ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΣΤΟ 11Ο ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
Δημήτρης Πούλιος
Οι αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στην εκπαίδευση των αρχιτεκτόνων ερμηνεύονται εδώ από τον εισηγητή με εργαλεία την εισαγωγή των ψηφιακών μέσων σχεδίασης στο αρχιτεκτονικό έργο αλλά και τις εμπειρίες του από την Ουαλική Σχολή Αρχιτεκτονικής στο Κάρντιφ. Η εισαγωγή προγραμμάτων σχεδίασης υποβοηθούμενης από υπολογιστή (Computer Aided Design – CAD) επιτάχυνε σε πολύ μεγάλο βαθμό τον σχεδιασμό και ταυτόχρονα έδωσε τη δυνατότητα να παράγονται σχέδια μαζικά χωρίς την προϋπόθεση πολύχρονων σπουδών. Αυτό με τη σειρά του διευκόλυνε την ήδη υπάρχουσα τάση συγκέντρωσης στον κλάδο: ο παραδοσιακός ελεύθερος επαγγελματίας αρχιτέκτονας αντικαθίσταται από μία μικρή ελίτ επιτυχημένων με αγοραίους όρους αρχιτεκτόνων και μια μεγάλη μάζα ειδικευμένων και κακοπληρωμένων διεκπεραιωτών.
Αυτές οι εξελίξεις καθοδηγούν τον κατακερματισμό, την πολυδιάσπαση και την τυποποίηση των αρχιτεκτονικών σπουδών. Χαρακτηριστικό είναι το βρετανικό παράδειγμα όπου η προσπάθεια να δημιουργηθούν ανταγωνιστικά προγράμματα σπουδών που παρέχουν το μέγιστο αριθμό πιστωτικών μονάδων στο ελάχιστο δυνατό χρονικό διάστημα οδηγεί σε υπερβολική εντατικοποίηση των σπουδών, άνισο επίπεδο των σπουδαστών και αντικατάσταση της αρχιτεκτονικής σύνθεσης από συνταγολόγια.
Στο βιβλίο του «Ενάντια στην Αρχιτεκτονική» ο ιταλός ανθρωπολόγος Franco La Cecla, παρουσιάζει με γλαφυρό τρόπο και μεγάλη δόση ειρωνείας το μοντέλου του σύγχρονου επιτυχημένου αρχιτέκτονα, του Archistar. Καθοριστικό στοιχείο της πολεμικής του είναι η δομική πλέον σχέση της αρχιτεκτονικής και των δυνάμεων του μάρκετινγκ. Όπως αναφέρει:
Η αρχιτεκτονική μετατρέπεται σε ύφασμα, πλοκή, χάνει την ογκομετρική της συνοχή, διαλύεται. Ο Ζαν Νουβέλ υπόσχεται ελαφρές επιφάνειες, ανάλαφρα υαλοστάσια, σαν να λέει πως η αρχιτεκτονική είναι δισδιάστατη, πως πρέπει να περάσει όλη στις αστραφτερές σελίδες των περιοδικών. Ο Φρανκ Γκέρυ μπαίνει στο στούντιο του, σβολιάζει ένα χαρτί και λέει στους πιστούς σχεδιαστές του στο CAD: «Θέλω Αυτό». (La Cecla, 2009)
Στις τελευταίες γραμμές κρύβεται ίσως ένα μέρος από την «τραγωδία» της σύγχρονης αρχιτεκτονικής εκπαίδευσης αλλά και πρακτικής, και αφετηρία πολλών προβληματισμών που αφορούν αυτό το συνέδριο. Από τη μία το πρότυπο του πετυχημένου ελεύθερου επαγγελματία καλλιτέχνη και από την άλλη ο «πιστός σχεδιαστής του στο CAD», ο νέος υπερ-εκπαιδευόμενος, υπερ-ειδικευμένος αρχιτέκτονας – σχεδιαστής. Στη σημερινή εποχή της κρίσης αυτός ο δυισμός είναι πλέον δεδομένος και τείνει να γίνει μη αναστρέψιμος. Με έναν στους τέσσερις αρχιτέκτονες σε όλη την Ευρώπη να βρίσκονται στην ανεργία και με τις γενικότερες προοπτικές να μην είναι καθόλου αισιόδοξες για το επόμενο διάστημα όπως δείχνει και η πρόσφατη έρευνα του Συμβουλίου των Αρχιτεκτόνων της Ευρώπης.
Ο μετασχηματισμός όμως των αρχιτεκτόνων σε μεγάλο βαθμό σε «ειδικευμένους σχεδιαστές» είναι στοιχείο όχι της κρίσης αλλάς της μεγάλης περιόδου ανάκαμψης και αυτό ίσως το πιο σημαντικό στοιχείο.
Η εισήγηση θα προσπαθήσει να ανιχνεύσει αυτούς τους μετασχηματισμούς και να τους συνδέσει με την αρχιτεκτονική εκπαίδευση σήμερα. Όλα αυτά θα τα πλαισιώσουμε μέσα από τις θέσεις της European Association for Architectural Education (ΕΑΑΕ) ενός από τους βασικούς θεσμούς χάραξης της εκπαιδευτικής στρατηγικής στην Αρχιτεκτονική στην Ευρώπη.
ΟΙ ΝΕΟΙ ΡΟΛΟΙ ΤΟΥ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΑ
Το πιο καθοριστικό ίσως στοιχείο που σφράγισε τις αλλαγές στο τρόπο άσκησης του επαγγέλματος του αρχιτέκτονα – και ευρύτερα του μηχανικού – την τελευταία εικοσαετία, ήταν η μαζική χρήση των ψηφιακών μέσων στο σχεδιασμό. Ο Ηλεκτρονικός Υπολογιστής θα φέρει επανάσταση από τα μέσα της δεκαετίας του ογδόντα στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τη χωρική διάσταση. Πολλοί περισσότερο όμως θα εκτινάξει τις δυνατότητες ανάλυσης, σχεδίασης και παρουσίασης του αρχιτεκτονικού έργου. Προφανώς οι νέες αυτές σχέσεις αναπτύσσονταν ταυτόχρονα σε πολλούς άλλους τομείς, ο Lester Thurow παρατηρούσε από το 96’ το «σχήμα του εκφορτωτή» που διαμόρφωνε τις ιεραρχίες σχεδόν σε όλους τους παραδοσιακούς επιστημονικούς κλάδους. Φανταστείτε έγραφε
αν το άτομο που εργάζεται σε μια αποβάθρα εκφόρτωσης χειρίζεται ένα ηλεκτρονικό σύστημα ελέγχου, με τα οποία καταγράφει τα παραδιδόμενα υλικά κατευθείαν στον ηλεκτρονικό υπολογιστή και ο ηλεκτρονικός υπολογιστής τυπώνει αμέσως μια απόδειξη που δίνεται στον οδηγό του φορτηγού για να την επιστρέψει στην εταιρεία του (εξαλείφοντας έτσι την ανάγκη μεγάλων λογιστικών γραφείων με υπαλλήλους οι οποίοι καταγράφουν τις αγορές), το άτομο στην αποβάθρα εκφόρτωσης παύει να είναι κάποιος που απλώς μετακινεί κουτιά. Θα πρέπει να έχει πολύ διαφορετικές δυνατότητες. (Thurow, 1997)
Η χρήση έτσι των προγραμμάτων CAD και GIS ανοίγει δραματικά τη «τέχνη» του σχεδιασμού και της απεικόνισης στους μη ειδικούς με την αρχιτεκτονική σύνθεση. Η γνώση του σχεδιασμού αποτέλεσμα πολυετών σπουδών, αυτόματα παύει να είναι προνόμιο των Αρχιτεκτόνων. Παράλληλα οι νέες τεχνολογίες μαζικοποιούν την ίδια τη παραγωγή του αρχιτεκτονικού έργου. Ο χρόνος σχεδιασμού μειώνεται σχεδόν δέκα φορές αυξάνοντας τον άμεσο τρόπο ενσωμάτωσης του έργου στην παραγωγική διαδικασία. Πλέον ο ταχύτατος σχεδιασμός αναδεικνύεται σε βασικό στοιχείο στην αγορά εργασίας. Υπολογίζεται ότι μέσω των νέων τεχνολογιών το ποσοστό άμεσης ενσωμάτωσης του επιστημονικού έργου στο τομέα των κατασκευών από 5% το 1995 θα φτάσει στο 20% το 2020 (Ασπράγκαθος, 2002).
Οι μετασχηματισμοί αυτοί κλονίζουν όλη την ιεραρχία στην αγορά εργασίας στη κατεύθυνση του κατακερματισμού και της ευελιξίας και ταυτόχρονα μαζικοποιούν τη παραγωγή. Οι αλλαγές αυτές δεν ήταν δυνατό να μην επηρεάσουν την αρχιτεκτονική εκπαίδευση. Στην Ελλάδα η πρώτη αντίδραση ήταν το άνοιγμα νέων τμημάτων αρχιτεκτονικής, συγκεκριμένα τέσσερα καινούργια τμήματα μετά το 1998, η αύξηση των εισακτέων στα υπάρχοντα τμήματα και η ενσωμάτωση των νέων τεχνικών απεικόνισης στα προγράμματα σπουδών όλων των σχολών. Αυτό το φαινόμενο εμφανίζεται και σε άλλες Ευρωπαϊκές Χώρες, όπως η Βρετανία (Woodman, 2009) και ταυτίζεται με την περίοδο της λεγόμενης «Αστικής Αναγέννησης» (Urban Renaissance). Σε αυτή τη περίοδο όμως της οικονομικής ευημερίας και ανάπτυξης η Αρχιτεκτονική διδασκαλία και έρευνα απέτυχε να πράξει αυτό που ο Fredric Jameson ονομάζει «γνωσιολογική χαρτογράφηση», δηλαδή να βρει τους τρόπους («έχοντας» ήδη τα μέσα) να ερμηνεύσει διαφορετικά την αστική πραγματικότητα αλλά και την ίδια τη πορεία της Αρχιτεκτονικής. Οι προτεραιότητες και τα πρότυπα ήταν τότε διαφορετικά και η «χρυσή» περίοδος της υπεροικοδόμησης και της κερδοφορίας της περιόδου μετά το ’90, οδήγησε τα πανεπιστημιακά ιδρύματα να χρησιμοποιήσουν τα νέα μέσα με τρόπο αποσπασματικό και ευέλικτο ποιο κοντά σε αυτό που απαιτούσε η αναδυόμενη τότε αγορά. Κινητικότητα, εξειδίκευση και ο κατακερματισμός της γνώσης αλλάζει τη ποιότητα και τους στόχους της αρχιτεκτονικής εκπαίδευσης.
Η βασική συνθήκη όπως παρατηρούν πολλοί από τα στελέχη και μέλη της ΕΑΑΕ είναι ότι οι σχολές αρχιτεκτονικής από την εκπαίδευση ενός «τυπικού ελευθεροεπαγγελματία αρχιτέκτονα» προχωράνε στην εκπαίδευση πολλών διαφορετικών ειδικοτήτων (Neuckermans, 2005), «από μια διαδικασία σχεδιασμού των σπουδών με κεντρική ιδέα μια προκαθορισμένη και τελικά μοναδική εικόνα του αρχιτέκτονα, σε μια διαδικασία σχεδιασμού ενός προγράμματος με κεντρική ιδέα τη δομή μιας εν δυνάμει εικόνας» (Σπυριδωνίδης, 2007). Αυτή η «εν δυνάμει εικόνα του αρχιτέκτονα» οδήγησε πολλά τμήματα στο να προσφέρουν μια σειρά πτυχίων, διπλωμάτων, σεμιναρίων και ειδικεύσεων σε όλα τα πεδία που έχουν σχέση με το δομημένο περιβάλλον.
ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΑΑΕ ΚΑΙ Η ΒΡΕΤΑΝΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ
Οι αλλαγές αυτές βέβαια δεν έχουν περάσει μέχρι σήμερα στα ελληνικά ανώτατα ιδρύματα, τουλάχιστον στο επίπεδο που επικρατεί στην υπόλοιπη Ευρώπη. Η τελευταία μεγάλη προσπάθεια μεταρρυθμίσεων, το 2006-07, αποτράπηκε λόγω της μαζικής αντίδρασης των σπουδαστών. Τα διλήμματα και οι πιέσεις πάντως είναι ακόμη εδώ. Η εισήγηση υποστηρίζει ότι οι θέσεις τις ΕΑΑΕ όπως διαμορφώνεται από τα επίσημα κείμενα της και έντυπα (ΕΑΑΕ Chania Statement, 2001) προωθούν στρατηγικές αναδιάρθρωσης που λίγο έχουν να κάνουν με αλλαγές στην Αρχιτεκτονική Παιδαγωγική και περισσότερο στοχεύουν στην ενσωμάτωση των κυρίαρχων εκπαιδευτικών πολιτικών στην Αρχιτεκτονική Εκπαίδευση.
Αυτό συνεπάγεται αρχικά τη «προστασία» μιας «ακαδημαϊκής» ταυτότητας του επαγγέλματος ώστε οι σχολές αρχιτεκτονικής να ξεφύγουν από αυτό που ο Herman Neuckermans (πρόεδρος της ΕΑΑΕ 2001-2003) αναφέρει ως «δίλημμα ανάμεσα στη γενικότητα και την ειδικότητα όπως επίσης και μια μη διαρκή ένταση ανάμεσα στα νομικά όρια του χρόνου των σπουδών και την μη δυνατότητα, “να τα χωρέσουν όλα σε ένα κεφάλι”». Το αδιαπραγμάτευτο της μίνιμουμ πενταετούς φοίτησης (σύνοδος Προέδρων Χανιά) είναι σε αυτή τη κατεύθυνση.
Παράλληλα όμως η αποδοχή όλως των Ευρωπαϊκών Οδηγιών που προωθούν το κατακερματισμό και τη πολυδιάσπαση των γνωστικών αντικειμένων οδηγούν στη πράξη σε ένα διαφορετικό πεδίο το οποίο είναι αποδεκτό
Αυτή η εκτίμηση της εισήγησης βέβαια απέχει πολύ από τις αντιλήψεις των μελών της ΕΑΑΕ, όπως τουλάχιστον διατυπώθηκαν στο 76ο τεύχος του δελτίου της ΕΑΑΕ. Η έκδοση φιλοξενούσε άρθρα των Neuckermans, Malecha και πολλών άλλων. Ο Μarvin Malecha αναφερόμενος στο σύστημα των Αμερικάνικών Πανεπιστημίων θεωρεί ότι η πολυδιάσπαση των σπουδών αποτελεί βασικό πλεονέκτημα, συγκεκριμένα αναφέρει: «Η μεγαλύτερη δύναμη του Αμερικάνικου συστήματος είναι η ποικιλία στα προσφερόμενα διπλώματα ανάμεσα σε μία ακόμη πιο ποικιλόμορφη ομάδα ιδρυμάτων. Είναι μια συλλογή νέων προγραμμάτων που βασίζονται στις μελλοντικές προοπτικές του επαγγέλματος και τους ισχυρισμούς της δύναμης των παραδοσιακών πτυχίων». Όσο αφορά την Ευρωπαϊκή Αρχιτεκτονική Εκπαίδευση θεωρεί ότι το ένα από τα βασικό στοιχεία της εποχής είναι το ζήτημα της σύγκλισης, και της «ανταπόκρισης στις δυνάμεις της αγοράς και το πολιτισμού». Η εφαρμογή των οδηγιών της ΕΕ, αλλά και η αναγκαιότητα ενός νέου ρόλου της ανώτατης εκπαίδευσης είναι βασικό για τη προώθηση του μοντέλου του «εν δυνάμει αρχιτέκτονα». Έννοιες που δεν έχουν να κάνουν με τη παιδαγωγική της αρχιτεκτονικής, όπως η ανταγωνιστικότητα και η λιγότερη εξάρτηση των πανεπιστημίων από το δημόσιο, θεωρούνται στοιχεία της νέας πραγματικότητας που πρέπει να εφαρμοστούν. Η διάσπαση των ενιαίων πενταετών σπουδών θεωρείται ότι θα βοηθήσει στη κινητικότητα των σπουδαστών, γεγονός που θα μπορέσει να συγκροτήσει μια ομάδα (ελίτ) Αρχιτεκτονικών Σχολών στην Ευρώπη. Το πώς όλα αυτά ενισχύουν τη ποιότητα της Αρχιτεκτονικής Διδασκαλίας και εισάγουν καινοτομίες στην παιδαγωγική είναι κάτι που θα πρέπει να διερευνηθεί παραπέρα.
Σε αυτό το σημείο η εισήγηση θα προσπαθήσει να ανιχνεύσει όλα τα παραπάνω μέσω της προσωπικής εμπειρίας του εισηγητή από τις σπουδές στη Βρετανία και συγκεκριμένα στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα του Αστικού Σχεδιασμού, στην Ουαλική Σχολή Αρχιτεκτονικής στο Κάρντιφ το τρέχον ακαδημαϊκό έτος.
Οι έννοιες του ανταγωνισμού σε συνδυασμό με μια κατεξοχήν επιχειρηματική λειτουργία είναι βασικό στοιχείο στη Βρετανική Ανώτατη εκπαίδευση εδώ και πολύ καιρό. Το ενδιαφέρον είναι τι πρακτικές αλλαγές φέρνει αυτό στη διδασκαλία αλλά και την οργάνωση των προγραμμάτων σπουδών ακόμη και σε περιζήτητα τμήματα και σχολές.
Για να μπορέσουν τα προγράμματα να είναι αποδοτικά και ανταγωνιστικά σε σχέση και με την υπόλοιπη Ευρώπη, προσφέρουν αρχικά τις ίδιες πιστωτικές μονάδες αλλά σε διάστημα ενός χρόνου. Παρόλα αυτά όμως μια βασική ομάδα μαθημάτων, όπως τρία στούντιο Αστικού Σχεδιασμού και Διπλωματική πρέπει να διδαχθούν, δημιουργώντας όμως ένα πάρα πολύ στενό και καταπιεστικό πρόγραμμα για τους φοιτητές και καμιά ευελιξία εντός των μαθηματών. Ο τρόπος διδασκαλίας του κάθε στούντιο έχει και αυτός ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, αφού το σύντομο χρονικό διάστημα δε δίνει κανένα περιθώριο ευελιξίας. Λόγω του στενού χρονικού ορίου επιλέγεται η διδασκαλία μέσω και με βάση συγκεκριμένων «αρχών» (Urban Design Principles), τυπολογιών και παραδειγμάτων που βασίζονται στην Αρχιτεκτονική πρακτική στη Βρετανία. Η μέθοδος αυτή σχετίζεται άμεσα με ένα φαινόμενο στην Βρετανική Αρχιτεκτονική που ονομάστηκε από τον συντάκτη του Architect’s Journal, Roy Olcayto σαν «Cabeism» από το CABE (Commission for Architecture and the Built Environment) και έχει να κάνει με τη προώθηση ενός «stock λύσεων, σχετικά ικανοποιητικών αισθητικά, μικτών χρήσεων, μικτών υλικών, και μικτών υφών παρεμβάσεων» στηριζόμενο σε αυτό που συνήθως επιθυμεί η αγορά ακινήτων (ο ιδέα ήταν άλλωστε του γνωστού βρετανού κατασκευαστή Stuart Linton). Η επίκληση στις απαιτήσεις της αγοράς και σε «εφικτά» σχέδια αποτελούν έτσι δομικό στοιχείο της διδασκαλίας.
Ένα ακόμα στοιχείο είναι το επίπεδο των σπουδαστών, το οποίο είναι πραγματικά απογοητευτικό. Το γεγονός ότι οι επιλογές του τμήματος όπως και άλλων στη Βρετανία γίνονται πολλές φορές με «μη – ακαδημαϊκα» κριτήρια έχει ως αποτέλεσμα ένα μεγάλο μέρος των σπουδαστών, να μην έχει καν τις γνώσεις που απαιτούνται για την ολοκλήρωση του προγράμματος, γεγονός που το ξέρει ήδη το τμήμα. Και για αυτό υπάρχει όμως λύση με τη διάσπαση του μεταπτυχιακού σε (σε Certificate και Master). Έτσι το τμήμα διασφαλίζει με ένα τρόπο την ποιότητα των αποφοίτων του έχοντας όμως θυσιάσει την πραγματική ποιότητα των σπουδών, με το να μην έχει σπουδαστές σε ένα σχετικά ίδιο επίπεδο. Η λειτουργία των ιδρυμάτων με βάση το λιγότερο κόστος τροποποιεί και το ωράριο της διδασκαλίας. Η υιοθέτηση του οχταώρου συνεχούς στούντιο είναι μια ακόμη παράμετρος, που δοκιμάζει τα όρια της αποδοτικότητας διδακτικού προδωπικού και σπουδαστών, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα λιγότερες ώρες δουλειάς για μια ομάδα του προσωπικού που λειτουργεί παράλληλα (τεχνικό προσωπικό, φύλαξη κ.α.).
Ο ΕΝ ΔΥΝΑΜΕΙ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΑΣ
Η Βρετανική εμπειρία μπορεί από πολλούς να είναι ακραία και ίσως να είναι, αλλά σίγουρα δείχνει μια πολύ ισχυρή τάση στις σπουδές Αρχιτεκτονικής και Σχεδιασμού πλήρως ταυτισμένων με ένα μοντέλο Ανώτατης Εκπαίδευσης εξαρτημένο από την Αγορά. Τα στοιχεία που θέτει η ΕΑΑΕ συγκλίνουν νομίζω σε ένα παρόμοιο μοντέλο.
Η σημερινή πάντως πραγματικότητα της αβεβαιότητας και της ανασφάλειας έχει φτιάξει το πραγματικό μοντέλο του «εν δυνάμει νέου αρχιτέκτονα». Εν δυνάμει εργαζόμενος, εν δυνάμει άνεργος, εν δυνάμει συνεργάτης, εν δυνάμει μισθωτός και όλα αυτά δεν είναι εν δυνάμει αποτελέσματα της εκπαίδευσης αλλά περισσότερο πραγματικότητα της αγοράς. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι στη χώρα μας η χρυσή περίοδος που είχε σαν κορύφωση τους Ολυμπιακούς Αγώνες δε έφερε καμία ουσιαστική βελτίωση στο επίπεδο διαβίωσης και τις συνθήκες εργασίας των αρχιτεκτόνων, το αντίθετο μάλιστα.
Ο αρχικός δυϊσμός ανάμεσα στον Archistar και το νέο αρχιτέκτονα, σε μικρότερη βέβαια ένταση υπάρχει και εδώ και εμφανίζεται και σαν χάσμα γενεών. Σε ένα όμως πράγμα έχει δίκιο η ΕΑΑΕ, η Αρχιτεκτονική Εκπαίδευση πρέπει να μετασχηματίζεται ανάλογα με τις ανάγκες τις εποχής. Το βασικό όμως ζήτημα είναι ποιες ανάγκες θα εξυπηρετήσει.
Ασπράγκαθος Ν .2002. «Η παγκόσμια νέα τάξη στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και η αξιολόγηση», Θέματα Παιδείας, τχ.9.
Σπυριδωνίδης, Κ.Β. 2007. «Η σύγχρονη ταυτότητα του αρχιτέκτονα ως προσδοκία της εκπαίδευσης και ως αίτημα της πρακτικής», Αρχιτέκτονες, τχ.61
La Cecla, F. 2009. Ενάντια στην Αρχιτεκτονική. Πάτρα : το Δόντι
Thurow, L. 1997. Το μέλλον του καπιταλισμού: Πως οι σύγχρονες οικονομικές δυνάμεις διαμορφώνουν τον κόσμο του αύριο. Αθήνα : Λιβάνης
Neuckermans, H. 2005. European architectural education in motion. [online] www.asro.kuleuven.ac.be/CAADPUBS/files/463.doc[Τελευταία πρόσβαση στις 5.3.2011]
Malecha, M. 2006. “Architectural Education in Transformation: Evolving Toward a Third Domain of Knowledge” ΕΑΑΕ News Sheet 76