαν συνέλευση στην οποία σχεδίασαν λίστα αιτημάτων που περιλάμβανε δρόμους, δίκτυα νερού και το σχεδιασμό μιας καινούριας γειτονιάς. Η επιτροπή κατοίκων που εκλέχτηκε σε αυτήν, κάλεσε και άλλες παραγκουπόλεις να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους.
Τα παραπάνω 3 παραδείγματα αποτέλεσαν το ξεκίνημα του μεγαλύτερου λαϊκού αστικού κινήματος, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, για τη διεκδίκηση αξιοπρεπών συνθηκών διαβίωσης και εναντίον των κατασταλτικών – δικτατορικών καθεστώτων. Το πραξικόπημα της 25ης Απριλίου, αποτέλεσε το εφαλτήριο της επαναστατικής περιόδου 1974 – ’75, που θα επακολουθούσε στην Πορτογαλία. Αυτή η περίοδος ήταν πλούσια σε δημιουργικότητα και σε δραστηριότητες από αυτόνομες λαϊκές τοπικές οργανώσεις, χαρακτηριστικά της οποίας ήταν:
• Η ύπαρξη εκατοντάδων εταιριών που λειτουργούσαν υπό τον έλεγχο των εργατικών συνδικάτων, επιτροπών εργατών ή συνελεύσεων.
• Ομάδες εργατών που δούλευαν σε αγροκτήματα, κατελάμβαναν γη με σκοπό αυτή να βρίσκεται υπό τον έλεγχο εκείνων που θα την καλλιεργούσαν, ενώ ταυτόχρονα σχημάτισαν περισσότερες από 500 συνεταιριστικές και συλλογικές φάρμες.
• Αξιωματικοί και κυρίως στρατιώτες ξεκίνησαν την αυτοοργάνωσή τους μέσα στις ένοπλες δυνάμεις, με σκοπό να βελτιώσουν τις συνθήκες ζωής τους, όπως το να εξαλείψουν την όποια διάκριση οφειλόμενη στην κοινωνική θέση του καθενός, καθώς και την εγγύησή τους απέναντι στο λαό, ότι θα βρίσκονται πάντα στο πλάι τους.
Το πιο σημαντικό βέβαια από όλα ήταν ότι κάθε γειτονιά όλων των πορτογαλικών πόλεων δικαιούνταν συνελεύσεις, στις οποίες είχαν λόγο όλοι οι κάτοικοι, από τους οποίους εκλεγόντουσαν επιτροπές γειτονιάς – αντιπροσώπευσης και όλοι μαζί διαμόρφωναν λίστες αιτημάτων, τοπικού και γενικού ενδιαφέροντος, αλλάζοντας τις φυσικές και κοινωνικές συνθήκες των κατοίκων και των γειτονιών. Όλα τα παραπάνω, το καθένα από μόνο του αλλά και σε συνδυασμό μεταξύ τους, αποτέλεσαν τη βάση για την επαναστατική μεταμόρφωση της κοινωνίας και του κράτους, σύμφωνα με τις διαδικασίες και τις προσπάθειες της επαναστατικής αριστεράς και του Πορτογαλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (P.C.P.)* για Λαϊκή Δύναμη.
Παρακάτω θα εστιάσουμε σε μια μορφή οργάνωσης από τις προαναφερθείσες, την επιτροπή κατοίκων, καθώς και τον αστικό αγώνα που έλαβε χώρα στο Οπόρτο, όπου οι παράγκες αποτελούσαν κυρίαρχο είδος κατοίκησης του πληθυσμού. Το ότι επικεντρωνόμαστε στην πόλη αυτή, δε σημαίνει ότι οι αγώνες περιορίστηκαν εκεί – σημαντικοί αγώνες έγιναν και στις άλλες δυο μεγάλες πόλεις, στη Λισαβόνα και τη Setúbal, όπως και σε διάφορες άλλες μικρότερες. Τοιουτοτρόπως, θα μπορέσουμε να εξετάσουμε την στιβαρή ανάπτυξη των «αυτόνομων» κινημάτων από διαφορετικές τάξεις, οργανωμένων γύρω από τα πραγματικά προβλήματα που προέκυπταν στην καθημερινή ζωή.
Το 30% περίπου των πορτογαλικών οικογενειών είχαν έλλειψη ευπρεπούς και ικανοποιητικής κατοίκησης το 1974(1). Αυτό από μόνο του ήταν επαρκές για να καταδείξει ότι το πρόβλημα της κατοικίας ήταν κρίσιμο και περιλάμβανε πολλές πτυχές της κοινωνικής ζωής. Σύντομα αυτές οι πολύ δύσκολες συνθήκες, επρόκειτο να αλλάξουν με την αυτοοργάνωση των κατοίκων στις επιτροπές κατοίκων.
Οι επιτροπές κατοίκων αναπτύχθηκαν υπό τις πολιτικές συνθήκες που δημιουργήθηκαν μετά την επανάσταση των Γαρυφάλλων. Υπήρχε μικρή δράση, όσον αφορά τους αστικούς αγώνες υπό το δικτατορικό καθεστώς(2). Ήταν θέμα χρόνου και μάλιστα μερικών εβδομάδων, να δημιουργηθούν δεκάδες επιτροπές κατοίκων σε όλη τη χώρα. Οι επιτροπές ξεκίνησαν να αναπτύσσονται σχεδόν εξ ολοκλήρου σε εκείνες τις γειτονιές και περιοχές της χώρας, που παραδοσιακά αντιστεκόντουσαν με αγώνες στο δικτατορικό καθεστώς, και κατ’ επέκταση και σε άλλες φτωχές γειτονιές που ακολουθούσαν το παράδειγμα των πρώτων. Δημιουργούνταν όταν μία οργανωτική επιτροπή συγκαλούσε γενική συνέλευση της περιοχής της, προκειμένου να συζητηθούν τα όποια προβλήματα υπήρχαν, όπως κατοικίας, υποδομών, κατασταλτικών κανονισμών του κράτους ή από τα προβλήματα που προέκυψαν από τις καταλήψεις των δύο πρώτων εβδομάδων της επανάστασης. Κατά την διάρκειά τους διαμορφωνόντουσαν λίστες αιτημάτων και παραπόνων και έπειτα εκλεγόταν η επιτροπή κατοίκων – αυτή ήταν συνήθως και η οργανωτική επιτροπή, με την προσθήκη ορισμένων ακόμα ατόμων, που θα ήταν υπεύθυνη για την σύγκληση της επόμενης συνέλευσης.
Στη συνέχεια τα αιτήματα διαμορφώνονταν πιο συγκεκριμένα και προτείνονταν μορφές δράσεις – για να συζητηθούν περαιτέρω και να επικυρωθούν από τη συνέλευση της γειτονιάς. Η ανάγκη για την πραγματοποίηση νέας εκλογής επιτροπής κατοίκων, θα προέκυπτε για έναν από τους παρακάτω λόγους :
• Επειδή μπορεί κάποια μέλη της να παραιτούνταν – είτε από σταδιακή έλλειψη ενδιαφέροντος, είτε από κούραση, είτε από τις όποιες εσωτερικές διαμάχες μπορεί να προέκυπταν στην επιτροπή κ.τ.λ.
•Λόγω συγκρούσεων με τον κόσμο, που αποφάσιζε να ανακαλέσει μια επιτροπή κατοίκων
•Επειδή μπορεί να δρούσε εκτός της εντολής που τους δόθηκε από τις εκλογές.
Γενικά μπορούμε να ξεχωρίσουμε τέσσερις φάσεις στη διαδικασία σύνθεσης μιας επιτροπής κατοίκων, που ανταποκρίνονται στις τέσσερις βασικές περιόδους της συγκυρίας. Τους πρώτους δυο μήνες μετά τις 25 Απρίλη, δημιουργήθηκαν επιτροπές κατοίκων στις περισσότερες παραγκουπόλεις όπως και στις bairros camârarios* του Οπόρτο. Πολύ λίγες επιτροπές, πέρα από τις προαναφερθείσες, δημιουργήθηκαν μέχρι τα μέσα Αυγούστου του 1974. Αργότερα, κάποιες παραγκουπόλεις άρχισαν να σχηματίζουν επιτροπές κατοίκων, στόχος των οποίων ήταν να ανταποκριθούν στα αιτήματα του προγράμματος S.A.A.L.. Σε αυτή τη φάση, πολύ σημαντικό ρόλο στη δημιουργία τοπικών επιτροπών έπαιξε και η τοπική διοίκηση. Η M.D.P. / C.D.E.*, πρότεινε συναντήσεις, με σκοπό τη δημιουργία επιτροπών τύπου freguesia*. Υπήρχαν επίσης και περιπτώσεις όπου η τοπική διοίκηση, συνειδητά και κατηγορηματικά, αρνείτο να ακούσει τα παράπονα μεμονωμένων κατοίκων, επειδή δεν ήταν εκπρόσωποι μιας επιτροπής κατοίκων. Σε κάποιες περιπτώσεις η μέθοδος αυτή κατάφερε να «μπολιάσει», με την ιδέα της οργάνωσης σε επιτροπές και άλλες περιοχές, εκτός από τις φτωχότερες.
Η δεύτερη φάση της σύνθεσης, ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 1974 και συνεχίστηκε μέχρι και τον Μάρτιο του 1975. Η καμπάνια της M.F.A. για πολιτιστική ανάπτυξη προωθούσε την ιδέα της αυτοοργάνωσης των ίδιων των κατοίκων, για καθορισμό και επίλυση των προβλημάτων τους. Στις αρχές του 1975, η τοπική διοίκηση της Setúbal, ενθάρρυνε τις περιοχές που δεν είχαν συμμετάσχει στην διαδικασία εκλογής επιτροπών κατοίκων, να εκλέξουν μια, έτσι ώστε να έχουν το δικαίωμα συμμετοχής στη Γενική Συνέλευση του Συμβουλίου της Setúbal, στις αρχές Μάρτη(3). Στο τέλος της δεύτερης φάσης δημιουργήθηκαν παρόμοιες επιτροπές σε όλες σχεδόν τις παραγκουπόλεις της χώρας, με σκοπό να συμμετέχουν και να συμβάλλουν στην ανάπτυξη του προγράμματος S.A.A.L. Στη δεύτερη φάση συμπεριλαμβανόταν η δημιουργία πολλών επιτροπών καταλήψεων – που είχαν ξεκινήσει τον Φεβρουάριο του 1975 σε εθνικό επίπεδο – και οι οποίες, ιδιαίτερα στη Λισαβόνα, είχαν ξεκινήσει σαν αντίδραση προς εκείνες τις επιτροπές κατοίκων που συνδεόντουσαν με τους juntas de freguesia* (j.f.). Αυτές οι επιτροπές, λόγω της σχέσης τους με τους j.f., κατήγγειλαν συχνά τις καταλήψεις και τους καταληψίες, σαν «οπορτουνιστές και επικίνδυνους».
Τον Απρίλιο του 1975, στο ξεκίνημα της 3ης φάσης της σύνθεσης των επιτροπών κατοίκων, στη Λισαβόνα απαριθμούνταν ήδη 38 επιτροπές καταληψιών, 21 επιτροπές κατοίκων και 54 j.f. Κατά την διάρκεια της φάσης αυτής, σχηματίστηκαν μερικές επιτροπές κατοίκων ακόμα, ακολουθώντας την ευρεία αποδοχή που είχε στο κοινό, ένα έγγραφο της M.F.A., τον Ιούλιο του ιδίου χρόνου, καλώντας για υποστήριξη του κόσμου στις επιτροπές κατοίκων (C.M.) και επιτροπές εργατών (C.T.)* με σκοπό τη δημιουργία ενός μελλοντικού σοσιαλιστικού κράτους, στο οποίο οι παραπάνω επιτροπές θα είχαν τον πρώτο λόγο. Μερικές φορές, ωστόσο, οι εν λόγω επιτροπές σχηματίζονταν περισσότερο σε μια βάση ενθουσιασμού, ή ενός επίδοξου πολιτικού χειρισμού, παρά σε μία βάση πολιτικής εμπειρίας. Μέλη αυτών των επιτροπών, συχνά διατύπωναν την εξής θέση: «η επιτροπή κατοίκων είναι μια αυτόνομη, μη προσκείμενη σε κόμματα ή παρατάξεις, λαϊκή οργάνωση που αντιπροσωπεύει τους κατοίκους της εκάστοτε περιοχής και τα ενδιαφέροντα τους»(4).
Οι επιτροπές κατοίκων δημιουργήθηκαν σε μια προσπάθεια να λυθούν τα τοπικά προβλήματα της κάθε περιοχής – θεωρητικά θα έπρεπε τα ενδιαφέροντα και οι ανησυχίες των κατοίκων της κάθε περιοχής να συμπίπτουν μεταξύ τους – και δεν θα έπρεπε σε αυτές να υπεισέρθουν γραμμές και άξονες πολιτικών κομμάτων. Η ιδέα και το γεγονός ταυτόχρονα, ότι αυτές οι οργανώσεις πολιτικοποιούνταν, για να ασκήσουν κριτική στο σύστημα, χωρίς όμως να έχουν σχέση με πολιτικά κόμματα, πολεμήθηκε από ανθρώπους εκτός των επιτροπών και υποστηρίχτηκε από εκείνους που ήταν εντός. Στρατευμένοι, προσκείμενοι σε πολιτικά κόμματα – δεξιάς, κέντρου ή αριστεράς – ή ακόμα και ανένταχτοι, μπορούσαν να συνεργαστούν μεταξύ τους ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων, προς όφελος της περιοχής τους και γενικότερα της κοινωνίας, ενωμένοι από τις δράσεις τους και όχι διασπασμένοι κάτω από τις πολιτικές γραμμές των κομμάτων στα οποία ήταν προσκείμενοι. Από την άλλη βέβαια υπήρχαν και φορές όπου μια επιτροπή κατοίκων όντως χειραγωγούνταν από πολιτικά κόμματα, αλλά αυτό τις περισσότερες φορές δεν μπορούσε να διασπάσει τον κοινωνικό αγώνα στο σύνολό του.
Από τη στιγμή που μια επιτροπή εκλεγόταν προτεραιότητά της ήταν, όπως έχει ειπωθεί, να διαμορφώσει μια λίστα αιτημάτων και παραπόνων καθώς και να καθορίσει τις θέσεις της. Οι θέσεις αυτές διαμορφώνονταν στις συνελεύσεις των περιοχών, από κατοίκους ηλικίας 16 χρονών και άνω. Πρακτικά, η επιτροπή κατοίκων είχε συνάντηση κάθε εβδομάδα, μερικές φορές και ανά δεκαπενθήμερο, ανάλογα με τα θέματα που προέκυπταν κάθε φορά. Ειδικότερα μέσα στην επιτροπή υπήρχαν ποικίλες ομάδες εργασίας, καθώς και μια συντονιστική επιτροπή η οποία συγκαλείτο και αυτή μια φορά την εβδομάδα. Οι θέσεις που είχε η επιτροπή, καθορίζονταν κάθε φορά από τις προαναφερθείσες ομάδες εργασίες, ο αριθμός των οποίων ανερχόταν στις 9: 1) κατοικίας, 2) νεαρής και μεγαλύτερης ηλικίας, 3) πολιτισμού και αθλητισμού, 4) υγείας και πρόνοιας, 5) ελέγχου τιμών, 6) κεφαλαίου, 7) οργάνωσης, 8) «αστικοποίησης», 9) δημοσίων σχέσεων.
Κάθε ομάδα από τις παραπάνω, έπρεπε να κάνει μια ανάλυση στο τομέα της, για την κατάσταση που επικρατούσε στις bairros* και να προτείνει αιτήματα για την βελτίωσή της περιοχής ή να μπορέσει από μόνη της να βρει λύσεις για τα προβλήματά της. Κατά συνέπεια, οι περιοχές με τις προβληματικές συνθήκες διαβίωσης απαιτούσαν την παρέμβαση της εργασιακής ομάδας που ασχολείτο με την κατοικία, οι ελλιπείς υποδομές (δίκτυα ηλεκτρικού, αποχετεύσεων κ.τ.λ.) απαιτούσαν την παρέμβαση της ομάδας της «αστικοποίησης», οι ελλιπείς υπηρεσίες (σχολεία, κέντρα παιδικής περίθαλψης, δημόσιες μεταφορές, κοινωνικά κέντρα, φαρμακεία, κλινικές κ.τ.λ.) και ο ελλιπής αστικός εξοπλισμός (τηλεφωνικοί θάλαμοι κ.τ.λ.), απαιτούσαν τη επίλυσή τους από την αντίστοιχη εργασιακή ομάδα της επιτροπής κατοίκων και ούτω καθεξής.
Ενώ ταυτόχρονα, πέρα από τα βασικά προβλήματα που απαιτούσαν άμεση επίλυση, υπήρχαν και ζητήματα που έπρεπε να αντιμετωπιστούν σε δεύτερο χρόνο και όχι άμεσα. Το παράδειγμα των bairros camararios* αποτελεί εξαίρεση, καθώς απαιτούνταν η παρέμβαση των ιδίων των κατοίκων και όχι αντιπροσώπων τους. Τα αιτήματά «έμπαιναν» εκεί που γινόντουσαν προσπάθειες να λυθούν τα βασικά τοπικά προβλήματα.
Ενώ δεν υπάρχει επίσημη μελέτη, τα στοιχεία από την πόλη της Setúbal, δίνουν μια εικόνα του πόσο κοινότυπο τελικά ήταν, να υπάρχουν διαφορετικά αιτήματα μεταξύ των επιτροπών κατοίκων στην ίδια πόλη, όπου θα έπρεπε αυτά να συμπίπτουν, με κοινό γνώμονα το καλό για την πόλη. Από την άλλη βέβαια μπορεί κανείς να το θεωρήσει και φυσιολογικό καθώς οι διάφορες γειτονιές αντιμετώπιζαν τα προβλήματα της πόλης σε διαφορετικό βαθμό η κάθε μία. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε: σε σύνολο 30 επιτροπών κατοίκων στη Setúbal, εκ των οποίων 10 είχαν ως κυρίαρχο αίτημα την καλύτερη ποιότητα διαβίωσης, 10 απαιτούσαν τον εκσυγχρονισμό των υποδομών της πόλης, 2 από αυτές ζητούσαν εξοπλισμό άνεσης και όχι άμεσα απαραίτητο, ενώ 3 διεκδικούσαν υποδομές περίθαλψης.
Στα παραπάνω, αναλόγως των αντικειμενικών εκπληρώσεων των αιτημάτων που έθεταν οι επιτροπές, θα πρέπει να συμπεριλάβουμε και δυο επιπλέον κατηγορίες επιτροπών κατοίκων: εκείνες τις επιτροπές που από μόνες τους εξέλισσαν προγράμματα πολιτιστικών δραστηριοτήτων (π.χ. ταινίες σε δημόσια προβολή στις γειτονιές, δημόσιες συζητήσεις, λογοτεχνικά μαθήματα, γιορτές κ.τ.λ.), καθώς και εκείνες, που πάλι από μόνες τους, λάμβαναν μέρος στην απευθείας πώληση αγροτικών προϊόντων, παραγόμενα από τους ίδιους, αποφεύγοντας τους μεσάζοντες και προς όφελος των καταναλωτών(5).
Όσον αφορά την περίπτωση της Setúbal, τα προβλήματα κατοικίας εκείνη την περίοδο, βρίσκονταν σε κάποιο επίπεδο επίλυσης, ενώ οι βασικές υλικές και κοινωνικές συνθήκες της πόλης είχαν βελτιωθεί αισθητά – βελτίωση των υποδομών στα 3/4 των bairros και στα 2/3 τους όσον αφορά τον κοινωνικό εξοπλισμό(6). Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι τα αιτήματα για «μη βασικό» εξοπλισμό ήταν και τα μοναδικά που δεν πραγματοποιήθηκαν.
Οι επιτροπές κατοίκων δεν επιχείρησαν να βελτιώσουν μόνο τις υλικές και κοινωνικές συνθήκες των περιοχών, αλλά και να αυξήσουν την συμμετοχή των κατοίκων στις γενικές συνελεύσεις των γειτονιών, στον έλεγχο των κοινών της πόλης και της καθημερινής ζωής. Ωστόσο υπάρχουν ποιοτικά και ποσοτικά προβλήματα στην αξιολόγηση αυτής της συμμετοχής. Ποιοτικά, δεν υπάρχει αντικειμενικός τρόπος να γνωρίζουμε τι σημαίνει καλό ή κακό επίπεδο συμμετοχής στα κοινά, από την στιγμή που στο προηγούμενο δικτατορικό καθεστώς υπήρχε ολοκληρωτική έλλειψη τοπικής συμμετοχής και δύναμης. Από την μια υπήρχε μακράν μεγαλύτερη αναλογία στο πληθυσμό που έπαιρνε μέρος στις συνελεύσεις, από την αντίστοιχη πολιτική συμμετοχή στις δυτικές κοινωνίες, ενώ από την άλλη όσοι ασχολούνταν, πότε δεν ένιωθαν ότι υπήρχε αρκετή συμμετοχή.
Ούτε όμως και ποσοτικά μπορούμε να προσδιορίσουμε την συμμετοχή για δυο βασικούς λόγους: οι άνθρωποι που ασχολούνταν με αυτές τις δραστηριότητες, παρευρίσκονταν περιστασιακά σε αυτές, αλλά και πάλι δεν θα μπορούσαμε να είμαστε σίγουροι για τον όποιο αριθμό συμμετοχής προέκυπτε, καθώς δεν θα ξέραμε το είδος αυτής της συμμετοχής. Στην πράξη, μπορούμε να ξεχωρίσουμε 4 διαφορετικούς τύπους συμμετοχής στα κοινά: συμμετοχή σε εργασίες των υποομάδων των επιτροπών κατοίκων, συμμετοχή στις συναντήσεις των επιτροπών, συμμετοχή στις συνελεύσεις των περιοχών και τέλος συμμετοχή στις διαδηλώσεις, είτε σχετικές με αστικά ζητήματα (κατοικίας κ.τ.λ.), είτε με πολιτικά θέματα.
Σε αυτό το σημείο μπορούν να γίνουν μερικές γενικές παρατηρήσεις, σχετικές με τα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω. 1) η μεγαλύτερη συμμετοχή στις επιτροπές εμφανιζόταν, όταν ανέκυπταν τοπικά ζητήματα που χρειαζόντουσαν άμεση επίλυση, 2) οι κάτοικοι που συμμετείχαν στα κοινά, ασχολούνταν περισσότερο με ζητήματα ηθικής υποστήριξης, παρά με την ενεργή εργασία, 3) ενώ όσοι ασχολούνταν ενεργά, ανήκαν στις ηλικίες μεταξύ 30 και 60, καθώς υπήρχε έλλειψη νεανικής απασχόλησης σε αυτά τα ζητήματα, 4) σύμφωνα με την στατιστική οι πιο ενεργοί νέοι, εντοπιζόντουσαν στις νέες bairros , 5) αυτοί που ήταν ενεργοί στις επιτροπές, ήταν συνήθως και αυτοί που ήταν και πιο ενεργοποιημένοι στους χώρους δουλειάς τους (επιτροπές εργατών, σωματεία, συνδικαλισμός κ.τ.λ.), 6) στη βάση των επιτροπών, πιο ενεργό παρουσιαζόταν το γυναικείο φύλο, παρά το ανδρικό, σύμφωνα με ποσοτικά στοιχεία, 7) στις διαδηλώσεις παρευρίσκονταν άνθρωποι όλων των ηλικιών και όχι μόνο κάτοικοι που βίωναν σε πρώτο επίπεδο το όποιο πρόβλημα, αλλά και εκείνοι που ήταν πιο ανοιχτόμυαλοι και συμπαραστεκόντουσαν στους συνανθρώπους τους, 8) η συμμετοχή στα κοινά των πόλεων και των επιτροπών – όλων των τύπων – ήταν πολύ μεγαλύτερη στις παραγκουπόλεις, από ότι στις υπόλοιπες περιοχές – παρόλο που γινόντουσαν περιστασιακά οι συνελεύσεις, αυτές είχαν συμμετοχή κατά μέσο όρο 200 ατόμων, τη στιγμή που ένας μέσος όρος κοντά στα 100 άτομα, θεωρείται ένας καλός αριθμός, 9) τέλος, το επίπεδο της συμμετοχής στα κοινά, επηρεαζόταν πολύ από τις εκάστοτε πολιτικές συγκυρίες, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο.
Το τελευταίο ήταν πολύ σημαντικό στην Πορτογαλία της συγκεκριμένης περιόδου, καθώς τόσο η γρήγορη ανάπτυξη που είχαν οι επιτροπές, όσο και η συνεχής ανάπτυξη της επιρροής που είχαν στην πολιτική σκηνή της χώρας, αντικατόπτριζαν τις αλλαγές στο πολιτικό πλαίσιο της περιόδου, πολύ περισσότερο από ότι οι ίδιες οι πράξεις των επιτροπών. Οι μεγάλες διαδηλώσεις, τις οποίες είχαν καλέσει οι επιτροπές το καλοκαίρι του 1975 σε εθνικό επίπεδο, αποτελούσαν περισσότερο σημάδια υποστήριξης και πίστης στις διεργασίες τόσο των ίδιων των επιτροπών κατοίκων – όσο και οποιασδήποτε άλλης κοινωνικής ή και πολιτικής συλλογικότητας, που αγωνιζόταν για το καλό του πληθυσμού – παρά σημάδια της οργανωτικής τους δύναμης. Από τη μια αυτό μπορεί να το εντάξει κανείς στα θετικά τους, από την άλλη όμως, μπορεί να το εκλάβει και ως αδυναμία, όπως φάνηκε από τη γενική αποστράτευση μετά το πραξικόπημα της στρατιωτικής δεξιάς την 25η Νοεμβρίου 1975.
Παρά τη μεγάλη αποστράτευση, αυτό δεν ήταν και το ακαριαίο τέλος για όλες τις επιτροπές, καθώς μερικές τερματίστηκαν πολύ αργότερα(7). Αυτές που συνέχισαν να έχουν μεγάλη δραστηριότητα ακόμα και στα πλαίσια της νέας κυβέρνησης, ήταν οι επιτροπές των παραγκουπόλεων, που συνδέθηκαν με την ανάπτυξη και εξέλιξη του προγράμματος S.A.A.L., καθώς και εκείνες που οργανώθηκαν πιο ενεργά σε τοπικό επίπεδο, στηριζόμενες στις κατακτήσεις τους, σε επίπεδο πόλης, μέσω των αιτημάτων που είχαν θέσει.
Το πραξικόπημα της δεξιάς έδρασε καθοριστικά, στις όποιες ελπίδες υπήρχαν για αλλαγή – όχι τόσο στο πολιτικό σκηνικό, όσο σε πρακτικό επίπεδο – και στη συνείδηση του κόσμου. Το 1975, οι άνθρωποι επέμεναν ότι το πρόβλημα της κατοικίας είναι κοινωνικό και ότι οι αγώνες, για μια τουλάχιστον ευπρεπή κατοικία, είναι και αυτοί συλλογικοί. Χαρακτηριστικά είναι τα λεγόμενα κατοίκων: «Δεν θα αφήσουμε τα καλύβια μας, μέχρι να ικανοποιηθούν όλοι οι κάτοικοι των bairros. Δεν θα μας χωρίσουν». Αυτό ήταν αντικειμενικά πιθανό, μέσα από τους αγώνες και ήδη συνέβαινε. Το 1976, μην υπάρχοντας άλλος δρόμος, οι κάτοικοι είτε κατασκεύαζαν από μόνοι τους τα παραγκόσπιτά τους, είτε έμπαιναν σε λίστες κοινωνικής κατοικίας, που το «αστικό κράτος» είχε θεσπίσει και περίμεναν την σειρά τους…
Τελικά σε αυτή την περίοδο της γενικής αποστράτευσης αυτό που έγινε, ήταν να αναπτυχθεί έντονα η κομματική προσέγγιση του ζητήματος και η χειραγώγηση των επιτροπών κατοίκων, τόσο από το κομμουνιστικό κόμμα (P.C.P.), όσο και από την ριζοσπαστική αριστερά. Αυτό συνέβη ιδιαίτερα σε εκείνες τις επιτροπές που ήταν πιο χαλαρές οργανωτικά και οδηγούνταν σε περαιτέρω αποδυνάμωση. Δεν είχε σημασία πια, το πόσο δημοκρατική ήταν η δομή μιας οργάνωσης, από την στιγμή που δεν μπορούσε να παραμείνει δημοκρατική, με την έννοια της μειωμένης συμμετοχής του πληθυσμού στα κοινά. Η συνέχεια αναφέρεται στους κοινούς και συλλογικούς αγώνες που έγιναν υπέρ των επιτροπών και των όσων αντιπροσώπευαν.
(1) Σύμφωνα με την εθνική απογραφή του 1970 / (2) Υπήρχαν μόνο μερικοί αστικοί αγώνες σε λίγες φτωχές γειτονιές της χώρας για θέματα, όπως το νερό, την αστική ανανέωση και τις εξώσεις / (3) Το Συμβούλιο (Concelho), είναι διοικητικό όργανο που συντίθεται από πολλές ενορίες (freguesias) και δύσκολα αντιστοιχεί στην δυναμική που έχει μια πόλη. Κυβερνείται από την Câmara και την διοικητική επιτροπή της / (4) Α C.M. é una organizaçāo de base, unitaria e apartidoria representative dos interesses dom moradores da respective area de inserçāo, (Άρθρο Νο. 1, των θέσεων των C.M., Bairro de Liceu, Setúbal) / (5) Η απευθείας πώληση αγροτικών προϊόντων αποτελούσε τη σύνδεση της πόλης με την ύπαιθρο (ligaçāo cidade – campo) και ήταν μια προσπάθεια για την απευθείας πώληση, χωρίς την μεσολάβηση τρίτων, από τους αγροτικούς συνεταιρισμούς στους καταναλωτές. Αυτό ενώ ήταν μια ξεκάθαρη πολιτική επίθεση στις μεσολαβήσεις – έκτοτε η οικονομία, τόσο των συνεταιρισμών, όσο και του καταναλωτικού κοινού βελτιώθηκε σημαντικά – άλλοι το είδαν σαν μοντέλο για μια εναλλακτική οργάνωση της κοινωνίας και άλλοι σαν μια πρώτη άμυνα απέναντι στον πληθωρισμό. Αυτές οι αγορές με την πάροδο του χρόνου εξαπλώθηκαν σε όλες τις περιοχές της Setúbal / (6) Αξίζει να σημειωθεί ότι ο «βασικός εξοπλισμός» περιλάμβανε και την κατασκευή 5 λαϊκών κέντρων καθημερινής χρήσης. Όλα δημιουργήθηκαν μεταξύ Ιουλίου και Νοεμβρίου 1975, σαν άμεσο αποτέλεσμα των αυτόνομων προσπαθειών της επιτροπής, μέσω των καταλήψεων που έγιναν για αυτό το λόγο και ενταγμένα στο πρόγραμμα S.A.A.L. / (7) Περιπτώσεις του 1976, όπου επιτροπές δεν μπορούσαν να τερματιστούν (είτε να παραιτηθούν μερικά μέλη της, είτε όλα), καθώς οι άνθρωποι που παρευρίσκονταν σε αυτές δεν ήταν για αυτούς τους λόγους, αλλά για τη συνέχιση του κοινωνικού έργου που επιτελούσε η επιτροπή
Καταλήψεις κατοικιών
«Κατοικίες ναι, καλύβια όχι»*
«Κατοικίες για όλους – εναντίον του καπιταλισμού»*
«Ευπρεπείς κατοικίες για όλους»*
«Καμία κατοικία χωρίς ανθρώπους, όσο υπάρχουν άνθρωποι χωρίς κατοικία»*
Αυτά ήταν τα συνθήματα που έδιναν το ύφος των δυο μεγαλύτερων, σε διάρκεια, αστικών αγώνων. Και οι δυο αγώνες είχαν κεντρικό θέμα την κατοίκηση. Ο πρώτος αφορούσε την αντικατάσταση των παραγκουπόλεων με νέες περιοχές, ή την αποκατάσταση των ήδη υπαρχόντων κατοικιών, ενώ ο δεύτερος είχε να κάνει με καταλήψεις εγκαταλελειμμένων κατοικιών.
Τον Απρίλιο του 1974, περισσότερες από 100 οικογένειες, ζούσαν σε κατειλημμένες κατοικίες σε παραγκουπόλεις της Λισαβόνας.(1) Το γεγονός αυτό ήταν η πρώτη ένδειξη ότι η κύρια μάζα του πληθυσμού θα ενεργοποιούνταν με τις επερχόμενες αλλαγές, όπως επίσης κατεδείκνυε και την σημαντικότητα του επερχόμενου αστικού αγώνα. Τις επόμενες δυο εβδομάδες ακολούθησαν 1500 – 2000 επιπλέον καταλήψεις στη Λισαβόνα, καθώς και άλλες, στις γύρω περιοχές της υπαίθρου. Στις 11 Μαΐου η κυβέρνηση εξέδωσε διάταγμα νομιμοποίησης των ήδη υπαρχόντων καταλήψεων, αναγνωρίζοντας ουσιαστικά και τυπικά το πρόβλημα κατοικίας, όπως και το γεγονός ότι η ίδια δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για το θέμα, από το να περιμένει τις επόμενες κινήσεις των επιτροπών για την εξεύρεση λύσεων.
Ενάμισι χρόνο μετά, παρουσιάστηκαν τρία κύματα καταλήψεων από τους κατοίκους, που είχαν αναφορά στα πολιτικά τεκταινόμενα της χώρας και φανέρωναν την εξέλιξη των γεγονότων στο θέμα της κατοικίας, τη ριζοσπαστικότητα στις προτεινόμενες λύσεις, καθώς και την γενίκευση της συνείδησης και την οργάνωση των καταληψιών, όπως αυτή αποτυπωνόταν στους στόχους τους. Το πρώτο κύμα καταλήψεων, ως αποτέλεσμα ενός μεγάλου αριθμού αυτόνομων δράσεων από τους κατοίκους, είχε σαν στόχο τις εγκαταλελειμμένες κυβερνητικές κατοικίες, που ήταν συνήθως καινούριες και μισοτελειωμένες (παραδοτέες στη κυβέρνηση αρχικά και έπειτα στο κοινό). Οι καταλήψεις αυτές τερματίστηκαν μετά από δυο εβδομάδες, όταν πλέον δεν υπήρχε άλλη κατοικία για κατάληψη.
Αυτό το κύμα αναπτύχθηκε αρκετά γρήγορα για τρεις λόγους: ο πρώτος αφορούσε την αντικειμενική ανάγκη για κατοίκηση από έναν αρκετά μεγάλο αριθμό κατοίκων. Ο δεύτερος είχε να κάνει με την διαφθορά του πολιτικού συστήματος, όσον αφορά τις αναθέσεις και τις μεταβιβάσεις των κυβερνητικών κατοικιών από το κράτος, με αποτέλεσμα να αμφισβητηθεί αρκετά έντονα η διανομή αυτών, σε σημείο που αρκετές χιλιάδες μονάδες κατοικίας έμειναν αδιανέμητες. Τέλος, ο κόσμος πίστευε, ίσως και σωστά, ότι από τη στιγμή που το πρόγραμμα των M.F.A. βρισκόταν τόσο σε μια προσπάθεια «εξαγνισμού» από την διαφθορά, όσο και σε μια γενικότερη αναδιοργάνωση στο σύνολό του, δύσκολα μια δύναμη καταστολής, πάντα με εντολή εκ των άνωθεν, θα επενέβαινε για να σταματήσει αυτές τις καταλήψεις.
Παρά την κατάληψη μόνο των κυβερνητικών κατοικιών, υπήρχε μια ανασφάλεια σε μικροϊδιοκτήτες και μεγαλοϊδιοκτήτες, για το κατά πόσο οι ιδιοκτησίες τους μπορούσαν να θεωρηθούν ασφαλείς από ενδεχόμενες καταλήψεις απελπισμένων κατοίκων, στη προσπάθεια τους για εξεύρεση αξιοπρεπούς κατοικίας, καθώς παρόμοια περιστατικά, με καταλήψεις παλαιών ιδιοκτησιών, είχαν σημειωθεί το καλοκαίρι του 1974. Σαν ανταπάντηση, η κυβέρνηση θέσπισε το διάταγμα 445/74 στις 12 Σεπτεμβρίου 1974, για την επίλυση των όποιων προβλημάτων στη «συναλλαγή» κατοικίας, σύμφωνα με το οποίο το κράτος έδινε ένα περιθώριο 120 ημερών (4 μήνες) στους γαιοκτήμονες, προκειμένου να ενοικιάσουν τις κατοικίες τους – από την στιγμή που αυτές ήταν προς κατοίκηση – ενώ απαγόρεψε όλες τις κατεδαφίσεις μέχρι τον σχεδιασμό και την θέσπιση κατάλληλων νομοθετικών ρυθμίσεων(2). Αν και μετά την πάροδο των 120 ημερών η κατοικία δεν είχε ενοικιαστεί, αυτή θα έπρεπε να αναφερθεί και να δηλωθεί στους juntas de freguesias (j.f.), οι οποίοι θα την ενοικίαζαν, όπου ήθελαν ή όπου τους επέβαλαν ανώτερα κλιμάκια του «αστικού κράτους», στο όνομα του γαιοκτήμονα, αλλά χωρίς την έγκρισή του. Μετά από τα παραπάνω, φυσιολογικό ήταν, πολύ λίγοι γαιοκτήμονες να συμμετέχουν και να συνεργαστούν με αυτό το νόμο – πολλοί δεν ανέφεραν καν στα αρμόδια όργανα τα απαραίτητα στοιχεία που έπρεπε να γνωρίζουν σύμφωνα με αυτόν το νόμο, ενώ πολλοί περισσότεροι ιδιοκτήτες των καινούριων κατοικιών, αρνήθηκαν να τα ολοκληρώσουν και νόμιμα, αφήνοντας διάφορες μικροατέλειες ανολοκλήρωτες.
Καθώς πλησίαζε το τέλος της προθεσμίας των 120 ημερών σύμφωνα με το νόμο και δεν υπήρχε λύση, η κυβέρνηση προσπάθησε να βρει τρόπους με τους οποίους θα έκανε τους ανυπάκοους γαιοκτήμονες, να υπακούσουν στο νόμο, όπως επίσης και να βρει μια φόρμουλα συνεργασίας μεταξύ των επιτροπών κατοίκων και των juntas de freguesias, με σκοπό την δημιουργία μιας ομάδας εγρήγορσης γύρω από τέτοια θέματα. Στην πραγματικότητα, τέτοιες ομάδες – όχι οι συγκεκριμένες, και συχνά εργαζόμενες ανεξαρτήτως των (j.f.) – δημιουργήθηκαν σαν ένα είδος ελέγχου, με σκοπό να εντοπίζουν τις προαναφερθείσες ακατοίκητες κατοικίες, οι οποίες στη συνέχεια θα διανέμονταν στους άστεγους κατοίκους μέσω λίστας.
Ο χρόνος περνούσε και την ημερομηνία ορόσημο για την εφαρμογή αυτού του νόμου, ακολούθησε το δεύτερο μεγάλο κύμα των καταλήψεων – αυτή τη φορά όμως ο στόχος δεν ήταν οι δημόσιες κατοικίες, αλλά οι ιδιωτικές. Η κυβέρνηση όμως, με τον προαναφερθέντα νόμο, προσπάθησε να βρει τρόπο για να αποφευχθεί η «επίθεση» και στην ιδιωτική περιουσία, αλλά και στο να δημιουργηθούν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτός ο νόμος θα νομιμοποιούνταν. Υπολογίζεται ότι περίπου 2.500 διαμερίσματα στη Λισαβόνα καταλήφθηκαν τις επόμενες μέρες.(3)
Οι καταλήψεις αυτές ήταν πολύ καλύτερα οργανωμένες, από εκείνων του πρώτου κύματος, καθώς οι κάτοικοι είχαν πλέον και την επίγνωση της κατάστασης και την εμπειρία, ενώ γνώριζαν και τα σχετικά με τις προθεσμίες που προέβλεπε ο νόμος – όλα τα παραπάνω συνεπάγονταν καλύτερους χειρισμούς προς όφελος των κατοίκων. Η πρώτη αντίδραση ήταν να δημιουργηθούν επιτροπές που θα οργάνωναν καλύτερα τις καταλήψεις – καθώς μια κατοικία είχε καταληφθεί, γινόταν συνάντηση όλων των ενδιαφερομένων που θα ήθελαν να στεγαστούν σε αυτή και η απόφαση προέκυπτε από δυο κριτήρια: του να βρίσκεται κανείς σε πολύ μεγάλη ανάγκη και ταυτόχρονα να μην είναι φοβισμένος να κατοικήσει σε κατάληψη, καθώς υπήρχαν πολλοί που ήθελαν στέγαση, αλλά δεν μπορούσαν να αναλάβουν το ρίσκο, φοβούμενοι τυχόν κυρώσεων.
Αυτή τη φορά όμως, σε σχέση με τις καταλήψεις του πρώτου κύματος, οι κατασταλτικές δυνάμεις έκαναν αισθητή την παρουσία τους, με αποτέλεσμα οι καταληψίες να πιεστούν να οργανωθούν περισσότερο. Η παρουσία των δυνάμεων καταστολής είχε σαν επίπτωση να υπάρξουν μερικές εξώσεις, γεγονός που δεν πτόησε καθόλου τους κατοίκους – καταληψίες να συνεχίσουν τις αντιδράσεις τους, έστω και με μειωμένο ρυθμό αυτή τη περίοδο.
Το δεύτερο κύμα καταλήψεων συνεχίστηκε και τον Απρίλιο, οπότε ένας πολύ μεγάλος αριθμός κατοικιών που βρισκόταν ήδη υπό κατάληψη, χρησιμοποιήθηκε από μονογονεϊκές οικογένειες που είχαν ανάγκη την στέγαση. Ένα από τα χαρακτηριστικά της περιόδου αυτής είναι και η ύπαρξη πολλών καταλήψεων κτιρίων, μέσω των οποίων εξασφαλίστηκε χώρος, τόσο για τον συλλογικό εξοπλισμό του αγώνα, όσο και για τα «αρχηγεία» του αγώνα.
Τέσσερα παραδείγματα αυτής της περιόδου μας βοηθούν να καταλάβουμε μερικές από τις συγκρούσεις και τις γενικότερες αντιδράσεις που αναπτύχθηκαν μέσα στις καταλήψεις:
1) Ένα πρόβλημα που ανέκυπτε μερικές φορές, ήταν όταν ο ιδιοκτήτης της κατειλημμένης κατοικίας ήταν μετανάστης ή εργάτης, ή η κατοικία που είχε καταληφθεί ήταν η κύρια πηγή εσόδων για άτομα τρίτης ηλικίας. Σε τέτοιες περιπτώσεις είχε συμφωνηθεί από όλους, τέτοιου είδους κατοικίες να μην καταλαμβάνονταν – η καταγραφή τέτοιων περιπτώσεων ήταν σχετικά εύκολη υπόθεση για τους καταληψίες, καθώς η COPCON* είχε αναλάβει τη συγκεκριμένη δουλειά, με σκοπό τον έλεγχο της «κοινωνικής θέσης» που κατέχει μια κατοικία, πριν αυτή δηλωθεί στις καταλήψεις.
2) Υπάρχει τουλάχιστον μια περίπτωση, στη Setúbal, όπου ο κατασκευαστής χρησιμοποίησε τις κατοικίες του, στις οποίες ήταν και ιδιοκτήτης, εναντίον των «καταληψιών», καθώς τους απειλούσε – εκβίαζε, ότι αν τις καταλάμβαναν θα σταματούσε την ολοκλήρωσή του έργου και οι εργάτες που δούλευαν στις συγκεκριμένες οικοδομές, θα έμεναν άνεργοι. Οι εργάτες λοιπόν ανάγκασαν τους «καταληψίες» να μην καταλάβουν τις συγκεκριμένες κατοικίες, με αποτέλεσμα να προκληθεί αντιπαράθεση μεταξύ τους, η οποία στην πραγματικότητα είχε δημιουργηθεί από τον κατασκευαστή.
3) Η Câmara της Setúbal, καθώς και ο τοπικός στρατιωτικός μηχανισμός της, σε δημόσια συνάντηση που είχαν με τους κατοίκους και τους καταληψίες της περιοχής, καταδίκασαν τις οπορτουνιστικές και ριψοκίνδυνες καταλήψεις του δεύτερου κύματος και σαν λύση, τη συγκεκριμένη στιγμή, πρότειναν την εκκένωση των κατειλημμένων χώρων – η εξήγηση που δόθηκε ήταν ότι μετά την παράδοση των κατειλημμένων χώρων, αυτοί θα ανακατανέμονταν, με προτεραιότητα, σε εκείνους που είχαν άμεση ανάγκη για στέγαση. Χαρακτηριστικά των παραπάνω, ήταν τα λεγόμενα ενός κατοίκου μιας παραγκούπολης, ο οποίος εξέφρασε την γενική αντίδραση, αναφέροντας: «Οι επιχειρήσεις και τα κεφάλαια της κατοικίας, καθώς και η Câmara μας είχαν υποσχεθεί κληρώσεις για την διανομή των κατειλημμένων χώρων σε εκείνους που τους είχαν μεγαλύτερη ανάγκη, αλλά αυτό δεν φαίνεται να λειτουργεί (…) δεν μπορείς να έχεις επανάσταση με νομικούς, επιχειρηματικούς και κερδοσκοπικούς όρους (…)». Άμεσο αποτέλεσμα ήταν η συνέχιση των καταλήψεων με τους προηγούμενους όρους, ενώ ταυτόχρονα και οι περισσότεροι που είχαν καταλάβει χώρους, συνέχισαν να ζουν σε αυτούς.
4) Από την άλλη, όταν κρατικές υπηρεσίες αρνήθηκαν να κάνουν συμβόλαια στους κατοίκους που είχαν καταλάβει χώρους, χωρίς την προσκόμιση απόδειξης ενοικίου, οι εργάτες αυτών των υπηρεσιών ξεκίνησαν, κατά παραγγελία των επιτροπών κατοίκων, να λειτουργούν δίκτυα όπως ηλεκτρικού, γκαζιού, νερού κ.τ.λ., χωρίς την ύπαρξη των προαναφερθέντων συμβολαίων, που ζητούσαν οι εργοδότες τους και το κεφάλαιο.
Το πρώτο κύμα κατοίκων κάλυψε αρκετές χιλιάδες μονάδες κυβερνητικών κατοικιών. Το δεύτερο κύμα κάλυψε επίσης αρκετές χιλιάδες, αλλά περισσότερο ιδιωτικές κατοικίες, από τις οποίες πολύ σπάνια χρησιμοποιήθηκαν νέα κτίσματα. Ο βασικός λόγος φαίνεται να είναι μια πραγματική επίγνωση για το κομμάτι των πιθανών κατοίκων από αυτό που ήταν εφικτό. Σε αυτή την περίπτωση δεν υπήρχε αμφιβολία για το αν θα πλήρωναν ενοίκιο. Το ενοίκιο για ένα νέο διαμέρισμα, ακόμα και χωρίς κερδοσκοπία, ήταν πέραν των δυνατοτήτων κάποιου που μένει σε παραγκούπολη και είναι διατεθειμένος να νοικιάσει σπίτι. Ένας ένοικος είχε πει χαρακτηριστικά: «Θέλουμε να πληρώσουμε, δεν είμαστε εδώ για να κλέψουμε κάποιον!». Το δικαίωμα στέγης, θεωρείτο βασικό δικαίωμα για όλους και είχε ήδη γίνει πρόταση από ομάδες κατοίκων, κόμματα και τοπικές διοικήσεις, να προσαρμοστούν τα ενοίκια ανάλογα με τα εισοδήματα. Αλλά ούτε οι γενικές συνθήκες υπήρχαν, ούτε το απαραίτητο επίπεδο οργάνωσης για να αμφισβητήσουν, είτε το δικαίωμα ενός γαιοκτήμονα να νοικιάζει την ιδιόκτητη περιουσία του όπως αυτός νομίζει, είτε τις παραδοσιακές βάσεις που το καθορίζουν. Κάποιες από αυτές τις γενικές πολιτικές συνθήκες, που ήταν απαραίτητες για την ανατροπή της κατάστασης, αναπτύχθηκαν μερικούς μήνες αργότερα.
Τους μήνες Σεπτέμβρη και Οκτώβρη, του 1975, οι C.M. (επιτροπές κατοίκων), ανακοίνωσαν πως «για να αποφευχθεί η κατοίκηση από οπορτουνιστές» θα συνέχιζαν με τη συστηματική κατοίκηση των εναπομεινάντων άδειων σπιτιών, τα οποία και θα διανέμονταν σε αυτούς με τη μεγαλύτερη ανάγκη. Οι προτάσεις αυτές δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ εξ’ ολοκλήρου, αλλά την περίοδο στην οποία αναφερόμαστε άρχισε η κατάληψη κτιρίων σε νέα ιδιωτικά διαμερίσματα, που αποτελεί και το τρίτο κύμα καταλήψεων.
Αυτό, λοιπόν, το τρίτο κύμα, ήταν λιγότερο έντονο απ’ ότι τα προηγούμενα, αλλά σήμανε μια ποιοτικώς νέα φάση. Οι καταλήψεις ήταν αρκετά καλά οργανωμένες και συχνά υποκινούνταν από ομάδες της επαναστατικής αριστεράς και μερικές φορές από ομάδες προσφύγων που είχαν επιστρέψει από την Αφρική κατά τη διάρκεια της διαδικασίας του αποαποικισμού. Ενώ οι καταλήψεις γινόντουσαν με την ελπίδα να πληρώνουν οι κάτοικοι ενοίκιο, το οποίο να σχετίζεται τελικά με το εισόδημά τους – δεν υπήρχε καμία εγγύηση γι’ αυτό. Οι περισσότεροι κάτοικοι σ’ αυτό το στάδιο δεν προερχόντουσαν από παραγκουπόλεις αλλά ήταν άνθρωποι που χρειαζόντουσαν κατοικία.
Οι καταλήψεις αυτές, οργανωμένες και συντηρούμενες, υπό καταστολή ή μη, θεωρούνταν παράνομες σύμφωνα με τους νόμους. Ήταν το αποτέλεσμα αυτόνομων κινητοποιήσεων από μερικώς οργανωμένα άτομα που «ξεπερνούσαν το νόμο», με το σύνθημα «αν δεν παλέψουν οι εργάτες για να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους, κανείς άλλος δε θα το κάνει!». Το ζήτημα ομαλοποίησης της κατάστασης με τη νομιμοποίηση των καταλήψεων τέθηκε αμέσως και διαμορφώθηκαν δυο γενικές πολιτικές γραμμές – ομάδες, με στόχο την επίλυση του προβλήματος: α) άνθρωποι με διαφορετικές ιδεολογίες που ενώθηκαν γύρω από τη δυνατότητα για κοινωνική αλλαγή, βασισμένη στη δράση του λαϊκού κινήματος και β) άνθρωποι με διαφορετικά ταξικά συμφέροντα που συνενώθηκαν με κοινή συνισταμένη την αντίθεσή τους στην ανάπτυξη του λαϊκού κινήματος.
Μετά το πρώτο κύμα καταλήψεων κυβερνητικών κατοικιών, αμέσως μετά την Επανάσταση στις 25 Απρίλη, η κυβέρνηση εξέδωσε ένα διάταγμα το οποίο ουσιαστικά αναγνώριζε τα δικαιώματα των κατοίκων – καταληψιών, αλλά δήλωσε πολύ ξεκάθαρα ότι κάθε περίπτωση θα εξεταζόταν πολύ προσεκτικά και περαιτέρω καταλήψεις δε θα γινόντουσαν ανεκτές. Μια τέτοια εξέταση δεν έγινε ποτέ και οι κάτοικοι παρέμειναν στις νέες – «κατειλημμένες» κατοικίες τους. Στο δεύτερο κύμα καταλήψεων, των παλαιότερων ιδιωτικών κατοικιών, από τον Φλεβάρη μέχρι τον Απρίλη του 1975, οι C.M. αντέδρασαν με δυο διαφορετικούς τρόπους όταν ο γαιοκτήμονας αρνήθηκε να έρθει σε κάποια συμφωνία με τον κάτοικο – καταληψία. Αυτοί που ήταν συνδεδεμένοι με τους juntas de freguesia (j.f.), άρχισαν να νομιμοποιούν τις καταλήψεις, όπου ήταν δυνατόν, με την Câmara να δρα για το συμφέρον του γαιοκτήμονα (σύμφωνα με το νόμο 445/74) ενώ οι αυτόνομες C.M. υποστήριζαν πως η μόνη δυνατή «νομιμοποίηση» ήταν «ο αγώνας των μαζών».
Η δεύτερη αυτή θέση, έλαβε υπόψη πρωτίστως το γεγονός ότι η γραφειοκρατική νομιμοποίηση ήταν πρακτικά αδύνατη σε πολλές περιπτώσεις, συχνά λόγω πολιτικών διαφωνιών μεταξύ των C.M. και των j.f. που αρνούνταν να συνεργαστούν και δευτερευόντως το γεγονός ότι υπήρχε μια γενικότερη έλλειψη ενδιαφέροντος για το μέλλον, λόγω της ευνοϊκής σύμπτωσης και συγκεκριμένα της υποστήριξης από την COPCON. Διάφοροι φορείς, ειδικά οι αναμεμειγμένοι με το Κράτος (συμπεριλαμβανομένης της COPCON), συνέχισαν να ενδιαφέρονται για τη νομιμοποίηση των κατοικιών. Στις αρχές του Απρίλη του 1975, άρχισε ο Τύπος να μιλάει για ένα προσεχή «επαναστατικό νόμο» για τις κατοικίες, που θα συμπλήρωνε ή θα αντικαθιστούσε το νόμο 445/74. Κατ’ ακρίβειαν υπήρχαν δυο προτάσεις οι οποίες και οι δυο αναφερόντουσαν στην κρίση όσον αφορά τις κατοικίες και θεωρούσαν απαράδεκτο το να «υπάρχουν σπίτια χωρίς ανθρώπους, όσο υπάρχουν άνθρωποι χωρίς σπίτια». Ασχολήθηκαν με τη δικαιοσύνη και άρχισαν να νομιμοποιούν τις καταλήψεις που είχαν γίνει μέχρι τότε. Μέχρι εδώ φτάνουν, όμως, τα κοινά τους στοιχεία, μιας και ενδιαφέρθηκαν για πολύ διαφορετικά είδη δικαιοσύνης.
Η πρόταση της COPCON στόχευε στο να πετύχει δικαιοσύνη γι’ αυτούς που χρειαζόντουσαν απεγνωσμένα κατοικία, τη στιγμή που υπήρχαν άδειες και σε καλή κατάσταση, διαθέσιμες κατοικίες. Η συγκεκριμένη πρόταση, όριζε ως κατάλληλα προς κατοίκηση – κατάληψη «όλα τα ακατοίκητα σπίτια που δεν έβαζαν σε κίνδυνο την ανθρώπινη ζωή». Με αυτή, επετεύχθη η μερική νομιμοποίηση των καταλήψεων, με ελάχιστες μόνο εξαιρέσεις.
Ο νόμος που υιοθετήθηκε τελικά, υπεράσπιζε τα συμφέροντα των γαιοκτημόνων και των ιδιωτικών περιουσιών καθώς, ενώ άρχισε νομιμοποιώντας τις καταλήψεις, αργότερα, με διάφορες προφάσεις και θεωρώντας ως εξαιρέσεις πάνω από το 80% των καταλήψεων, τις καθιστούσε παράνομες! Ο νόμος αυτός παρονομάστηκε σε «Διάταγμα Αντικατάληψης» και είχε ως αποτέλεσμα να ξεσηκώσει αρκετές αντιδράσεις και να γίνουν διάφορες καταλήψεις διαμαρτυρίας. Οι διαμαρτυρίες, οι οποίες είχαν κληθεί από κοινού από τα διάφορα συντονιστικά σώματα των C.M. των παραγκουπόλεων, από καταληψίες της Λισαβόνας και από τις bairros camararios και τα subalugas* του Oπόρτο, έφτασαν στο αποκορύφωμά τους, με ταυτόχρονες διαδηλώσεις στη Λισαβόνα και στο Οπόρτο, στις 17 Μαΐου 1975, με περίπου 30.000 άτομα σε κάθε μια απ’ αυτές.
Τα κύρια αιτήματα στόχευαν στην ανάκληση του «Διατάγματος Αντικατάληψης» και τη νομιμοποίηση όλων των καταλήψεων, στην ανταπόκριση προς τις λίστες με τα αιτήματα που ήδη είχαν δοθεί, από τις bairros που είχαν ανάμειξη με το S.A.A.L., προς το κράτος, στη αναγνώριση των C.M. και επισήμως από την κυβέρνηση, στο Οπόρτο, στον «εξαγνισμό» της Διοικητικής Επιτροπής της Câmara (C.A.*) κ.ά. Η κυβέρνηση κυρίως αγνόησε τις διαδηλώσεις, αλλά παρόλα αυτά οι εξώσεις περιορίστηκαν. Πολύ σύντομα ανακλήθηκαν και τα καθήκοντα της C.A. του Οπόρτο. Τους μήνες που ακολούθησαν υπήρχαν μόνο μερικές σκόρπιες καταλήψεις.
Το ζήτημα των καταλήψεων για εξασφάλιση κατοικίας, συνέχισε πάρα ταύτα να συζητιέται. Η Δεξιά χρησιμοποίησε τις καταλήψεις ως παράδειγμα και αποδιοπομπαίο τράγο, ταυτόχρονα, για τη γενική πολιτικοοικονομική κρίση που υπήρχε στη κατασκευαστική βιομηχανία. Μέλος της εθνικής επιτροπής του Σοσιαλιστικού Κόμματος δήλωσε: «Πως να ζητήσει κανείς να κτιστούν σπίτια άμα πρόκειται να καταληφθούν;» Στα μέσα του Σεπτέμβρη του 1975, το P.P.D./P.S.D.* έθεσε ως όρο για τη συμμετοχή του στην έκτη προσωρινή κυβέρνηση, τον τερματισμό των καταλήψεων στα ήδη κατειλημμένα σπίτια.
Μετά από αυτό το αίτημα, τις εβδομάδες που ακολούθησαν, αναπτύχθηκε το τρίτο κύμα καταλήψεων. Δυο μήνες αργότερα, η κυβέρνηση προσπάθησε ανεπιτυχώς να «επαναφέρει» προηγούμενες δίκες – που όπως φαίνεται προσωρινά είχαν σταματήσει – για εξώσεις εναντίον των κατοίκων από τις κατειλημμένες κατοικίες. Η πρώτη από αυτές τις δίκες – οι οποίες πραγματοποιήθηκαν μέσα σε ένα διάστημα έξι μηνών – έγινε στις 4 Νοεμβρίου. Η τοπική C.M. εμφανίστηκε ως ο κατηγορούμενος, αντί των κατοίκων και ο δικαστής αρνήθηκε να ασχοληθεί με την υπόθεση. Τότε οι τετρακόσιοι παρευρισκόμενοι κάτοικοι, εισέβαλαν στο δικαστήριο και πέτυχαν να γίνει λαϊκή εκδίκαση και με απόφαση του δικαστή απαλλάχτηκαν οι εναγόμενοι. Αντίστοιχες δίκες επαναλήφθηκαν πολλές φορές.
Οι C.M. και οι δραστηριότητές τους, συμπεριλαμβανομένων και των καταλήψεων των κατοίκων, ήταν αποτέλεσμα και κομμάτι της εξέλιξης μιας γενικής πολιτικής σύμπτωσης – κατάστασης. Το φθινόπωρο του 1975, ήταν ξεκάθαρο ότι η κατάσταση θα άλλαζε ξανά, σύντομα: η εργατική τάξη και τα λαϊκά κινήματα δεν μπορούσαν να συνεχίσουν να οργανώνουν τον κόσμο και να έχουν αυξανόμενη δύναμη στην οικονομία και την κοινωνία αγνοώντας τις αποφάσεις της κυβέρνησης, την ίδια στιγμή που οι μεσοαστοί κατελάμβαναν ξανά τον έλεγχο του Κράτους και των δυνάμεων καταστολής. Θα έπρεπε να επιτευχθεί μια πιο σταθερή σχέση δυνάμεων αντί της καθαρής κυριαρχίας ενός μπλοκ τάξεων.
Οι εβδομάδες που ακολούθησαν το στρατιωτικό δεξιό πραξικόπημα στις 25 Νοεμβρίου 1975, ήταν γενικής αποδιοργάνωσης και αναμονής από την πλευρά του λαϊκού κινήματος, ενώ η αστυνομία και ο στρατός έκαναν επιδρομές σε κατειλημμένα σπίτια, εργοστάσια, γεωργικές επιχειρήσεις και συντεχνίες για την «εκκαθάρισή» τους.
Τον Ιανουάριο του 1976, άρχισαν ξανά οι δίκες για εξώσεις και παρόλες τις προσπάθειες των κατοίκων να οργανωθούν για να αντισταθούν, οι εξώσεις σταδιακά πραγματοποιούνταν. Ωστόσο, δυο χρόνια αργότερα, τον Φλεβάρη του 1978, οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν ακόμα στις κατειλημμένες κατοικίες τους, με τις υποθέσεις τους ακόμα άλυτες. Στη Setúbal, όπου η τοπική σχέση δυνάμεων ήταν κάπως διαφορετική, υπήρχαν ακόμα κάποιες καταλήψεις, οι οποίες ήταν ελαφρώς διαφορετικές: έγιναν από τους εργάτες – οικοδόμους κυβερνητικών έργων, που αργότερα κάλεσαν τις C.M. των παραγκουπόλεων, προκειμένου να συζητήσουν για τη διανομή των κατοικιών. Η πολιτική κατάσταση στη χώρα, με την πάροδο του χρόνου, άλλαζε δραστικά και το κίνημα των καταλήψεων έφτασε σε ένα τέλος.
(1) Το παρακάτω κείμενο αναφέρεται κυρίως στο παράδειγμα της Σετουμπάλ και της Λισαβόνας. Στο Οπόρτο, με διαφορές, τόσο πολιτικής όσο και κατοίκησης, η διαδικασία εξελίχθηκε διαφορετικά (π.χ. υπήρχαν λίγες εγκαταλελειμμένες κυβερνητικές κατοικίες για να καταληφθούν – συστηματική κατάληψη παλαιών ιδιωτικών κατοικιών ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1975, υπό τον έλεγχο της επιτροπής κατοίκων – σχετιζόμενων κυρίως με το S.A.A.L.)˙ και το επόμενο κύμα καταλήψεων, τον Οκτώβριο, αφορούσε τις συλλογικές υπηρεσίες / (2) Η κατεδάφιση κατοικιών πριν την ώρα τους, ήταν μια απάντηση των γαιοκτημόνων στον έλεγχο του δικαιώματος τους – από το κράτος – να ενοικιάζουν την ιδιοκτησία τους ή την κατοικία τους όπου και όπως πίστευαν / (3) “Um contributo para a analise du processo de ocupaçóes em Lisboa e arredores” – μελέτη μιας ομάδας φοιτητών στο “Instituto Superior de Serviço Social”, 1974 -1975.
Περιοχές συλλογικής κατοικίας του Οπόρτο.
Ο αγώνας των παραγκουπόλεων, που είχαν σχέση με το S.A.A.L., καθώς και ο έτερος αγώνας των καταλήψεων, ήταν οι βασικοί εθνικοί αγώνες της περιόδου. Υπήρχαν βέβαια κι άλλοι σημαντικοί κοινοί αγώνες με δυνατή τοπική επιρροή και παρακάτω θα εξετάσουμε ένα απ’ αυτούς· τον αγώνα στο Οπόρτο, από τις bairros camararios (περιοχές συλλογικής κατοικίας).
Σύμφωνα με τους κανονισμούς της Δημοτικής Κατοικίας, η ασφάλεια της κατοχής του σπιτιού εξαρτιόταν από την «καλή ηθική και την διαγωγή». Αυτό εξασφαλιζόταν από ένα σύστημα πληροφοριοδοτών, που ήλεγχαν την ιδιωτική ζωή όλων των κατοίκων που ζούσαν στις συλλογικές κατοικίες και επιβεβαίωναν σε ανώτερες αρχές, είτε ότι δεν είχαν κατοικίδιο, είτε ότι δεν έβαψαν κάποιο δωμάτιο, είτε ότι δεν εγκατέστησαν κάποια λάμπα, ή γενικότερα δεν έκαναν οποιαδήποτε αισθητική αλλαγή στους χώρους που κατοικούσαν, χωρίς γραπτή άδεια. Όσοι παραβίαζαν τους κανονισμούς, υπήρχε η πιθανότητα, είτε απλά να τους κάνουν έξωση, είτε να σταλούν σε ένα ειδικό μέρος της επιχείρησης, στο São João de Deus (Άγιος Ιωάννης του Θεού), γνωστό στους κατοίκους ως Tarrafal*.
Το 1974, υπήρχαν 50.000 άνθρωποι που ζούσαν στις δημοτικές κατοικίες (bairros camararios) του Οπόρτο. Τα έργα αυτά, ήταν το αποτέλεσμα του πολεοδομικού προγράμματος αστικής αναβάθμισης, του 1956. Ο σκοπός ήταν να μετακινηθούν τα ilhas από το κέντρο της πόλης, εξωθώντας τον πληθυσμό στα περίχωρα και επιτρέποντας με αυτό τον τρόπο, μια πιο προσοδοφόρα χρήση της γης του κέντρου. Οι άνθρωποι που θα κατοικούσαν στις καινούριες κατοικίες, εξετάζονταν προσεχτικά, ενώ αυτοί που προέρχονταν από το ίδιο ilha, διαμοιράζονταν σε διαφορετικές κατοικίες, στη λογική μιας πολιτικής που στόχευε στην «ανάμειξη των ποικίλων στοιχείων της κοινωνίας».
Οι bairros camararios έγιναν σύντομα γνωστές ως ilhas ao alto, δηλαδή νησιά στον αέρα, λόγω του πολύ χαμηλού κόστους κατασκευής τους, της περιορισμένης υποδομής και της συνολικής έλλειψης συλλογικού εξοπλισμού τους. Ενώ είχαν και το μειονέκτημα, της μεγάλης απόστασης τους από το κέντρο της πόλης, καθώς και της χείριστης εξυπηρέτησης τους από τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς.
Υπήρχε ήδη από το παρελθόν μακρά ιστορία συγκρούσεων και ανταγωνισμού, μεταξύ των κατοίκων και του Δημαρχείου της πόλης. Σε αυτή τη φάση είναι που σχηματίστηκαν και οι πρώτες C.M. – στις 30 Απριλίου οι κάτοικοι του Tarrafal συναντήθηκαν σε μια συνέλευση, εξέλεξαν μια επιτροπή κατοίκων και κατέγραψαν το σύνολο των αιτημάτων τους. Η bairro câmarario της Pasteleira ακολούθησε αμέσως το παράδειγμά τους και στη συνέχεια οι δυο επιτροπές κατοίκων έκαναν μαζί πορεία την 1η του Μάη, ενώ κάλεσαν και τις άλλες bairros camararios να ακολουθήσουν. Σε σύντομο χρονικό διάστημα οι περισσότερες από αυτές ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα και στο διάστημα Ιουλίου – Αυγούστου σχηματίστηκε ένα συντονιστικό σώμα, το Plenario, το οποίο συμπεριλάμβανε όλα τα μέλη, όλων των επιτροπών κατοίκων των δημοτικών κατοικιών.
Το πρώτο του καθήκον και μέλημα ήταν να σχηματίσει μια λίστα αιτημάτων, εστιάζοντας στο να εξαλείψει τους «δρακόντειους» κανονισμούς και να απαλλαχτεί από τον διοικητή και τους πληροφοριοδότες που τους επιβάλλονταν. Διεκδικούσαν επίσης καλύτερες μεταφορές και συλλογικό εξοπλισμό. Αργότερα, το Plenario εξέλεγξε μια κεντρική επιτροπή που αποτελείτο από ένα μέλος από κάθε επιτροπή κατοίκων και όλοι μαζί απαίτησαν να αναγνωριστεί η επιτροπή κατοίκων ως ο μόνος νόμιμος και γνήσιος εκπρόσωπος των κατοίκων των bairros.
Παρόλο που οι Κανονισμοί σίγουρα περιορίστηκαν, η τοπική κυβέρνηση προσπάθησε να αγνοήσει τα αιτήματα της επιτροπής κατοίκων και αργότερα οι τοπικές αρχές άρχισαν να μιλούν για μια «πειραματική» αναγνώριση, διάρκειας ενός χρόνου, με την ελπίδα ότι η κατάσταση θα «επανερχόταν στο φυσιολογικό» μέχρι τότε. H κατάσταση τελικά μεταβλήθηκε όταν η διοικητική επιτροπή (C.A.) της Câmara αντικαταστάθηκε από μια στρατιωτική διοικητική επιτροπή (C.A.M.*), το Μάιο του 1975. Αυτό ήταν αποτέλεσμα των διαφωνιών μεταξύ της παλιάς διοικητικής επιτροπής, καθώς και πολλών ομάδων – συμπεριλαμβανομένων των εργατών του Δήμου, κάποιων bairros σχετιζόμενες με το S.A.A.L., δημοτικών κατοικιών και των subalugas. Η νέα στρατιωτική διοικητική επιτροπή αποδέχτηκε τα βασικά αιτήματα των οργανώσεων βάσης, με αποτέλεσμα την δημιουργία ενός «δημοτικού συμβουλίου» για να τους εκπροσωπεί. Οι εκπρόσωποι της κεντρικής επιτροπής των bairros câmararios συναντήθηκαν στις διαδικασίες της Câmara, για να ασκήσουν λαϊκό έλεγχο στις σχετικές δημοτικές υπηρεσίες. Στη συνέχεια θα εξετάσουμε πιο αναλυτικά τις προσπάθειες να σχηματιστούν συντονιστικά σώματα για τα κινήματα πόλης.
Το πρόγραμμα S.A.A.L.
Στις 6 Αυγούστου του 1974, ο τότε γραμματέας του Κράτους, για την Κατοικία και την Πολεοδομία, Νuno Portas, εισήγαγε το πρόγραμμα S.A.A.L. το οποίο στόχευε στο να στεγάσει τα πιο αποστερημένα κομμάτια του πληθυσμού και να κάνει θεμελιώδεις αλλαγές στην πολεοδομία της Πορτογαλίας. «(…) Το S.A.A.L. γεννήθηκε μετά από την εκπροσώπηση κάποιων γειτονιών από την Λισαβόνα και δύο από το Οπόρτο, οι οποίες απευθύνθηκαν στον τομέα κατοικίας και πολεοδομίας του κράτους, διακηρύσσοντας την έναρξη κατασκευών με δική τους πρωτοβουλία, υπό την προϋπόθεση ότι θα είχαν οικονομική και τεχνική υποστήριξη (…)».(1) Τα κύρια χαρακτηριστικά του ήταν: εξαιρετικά περιορισμένα έξοδα, συχνή προσφυγή για ιδιοκατασκευή και αυθόρμητη ανάμειξη των κατοίκων.

Οι θεμελιώδεις αρχές στις οποίες βασίστηκε το πρόγραμμα ήταν οι εξής: η προτεραιότητα στη δράση, η πρωτοβουλία και η οργάνωση των λιγότερο εύπορων κατοίκων, ο έλεγχος των έργων τεχνικής υποστήριξης, ο καθορισμός επιβλέπουσας διοίκησης και τέλος, ο έλεγχος της οικονομικής και κοινωνικής διαχείρισης της κατοικίας, καθώς και των περιοχών παρέμβασης. Υποβαθμισμένες ζώνες και ελεύθεροι χώροι, μετά από απαλλοτρίωση, θα παραχωρούνταν και θα διαμοιράζονταν με δίκαιο τρόπο στους συλλόγους των κατοίκων, ούτως ώστε να τους δινόταν η δυνατότητα να εφαρμόσουν τα δικά τους «σχέδια» για την ανανέωση και ενίσχυσή τους, με τη βοήθεια του Κράτους. Κάθε σύλλογος θα ανέπτυσσε τη δική του διαδικασία με την υποστήριξη ενός τοπικού σώματος, σε τεχνικό επίπεδο.
Η επιχείρηση ήταν κρατική και προσπάθησε να ανταποκριθεί και να ενσωματωθεί στα πρώτα μαζικά κινήματα. Ο πληθυσμός θα οργανωνόταν με μια προοπτική να λαμβάνει μέρος στη διαμόρφωση της συνοικίας του χτίζοντας τα δικά του σπίτια. Το πρόγραμμα S.A.A.L. δεν είχε ευκρινή προσδιορισμό στην αρχή, αλλά τελικά με την πάροδο του χρόνου ξεκαθάρισε, ως το αποτέλεσμα ενός μεγάλου αγώνα και μιας περιόδου καθοριστικής παρέμβασης των κατοίκων – συμμετείχαν στη συζήτηση και τον ορισμό νέων εναλλακτικών προτάσεων που στόχευαν σε ένα περιεκτικό έργο, σχεδιασμένο για να λύσει τα προβλήματα της πόλης με μια άλλη λογική, καθώς και να καταστήσει πιο αξιοπρεπείς τις συνθήκες διαβίωσης της εργατικής τάξης, «να δώσει χώρο» σε μια διαφορετική αντίληψη(2). Τα παραπάνω θα επιτυγχάνονταν αν οι συλλογικότητες που συμμετείχαν σε αυτό «έπαιρναν» την πόλη υπό την κατοχή τους, για πρώτη φορά, χωρίς να καταστρέφεται με σκοπό το κέρδος.
Οι κάτοικοι που βρισκόντουσαν στην χειρότερη οικονομική κατάσταση, με τη διαβεβαίωση ότι μπορούσαν να μείνουν στις περιοχές της πόλης που ήδη βρίσκονταν, με το επιπλέον στοιχείο ότι είχαν μια συγκεκριμένη αυτονομία στο να παίρνουν αποφάσεις, άρχισαν απορρίπτοντας την ιδιωτική οικοδόμηση, μιας και το θεωρούσαν μια διαδικασία διπλής εκμετάλλευσης. Το παραπάνω γεγονός, σε συνδυασμό με την ανέλπιστη ικανότητα του πληθυσμού να κινητοποιείται για τις διεκδικήσεις των ανθρώπων που βρίσκονταν σε άσχημες συνθήκες διαβίωσης, μεταμόρφωσε τη μεθοδολογία του S.A.A.L. σε μια δυναμική διαδικασία, η οποία προχώρησε τελικά, καλύτερα από τις αρχικές προσδοκίες, καθιστώντας το έναν από τους κυριότερους ενοποιητικούς παράγοντες στο κίνημα των κατοίκων.

Τα αιτήματα για επεμβάσεις πολλαπλασιάστηκαν σε όλη την πόλη και οι ζώνες επιρροής των συλλόγων άρχισαν να συμπίπτουν. Η ανάγκη για συμφωνίες, έδρασε ως πρόσχημα για το σχεδιασμό περισσότερων γενικών σχεδίων. Η γενίκευση της δράσης, η οποία διευρύνθηκε από τη συνοικία στη ζώνη και από τη ζώνη στην πόλη, συνοδεύτηκε από μια αυξανόμενη πολυπλοκότητα στην οργάνωση των κατοίκων και των κεντρικών συντονιστικών υπηρεσιών. Από την απαραίτητη συζήτηση στις διαδικασίες, προέκυψε ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα και η συνεχής αναζήτηση υπαρκτών δυνάμεων για την συμμετοχή τους σε αυτό, ενίσχυσε τους δεσμούς μεταξύ των διαφόρων επιτροπών. Η πολιτική συζήτηση, για τις δυσκολίες που υπήρχαν και της επίλυσής τους, ούτως ώστε να είναι η δράση του αποτελεσματική, έδωσε στο κίνημα τον αντιρεφορμιστικό και αντικαπιταλιστικό του χαρακτήρα.
Τα αστικά κοινωνικά κινήματα που αναπήδησαν μετά την 25η Απριλίου και με τα οποία το S.A.A.L. ήταν άμεσα συνδεδεμένο, έγιναν σε μια περίοδο όπου η κατάσταση μέσα στην πολιτική ηγεσία ήταν αρκετά συγχυσμένη, καθώς ήταν διαιρεμένη ανάμεσα σε έναν ιστορικό συμβιβασμό ενός πολιτικού κόμματος – μέσα στα πλαίσια της αποκαλούμενης αστικής νομιμότητας – και σε συγκεκριμένες στρατιωτικο-πολιτικές πιέσεις που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως η επαναστατική νομιμότητα. Ωστόσο, η ταξική πάλη έσπασε την «υποθετική γραμμικότητα» όλης αυτής της δυναμικής περιόδου και τη μετέφρασε σε όρους σύγκρουσης.
Πολιτικά κόμματα και οργανώσεις επηρέασαν την εξέλιξη αυτής της διαδικασίας. Πολλοί πολίτες, μη έχοντας το δικαίωμα να συμμετάσχουν σε οργανωμένες πολιτικές δραστηριότητες, πριν τον Απρίλη του1974, άρχισαν να εμπλέκονται με αριστερές οργανώσεις και κόμματα τα οποία μέχρι τότε θεωρούνταν παράνομα ή δεν υπήρχαν καν πριν την Επανάσταση. Πολλές από αυτές τις οργανώσεις, συμμετείχαν στα λαϊκά κινήματα και στους κοινωνικούς αγώνες, υποστηρίζοντας τους στόχους και τα αιτήματά τους – ακόμα και αν μερικές φορές ήταν ενάντιες ή κριτίκαραν αρνητικά τις μορφές δράσης τους, όπως στην περίπτωση του Κομμουνιστικού Κόμματος (P.C.P.) κατά την μεγαλύτερη περίοδο διάρκειας του αγώνα – αλλά επίσης προσπαθούσαν να επηρεάζουν το κίνημα και να στρατολογούν τους ηγέτες του, ούτως ώστε να διεύρυναν την πολιτική του βάση. Αυτό συχνά οδηγούσε σε εσωτερικές συγκρούσεις και διαφωνίες, μέσα στα κινήματα.
Για την ακρίβεια και το S.A.A.L. είναι ένα καλό παράδειγμα για το παραπάνω γεγονός, όπου η προσπάθεια αυτών των οργανώσεων να επηρεάσουν, να ελέγξουν και να κινητοποιήσουν τα λαϊκά κινήματα, ήταν γενικά περιορισμένη και μερικές φορές ανεπιτυχής, όταν έρχονταν αντιμέτωπες με τον αυθορμητισμό και την κοινωνική ανομοιογένεια – πολυμορφία, του ίδιου του κινήματος. Οι «συγκρούσεις» μεταξύ των αριστερών κομμάτων και οργανώσεων, σε επίπεδο κινημάτων γειτονιάς, συχνά αφορούσαν ζητήματα στρατηγικής, ή ιδεολογικής διάστασης απόψεων, ενώ για πολλούς αγωνιστές που συμμετείχαν στα κινήματα, φαινόντουσαν περιορισμένης σημασίας σε σχέση με πιο επείγοντα ζητήματα που αφορούσαν τον αγώνα τους. Αυτές οι αντιθέσεις συχνά προκαλούσαν εσωτερικές διαμάχες και διασπάσεις μέσα στο ίδιο το κίνημα. Πολύ συχνά, οι πολιτικές αυτές οργανώσεις, ενίσχυαν τον αγώνα τόσο σε οργανωτικά ζητήματα όσο και με υλική υποστήριξη, γεγονός που καθιστούσε τις δράσεις των κινημάτων πιο αποτελεσματικές.
Το S.A.A.L., ως μια υπηρεσία ενός αποδυναμωμένου Κράτους, διαμορφώθηκε με βάση το πολιτικό σχέδιο των μαζών. Έτσι, θεωρείτο δεδομένος ο αμφίσημος χαρακτήρας του: από τη μία συνδεόταν άμεσα με το αστικό κίνημα, από την άλλη κινητοποιείτο για τις διεκδικήσεις του με τη βοήθεια του νόμου. Έδρασε, δηλαδή, από τη μια ως ένα κομμάτι του μηχανισμού του κράτους ενώ από την άλλη, ταυτιζόμενο με τις φιλοδοξίες των ανθρώπων για αλλαγή, ερχόταν αντιμέτωπο με το ίδιο το κράτος. Αναπόφευκτα, έγινε ένα ξένο σώμα, που είτε θα αποβαλλόταν είτε θα συγκροτείτο γύρω από την ταξική του πλευρά.
Όπως προβλεπόταν, μετά το δεξιό πραξικόπημα της 25ης Νοεμβρίου του 1975, το S.A.A.L., ουσιαστικά, κατεστάλη τον Οκτώβριο του 1976, σε μια στιγμή όπου το κίνημα των κατοίκων υπέφερε από αποθάρρυνση και κούραση. Η «επιχείρηση S.A.A.L.», ιδωμένη ως ένα σύστημα σχέσεων μεταξύ του κινήματος των κατοίκων, της οργάνωσής του, καθώς και του συντονισμού της τεχνικής και νομικής ενίσχυσης, έχασε τελικά το γενικό της χαρακτήρα, αφού διαιρέθηκε σε ποικίλα διοικητικά συμβούλια – οι απολύσεις υπαλλήλων που είχαν σχέση με αυτό, όπως επίσης και η κατάργηση της δημόσιας υπηρεσίας που του είχε προσδώσει προστασία και πραγματική ισχύ, «βοήθησε» στο παραπάνω γεγονός.
Επιπλέον, η εξάλειψη του S.A.A.L. επιδείκνυε την «σταθερότητα που είχε επιτευχθεί» για μια ακόμα φορά, μέσα στο κρατικό σώμα, τονίζοντας με αυτό τον τρόπο, ξεκάθαρα, τα συμφέροντα που αυτή προστάτευε. Αυτό που αποκαλείτο επιστροφή στην αρχική «αγνότητα», δεν ήταν κάτι περισσότερο από την ενσωμάτωση του S.A.A.L. μέσα στη δημοτική διοίκηση, την παύση των συντονιστικών υπηρεσιών και μια πρόφαση για την αναγκαιότητα ελέγχου του αστικού σχεδιασμού που ήταν, με βάση το νόμο, υπό τη δικαιοδοσία της παραπάνω διοίκησης. Η θέσπιση της αστικής δημοκρατίας γεφύρωσε με αυτό τον τρόπο το νομικό χάσμα το οποίο είχε συμπληρωθεί μέχρι τότε από τις οργανώσεις βάσης του λαού. Παρά την τελική του ήττα, η δράση του συγκεκριμένου προγράμματος, δεν άφησε μόνο αναμνήσεις αλλά και μερικά ουσιώδη αποτελέσματα, τα οποία φάνηκαν χρήσιμα για τα μελλοντικά χρόνια.
(1) De Sousa Santos, «Reinventing Democracy: grassroots movements in Portugal», σελ.46-76 (Άρθρο : Nunes Joao Arriscado, Serra Nuno, «Decent housing for the people: urban movements and emancipation in Portugal», South European Society & Politics, Vol.9, no2, Autumn 2004) / (2) Θα μπορούσε να προσδιοριστεί ως μια επιχείρηση υποταγμένη στο αίτημα για δικαίωμα στην κατοικία και στο να ζει κανείς σε μια πόλη υπό τον έλεγχο των οργανωμένων κατοίκων της.
Παραδείγματα συγκροτημάτων εργατικών κατοικιών του προγράμματος S.A.A.L. στο Οπόρτο
LEAL
Aρχιτέκτων : Sergio Fernandez
Βοηθοί : Victor Sindle, Antonio Corte – Real, Emidio Fonseca, Jose Soares
Αύγουστος 1974
Το συγκρότημα LEAL βρίσκεται μέσα σε ένα οικοδομικό τετράγωνο – νησί, που ορίζεται από σημαντικούς εμπορικούς δρόμους, σε μια συνοικία στο κέντρο της πόλης του Οπόρτο, η οποία αποτελεί τυπικό παράδειγμα περιοχής εργατικής κατοικίας στα τέλη του 19ου αιώνα. Οι συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων, με το πέρας του χρόνου, ολοένα και χειροτέρευαν, ως αποτέλεσμα κερδοσκοπικών επιχειρήσεων, που έφταναν στο σημείο να διαιρούν κάθε μονάδα κατοικίας σε δυο μέρη, αλλά και κτίζοντας καινούργιες στον ελεύθερο πράσινο χώρο της περιοχής.


Μετά την 25η Απριλίου, του 1974, ομάδα φοιτητών της Αρχιτεκτονικής σχολής της πόλης, υπό την καθοδήγηση του S.A.A.L., ξεκίνησε να δουλεύει πάνω στο πρόγραμμα, σε συνεργασία με τους κατοίκους της περιοχής, με σκοπό την βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, οι κάτοικοι εμπόδισαν το συμβούλιο πόλης να δημιουργήσει χώρο πάρκινγκ στη ζώνη 2 και το Νοέμβριο ενέκριναν το σχέδιο απαλλοτρίωσης της γης που απαιτείτο για την επέκταση της γειτονιάς, ενώ εμπόδισαν και την κατεδάφιση 14 ακατοίκητων σπιτιών που ανήκαν στο συμβούλιο πόλης, στη θέση των οποίων το συμβούλιο θα χωροθετούσε το πάρκινγκ. Οι κατοικίες αυτές καταλήφθηκαν από οικογένειες των οποίων τα σπίτια ήταν υπό κατάρρευση(1).
Το Δεκέμβριο του 1974, καλείται η πρώτη γενική συνέλευση των κατοίκων της πόλης, απόρροια της οποίας ήταν η ίδρυση του επαναστατικού συμβουλίου των κατοίκων του Οπόρτο (C.R.M.P.*), η οργάνωση που επρόκειτο να συντονίσει όλους τους αγώνες των κατοίκων. Το Μάρτιο του 1975, μια εγκαταλελειμμένη, για παραπάνω από 20 χρόνια, μεγάλη κατοικία της πόλης, καταλήφθηκε από τους κατοίκους, προκειμένου να εγκατασταθεί η νοσηλευτική σχολή της πόλης, ενώ τον Απρίλιο, ο σύλλογος κατοίκων της γειτονιάς LEAL, που είχε συσταθεί το 1971, αναγνωρίστηκε και επίσημα(2). Τέλος τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, οι αρχές της πόλης ενέκριναν την απαλλοτρίωση της περιοχής που προοριζόταν για επέκταση της γειτονιάς και τον Απρίλιο του 1976 ξεκίνησαν οι εργασίες της ζώνης 2.

Η τυπολογία των κατοικιών που υιοθετήθηκε, βασίστηκε σε αυτά που οι κάτοικοι θεωρούσαν σημαντικά, όπως το να είναι ανεξάρτητη κάθε κατοικία και με λίγους ορόφους, έτσι ώστε να μην επηρεάζεται δυσμενώς ο φωτισμός των υπαρχόντων ισογείων κατοικιών. Οι κατοικίες που προορίζονταν για μια μόνο οικογένεια, θα μπορούσαν να οικοδομούνται χωρίς περίπλοκες τεχνικές και τεχνολογίες, χρησιμοποιώντας τοπικά υλικά, ενώ ταυτόχρονα θα μπορούσαν να κατασκευαστούν από μικρές εταιρείες και από άνεργο εργατικό δυναμικό.

Στην αρχή, πολλοί κάτοικοι ήταν επιφυλακτικοί, αλλά τελικά συμμετείχαν στον σύλλογο που είχε συσταθεί, και ως αποτέλεσμα των συχνών συναντήσεων, κατάφεραν να φέρουν εις πέρας διάφορα έργα. Ένα πρότυπο επίπεδο οργάνωσης είχε επιτευχθεί, το οποίο ήταν ικανό να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες που δημιουργούνταν λόγω των αλλαγών στο πολιτικό σκηνικό της χώρας. Η όλη διαδικασία είχε σχεδιαστεί μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια. Η περιουσία – ιδιοκτησία είχε γίνει συλλογική, το δάνειο για τη χρηματοδότηση της επιχείρησης, μοιράστηκε μεταξύ όλων των κατοίκων, σύμφωνα με την οικονομική τους κατάσταση, και κάθε οικογένεια είχε το σπίτι που χρειαζόταν, ασχέτως με το εισόδημά της.
(1) Botelho, A. και Pinheiro, M. 1976 «O Conselho municipal do Oporto», Oporto: COPSA / (2) Downs, C. Gonçalves, M., Nunes da Silva, F. και Seabra, I., 1978, «Os moradores a conquista da Cidade, Lisbon: Armazem das Letras».
ANTAS
Αρχιτέκτων: Pedro Ramalho
Βοηθοί : Francisco M. Lima, Pedro B. Araujo, Teresa P. Fonseca
Φοιτητική ομάδα συνεργασίας : Lidia Costa, Victor Bastos, Augusto Costa, Jose Lencastre
Ημερομηνία εκτέλεσης έργων : Νοέμβριος 1974 – Μάιος 1975

Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, η περιοχή των Antas άλλαξε από γεωργική, σε κατοικημένη ζώνη στα όρια της πόλης, εξυπηρετώντας την αυξανόμενη βιομηχανοποίηση. Η πολεοδομική του δομή παρέμεινε από τότε, παρόλη την «κερδοσκοπική κατεδάφιση» και αναδιάρθρωση, η οποία είχε ξεκινήσει από τη δεκαετία του ’60, σαν αποτέλεσμα της γενικότερης ανάπτυξης της πόλης και της συνεχούς αύξησης των τιμών γης. Το γεγονός ότι το βασικό κέντρο της ζώνης βρισκόταν σε απόκρημνη πλαγιά – στον λόφο Penaventoza – και μακριά από την περιοχή οικοδόμησης γύρω από την πλατιά λεωφόρο της πόλης – που από τη δεκαετία του ’30 αποτελούσε έναν από τους βασικούς αναπτυξιακούς άξονες της – απέτρεψε τη γρήγορη ενσωμάτωση του συγκροτήματος Antas στην υπόλοιπη αστική δομή της πόλης. Αυτή η ενσωμάτωση, είχε ήδη «αποτυπωθεί» από το δημοτικό συμβούλιο της πόλης, σε ένα σχέδιο που εγκρίθηκε όταν ξεκινούσε η επιχείρηση του S.A.A.L. στο Antas και το οποίο πρότεινε την κατεδάφιση όλου του υφιστάμενου πυρήνα κατοικίας. Η αποτυχία αυτού του σχεδίου, ωστόσο, οδήγησε σε μια γρήγορη κοινωνική απομόνωση της περιοχής, καθώς και σε υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος.
Το σχέδιο του προγράμματος S.A.A.L., το οποίο είχε συζητηθεί σε πολλές συναντήσεις με τον τοπικό πληθυσμό, είχε τρεις κυρίαρχους στόχους:
α) Η συγκεκριμένη περιοχή κατοίκησης να «ανοιχτεί» στην πόλη, διατηρώντας όσο μπορούσε την υπάρχουσα κατοικημένη της ζώνη.
β) Να διαμορφωθούν χώροι για εγκαταστάσεις και για κοινή χρήση, που θα οριζόντουσαν πιο συγκεκριμένα από τους κατοίκους.
γ) Να χρησιμοποιηθούν στην πράξη, αυτές οι κατοικίες(1).


Το συγκρότημα περιλάμβανε κατοικίες, διαδρόμους κυκλοφορίας και αυλές – ορισμένες από τις οποίες είχαν μήκος 100 – 120 μέτρα και μέσο πλάτος μέχρι 10 μέτρα – τοποθετημένες σε σχέση με τις υψομετρικές καμπύλες του εδάφους. Ο «διάδρομος – νησί», ο οποίος αποτελούσε το κυρίαρχο στοιχείο στο συγκρότημα, είχε πλάτος γύρω στο 1,5 μέτρο, βρισκόταν στο κέντρο, με τις κατοικίες να τοποθετούνται προς τη μια πλευρά του και τις αντίστοιχες αυλές τους, στην άλλη. Οι κατοικίες, που περιλάμβαναν ένα καθημερινό και δυο υπνοδωμάτια, αποτελούσαν μικρά κύτταρα των 25 τ.μ. με μια αυλή περίπου ιδίου μεγέθους. Οι «διάδρομοι – νησιά» εντοπίζονταν στο εσωτερικό των οικοδομικών τετραγώνων – νησίδων και συνδέονταν με ένα δευτερεύοντα δρόμο στη μια τους άκρη. Μετά την παραπάνω αναλυτική προσέγγιση της διάταξης στο συγκεκριμένο συγκρότημα, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι αυτό το είδος διαδρόμου, δεν ήταν απλά μια περιοχή του συγκροτήματος, αλλά και ένας χώρος όπου αναπτύσσονταν οι κοινωνικές σχέσεις.

Ξεκινώντας από την αρχή της διατήρησης του κτισμένου χώρου, το σχέδιο εφαρμόστηκε σε μια περιοχή, με κατοικίες στις οποίες είχε προστεθεί ένας όροφος. Όπως καθορίστηκε από το σχέδιο, προστέθηκαν σε βορρά και νότο δύο περιοχές, με σκοπό αυτές να κτιστούν βάσει του τύπου «μονάδα – διάδρομος». Κατά συνέπεια και οι αυλές των κατοικιών δημιουργούσαν μια σειρά από οικόπεδα, στα οποία θα μπορούσαν να επεκταθούν οι κατοικίες. Το σχέδιο για αυτά τα σπίτια, σεβάστηκε τις βασικές αρχές που προαναφέρθηκαν, με το επιπλέον στοιχείο ότι οι περιοχές βόρεια και νότια των αρχικών πυρήνων θα προσαρμόζονταν στην απότομη πλαγιά, στην οποία βρισκόταν το συγκρότημα, ενώ το πρόγραμμα θα εφαρμοζόταν και θα ενσωματωνόταν στις ανάγκες της κάθε οικογένειας – ανάγκες για καταστήματα, επιπλέον δωμάτια, εργαστήρια κ.τ.λ.

Το έργο και οι γνώμες των κατοίκων απορρίφθηκαν επίσημα τον Οκτώβριο του 1976, όταν ένα κυβερνητικό διάταγμα τροποποίησε σημαντικά την κατεύθυνση που είχε μέχρι εκείνη την στιγμή το πρόγραμμα S.A.A.L.. Κατά συνέπεια, από τις 150 κατοικίες που ήταν προγραμματισμένο να κτιστούν, κατασκευάστηκαν μόνο 32, μετά την αναθεώρηση του έργου, σύμφωνα με τις αρχές του σχεδίου του δημοτικού συμβουλίου της πόλης, με στόχο να δοθεί στην πόλη του Οπόρτο μια πιο «ευρωπαϊκή εικόνα».
(1) Ήταν ήδη προγραμματισμένη η αποκατάσταση του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού κατοικιών, προσφεύγοντας σε νέα οικοδόμηση μόνο για να απορροφηθεί ο υπερπληθυσμός.
BELA VISTA
– «Παράνομη» χωροθέτηση
– Ιδιοκατασκευή
– Επιχείρηση S.A.A.L.
Η συνοικία Bela Vista εντοπιζόταν στα περίχωρα του Οπόρτο, σε ένα αγροτικό περιβάλλον χωρίς υποδομές και υπηρεσίες, δυο χιλιόμετρα μακριά από τον τελευταίο αστικό πυρήνα και κοντά σε ορυχείο εξόρυξης κάρβουνου – το οποίο παραμένει μέχρι και σήμερα κλειστό, από το 1970. Χαρακτηριστική είναι η πλαγιά του λόφου, στην οποία βρίσκεται ο συνοικισμός, με κλίση περίπου 20%. Η συγκεκριμένη γη είχε παραχωρηθεί από τον βασιλιά σε διάφορες οικογένειες, χωρίς όμως αυτές να έχουν το δικαίωμα να την πουλήσουν. Τελικά, ένα μέρος της γης πουλήθηκε, ενώ ένα άλλο τμήμα της νοικιάστηκε για γεωργική χρήση και μεταγενέστερα για κατασκευαστικούς σκοπούς. Λόγω της πολύ μεγάλης ανάγκης για στέγαση, η περιοχή αυτή φιλοξένησε τις καινούριες κατοικίες και από αγροτική, η χρήση της μετατράπηκε σε αστική. Όλα αυτά έγιναν χωρίς την αντίστοιχη μεταφορά των νομικών τίτλων και αυτός ήταν ο λόγος που η περιοχή ονομάστηκε «παράνομος» συνοικισμός.
Οι καταγωγές των κατοίκων αυτής της γειτονιάς, διέφεραν πολύ μεταξύ τους. Εδώ συνυπήρχαν ταυτόχρονα μεταλλωρύχοι (που είχαν εκδιωχθεί από κατοικίες εταιριών), αγρότες (που διαχειρίζονταν είτε τη δική τους γη, είτε άλλων), μετανάστες και γηγενείς κάτοικοι, από υποβαθμισμένες ή υπερπληθείς κατοικίες του Οπόρτο. Αυτή η ποικιλία αντικατοπτρίζεται και στον αριθμό των συνεταιρισμών – γειτονιών (6 με 7), οι οποίες συνυπήρχαν στην ίδια περιοχή – περίπου 1000 κατοικίες, συνολικά.
Όσον αφορά τη διαδικασία αστικοποίησης, αναφέρουμε τα εξής: η γη υποδιαιρέθηκε με τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργηθεί ο μέγιστος αριθμός οικοπέδων – ένα οικόπεδο είχε το μέσο μέγεθος των 10 – 30 τ.μ. – ενώ χρήσεις όπως, εισόδου, υποδομών, ελεύθερου χώρου και αστικού εξοπλισμού, περιορίστηκαν στο ελάχιστο. Η κατασκευαστική μέθοδος που υιοθετήθηκε ήταν εξελικτική και χρησιμοποιήθηκε κυρίως η ιδιοκατασκευή, ενώ αργότερα κατασκευάστηκαν και κατοικίες για μεγάλες οικογένειες, υποστηριζόμενες από μικρές κατασκευαστικές εταιρείες.
Το έργο της Bela Vista, ήταν ένα από τα πρώτα εγχειρήματα του προγράμματος S.A.A.L. στο Οπόρτο και όπως έχει ειπωθεί, περιλάμβανε 6 με 7 γειτονιές – συλλόγους, των οποίων πρωταρχικός στόχος ήταν η πρόνοια και η πρόβλεψη των υποδομών, σε αντιπαραβολή με τις περισσότερες επιχειρήσεις του S.A.A.L., που είχαν ως κύριο στόχο τους την κατασκευή των κατοικιών. Έτσι δύσκολα μπορούσε να αναλάβει κανείς τέτοιο εγχείρημα, σε συνδυασμό κιόλας με την χωροθέτηση του συνοικισμού σε απότομη πλαγιά. Πριν οι επιχειρήσεις του S.A.A.L. τερματιστούν, μόνο ένας πεζόδρομος κατασκευάστηκε στη περιοχή, ταυτόχρονα με ένα συγκροτημένο δίκτυο νερού, ενώ το ηλεκτρικό δίκτυο, μια τοπική κινητή ιατρική μονάδα και ένα μικρό 4τάξιο δημοτικό σχολείο, προστέθηκαν στον οικισμό τα επόμενα χρόνια. Το μόνο που έλειπε εκείνη την στιγμή, ήταν ένα οργανωμένο δίκτυο αποχέτευσης(1).
(1) Marconi, F. και Oliveira, P. 1977 «L’ architectura come pratica politica: Portogalo: il S.A.A.L.», Milan: Feltrinelli.
Τα συντονιστικά σώματα
Πολλά διαφορετικά συντονιστικά όργανα δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια αυτών των δυο χρόνων, που διήρκεσαν οι αστικοί αγώνες. Διακρίνουμε συγκεκριμένα τρεις τύπους: 1) βασισμένα στη συνάθροιση των επιτροπών κατοίκων που ήταν αναμεμιγμένες με τους ίδιους
αγώνες, 2) βασισμένα στη συνάθροιση όλων των επιτροπών κατοίκων της ίδιας περιοχής – περιφέρειας και 3) βασισμένα στη συνάθροιση των επιτροπών κατοίκων με άλλες οργανώσεις.
Το πρώτο πρόβλημα ήταν αυτό του άμεσου συντονισμού ενός συγκεκριμένου αγώνα – για το S.A.A.L., για τις καταλήψεις, για τις αλλαγές κανονισμών κ.τ.λ. – δηλαδή του συντονισμού ανάμεσα σε ομάδες με το ίδιο συγκεκριμένο πρόβλημα. Ήταν βασικά, μια αναγκαία αμυντική δομή που χρειαζόταν, προκειμένου να εξασφαλιστεί αμοιβαία υποστήριξη, ανταλλαγή πληροφοριών και σχεδιασμός τακτικών. Μια επιπλέον λειτουργία των συντονιστικών αυτών ήταν η εξάπλωση του αγώνα σε άλλες bairros, που δεν είχαν αναμειχθεί αλλά αντιμετώπιζαν το ίδιο πρόβλημα. Τέτοια συντονιστικά υπήρχαν και στις τρεις πόλεις – Λισαβόνα, Οπόρτο, Setúbal – για κάθε έναν από τους αγώνες που προαναφέραμε. Τα σώματα αυτά, αντί να υποστηρίξουν τους συλλογικούς αγώνες, όπως φυσιολογικά θα περίμενε κανείς, δυστυχώς
επικεντρώθηκαν στο δικό τους πρόβλημα. Η ομογένειά τους τα καθιστούσε λιγότερο επιρρεπή σε εσωτερικές δομικές διαφωνίες που θα μπορούσαν να δημιουργηθούν από διαφορές σε αντικειμενικά προβλήματα ή λόγω διαφορών ταξικής βάσης.
Aργότερα, γινόντουσαν προσπάθειες για το σχηματισμό ενός πιο γενικού τύπου συντονιστικού οργάνου, που να αντιπροσωπεύει όλους τους κατοίκους της πόλης και να καταπιάνεται με πολλά περισσότερα προβλήματα. Τον Ιούνιο του 1975, δημιουργήθηκαν δυο τέτοια «συμβούλια κατοίκων», στο Οπόρτο και στη Setúbal. Στόχος ήταν να «υπάρχει ένας οργανωμένος αγώνας για την επίλυση των προβλημάτων των γειτονιών (bairros) της πόλης» και να εξελιχθεί ο τρόπος οργάνωσης, όμως σε καμία από τις δυο περιπτώσεις δεν αρκούσε μόνο η ύπαρξη του δημοτικού συμβουλίου της πόλης για να συντηρηθεί ο αγώνας.
Το Επαναστατικό Συμβούλιο των κατοίκων, στη περίπτωση του Οπόρτο, (C.R.M.P.*), δημιουργήθηκε για να συντονίσει την συμμετοχή των απεσταλμένων αντιπροσώπων των επιτροπών κατοίκων στο δημοτικό συμβούλιο της πόλης και σχηματίστηκε μετά από απόφαση της στρατιωτικής διοικητικής επιτροπής της Câmara* της (C.A.M.*). Συμπεριλάμβανε τις περισσότερες επιτροπές κατοίκων που υπήρχαν και οι οποίες προέρχονταν από τις γειτονιές (bairros) του προγράμματος S.A.A.L. ή από τις bairros câmararios.
Όταν η στρατιωτική διοικητική επιτροπή της πόλης «έφυγε» το Σεπτέμβριο του 1975, η Câmara άρχισε και πάλι να αγνοεί τις επιτροπές κατοίκων. Το C.R.M.P. τάχθηκε ξεκάθαρα εναντίον της και οι bairros camararios απεχώρησαν για να διατηρήσουν αυτά που είχαν ήδη κερδίσει, τον έλεγχο, δηλαδή, μερικών δημοτικών υπηρεσιών. Το C.R.M.P. συνέχισε τη δράση του και έκανε ένα πολύ σημαντικό βήμα, όταν συνδέθηκε με το S.A.A.L. και προσέγγισε κάποια προβλήματα γενικής πολιτικής κινητοποίησης – επιστράτευσης.
Η εμπειρία έδειξε, ότι για να λύσουν οι επιτροπές κατοίκων τα προβλήματά τους έπρεπε να παρέμβουν κατευθείαν στην πολιτική και κοινωνική ζωή του τόπου τους. Η δύναμη και η νομιμότητα για να πραγματοποιηθεί αυτό, θα δινόταν από την συνεργασία με άλλες οργανώσεις που αντιμετώπιζαν παρόμοια προβλήματα – ειδικά με επιτροπές εργατών, συντεχνίες και άλλες ομάδες. Με αυτόν τον τρόπο αναπτύχθηκε το τρίτο επίπεδο συντονισμού, το οποίο συνέδεε τις επιτροπές κατοίκων με άλλες οργανώσεις και επιτρέποντας άλλα αντικειμενικά έργα. Αυτό προέκυψε με δυο τρόπους: ως ένα γενικό έργο για τη δημιουργία μιας αντιπροσωπευτικής δομής – και τελικά μιας κυβέρνησης βασισμένης σε αυτές τις οργανώσεις – ή ως μια άμεση ανταπόκριση σε τοπικά ζητήματα. Το πρώτο αναπτύχθηκε όταν, μετά από μήνες συζήτησης στην αριστερά, η συνέλευση των M.F.A. υιοθέτησε, στις 8 Ιουλίου του 1975, ένα έγγραφο όπου καλούσε τον κόσμο, σε ένα σύστημα λαϊκής οργάνωσης, «(…) θεμελιακά βασισμένο στις επιτροπές εργατών (C.T.)* και στις επιτροπές κατοίκων, με την τελική και μέγιστη αντικειμενικότητα της οικοδόμησης της σοσιαλιστικής κοινωνίας(…)». Περιέγραφε επίσης ένα σύστημα τοπικών, περιφερειακών και εθνικών λαϊκών συνελεύσεων, συντιθέμενων από αντιπροσώπους των οργανώσεων βάσης – επιτροπών κατοίκων και επιτροπών εργατών – της κυβέρνησης και του στρατού. Οι λαϊκές αυτές συνελεύσεις είχαν σκοπό: 1) να μεταφέρουν τις γνώμες και τα αιτήματα του πληθυσμού στις αρμόδιες αρχές, 2) να παρέμβουν στον τοπικό, περιφερειακό και εθνικό σχεδιασμό μέσω των αρμοδίων οργάνων, όπως οι αντιπρόσωποι (mandatorios) του πληθυσμού και 3) να εξετάσουν και να ελέγξουν τη δράση των διοικητικών οργάνων, καθώς και τη δυνατότητά και το βαθμό ανταπόκρισής τους στις ανάγκες του πληθυσμού.
Το δημοτικό συμβούλιο στο Πόρτο
Οι άνθρωποι θεωρούσαν απαραίτητο, το να συντονίσουν τους αγώνες τους αλλά χρειαζόντουσαν να επικεντρωθούν κάπου συγκεκριμένα. Υπήρχαν δυο περιπτώσεις, όπου δημιουργήθηκε μια δομή για να ασκήσει συγκεκριμένη πρακτική ή για να πραγματοποιήσει συγκεκριμένα καθήκοντα – έργα και η οποία συμπεριέλαβε τις επιτροπές κατοίκων και άλλες οργανώσεις. Η πρώτη περίπτωση ήταν το «Δημοτικό Συμβούλιο» του Οπόρτο και η δεύτερη η «Επιτροπή Αγώνα» της Setúbal.
Τον Μάιο του 1975, η διοικητική επιτροπή της Câmara (δήμου) του Οπόρτο (C.A.*), μετά από πολλούς μήνες αναποτελεσματικών έργων, βρέθηκε στόχος επιθέσεων από πολλές πλευρές: εργάτες του Δήμου έκαναν απεργία και έδιωξαν τον πρόεδρό της(1), καθώς και έναν υπεύθυνο ενός τμήματος της, ενώ στους δρόμους, την ίδια στιγμή, στοιβάζονταν σκουπίδια. Η διοικητική επιτροπή παραιτήθηκε και στις 28 Μαΐου αντικαταστάθηκε από τη Στρατιωτική Διοικητική Επιτροπή (C.A.M.*).
Διαταγή της υπηρεσίας στις 31 Μαΐου, δήλωσε ότι η C.A.M. «αναγνωρίζει την επιτροπή κατοίκων των bairros camararios και άλλες επιτροπές κατοίκων, ως όργανα αποτελεσματικής συνεργασίας και συμμετοχής στις αποφάσεις με την εξουσιοδότηση του προέδρου και του Δήμου (Câmara) του Οπόρτο (…) Σε ένα διάστημα 30 ημερών οι επιτροπές αυτές θα έπρεπε να παρουσιάσουν πρόταση για την οργάνωση, τις διαδικασίες και τις λειτουργίες τους». Στις 17 Ιουνίου, η C.A.M. ανακοίνωσε ότι «από σήμερα η διοικητική επιτροπή θα συναντιέται κάθε βδομάδα (…) με τους πραγματικούς εκπροσώπους των εργατών της πόλης». Αυτή ήταν και η βάση για το «Δημοτικό Συμβούλιο».
Μέχρι να δημιουργηθεί η ανάγκη για μια τελική δομή, συστάθηκε μια προσωρινή συμβουλευτική επιτροπή, η οποία απαρτιζόταν από 6 αντιπροσώπους επιτροπών κατοίκων(2), από 3 juntas de freguesia και 3 εργάτες του Δήμου. Η τελευταία συνάντηση του Δημοτικού Συμβουλίου, στις 5 Σεπτέμβρη 1975, ήδη συμπεριέλαβε αντιπροσώπους από την ομοσπονδία συντεχνιών – συνασπισμό σωματείων και από τους εθελοντές πυροσβέστες, ενώ ανακοινώθηκε ότι σύντομα θα συμμετείχαν και αντιπρόσωποι του στρατού και της αστυνομίας.
Το Δημοτικό Συμβούλιο, τελείωσε επίσημα με την παραίτηση της C.A.M., σε απάντηση στη στρατιωτική και πολιτική αντίθεση στις δραστηριότητες του και λόγω της αλλαγής του πολιτικού σκηνικού, που οδήγησε στην έκτη προσωρινή κυβέρνηση. Τότε ακολούθησε ένας σύντομος αγώνας υπεράσπισης της C.A.M. και του Δημοτικού Συμβουλίου, αλλά δυστυχώς σύντομα χάθηκαν μέσα σε άλλα γεγονότα.
Το Δημοτικό Συμβούλιο δεν υπήρχε αρκετό καιρό, ώστε να ξέρει πως θα λειτουργούσε ως κανονικό ίδρυμα ή πως θα προσδιόριζε τα συμφέροντά του, όσο ο αριθμός των ομάδων και των αντιπροσώπων, που συμμετείχαν σε αυτό, αυξάνονταν. Παρόλα αυτά, δύο πράγματα είναι ξεκάθαρα: αυτή την περίοδο επισπεύστηκαν και ολοκληρώθηκαν επιτέλους, οι γραφειοκρατικές αποφάσεις που είχαν καθυστερήσει για μήνες στην Câmara και επιτεύχθηκε μεγάλη πρακτική πρόοδος. Από την άλλη μεριά, ήταν και μια περίοδος πολιτικής αποστράτευσης – αποκινητοποίησης, εν μέρει ως αποτέλεσμα της ξαφνικής ευκολίας με την οποία πραγματοποιούνταν τα γεγονότα στη καθημερινότητα.
(1) Στις 17 Μαΐου, περίπου 30.000 κάτοικοι, διαδήλωσαν και ένα από τα κύρια αιτήματά τους, ήταν η καθαίρεση του προέδρου της C.A.M. / (2) 3 από bairros câmararios και 3 από κάποια άλλη επιτροπή κατοίκων.
Συμπεράσματα από την περίοδο 1974 – 1975
Προσπαθήσαμε να περιγράψουμε και να αναλύσουμε τα κοινωνικά κινήματα της πόλης του Οπόρτο και τις επιτροπές κατοίκων της Πορτογαλίας στα έτη 1974 – 1975. Δυο πολύ βασικά ζητήματα που θίγονται και για τα οποία μπορούμε να καταλήξουμε σε κάποια συμπεράσματα είναι: η πολυταξική φύση του κινήματος και η σχέση του κινήματος με το Κράτος, τα οποία και αναλύονται στη συνέχεια.
Το αστικό κίνημα συμπεριέλαβε και ανάμειξε έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων από διαφορετικές τάξεις και κοινωνικές ομάδες, που συσπειρώθηκαν γύρω από τα βασικά τους προβλήματα. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε τη βάση για τη δημιουργία ενός «κακο-οργανωμένου» μεν, αδιαμφισβήτητου δε, λαϊκού κινήματος. Το κίνημα αυτό ήταν πολύ ευρύ, μιας και δεν είχε οργανωθεί μόνο μέσα από το χώρο της εργασίας, αλλά συμπεριέλαβε και άνεργους άνδρες και γυναίκες, νεολαία, υπαλλήλους και εργάτες εργοστασίων, επαγγελματίες και ιδιοκτήτες μικρών μαγαζιών.
Η σύνθεση του πολυταξικού αυτού κινήματος διαφέρει από μέρος σε μέρος. Στο Οπόρτο και τη Λισαβόνα αποτελείτο κυρίως από τους φτωχούς, χαμηλόμισθους ειδικευμένους αλλά και ανειδίκευτους εργάτες, υπαλλήλους, πλανόδιους μικροπωλητές και μικρούς ιδιοκτήτες. Μόνο στη Setúbal συμπεριλάμβανε μεγάλο αριθμό εργατών από σύγχρονες βιομηχανίες και υπηρεσίες αλλά και επαγγελματίες υπαλλήλους από τη νέα μικροαστική τάξη. Η ποικιλομορφία αυτή, δημιουργούσε εντάσεις οι οποίες μπορούσαν να οδηγήσουν σε συγκρούσεις μεταξύ των διαφορετικών κομματιών του. Κύριες αιτίες για τις συγκρούσεις ήταν οι διαφορές στα βασικά προβλήματα – επιτροπές κατοίκων του S.A.A.L. και δημοτικές κατοικίες του Οπόρτο – αλλά και οι διαφορές στην ταξική σύνθεση. Οι ίδιες αυτές εντάσεις δημιουργούνταν όχι μόνο μεταξύ των επιτροπών κατοίκων αλλά και μεταξύ επιτροπών του άλλου βασικού κομματιού του λαϊκού κινήματος, των εργατικών οργανώσεων. Η διασπαστικότητα που προκαλούσαν οι συγκρούσεις αυτές, εντεινόταν μερικές φορές εξαιτίας σεκταριστικών λογικών. Από την άλλη, ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που μείωνε την διαίρεση αυτή ήταν η αμοιβαία πεποίθηση του, ότι όλοι ήταν μέρος του ίδιου γενικού προοδευτικού κινήματος και ευτυχώς καμία από τις συγκρούσεις αυτές δε μεταφράστηκε σε ανταγωνιστικά ταξικά συμφέροντα.
Το αστικό κίνημα – όπως και το λαϊκό κίνημα γενικά – είχε μια βαθειά εξάρτηση από το Κράτος αλλά συγχρόνως καλλιέργησε μια συνείδηση και ανέπτυξε μια πρακτική ως αντικαταστάτης του παλιού κράτους. Για να κατανοήσουμε την κατάσταση πρέπει να λάβουμε υπόψη τις πολιτικές συνθήκες υπό τις οποίες αναπτύχθηκε το κίνημα. Η επανάσταση στις 25 Απριλίου του 1974, κατέστρεψε την ενότητα και την ηγεμονία του κυρίαρχου μπλοκ τάξεων. Το βασικό κράτος παρέμεινε άθικτο αλλά διαιρεμένο και ακινητοποιημένο. Επιπρόσθετα, ένας βασικός τομέας του κράτους, οι ένοπλες δυνάμεις, νομιμοποιούσαν τη δημιουργία και τη δράση του λαϊκού κινήματος αντί να το καταστέλλουν. Η κρίση αυτή του κυβερνώντος μπλοκ – και του κράτους, κατ’ επέκταση – δημιούργησε τους γενικούς όρους για να αναπτυχθεί το αστικό κίνημα και να αναγνωρίσει την αναγκαιότητα ενός εναλλακτικού του υπάρχοντος κράτους.
Στους βασικούς τους αγώνες οι συμμετέχοντες συνήθως βρίσκονταν εναντίον του κράτους, το οποίο δρούσε είτε ως ρυθμιστής είτε ως η γραφειοκρατία που μπλόκαρε λύσεις. Θεωρούσαν ότι η παραδοσιακή δομή του κράτους δεν έδινε λύσεις και αναγκάζονταν μερικές φορές να αναλαμβάνουν τις λειτουργίες του. Η αναγκαιότητα αυτή μετατράπηκε τελικά σε αρετή. Το κίνημα άρχισε να θεωρεί πως ήταν ο αντικαταστάτης του κράτους. Η M.F.A. στο παρελθόν, είχε υποστηρίξει την τοπική διοίκηση για τον καθορισμό λύσεων για τα τοπικά προβλήματα, ενώ αργότερα μίλησε για άμεση δράση στο πλάι της επιτροπής κατοίκων.
Κλείνοντας…
Από το τέλος της δεκαετίας του 1960, αναπτύσσονται κινήματα ιδεολογικής αμφισβήτησης της ως τότε μεταπολεμικής ανάπτυξης (Μάης ’68 στη Γαλλία, φοιτητικά κινήματα στην Ιταλία, τη Γερμανία, τις Η.Π.Α., Άνοιξη της Πράγας). Δραστηριοποιούνται για πρώτη φορά συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες (νέοι, γυναίκες, μειονότητες) και αναδεικνύονται νέα ζητήματα και τρόποι διεκδίκησης. Μεταξύ αυτών έχουν σημαντική θέση τα ζητήματα της κατοικίας και της πόλης. Έτσι και στην Πορτογαλία, η επανάσταση του 1974, πυροδότησε το λαϊκό κίνημα των κατοίκων για τη διεκδίκηση αξιοπρεπέστερων συνθηκών διαβίωσης. Ένα κίνημα που ξέσπασε αυθόρμητα και ανάμειξε ανθρώπους από διαφορετικές κοινωνικές ομάδες και τάξεις που αγωνίστηκαν μαζί, με βάση τα κοινά τους προβλήματα και τα κοινά τους αιτήματα. Ένα λαϊκό κίνημα που παρόλη την πολυμορφία και την πολυταξικότητα που το χαρακτήριζαν, αλλά και τη μικρή του διάρκεια, έδωσε τη δυνατότητα στους κατοίκους να οργανωθούν, να συντονιστούν και να πάρουν την πόλη στα χέρια τους, να προτείνουν εναλλακτικές λύσεις για τα προβλήματα που τους απασχολούσαν, όπως και να παρέμβουν οι ίδιοι σε ό, τι τους αφορούσε, με τον τρόπο που αυτοί επέλεγαν – από την κατάληψη κατοικιών, μέχρι τη διαμόρφωση υπαίθριων χώρων. Παρόλες τις αντιφάσεις που το διαπερνούσαν και τις εσωτερικές συγκρούσεις μεταξύ των διαφορετικών ομάδων του (που ως ένα βαθμό οδήγησαν και στη σταδιακή του αποδυνάμωση), πέτυχε νίκες – παρακαταθήκες για το μέλλον και άφησε έντονες κοινωνικές εμπειρίες, αλλά το πιο βασικό, ανέδειξε το κοινωνικό πρόβλημα της κατοικίας, τονίζοντας ότι οι αγώνες για ευπρεπή κατοικία, είναι και πρέπει να είναι και αυτοί συλλογικοί.
ΛΕΞΙΚΟ ΕΝΝΟΙΩΝ ΚΑΙ ΟΡΩΝ
Bairros = Περιοχή, γειτονιά, συνοικία
Bairros Câmararios (ilhas ao alto) = Περιοχές συλλογικής κατοικίας που ανήκαν στον Δήμο. Αποτελούνται από πολυκατοικίες που ανήκουν στο δημοτικό συμβούλιο πόλης, για την στέγαση οικογενειών με χαμηλό εισόδημα.
Bairros de Barracas = Περιοχή με χαμόσπιτα
Barracas =Παράγκες, χαμόσπιτα, καλύβια κ.τ.λ.
Câmara = Δήμος της πόλης
C.A. (Comissão Administrativa) = Διοικητική επιτροπή
C.A.M. (Comissão Administrativa Militar) = Στρατιωτική Διοικητική Επιτροπή
Casas Sim, Barracas Nao = «Κατοικίες ναι, Καλύβια Όχι!»
Casas para todos, Contra Capitalismo! = «Κατοικίες για όλους ενάντια στον καπιταλισμό!»
Habitaçāa Condogna Para Todos! = «Ευπρεπείς κατοικίες για όλους!»
Nern una casa sern pessoas enquanto ha pessoas sem casa! = «Καμία κατοικία χωρίς ανθρώπους, όσο υπάρχουν άνθρωποι χωρίς κατοικία!»
C.D.S. / P.P. (Centro Democratico e Social / Partido Popular) = Κεντρο – δημοκρατικό κόμμα
COPCON (Comando OPeracional do CONtinent) = Στρατιωτική δύναμη για την «επέμβαση για τη διατήρηση της τάξης, υποστηρίζοντας και αναζητώντας τις πολιτικές αρχές», ούτως ώστε οι κάτοικοι να μην εξαρτώνται από την «αναξιόπιστη» αστυνομία που κληρονόμησαν από το δικτατορικό καθεστώς. Με το καιρό στήριζε όλο και περισσότερο το λαϊκό κίνημα.
C.M. (Comissão de moradores) = Επιτροπή Κατοίκων
C.R.M.P.(Concelho Revolucionãrio de Moradores do Porto) = Επαναστατικό Συμβούλιο των κατοίκων του Οπόρτο
C.T. (Comissão de Trabalhadores) = Επιτροπή Εργατών
D.G.S. (Direcção Geral de Segurança) = Μυστική αστυνομία που καθιερώθηκε από την δικτατορία
Ditadura = Δικτατορία
esquerda revolucionária = Επαναστατική αριστερά
Estado Novo = «Νέο Κράτος». Η δικτατορία του Salazar
Estado Urbano = Αστικό κράτος
F.F.H. (Fundo de Fomento de Habitação)= Κρατική υπηρεσία για την χρηματοδότηση της αποκατάστασης των εργατικών κατοικιών επί S.A.A.L.
Freguesia = Συνοικία – ενορία
Golpes de estados = Πραξικόπημα
Ilhas = Τον 19ο αιώνα οι κατοικίες είχαν συνήθως ένα μικρό κήπο στο πίσω μέρος τους, και ήταν σύνηθες να υπάρχουν μικρά καλύβια στον όροφο, τα οποία ενοικιάζονταν. Αυτός ο τύπος έγινε ο μόνιμος και επικρατέστερος τύπος κατοικίας για πολλές οικογένειες. Ο εσωτερικός χώρος ενός ολόκληρου μπλοκ αντιμετωπιζόταν σαν μια μονάδα. Συχνά οι βοηθητικές υπηρεσίες και τα δίκτυο νερού βρισκόταν έξω από τον κύριο χώρο κατοικίας υπό τον έλεγχο του γαιοκτήμονα.
Junta de freguesia = Επιτροπή ενορίας
Mapa cor de rosa = Τριανταφυλλόχρωμος Χάρτης: Καθόριζε τις κτήσεις της Πορτογαλίας στην Αφρική στα τέλη του 19ου αιώνα
M.D.P. /C.D.E.(Movimento Democrâtico Português / Comissões Democráticas Eleitorais) = Ήταν από τις κυριότερες δημοκρατικές οργανώσεις που αντιστάθηκαν στο δικτατορικό καθεστώς. Ιδρύθηκε το 1969. Μετά την επανάσταση ήταν κομμάτι κάθε προσωρινής κυβέρνησης.
M.F.A. (Monimento das Forças Armadas) = Το στρατιωτικό – μαρξιστικό κίνημα που εναντιώθηκε στην αποικιοκρατική πολιτική της δικτατορίας. Χάρις σε αυτό ξεκίνησε η επανάσταση των Γαρυφάλλων, γνωστή και ως επανάσταση των Λοχαγών.
O.D.A.M. (Organização dos Arquitectos Modernos) = Οργάνωση των αρχιτεκτόνων (1947 – 1952), που υποστήριζαν τις αρχές του Μοντέρνου Κινήματος και εναντιωνόντουσαν στις δικτατορικές αρχές της αρχιτεκτονικής.
P.C.P. (Partido Comunista de Portugal) = Κομμουνιστικό Κόμμα Πορτογαλίας
precários = Παραγκουπόλεις (Slums)
P.P.D. /P.S.D. (Partido Popular) = Λαϊκό δημοκρατικό κόμμα
P.S.D. (Partido Social Democrata) = Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα
Quintas = Ιδιοκτησίες
REVOLUÇÃO DOS CRAVOS = Επανάσταση των Γαρυφάλλων
S.A.A.L. (Serviço Ambulatorio Apoio Local) = (Κινητή υπηρεσία τοπικής ενίσχυσης). Το κρατικό πρόγραμμα της επανάστασης στο οποίο συμμετείχε και ο λαός για την συνδιαμόρφωση των κατοικιών του.
Subalugas = Σύστημα υπενοικίασης δωματίου σε σπίτι, σε συνθήκες συνωστισμού και με ενοίκια που έφταναν την πενταπλάσια έως και δεκαπλάσια τιμή, της αντίστοιχης ενός μέσου ενοικίου. Μετά από δικαστικές διαμάχες, η κυβέρνηση ψήφισε νόμο, που εφαρμόστηκε μόνο στο Οπόρτο και σύμφωνα με τον οποίο μειωνόταν το ενοίκιο έως και 125% του νόμιμου ενοικίου.
Tarrafal = Το όνομα ενός φασιστικού στρατοπέδου συγκέντρωσης στο Cape Verde
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
«Αναλυτική προσέγγιση του αστικού χώρου» _ μάθημα: Πολεοδομία 1, Αθήνα 2005
Botelho, A. & Pinheiro, M. «O Concelho municipal do Oporto», 1976, Oporto CORPSA.
«CRUARB, Comissariado para a Renovação da Ribeira-Barredo, Porto Património Mundial III. CRUARB 25 anos de Reabilitação Urbana», Porto:CRUARB, 2000.
Institute for housing studies bie, «Excursion to Portugal», October 1982.
Nuno Portas – Manuel Mendes, «Portugal architecture 1965-1990, Tendances de l’ architecture contemporaine». Editions du Moniteur
Pierre Mardaga, «Architectures à Porto», 1995
Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος – Λαρούς – Μπριτάνικα _ τόμος 48, σελ. 206
«Πορτογαλία, Μαδέρα και Αζόρες. Οδηγοί του κόσμου» _ Εκδόσεις Καθημερινή
Hobsbawm J. Eric, «Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΩΝ 1875 – 1915», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.
De Sousa Santos, «REINVENTING DEMOCRACY: GRASSROOTS MOVEMENTS IN PORTUGAL». (Nunes Joao Arriscado, Serra Nuno, άρθρο: Decent housing for the people: Urban movements and emancipation in Portugal).
Downs, Charles, «Revolution at the grassroots: community organizations in the Portuguese revolution», 1989, Suny Press.
Downs, C. Gonçalves, M. Nunes da Silva, F. & Seabra, I. «Os Moradores a conquista da cidade», 1978, Lisbon, Armazem das Letras.
Dubus, F. Lamarzelle, G. & Osmont, A., «Urbanisme et transition: Les luites urbaines au Portugal», 1978
Ferreira, V.M., «Movimentos sociais e intervenção politica», 1975, Oporto: Afrontamento.
Marconi, F. & Oliveira, P., «L’architectura come pratica politica: Portogallo: il S.A.A.L.», 1977, Fetrinelli, Millan.
Matros, L.F.S. «Investmentos estrangeiros em Portugal», 1973, Seara Nova, Lisbon.
Rodrigues, A. Borga, C. & Cardoso, M. «Portugal depois de Abril», Distribuidora de Informacao Geral, Lda.
CÂMARA MUNICIPAL DO PORTO, «Centre historique de Porto», Mairie de Porto, CRUARB.
Ζήβας Α. Διονύσης, «Τα μνημεία και η πόλη», εκδ. LIBRO, ΣΕΠ. 1997.
Βρυχέα Άννη, «Κατοίκηση και κατοικία, διερευνώντας τα όρια της πόλης», ελληνικά γράμματα, 2003.
Lefevre Henry, «Δικαίωμα στην πόλη», εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1977.
Castells Manuel, «The city and the grassroots: A Cross – cultural Theory of Urban Social Movements», Berkeley: University of California, Press, 1983.
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΕΙΣ:
http://www.housingprototypes.org/category?field=Project_Name
http://www.answers.com/topic/alvaro-siza
http://www.doclisboa.org/2007/en_programa_23.htm
http://www.msa.mmu.ac.uk/continuity/index.php/category/portugal/
http://english.cm-porto.pt/index.php?m=1&s=4&cron=1&tipo=2
http://www.portugalvirtual.pt/_tourism/costaverde/porto/wecandi.html
ΣΧΕΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
AÃ. W.: «História da Cidade do Porto», 3 vols., Portucalense Editora.Porto 1962-1965
AÃ. W.: «Porto percursos nos espaços e memórias». W., Afrontamento. Porto, 1990.
AMORIM, Maria Alexandra Martins, Tese de Mestrado em Planeamento e Projecto do Ambiente Urbano, Alexandra Maria Martins,FEUP / FAUP, 1998.
ANDRADE, Monteiro de, «Ruas Particulares», In Civitas, Revista da Câmara Municipal do Porto. Porto.
BARBOSA, Cassiano, ODAM. «Organização dos Arquitectos Modernos», ed. Asa, Porto, 1972.
A. BASTO, Α. de Magalhães, «A propósito da modernização do Bairro da Sé», Magellan, In O Primeiro de Janeiro, 1940.01.05.
CAMPOS, Ezequiel de, «Prólogo ao Plano da Cidade do Porto», Empresa Industrial Gráfica; Porto; 1932.
Mike Davis, «Planet of Slums»
ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ:
«Η επανάσταση των Γαρυφάλλων» (Cravos de Abril), Ιστορικό ντοκιμαντέρ, ασπρόμαυρο και με χρώμα, 16mm. 40 min. από τον Ricardo Costa, που δείχνει τα ιστορικά και επαναστατικά γεγονότα που εκτυλίχθηκαν στη Πορτογαλία, από την 24η Απριλίου 1974, έως την 1η Μάη.
Σκηνές από την «πάλη των τάξεων στην Πορτογαλία» – Η.Π.Α./ Πορτογαλία 1977, 16mm, ασπρόμαυρο και με χρώμα, 85min., από τον Robert Krammer και τον Philip Spinelli.
«Capitaes de Abril», από την Maria de Medeiros.
Reblogged this on ΝΕΑ ΧΩΡΙΣ ΦΙΛΤΡΟ ΦΕΛΛΟΥ.