Δήμητρα Σπανού
Αντικείμενο του άρθρου είναι οι διαδικασίες διαμόρφωσης του σύγχρονου αγροδιατροφικού συστήματος. Η μετάβαση από το μοντέλο της αυτοκατανάλωσης σε αυτό της εμπορευματοποίησης την περίοδο της βιομηχανικής επανάστασης και της αστικοποίησης, υπήρξε αποτέλεσμα μεταξύ άλλων της εκβιομηχάνισης της αγροτικής παραγωγής. Η εκβιομηχάνιση προχώρησε αλματωδώς την περίοδο μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο οδηγώντας στη λεγόμενη «πράσινη επανάσταση». Η βελτίωση των ποικιλιών, η χρήση χημικών εισροών και η εκτεταμένη άρδευση σαν αποτέλεσμα των νέων τεχνολογικών επιτευγμάτων οδήγησαν σε εντυπωσιακή αύξηση της παγκόσμιας παραγόμενης ποσότητας τροφίμων. Σε ότι αφορά την αγορά τροφίμων ο προστατευτισμός των ισχυρών χωρών του κέντρου συνδυάζεται με το άνοιγμα των αγορών για τις χώρες της περιφέρειας. Δεσπόζουσα θέση στο αγροδιατροφικό σύστημα αποκτούν οι Αλυσίδες Λιανικού Εμπορίου Τροφίμων (ΑΛΕΤ).
Το σύστημα όμως αποδεικνύεται ότι δεν είναι βιώσιμο. Ο υποσιτισμός στο νότο σε συνδυασμό με τον υπερσιτισμό και τις διατροφικές κρίσεις στον Βορρά αναδεικνύουν την αναποτελεσματικότητα ενός συστήματος που αποδεικνύεται και εξαιρετικά ενεργοβόρο, χάρη στις δυσανάλογα μεγάλες ποσότητες ενέργειας που απαιτούνται για την παραγωγή και κυρίως για την μεταφορά των τροφίμων. Εκεί εστιάζει και η κριτική στάση που δίνει έμφαση στο τοπικό σε βάρος του παγκόσμιου. Όμως καθώς οι τόποι δεν αποτελούν αποκομμένες νησίδες αλλά επηρεάζονται και συμμετέχουν στις παγκόσμιες διαδικασίες, οι τοπικές ιδιαιτερότητες ενσωματώνονται τελικά στην παγκόσμια συνθήκη.
Η διαδικασία εκσυγχρονισμού του αγροτικού τομέα στην Ελλάδα προχώρησε με ορισμένες ιδιαιτερότητες. Εν πολλοίς άφησε απέξω τις ορεινές και ημιορεινές περιοχές που αποτελούσαν την πλειοψηφία των καλλιεργούμενων εδαφών στις οποίες έλαβε χώρα η αγροτική έξοδος. έτσι ο αγροτικός τομέας στην Ελλάδα κυριαρχείται σε μεγάλο βαθμό από μικρότερες ιδιοκτησίες, από την πολυαπασχόληση και τις οικογενειακές εκμεταλλεύσεις. Η εφαρμογή της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής είχε σαν αποτέλεσμα στις πεδινές περιοχές οι αγρότες να οδηγηθούν στην εντατική καλλιέργεια των επιδοτούμενων προϊόντων, όπως το βαμβάκι και τα καπνά, με αποτέλεσμα να παρατηρείται μικρή διαφοροποίηση της παραγωγικής βάσης και περιφερειακές εξειδικεύσεις στα όρια εκτεταμένων μονοκαλλιεργειών, με τη λογική των συγκριτικών πλεονεκτημάτων. Έτσι, παρότι η Ελλάδα είναι σε σημαντικό βαθμό γεωργική χώρα, δεν μπορεί να εξασφαλίσει διατροφική αυτάρκεια και χρειάζεται να εισάγει ακόμα και σήμερα βασικά διατροφικά προϊόντα.
1. Το σύγχρονο αγροδιατροφικό σύστημα – μια επισκόπηση
Η αναγνώριση του τομέα της διατροφής ως ένα από τα σημαντικότερα πεδία επιχειρηματικής κερδοφορίας, οδήγησε σε σημαντικούς μετασχηματισμούς και αναδιαρθρώσεις του αγροτικού τομέα που εμπλέκουν τις πρακτικές στον τόπο παραγωγής, τις συνθήκες εργασίας και την εφαρμογή των τεχνολογιών. Το σύστημα παραγωγής, διάθεσης και κατανάλωσης τροφίμων υπόκειται σε συνεχή αναδιοργάνωση ως αποτέλεσμα της διαδικασίας προσαρμογής στις δυνάμεις των αγορών. Οι αλλαγές δεν συμβαίνουν μόνο σε ένα επίπεδο αλλά σε πολλά: στο οικονομικό, το κοινωνικό και το πολιτισμικό ενώ εμπλέκουν και καίριες θεσμικές και πολιτικές συνιστώσες. Η ανάλυση όλων αυτών των παραμέτρων συνιστά ένα σύνθετο εγχείρημα που παρουσιάζει αρκετές δυσκολίες εξαιτίας των πολλαπλών εκφάνσεων του ίδιου του διατροφικού ζητήματος. Μπορούμε όμως να υποθέσουμε πως οι μετασχηματισμοί σε όλο το φάσμα των διαδικασιών από το χωράφι μέχρι το τραπέζι έχουν χωρικά αποτελέσματα. Στην παγκόσμια γεωγραφία των τροφίμων κάθε τόπος έχει τις ιδιαιτερότητές του, καθιστώντας μεθοδολογικά δύσκολη τη συνεκτική θεωρία των επιμέρους επιπτώσεων. Αυτό που έχει σημασία στην παρούσα εργασία είναι να αναδειχτούν οι μηχανισμοί που συγκροτούν αυτές τις γεωγραφίες – και είναι πράγματι πολλές εάν αναλογιστούμε τον χρονικό παράγοντα – ώστε να γίνουν κατανοητοί οι τρόποι με τους οποίους εμπλέκονται οι διάφοροι τόποι και αποκτούν τη σημασία τους.
Παλιότερες αναλύσεις για το εμπόριο και τους τρόπους με τους οποίους κατανέμονταν χωρικά η παραγωγή περιστρέφονταν γύρω από τα «συγκριτικά πλεονεκτήματα». Αυτό σημαίνει ότι οι διαφορές μεταξύ τόπων πρέπει να χρησιμοποιηθούν στο μέγιστο μέσω της εξειδίκευσης της παραγωγής και του εμπορίου ώστε να επιτευχθεί οικονομική ανάπτυξη. Πρόκειται για μια θεωρία που βασίζεται στην υπόθεση της απόλυτης ελευθερίας του εμπορίου και της αυτορρύθμισης των αγορών και δε λαμβάνει υπόψη τις σχέσεις κράτους-αγοράς, τις εθνικές πολιτικές για το εμπόριο και τις αλλαγές στη διάρθρωση της παραγωγής. Αυτή η θεώρηση πιθανώς αρκούσε για να εξηγήσει το εμπόριο στην εποχή των άμεσων ανταλλαγών μεταξύ χωρών ή μεταξύ μητροπολιτικού κέντρου-αποικιών, αδυνατεί όμως να συμπεριλάβει τη σημερινή πολύπλοκη συνθήκη. Επιπλέον, σύμφωνα με τον Grant, αυτή η θεωρία, αν και έχει προσφέρει εργαλεία για την κατανόηση τόσο των μοτίβων του εμπορίου όσο και της λειτουργικής εξειδίκευσης έχει όρια και αδυνατεί να ενσωματώσει τη χωρικότητα:
«Αν και η θεωρία των συγκριτικών πλεονεκτημάτων έχει προσφέρει το πλαίσιο για την κατανόηση των μοτίβων εμπορίου και της λειτουργικής εξειδίκευσης, έχει τα όρια της. Τυπικά ενσωματώνει τον γεωγραφικό παράγοντα περιλαμβάνοντας αναλύσεις για τα μεταφορικά κόστη καθώς και την αρχή της απόστασης αντοχής των εμπορευμάτων. Παρόλα αυτά, η μικρή προτεραιότητα που δίνεται στον γεωγραφικό παράγοντα σημαίνει ότι στην πραγματικότητα είναι μια αχωρική προσέγγιση, που δίνει έμφαση σε στατικές αντιλήψεις του τόπου και της απόστασης» (Grant, 2000).
1.1 Από την αυτοκατανάλωση στην εμπορευματοποίηση
Σε παλιότερες εποχές η δίαιτα που υιοθετούσαν οι κάτοικοι κάθε περιοχής καθοριζόταν σε μεγάλο βαθμό από τις δυνατότητες παραγωγής της, σε συνδυασμό βέβαια με την τεχνογνωσία και τα μέσα που ήταν διαθέσιμα. Η πρόοδος και οι εξελίξεις στην παραγωγή και κατανάλωση τροφίμων ιδιαίτερα κατά τον 20ο αιώνα άλλαξαν τη σχέση του ανθρώπου με την τροφή αλλά και τη σχέση της τροφής με τον τόπο. Σύμφωνα με τους McMichael και Raynolds (1994), η απαρχή αυτής της διαδικασίας εντοπίζεται ήδη από την εποχή της αποικιοκρατίας και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Τότε, οι χώρες της περιφέρειας αποτέλεσαν πεδίο αντιτιθέμενων συμφερόντων μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων για τη γη και τα προϊόντα που μπορούσε να παράξει. Εκτός από τις πρώτες ύλες, από εκείνους τους τόπους εισάγονταν τρόφιμα πολυτελείας στις μητροπόλεις της Ευρώπης, όπως το κακάο, οι μπανάνες, τα μπαχαρικά κοκ. Βασική επιδίωξη των αποικιοκρατών ήταν ένα σύστημα εξειδίκευσης της παραγωγής ανά τόπους, σύμφωνα με το οποίο οι αποικίες θα παρήγαγαν συγκεκριμένα προϊόντα, συμπληρωματικά και όχι αντιθετικά με εκείνα των αγροτικών περιοχών της Ευρώπης και με αποκλειστικά δικαιώματα εκμετάλλευσης από τις διοικήσεις του κέντρου. Άλλωστε, μεγάλο μέρος της παραγωγής στις μητροπολιτικές χώρες προοριζόταν ακόμα για αυτοκατανάλωση στα πλαίσια του νοικοκυριού.
Αυτή η εικόνα αλλά ζει κατά τον 19ο αιώνα με τη σταδιακή απελευθέρωση του εμπορίου και την αλλαγή των σχέσεων μεταξύ των μητροπολιτικών χωρών και των πρώην αποικιών και ιδιαίτερα μεταξύ της Βρετανικής Αυτοκρατορίας με τις ΗΠΑ, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία. Τότε οι αγορές στρέφονται στη μαζική εισαγωγή καταναλωτικών προϊόντων για το αυξανόμενο βιομηχανικό προλεταριάτο των πόλεων, όπως ζάχαρη, καφέ, τσάι κοκ στο οποίο βλέπουν μια νέα δυνατότητα επέκτασης. Στη συνέχεια, από τις πρώην αποικίες η Ευρώπη θα προμηθεύεται σε χαμηλότερες τιμές βασικά αγαθά, όπως το κρέας και το σιτάρι. Αυτό οφείλεται κατά τους δύο ερευνητές στις ευνοϊκές συνθήκες ιδιοκτησίας γης από τους άποικους, που ενθάρρυναν την εκβιομηχάνιση και την εντατικοποίηση της αγροτικής παραγωγής, ένα μοντέλο που αποδείχτηκε καίριας σημασίας για την μεταπολεμική φορντιστική ανάπτυξη, η οποία χαρακτηρίζεται από την επέκταση του Βορειοαμερικανικού προτύπου παραγωγής.
Οι αλλαγές στην αγροτική παραγωγή κατά τον 19ο αιώνα οφείλουν να συνδεθούν με εκείνες στη δομή των νοικοκυριών και στην οικιακή κατανάλωση. Ο σχηματισμός του βιομηχανικού προλεταριάτου και η εγκατάλειψη της υπαίθρου, η εργασία των γυναικών εκτός σπιτιού και η διεκδίκηση καλύτερων όρων για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης άλλαξαν τα πρότυπα κατανάλωσης και δημιούργησαν μαζική ζήτηση για προϊόντα που μέχρι πρότινος είτε παράγονταν με σκοπό την αυτοκατανάλωση είτε αποτελούσαν είδη πολυτελείας. Αυτό που έχουμε δηλαδή είναι τον ταυτόχρονο σχηματισμό νέων αγορών μέσω της εμπορευματοποίησης των βασικών τροφίμων και μια ζήτηση που προκύπτει από βαθιούς κοινωνικούς μετασχηματισμούς. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες δημιουργήθηκε μια απόσταση ανάμεσα στους χώρους παραγωγής και κατανάλωσης που διαμεσολαβείται από το εμπόριο.
Παρά την ολοένα μεγαλύτερη εμπορευματοποίηση της τροφής έκτοτε, η αυτοκατανάλωση μέχρι σήμερα δεν έχει εξαλειφτεί ή ξεπεραστεί. Εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο βασίζουν τη δίαιτά τους είτε μερικώς είτε εξολοκλήρου σε τρόφιμα που παράγονται εκτός εμπορευματικών σχέσεων.
1.2 Η εκβιομηχάνιση της παραγωγής
Η αγροτική παραγωγή αποτέλεσε έναν τομέα που γνώρισε πολύ αργή ενσωμάτωση στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, σε αντίθεση με τη μεταποίηση, λόγω δύο κυρίως εγγενών χαρακτηριστικών. Αφενός, η διαδικασία της πρωτογενούς παραγωγής υπόκειται σε μεγάλο βαθμό σε φυσικούς νόμους και χρονικούς περιορισμούς, όρια στα οποία πρέπει να υποταχτεί η ανακύκληση του κεφαλαίου και τα οποία, αν και μεταβάλλονται, δεν αφήνουν μεγάλα περιθώρια κέρδους. Αυτό οφείλεται στα βιολογικά θεμέλια της αγροτικής παραγωγής, που τη δεσμεύουν σε ορισμένους κύκλους και διαδικασίες που δεν μπορούν να αφομοιωθούν πλήρως στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής (Whatmore, 1994). Αφετέρου, η πρωτογενής παραγωγή είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη γη, έχει δηλαδή συγκεκριμένη θέση και όρια που δεν επιτρέπουν στους αγρότες ευελιξία σε επενδύσεις και υπάγεται σε τοπικά διαμορφωμένους παράγοντες όπως είναι η αγορά γης (Page, 2000).
Εξαιτίας αυτών των παραγόντων, η πρωτογενής παραγωγή εκβιομηχανίστηκε με πολλές ιδιαιτερότητες και ασυνέχειες, σε μια συνεχή προσπάθεια υπερπήδησης των αγκυλώσεων που θέτει κυρίως η φύση. Από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι τον Α’ ΠΠ, στην αγροτική παραγωγή επικρατεί ένα καθεστώς εκτατικής παραγωγής που χαρακτηρίζεται από συγκεντροποίηση της συσσώρευσης, τεχνολογικές καινοτομίες στους τομείς της βαριάς βιομηχανίας, χαμηλούς ρυθμούς παραγωγικότητας, ανταγωνιστικές αγορές και την κυριαρχία μη καπιταλιστικών σχέσεων στα πρότυπα κατανάλωσης (Goodman & Redclift, 1991). Η χρήση βοηθημάτων για την αύξηση τόσο του όγκου της παραγωγής όσο και της παραγωγικότητας, είτε πρόκειται για μηχανήματα είτε για χημικές εισροές, μετασχημάτισαν την διαδικασία αγροτικής παραγωγής μεταφέροντας διαδικασίες της εκτός των ορίων όπου αυτή παραδοσιακά εντοπίζεται, δηλαδή στη βιομηχανία. Ο Page, μάλιστα, υποστηρίζει χαρακτηριστικά ότι οι απευθείας εκτοπισμοί των μικρών οικογενειακών εκμεταλλεύσεων από μεγάλες μονάδες έχουν στην πραγματικότητα συμβεί σε περιορισμένο βαθμό, όμως η ανεξαρτησία τους έχει προ πολλού χαθεί εφόσον εξαρτώνται από μια σειρά εταιρειών και ιδρυμάτων (Page, 2000). Η εφαρμογή νέων τεχνολογιών αποσκοπεί στον εξορθολογισμό της παραγωγής μέσω της τροποποίησης της βιολογικής διαδικασίας και στη μερική απαγκίστρωση από τη φύση και το περιβάλλον. Σύμφωνα με τους Goodman, Sorj, Wilkinson (Page, 2000) αυτή η διαδικασία περιλαμβάνει δύο παράλληλες τάσεις που ορίζονται ως ιδιοποίηση και υποκατάσταση.
«Η ιδιοποίηση προέκυψε καθώς οι καπιταλιστικές εταιρείες, ανίκανες να επηρεάσουν την εκβιομηχάνιση της αγροτικής παραγωγής ολοκληρωτικά, έχουν αντίθετα αφομοιώσει μεμονωμένες πτυχές της αγροτικής εργασίας σε εργοστασιακές δραστηριότητες, οι οποίες έχουν εξορθολογιστεί, μηχανοποιηθεί και εντατικοποιηθεί πολύ πέρα από τις δυνατότητες που υπάρχουν στη φάρμα. Εδώ, παραδοσιακά στοιχεία της αγροτικής παραγωγής έχουν υπαχθεί στη μεταποίηση, μετατραπεί σε κλάδους της βιομηχανίας και έχουν επανεισαχθεί στην αγροτική παραγωγή ως αγορασμένα πρόσθετα.
Η υποκατάσταση έχει προκύψει καθώς τα αγροτικά προϊόντα έχουν αντικατασταθεί ή μετασχηματιστεί από τη βιομηχανική εργασία. Εδώ, οι μεταποιητές και οι έμποροι δρουν ώστε να μειώσουν τα αγροτικά προϊόντα, να ομογενοποιήσουν τα βιομηχανικά πρόσθετα και, όπου είναι δυνατό, να αντικαταστήσουν τα αγροτικά προϊόντα εξολοκλήρου με κατασκευασμένα ή συνθετικά μη αγροτικά πρόσθετα στην μεταποιητική διαδικασία των τροφίμων. Με την υποκατάσταση των αγροτικών πρόσθετων από βιομηχανικά (όπως για παράδειγμα τη χρήση φρουκτόζης από σιρόπι καλαμποκιού αντί για ζάχαρη), οι εταιρείες αποφεύγουν προβλήματα που συνδέονται με το κυμαινόμενο κόστος και τη διαθεσιμότητα των αγροτικών προϊόντων.» (Page, 2000)
1.3 Η μεταπολεμική ανάπτυξη
Η πιο σημαντική περίοδος για την αγροτική ανάπτυξη ξεκινάει μεταπολεμικά και οφείλεται στην «Πράσινη Επανάσταση». Αυτή περιλάμβανε την υιοθέτηση μιας σειράς καινοτομιών για την αύξηση της αποδοτικότητας, που περιλάμβαναν τη βελτίωση των ποικιλιών, τη χρήση εισροών και την εκτεταμένη άρδευση, που άλλαξε την εικόνα της υπαίθρου. Η Πράσινη Επανάσταση καρποφόρησε ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, όπου έγινε εφικτό, τόσο λόγω των προϋποθέσεων όσο και της μεταπολεμικής ισχύος του δολαρίου, να παγιωθεί ένα αγροτοβιομηχανικό σύστημα βασισμένο αφενός στην εκμετάλλευση του πετρελαίου και αφετέρου στην ανάπτυξη υβριδικών σπόρων, όπως του καλαμποκιού, που χρησιμοποιούνται ευρέως είτε ως υποκατάστατα είτε ως ζωοτροφές (McMichael & Raynolds, 1994). Αλλά και στην Ευρώπη, όπου μέσω της αυστηρής προστατευτικής πολιτικής της ΚΑΠ πραγματοποιήθηκαν σε σύντομο διάστημα μεγάλες αναδιαρθρώσεις στον αγροτικό τομέα. Σταδιακά οι αναδιαρθρώσεις άρχισαν να αφορούν χώρες της περιφέρειας ή περιοχές τους, στις οποίες άρχισαν να παράγονται αγροτικά προϊόντα για εξαγωγές σε μεγάλης κλίμακας εκμηχανισμένες εκμεταλλεύσεις. Το ζήτημα της αγροτικής παραγωγής στις χώρες της περιφέρειας έχει απασχολήσει μεγάλο μέρος της βιβλιογραφίας για την αγροτική παραγωγή, καθώς και διεθνείς οργανισμούς (FAO, ΟΟΣΑ, ΔΝΤ κοκ) λόγω του ταυτόχρονου προβλήματος υποσιτισμού, ενώ έχουν διατυπωθεί πολλές και συχνά αντιθετικές προτάσεις για την επίλυση αυτού του τεράστιου προβλήματος. Γεγονός είναι πάντως, ότι στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα επιτεύχθηκε για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας η παραγωγή τέτοιας ποσότητας τροφίμων. Σύμφωνα με τη Ματάλα (2005), με την πράσινη επανάσταση η Ινδία έγινε για πρώτη φορά αυτάρκης σε τρόφιμα, ενώ μέσα σε 25 χρόνια (1965-1990) η μέση ημερήσια κατανάλωση θερμίδων αυξήθηκε κατά 21% στις χώρες του Τρίτου Κόσμου.
Οι διεθνείς αγορές πέτυχαν να υπερπηδήσουν τα χωρικά εμπόδια στην παραγωγή προϊόντων, έτσι ώστε αγαθά που παράγονται σε έναν τόπο καταναλώνονται σε άλλους. Για να επιτευχθεί αυτό χρειάστηκε να αναπτυχθούν τεχνολογίες που θα ανταγωνίζονταν τον χρόνο. Φρέσκα προϊόντα που θα φτάνουν νωρίτερα στην αγορά, αλλά και που θα αντέχουν στις μετακινήσεις και δεν θα χαλάνε ή θα χάνουν τη ζωτικότητά τους. Μέσα από τη συνεχή πρόοδο της τεχνολογίας καθώς και τις πολιτικές για την αύξηση της παραγωγής και τη διευκόλυνση του εμπορίου, η προσπάθεια υπερπήδησης των ορίων που θέτει η φύση μετέφερε τμήματα της διαδικασίας παραγωγής ένα ακόμα βήμα πιο μακριά από το χωράφι, στα εργαστήρια. Η συζήτηση για τα τρόφιμα σήμερα εστιάζει σε μεγάλο βαθμό στον τρόπο παραγωγής τους, που περιλαμβάνει εργαστήρια βιοτεχνολογίας, χημικές εισροές και πολλές χιλιάδες χιλιόμετρα ανά την υφήλιο. Παρατηρείται ολοένα μεγαλύτερη επένδυση κεφαλαίων σε τομείς που σχετίζονται με την αγροτική παραγωγή αλλά δεν αποτελούν τμήμα της ίδιας της εργασίας στο χωράφι. Δίπλα στους πρωταρχικούς τόπους παραγωγής έχουν προστεθεί μια σειρά από δραστηριότητες που πραγματοποιούνται σε διαφορετικούς τόπους και είναι εξίσου σημαντικές στην παραγωγή του τελικού προϊόντος. Οι σπόροι και τα υβρίδια κατασκευάζονται στα εργαστήρια ώστε να ανήκουν σε συγκεκριμένες ποικιλίες που έχουν επιλεγεί ή εφοδιαστεί τεχνητά με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, ανάλογα με το επιθυμητό αποτέλεσμα. Συνδυάζονται με ανάλογα χημικά λιπάσματα και εντομοκτόνα που έχουν κατασκευαστεί για τις αρρώστιες και αδυναμίες που εμφανίζουν οι συγκεκριμένες ποικιλίες. Αντίστοιχα, η κτηνοτροφία λαμβάνει χώρα σε ελεγχόμενα περιβάλλοντα, με χορήγηση ειδικής διατροφής στα ζώα που παράγεται επίσης εργοστασιακά. Η βελτίωση των υβριδίων και των σπόρων, η ανάπτυξη μηχανικών μέσων, η καταπολέμηση των ασθενειών, ο ηλεκτρονικός έλεγχος στην παραγωγή, η τεχνολογία της κατάψυξης κτλ αποτελούν πλέον τα πιο σημαντικά κομμάτια της παραγωγής τροφίμων, που απορροφούν μεγάλο κομμάτι των επενδύσεων και αποφέρουν τεράστια κέρδη στις εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε αυτούς τους τομείς (Whatmore, 1994). Σύμφωνα με στοιχεία που παραθέτει ο McMichael, στα τέλη της δεκαετίας 1990 η αγροτική παραγωγή συνιστά το 65% της παγκόσμιας οικονομίας και χαρακτηρίζεται από μεγάλη συγκεντροποίηση:
«οι κορυφαίες 10 εταιρείες αγροτοχημικών ελέγχουν το 81% της αντίστοιχης παγκόσμιας αγοράς που αποτιμάται σε $29 δις. 10 εταιρείες του τομέα των επιστημών υγείας ελέγχουν 37% από τη διεθνή αγορά σπόρων που αποτιμάται σε $15 δις. Οι 10 μεγαλύτερες φαρμακευτικές εταιρείες ελέγχουν 47% από την αντίστοιχη αγορά που αποτιμάται σε $197 δις. 10 παγκόσμιες εταιρείες ελέγχουν 43% από την αγορά κτηνιατρικών φαρμάκων που αποτιμάται σε $15 δις. Οι συνδυασμένες πωλήσεις τροφίμων και ποτών ξεπερνούν τα $211 δις.» (McMichael, 2001).
Σήμερα είμαστε σε θέση να παράγουμε πλεόνασμα τροφίμων, ωστόσο, παρά την πρόοδο, πολλοί άνθρωποι στον πλανήτη εξακολουθούν να μην έχουν πρόσβαση στα αγαθά της, ενώ άλλα κομμάτια πληθυσμού αντιμετωπίζουν προβλήματα από τον υπερσιτισμό. Σε ορισμένες κοινωνίες, έως και 40% των παιδιών πεθαίνουν πριν συμπληρώσουν τα πέντε τους χρόνια από αίτια που σχετίζονται με τη διατροφή, ενώ το 30% των ενηλίκων στην Ευρώπη είναι ήδη υπέρβαροι καθώς εξακολουθούν να μην έχουν πρόσβαση σε μια ποιοτική και υγιεινή διατροφή (Ματάλα & Χουλιάρας, 2005).
1.4 Η ελεύθερη αγορά
Με βάση τα παραπάνω, η μεταπολεμική περίοδος χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια ριζοσπαστικοποίησης των μεθόδων παραγωγής με στόχο την επίτευξη διατροφικής αυτάρκειας καθώς και την οικονομική ανασυγκρότηση και ανάπτυξη. Μια πορεία που διέρχεται από την αντίφαση του έντονου προστατευτισμού σε συνθήκες μεγαλύτερου ανοίγματος των αγορών για το εμπόριο αγαθών. Έτσι, ενώ μεταπολεμικά δημιουργούνται διεθνείς οργανισμοί για να ρυθμίζουν τις σχέσεις μεταξύ των χωρών, οι προσπάθειες για τη δημιουργία ενός διεθνούς οργανισμού για το εμπόριο αποτυγχάνουν, οπότε και δημιουργείται η Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου (GATT). H GATT είχε την ευθύνη της επιτήρησης του διεθνούς εμπορίου προϊόντων και ιδίως την ελευθέρωσή του με τη μείωση, μέσω διαπραγματεύσεων, των δασμολογικών εμποδίων, σε συμφωνίες που διεξάγονταν μετά από γύρους συνομιλιών και διαπραγματεύσεων. Όμως, τα αγροτοδιατροφικά προϊόντα εξαρχής εξαιρέθηκαν από τις συμφωνίες για μείωση της δασμολόγησης και υπάγονταν σε καθεστώς έντονου προστατευτισμού. Όλα αυτά άλλαξαν μετά τον «Γύρο της Ουρουγουάης» , που αποτελεί τομή στο άνοιγμα των αγορών.
Το τέλος του «Γύρου της Ουρουγουάης», στον οποίο συμμετείχαν 123 χώρες, αποτέλεσε το αποφασιστικό βήμα στην παγκοσμιοποίηση του αγροδιατροφικού τομέα, αφού η «Συμφωνία για τη Γεωργία» θεωρείται η πιο σημαντική για την απελευθέρωση των γεωργικών προϊόντων στην ιστορία των διαπραγματεύσεων για το εμπόριο. Για πρώτη φορά τα γεωργικά προϊόντα εντάσσονται στους βασικούς κανόνες του διεθνούς εμπορίου παράλληλα με τις διαπραγματεύσεις για τη μείωση του προστατευτισμού. Η συμφωνία αποτελείται από τρεις πυλώνες:
-Πρόσβαση στην αγορά: Η προστασία από τις εισαγωγές διασφαλίζεται πλέον μόνο με δασμούς, ενώ η επαναφορά ή/και η επιβολή μη δασμολογικών μέτρων απαγορεύτηκε (δασμοποίηση). Επίσης, καθορίστηκαν σταδιακές μειώσεις των δασμών (κάτι που αποτελεί βασικό κανόνα της GATT) ενώ επίσης κάθε συμβαλλόμενο κράτος ανέλαβε και δεσμεύσεις για το ποσοστό της εσωτερικής του κατανάλωσης που θα καλύπτεται από εισαγόμενα προϊόντα.
-Ανταγωνισμός στις εξαγωγές: καθορίστηκαν δεσμεύσεις για την εξαγωγική επιδότηση.
-Εσωτερική στήριξη: καθορισμός και διαχωρισμός των επιδοτήσεων σε αυτές που θεωρείται πως προκαλούν διαταραχές και στρεβλώσεις στο διεθνές εμπόριο (και είναι εκείνες που μειώνονται), αυτές που δημιουργούν ασήμαντες στρεβλώσεις και αυτές που δεν συνδέονται με την παραγωγή και το εμπόριο οπότε θεωρούνται ασφαλείς για τις εμπορικές ροές.
Παράλληλα, σε αυτές τις διαπραγματεύσεις συζητήθηκε το ζήτημα των πνευματικών δικαιωμάτων, κάτι που εκμεταλλεύονται στο έπακρο μεγάλες εταιρείες, κατοχυρώνοντας πατέντες πάνω στους σπόρους (γενετικά τροποποιημένους). Το τέλος των διαπραγματεύσεων σήμανε τη δημιουργία του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, κάνοντας τελικά πράξη αυτό που δεν είχε γίνει δυνατό το 1947 στο πλαίσιο της διεθνούς συνάντησης για το εμπόριο και την ανάπτυξη του Ο.Η.Ε., δηλαδή τη δημιουργία ενός διεθνούς οργανισμού για το εμπόριο που θα οδηγούσε στην απελευθέρωση των αγορών. Η πολιτική και οικονομική συγκυρία στην οποία επιτεύχθηκε η συγκεκριμένη συμφωνία δεν είναι τυχαία, αφού είχε προηγηθεί η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και ο νεοφιλελευθερισμός αναδεικνύονταν σε ηγεμονικό δόγμα. Πρόκειται δηλαδή για μια περίοδο με σημαντικές αναδιαρθρώσεις στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας και αλλαγής του γεωπολιτικού χάρτη, που ευνόησε τους υποστηρικτές της ελεύθερης αγοράς και της μείωσης του κρατικού προστατευτισμού σε όλο το κοινωνικό φάσμα.
2. Αναδιαρθρώσεις του εμπορίου τροφίμων
2.1 Οι Αλυσίδες Λιανικού Εμπορίου Τροφίμων (ΑΛΕΤ)
Οι εξελίξεις στον τομέα της παραγωγής συνδέονται με εκείνες στο χώρο του εμπορίου, αφού η αυξημένη παραγωγή χρειάζεται νέα μέσα και χώρους διάθεσης των προϊόντων. Σε αυτά τα πλαίσια αναπτύσσονται οι τεχνολογίες ώστε τα προϊόντα να αντέχουν στη μεταφορά και την αποθήκευση μέχρι να φτάσουν στους καταναλωτές. Η ανάπτυξη των μεταφορών σε όλα τα επίπεδα (χερσαίες, θαλάσσιες, εναέριες) επέφερε εντυπωσιακή μείωση του κόστους και του χρόνου μεταφοράς των εμπορευμάτων και ενοποίησε αποκομμένες αγορές. Κατά αυτό τον τρόπο πολλά προϊόντα -ιδίως τα νωπά- φτάνουν πλέον σε αγορές όπου πριν δεν μπορούσαν και έτσι αυξήθηκε η ποικιλία των διαθέσιμων προϊόντων.
Αυτή η δυνατότητα μπόρεσε να γίνει πραγματικότητα χάρις στην ανάπτυξη χώρων ειδικευμένων στην πώληση τροφίμων σε κάθε πόλη και γειτονιά. Στην Αμερική τα σουπερμάρκετ εμφανίστηκαν το 1916 και στη Μεγάλη Βρετανία το 1940, αλλά γνώρισαν μεγάλη ανάπτυξη από τη δεκαετία 1960. Τα χαρακτηριστικά τους είναι η αυτοεξυπηρέτηση, ο διαχωρισμός των προϊόντων σε τμήματα, η έκπτωση στην τιμή, η χρήση στρατηγικών μάρκετινγκ και η μαζική πώληση. Η άνθιση των σούπερ μάρκετ και στη συνέχεια των υπεραγορών, που είναι συνδυασμός των σούπερ μάρκετ με άλλα καταστήματα καταναλωτικών ειδών, συνδέεται με τη μεταπολεμική αστικοποίηση, την προαστιοποίηση, το αυτοκίνητο και τα νέα πρότυπα καθημερινότητας που καθιερώθηκαν στις δυτικές κοινωνίες μεταπολεμικά. Έκτοτε αποτελούν την κύρια μορφή εμπορίου τροφίμων, τους απαραίτητους σταθμούς στην τροφοδοσία των κατοίκων των πόλεων, που αντικαθιστούν τις μικρές εμπορικές επιχειρήσεις στις μητροπόλεις της δύσης. Στη Μεγάλη Βρετανία το 1980 τα εμπορικά με επιφάνεια μικρότερη των 400τ.μ. κάλυπταν το 44% των πωλήσεων, ενώ την περίοδο 1995-2005 έκλεισαν 30.000 μικρά καταστήματα τροφίμων (Μαστραντώνη, 2010).
Οι μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ επιδεικνύουν μεγάλη ευελιξία στις διακυμάνσεις των αγορών. Προβαίνουν σε εξαγορές και συγχωνεύσεις, είναι σε θέση να επεκταθούν σε νέες αγορές, σε άλλες χώρες καθώς και να αλλάξουν στρατηγικές μάρκετινγκ ώστε να πλησιάσουν διαφορετικές πληθυσμιακές ομάδες και γούστα. Οι τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα είναι περίοδος κλειδί και για τον κλάδο του λιανικού εμπορίου, που αυξάνει τον κύκλο δραστηριοτήτων του. Μέσα σε συνθήκες έντονου ανταγωνισμού και συγκεντρωτικών τάσεων, το άνοιγμα των αγορών έχει δημιουργήσει ολιγοπώλια στο λιανεμπόριο τροφίμων. Κυρίως στις ανεπτυγμένες χώρες, το λιανεμπόριο εμφανίζεται να κυριαρχείται από ορισμένες αλυσίδες σούπερ μάρκετ που κατέχουν το μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς (Μαμουκάρης, 2010). Οι εμπορικοί κολοσσοί είναι σε θέση να επηρεάσουν όχι μόνο τους καταναλωτές αλλά και τους παραγωγούς προϊόντων εφόσον διαχειρίζονται τη διάθεση των προϊόντων τους. Βρίσκονται σε στενή σχέση με τις μεγάλες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον τομέα της παραγωγής και είναι σε θέση να καθορίσουν προς ποια κατεύθυνση θα κινηθεί η αγορά. Αυτή η σχέση τροφοδοτεί και τις δύο μεριές, δημιουργεί αλληλεξαρτήσεις και καθιστά πιο εύκολο τον έλεγχο στην τιμή και την ποιότητα των τροφίμων.

Σημαντικός παράγοντας για τις νέες αναδιαρθρώσεις αποτελεί η επιστροφή της κατοικίας στα κέντρα των πόλεων και ο στρατηγικός ρόλος που αυτά απέκτησαν στην οικονομία. Οι μεγάλες αλυσίδες, που αδυνατούν να μεταφέρουν τις μονάδες τους λόγω έλλειψης χώρου, ανέπτυξαν νέες στρατηγικές για την εξυπηρέτηση των αναγκών σε τροφοδοσία του πληθυσμού που κατοικεί στα κέντρα (Μαμουκάρης, 2010, Καλαμπαλίκη, 2006):
-τα «convenience stores»: αποτελούν καταστήματα μικρού μεγέθους που δρουν συμπληρωματικά και όχι ανταγωνιστικά προς τα μεγάλα σουπερ μάρκετ, απευθύνονται στους καταναλωτές για καθημερινές ανάγκες, έχουν διευρυμένο ωράριο λειτουργίας και χρειάζονται μικρούς χώρους. Μια πρακτική που αναδεικνύει τη συνθετότητα της σχέσης μεταξύ παγκόσμιου/τοπικού γιατί φανερώνει πως η τοπικότητα δεν συνεπάγεται μικρή κλίμακα κεφαλαίου, αλλά μπορεί να αφορά εξίσου στρατηγικές μεγάλων πολυεθνικών κολοσσών.
-τα «discount stores», διαθέτουν προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας ή και άλλων, σε περιορισμένη ποικιλία και πολύ φτηνά
– τα «cash&carry»: καταστήματα κυρίως χοντρικής που απευθύνονται σε επαγγελματίες. Οι πελάτες πληρώνουν σε μετρητά και μεταφέρουν οι ίδιοι τις αγορές τους.
Επιπλέον, οι αλυσίδες λιανικού εμπορίου τροφίμων έχουν προχωρήσει από την απλή πώληση στην προώθηση προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας. Αυτά παράγονται από τρίτους για λογαριασμό επιχειρήσεων σούπερ μάρκετ και φέρουν την επωνυμία της αλυσίδας ή του ομίλου. Η παραγωγή τους στηρίζεται στις ίδιες τεχνολογίες με τα υπόλοιπα, αλλά προσφέρονται σε χαμηλότερη τιμή. Τα πιο διαδεδομένα είναι τρόφιμα όπως το ελαιόλαδο, το γάλα, τα ζυμαρικά, τα όσπρια κτλ, όμως ολοένα περισσότερο αυξάνονται τα διαθέσιμα προϊόντα. Τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας αποτελούν κεντρικό ζήτημα στο εμπόριο καθώς (Το Βήμα, 2010, Μανιφάβας, 2009): α)είναι προϊόντα αποκλειστικής διανομής, β)αυξάνουν την ανταγωνιστικότητα της αλυσίδας, γ)διευρύνουν σημαντικά την ποικιλία και τις επιλογές του πελάτη, δ)χρησιμοποιούνται ως μηχανισμοί άμυνας απέναντι στις εκπτωτικές αλυσίδες, ε)συντελούν στη διαφοροποίηση της εμπορικής αλυσίδας, στ)έχουν αυξήσει τη διαπραγματευτική ικανότητα των επιχειρήσεων με τους προμηθευτές.

Τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας αποτελούν μια καίρια στρατηγική των Αλυσίδων Λιανικού Εμπορίου Τροφίμων που έχει συμβάλει σημαντικά σε αλλαγές και αναδιαρθρώσεις της αγοράς τροφίμων εις βάρος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Εκτός της χαμηλής τιμής, έχει οδηγήσει στο σχηματισμό νέων δικτύων μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης, αφού οι ΑΛΕΤ αποκτούν δικές τους υποδομές και συνάπτουν αποκλειστικές σχέσεις με παραγωγούς και διανομείς. Επιπλέον, τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας ολοένα περισσότερο δεν αφορούν μόνο είδη μαζικής κατανάλωσης, αλλά και πιο εξεζητημένα, όπως τα βιολογικά, τα οποία προσφέρουν επίσης σε χαμηλότερες τιμές.
2.2 Η σημασία της τροφής στην καθημερινότητα
Για τη διατροφή, οι αλλαγές που περιγράφτηκαν κωδικά, οδήγησαν ουσιαστικά κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα στην μεγαλύτερη συγκέντρωση της εξουσίας πάνω στην τροφή με ταυτόχρονη χωρική διασπορά των διαδικασιών της. Μια κατάσταση που δημιούργησε μεγάλη απόσταση ανάμεσα στο προϊόν και στον παραγωγό/καταναλωτή, άρα και στον κοινωνικό έλεγχο. Η εμπορευματοποίηση της τροφής απέκοψε τον άνθρωπο από τις διαδικασίες παραγωγής της με αποτέλεσμα αυτή να αντιμετωπίζεται ως ένα ακόμη αντικείμενο. «Μπορούμε να φάμε το καθημερινό πρωινό μας χωρίς να κάνουμε ούτε μια σκέψη για τους μυριάδες ανθρώπους που συμμετείχαν στην παραγωγή του» γράφει ο Harvey και συνεχίζει «όλα τα ίχνη της εκμετάλλευσης εξαλείφονται στο αντικείμενο (δεν υπάρχουν δακτυλικά αποτυπώματα της εκμετάλλευσης στο καθημερινό ψωμί)» (Harvey, 2009).
Ως αντικείμενο λοιπόν, η τροφή περιβάλλεται με αξίες και συμβολισμούς που καθορίζονται από την κουλτούρα της κοινωνίας και σχετίζονται τόσο με ιστορικούς παράγοντες όσο και με τη σημασία των τροφίμων στη θρέψη. Οι νέες αξίες συνάδουν με το lifestyle της εποχής (Ματάλα, 2005). Μεταπολεμικά, η υιοθέτηση του φορντισμού και του κεϋνσιανισμού οδήγησε στην επιτυχή εφαρμογή τεχνολογιών που είχαν ωριμάσει πριν τον πόλεμο, όμως δεν είχαν μπορέσει να εφαρμοστούν ευρέως. Υπό τον φορντισμό, η μαζική παραγωγή συνδυάστηκε με τη μαζική κατανάλωση για να επιτευχθεί συνεχής οικονομική ανάπτυξη. Σύμφωνα με τον Harvey,
«πρέπει να θεωρούμε τον μεταπολεμικό φορντισμό μάλλον συνολικό τρόπο ζωής παρά απλώς ένα σύστημα μαζικής παραγωγής. Η μαζική παραγωγή σήμαινε την τυποποίηση των προϊόντων και τη μαζική κατανάλωση, και αυτό σήμαινε μια ολόκληρη νέα αισθητική και την εμπορευματοποίηση της κουλτούρας» (Harvey, 2009, p. 190).
Είναι η εποχή που δημιουργούνται τα αμερικάνικα προάστια και ευνοείται η οικιακή κατανάλωση. Η οικογένεια είναι η νέα καταναλωτική μονάδα, που εξοπλίζει το σπιτικό της με τις νέες συσκευές, ενώ συχνάζει στα εμπορικά κέντρα και στα σούπερ μάρκετ. Το ζητούμενο ήταν η επάρκεια τροφής, με εύκολη πρόσβαση και χαμηλή τιμή. Στη μεταπολεμική διατροφή κυριαρχούν τα δυτικά πρότυπα –βορειοαμερικανικά- που βασίζονται στο κρέας που παράγεται σε κτηνοτροφικές μονάδες (McMichael, 2001). Το κρέας είναι εκείνο το τρόφιμο που συμβολίζει όσο κανένα άλλο τον πλούτο, για αυτό ακόμα και σήμερα η κατανάλωση κρέατος αυξάνει στις χώρες όπου δημιουργούνται μεσαίες τάξεις (π.χ. Κίνα). Σε μεγάλο βαθμό, το όχημα για αυτές τις αλλαγές είναι τα έτοιμα γεύματα και οι αλυσίδες fast food, που αποτελούν μια ακραία τυποποίηση της τροφής με στόχο την εξοικονόμηση χρόνου και ενέργειας από την παρασκευή των γευμάτων σε χαμηλή τιμή για τον καταναλωτή. Σύμφωνα με τον Roland Barthes (Ματάλα, 2005), παλιότερα το συμβολικό νόημα του φαγητού σχετιζόταν με εξαιρετικές περιστάσεις, όπως θρησκευτικές τελετουργίες ή τα γεγονότα του κύκλου της ζωής. Κατά τον 20ο αιώνα η κατανάλωση τροφής συνδέεται περισσότερο με την καθημερινότητα των ανθρώπων, συνοδεύει, «ενδύει», τις καθημερινές δραστηριότητες, ενώ σχετίζεται ολοένα λιγότερο με τη θρεπτική τους αξία.
Η εύκολη πρόσβαση στην τροφή και η αφθονία διαφορετικών διατροφικών προϊόντων που προέβαλε η βιομηχανία τροφίμων συνδέθηκαν με την καταναλωτική μανία. Η τροφή, συνδέθηκε όσο οτιδήποτε άλλο με τον πλούτο και την αφθονία. Στη σημερινή εποχή οι διαφημίσεις, οι εικόνες και οι μόδες προσφέρουν μια πληθώρα γαστρονομικών ερεθισμάτων με ποικίλες αναφορές, που μπορούν να ταιριάξουν σε κάθε γούστο ή πορτοφόλι και δεν στοχεύουν στην απλή ικανοποίηση, αλλά στην κατάκτηση της αφθονίας. Η αφθονία όμως συνδέεται πολύ στενά με τη σπατάλη και την υπερβολή (Μπωντριγιαρ, 2005).

«Ο χρόνος ανακύκλησης του κεφαλαίου – πάντα ένας από τους βασικού παράγοντες της καπιταλιστικής κερδοφορίας- μειώθηκε δραματικά με τη χρήση των νέων τεχνολογιών στην παραγωγή και των νέων οργανωτικών μορφών. Όμως η επιτάχυνση του χρόνου ανακύκλησης στην παραγωγή θα ήταν άχρηστη, αν δεν μειώνονταν επίσης ο χρόνος ανακύκλησης στην κατανάλωση. (…) Επομένως στο σκέλος της κατανάλωσης η ευέλικτη συσσώρευση συνοδεύτηκε από τη πολύ μεγαλύτερη προσοχή που δίνεται στις ταχέως μεταβαλλόμενες μόδες και από την επιστράτευση όλων των τεχνασμάτων για τη δημιουργία αναγκών και τον επακόλουθο πολιτισμικό μετασχηματισμό» (Harvey, 2009: 215)
Η μαγειρική, από αναγκαία συνθήκη για την επιβίωση της οικογένειας έχει μετατραπεί σε μια δημιουργική δραστηριότητα ελεύθερου χρόνου. Η γαστριμαργία και η αποθέωση της μαγειρικής είναι σημείο των καιρών και συμβολίζει την αντίδραση στην τυποποίηση και τη μαζική κατανάλωση. Σύμφωνα με τη Ματάλα (2005) όμως, αν και η μαγειρική έχει πάρει μόνιμη θέση στα τηλεοπτικά προγράμματα, τα περιοδικά και τις προθήκες των βιβλιοπωλείων, οι πολίτες τελικά μαγειρεύουν λιγότερο από ποτέ. Η βιομηχανία, που είναι σε θέση να ενσωματώνει τις νέες τάσεις για να ικανοποιήσει τη ζήτηση, έχει προχωρήσει σε μεγαλύτερη διαφοροποίηση των προϊόντων ώστε να απαντούν όσο περισσότερο γίνεται στις εξατομικευμένες ανάγκες των καταναλωτών. Έτσι, έχουμε προϊόντα light, εμπλουτισμένα τρόφιμα, καθώς και ειδικά προϊόντα για παιδιά, γυναίκες κοκ.
Παράλληλα με τη μεγάλη συζήτηση για τους νέους συμβολισμούς και αξίες που περιβάλλουν τη διατροφή, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως για ένα μεγάλο κομμάτι πληθυσμού αυτή συνδέεται με την καθημερινή επιβίωση. Ακόμα και στις μεγαλουπόλεις, οι διατροφικές συνήθειες για πολλούς ανθρώπους καθορίζονται από μια ισορροπία ανάμεσα στην τιμή και την ποιότητα των προϊόντων. Τίθεται λοιπόν ένα ερώτημα σχετικά με το πώς επηρεάζονται οι διατροφικές συνήθειες σε συνθήκες οικονομικής κρίσης και ποιες επιλογές κάνουν τα υποκείμενα για να επιβιώσουν στη νέα πραγματικότητα. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Καταναλωτών (Δαμά, 2011), τα ελληνικά νοικοκυριά έχουν πλέον μετατοπιστεί προς τις οικονομικότερες επιλογές:
«Όσπρια, ζυμαρικά και λαχανικά αντικαθιστούν ή υπερτερούν σημαντικά σε σχέση με το κρέας και τα ψάρια. Από τα σουπερμάρκετ αγοράζονται πλέον μόνο τα απολύτως αναγκαία, τα εστιατόρια αδειάζουν και οι πελάτες μετακινούνται σε πιτσαρίες και σουβλατζίδικα» (Δαμά, 2011).
Έτσι, επιλογές που είχαν εξοριστεί από το καθημερινό τραπέζι λόγω της διαφήμισης και των νέων πολιτισμικών προτύπων επιστρέφουν καθότι οικονομικότερες. Επιπλέον, σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα, παρατηρείται μεγάλη μείωση στην κατανάλωση βιολογικών προϊόντων, παρά το γεγονός ότι οι παραγωγοί έχουν ρίξει τις τιμές στα προϊόντα τους, αλλά και προσεκτική επιλογή στις αγορές σε σούπερ μάρκετ.
«…οι καταναλωτές απορρίπτουν πλέον τα συσκευασμένα τρόφιμα, προτιμώντας τα χύμα προϊόντα καθώς και όλα τα προϊόντα με χαμηλή τιμή: επιλέγουν το λευκό τυρί (από αγελαδινό γάλα) από τη φέτα με ελληνική ονομασία προέλευσης (από πρόβειο γάλα), διότι είναι φτηνότερο. Γι’ αυτό και αυξήθηκαν τόσο οι διαφημίσεις φέτας» (Δαμά, 2011).
Σύμφωνα με την έρευνα, αυτή η μεταστροφή στις διατροφικές συνήθειες συμβαδίζει με αύξηση της παχυσαρκίας, εφόσον το κριτήριο είναι η τιμή. Έτσι, τρόφιμα σε προσφορά ή οικονομικές επιλογές όπως τα fast food προτιμώνται από τα λαχανικά ή τα φρούτα, ειδικά όταν το καθημερινό μαγείρεμα αναδεικνύεται σε πολυτέλεια λόγω έλλειψης χρόνου.
2.3 Κριτικές
Τα προβλήματα υγείας που εμφανίστηκαν στο δυτικό κόσμο, ο διαρκής υποσιτισμός στις χώρες του Νότου, ο φόβος που προκάλεσαν τα αλλεπάλληλα διατροφικά σκάνδαλα, ο προβληματισμός για τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς, καθώς και η συνειδητοποίηση ότι ο άνθρωπος είναι σε θέση να καταστρέψει το φυσικό περιβάλλον με την οποία ήρθε αντιμέτωπη η ανθρωπότητα τα τελευταία χρόνια, έχουν κινήσει το ενδιαφέρον των καταναλωτών για τις διαδικασίες παραγωγής τροφής και έχουν οδηγήσει στη διατύπωση κριτικών για τα κοινωνικά και περιβαλλοντικά προβλήματα που συνοδεύουν τη σύγχρονη αγροτική οικονομία. Ο σύγχρονος τρόπος λειτουργίας της βιομηχανοποιημένης αγροτικής παραγωγής, των χημικών συνθετικών λιπασμάτων και των φυτοφαρμάκων, αλλά και ευρύτερα όλο το κύκλωμα παραγωγής, επεξεργασίας, συσκευασίας, μεταφοράς και διανομής τροφίμων, έχει δεχτεί πολλαπλή κριτική τόσο από επιστήμονες όσο και από κινήματα.
Η κριτική εντοπίζεται κατ’ αρχήν στις μεγάλες ποσότητες μη ανανεώσιμης ενέργειας που απαιτούνται για τη διατήρηση του σύγχρονου μοντέλου παραγωγής. Η απόσταση μεταξύ των χώρων παραγωγής και των χώρων κατανάλωσης, έχει ως αποτέλεσμα την μεγάλη κατανάλωση ενέργειας για την μεταφορά και διανομή των προϊόντων, από το αρχικό μέχρι το τελικό στάδιο. Η μεταφορά των σπόρων, αλλά και των φυτοφαρμάκων και των λιπασμάτων που είναι απαραίτητα για την καλλιέργεια καθώς και η διαδικασία επεξεργασίας και συσκευασίας των τροφίμων αποτελούν μια εξαιρετικά ενεργοβόρα διαδικασία.
Επιπλέον, η αγροτική παραγωγή δεν γίνεται αντιληπτή ως κομμάτι της φύσης, αλλά ως εκμεταλλεύσιμο προϊόν, με επιπτώσεις στα αγροτικά οικοσυστήματα και τη βιοποικιλότητα(Viljoen, 2005: 44). Η μείωση της βιοποικιλότητας έχει σαν αποτέλεσμα την αύξηση της πιθανότητας εμφάνισης εξαπλωμένων και μεγάλων καταστροφών από παράσιτα, με πρώτη συνέπεια την κατάχρηση χημικών λιπασμάτων και εντομοκτόνων και παρασιτοκτόνων φυτοφαρμάκων, τα οποία διαρρέουν στον υδροφόρο ορίζοντα. Οι μονοκαλλιέργειες καταστρέφουν τα αγροτικά οικοσυστήματα που αναπτύχθηκαν με τις παραδοσιακές αγροτικές μεθόδους και βασίζονταν σε μια φυσική ισορροπία μεταξύ της πανίδας και χλωρίδας. Σε ότι αφορά στην κτηνοτροφία, οι συνθήκες υπό τις οποίες εκτρέφονται τα ζώα στις μεγάλης κλίμακας παραγωγικές εγκαταστάσεις, εκτός του ό,τι έχουν θέσει μια σειρά ηθικών ζητημάτων, έχει αποδειχθεί ότι ευνοούν κατ’ αρχήν την ανάπτυξη και την διάδοση ασθενειών και στον άνθρωπο.
Η αλυσίδα παραγωγής τροφίμων στηρίζεται σε μια σειρά από στάδια που κάνουν αναγκαία την ύπαρξη των «ενδιάμεσων», όπως μεταφορείς, εταιρίες επεξεργασίας και συσκευασίας, διανομείς και εμπόρους λιανικής πώλησης, οι οποίοι επωφελούνται από το εμπόριο τροφίμων. Αποτέλεσμα μιας διαδικασίας με τόσα στάδια είναι η αύξηση της τιμής τους τελικού εμπορεύματος χωρίς να επωφελούνται οι παραγωγοί. Ενδεικτικό είναι ότι π.χ. στη Βρετανία οι μεγαλύτεροι έμποροι λιανικής πώλησης τροφίμων ελέγχουν πάνω από το 80% των τροφίμων που πωλούνται (Viljoen, 2005: 45), ελέγχοντας έτσι και τις τιμές.
Ο σύγχρονος τρόπος αγροτικής παραγωγής, εκτός από το περιβαλλοντικό κόστος έχει υποστεί κριτικές και για το κοινωνικό. Καταστρέφει τους μικρούς παραγωγούς οι οποίοι δεν έχουν τη δυνατότητα να παράγουν αρκετά φτηνά και σε ποσότητες ικανοποιητικές, προς όφελος της συγκεντροποιημένης βιομηχανοποιημένης παραγωγής. Μέσω του επιχειρήματος της «ελεύθερης αγοράς» επιτεύχθηκε αφενός η απορρύθμιση του αγροτικού τομέα στις χώρες του Βορρά και αφετέρου το άνοιγμα των αγροτικών περιοχών του Νότου στις αγορές. Οι παραγωγοί στις ανεπτυγμένες χώρες δεν είναι γενικά σε θέση να ανταγωνιστούν το πολύ χαμηλό κόστος εργασίας στις αναπτυσσόμενες και εγκαταλείπουν την απασχόληση τους στον πρωτογενή τομέα. Από την άλλη, οι αναπτυσσόμενες χώρες έχουν στραφεί από την παραγωγή τροφίμων για την τοπική αγορά στην παραγωγή εξαγωγικών προϊόντων με προορισμό τη Δύση και ζωοτροφών για τις μονάδες εντατικής κτηνοτροφίας, στα πλαίσια εθνικών και διεθνών πολιτικών. Ως αποτέλεσμα, εξαρτώνται από τις εισαγωγές βιομηχανοποιημένων τροφίμων από των ανεπτυγμένο κόσμο και καθίστανται ευάλωτες στις διακυμάνσεις των τιμών στη διεθνή αγορά (Page, 2000). Επιπλέον, έχει υπάρξει μεγάλη κριτική στις πρακτικές των πολυεθνικών εταιρειών, που περιλαμβάνουν από βίαιες καταπατήσεις γης μέχρι και την κατοχύρωση πατέντας στους σπόρους (Shiva, 2000), που μετατρέπουν τους παραγωγούς σε καταναλωτές, τους καθιστούν εξαρτώμενους, ενώ καταστρέφουν τις τοπικές αγορές.
Σημαντικά προβλήματα δημιουργούνται και από τις μεγάλες αλυσίδες λιανικού εμπορίου. Οι εγκαταστάσεις τους χωροθετούνται πολλές φορές στα όρια των πόλεων, συνοδεύονται από οδικά δίκτυα και υποδομές και καταλαμβάνουν μεγάλες εκτάσεις σε βάρος άλλων λειτουργιών του περιαστικού χώρου. Επιπλέον, τα συσκευασμένα τρόφιμα που πωλούνται σε μεγάλες ποσότητες στα σουπερμάρκετ, έχουν ως αποτέλεσμα έναν μεγάλο όγκο απορριμμάτων που προέρχεται από τις συσκευασίες των προϊόντων και καταλήγει στο περιβάλλον. Η προσπάθεια για μεγιστοποίηση των κερδών επιχειρείται μέσα από τη μελέτη της συμπεριφοράς του καταναλωτή, εφαρμόζοντας μια σειρά από μεθόδους. Η τοποθέτηση των προϊόντων στα ράφια των μεγάλων καταστημάτων λιανικής γίνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε οι καταναλωτές να οδηγούνται σε επιπλέον αγορές από τις προγραμματισμένες ή οι αγορές να κατευθύνονται σε συγκεκριμένα προϊόντα (http://www.inka.gr). Οι αλυσίδες λιανικού εμπορίου τροφίμων έχουν κατηγορηθεί επίσης ότι συμβάλλουν στη συμπίεση των τιμών, στην εκμετάλλευση των παραγωγών και εργαζομένων. Τέλος, η εξυπηρέτηση των καταναλωτών από της μεγάλες αλυσίδες έχει κατηγορηθεί ότι συμβάλλει στην αποδυνάμωση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και αγροτών (Μαστραντώνη, 2010).
Η ποιότητα της τροφής είναι επίσης θύμα της διαιτητικής αλλαγής τα τελευταία 60 χρόνια. Η βιομηχανία στην προσπάθειά της να εκμεταλλευτεί ορισμένες πρώτες ύλες που είχαν χαμηλό κόστος, εφαρμόζει την «κλασματοποίηση» των τροφίμων-πρώτων υλών, όπως είναι η ζάχαρη, το λευκό αλεύρι, τα σπορέλαια και υδρογονωμένα λίπη. Αυτά τα είδη με τη μορφή μιας ευρείας γκάμας προϊόντων ευκολίας, μπορεί να αποτελούν το μεγαλύτερο κομμάτι της καθημερινής διατροφής (Ματάλα, 2005). Κατά αυτό τον τρόπο, εκτοπίστηκαν παραδοσιακά και πιο υγιεινά τρόφιμα όπως τα φρούτα, τα λαχανικά και τα όσπρια, ενώ εμφανίστηκαν στις ανεπτυγμένες χώρες για πρώτη φορά προβλήματα υγείας λόγω της υπερκατανάλωσης τροφής. Πολλές από τις φτωχότερες χώρες εισάγουν αυτές τις διαιτητικές συνήθειες με ταχύτατους ρυθμούς, τη στιγμή που οι δυτικές κοινωνίες επιχειρούν πλέον να τις αποτινάξουν (McMichael, 2001).
3. Γεωγραφίες της ενσωμάτωσης
Θα λέγαμε ότι τον τελευταίο αιώνα, η αντιφατική πορεία ενσωμάτωσης της αγροτικής παραγωγής στις καπιταλιστικές σχέσεις έχει δημιουργήσει μια αφήγηση που συνενώνει διαφορετικούς τόπους, μέσα από την ιδεολογική, οικονομική και πολιτισμική επικράτηση ενός κυρίαρχου μοντέλου. Παρόλα αυτά, οφείλει να τονιστεί πως αυτή η διαδικασία δεν εκτυλίσσεται με τον ίδιο τρόπο ή ρυθμό σε κάθε μέρος, αλλά διαφοροποιείται γεωγραφικά και χρονικά, ανάλογα με τις ιδιαίτερες τοπικές συνθήκες.
Οι εγγενείς αδυναμίες, τα περιβαλλοντικά και κοινωνικά προβλήματα που έχει δημιουργήσει αυτό το μοντέλο και οι αντιστάσεις των υποκειμένων έχουν φέρει στο προσκήνιο πρωτοβουλίες που κινούνται εκτός της κυρίαρχης αφήγησης ή προσπαθούν να αντιταχθούν σε αυτή. Οι εναλλακτικές που προβάλλονται είτε προτείνονται μέσα από τη συγκρότηση κινημάτων με συγκεκριμένες διεκδικήσεις είτε αποτελούν στρατηγικές επιβίωσης ή και τα δύο ταυτόχρονα. Εστιάζουν στην εναντίωση στα κυρίαρχα πολιτισμικά πρότυπα που περιβάλλουν την αγροτική οικονομία, καθώς και στις πολιτικές και οικονομικές επιλογές κρατών και εταιρειών. Αποτελούν στροφή από τον συμβατικό και βιομηχανοποιημένο αγροδιατροφικό τομέα σε ένα σύστημα που βασίζεται στον επαναπροσδιορισμό των σχέσεων μεταξύ των εμπλεκόμενων υποκειμένων και την αυξημένη σημασία του τόπου (Marsden & Sonnino, 2006). Καθώς ενσωματώνουν έννοιες όπως «ποιότητα», «διαφάνεια» και «τοπικότητα» προβάλλουν μια «οικονομία των ποιοτήτων», (Whatmore, Stassard, & Renting, 2003). Έτσι, τα εναλλακτικά δίκτυα που συγκροτούνται διαμορφώνουν τόσο έναν λόγο για τη διατροφή όσο και νέες γεωγραφίες της παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης των τροφίμων, υπονοώντας και διαφορετικές συσχετίσεις και μορφές χωρικής οργάνωσης των τόπων παραγωγής και των τόπων κατανάλωσης.
Τα κινήματα για τη διατροφή στις χώρες της Δύσης, τα οικολογικά κινήματα, οι αντιστάσεις των παραγωγών της περιφέρειας, οι πρωτοβουλίες καταναλωτών κοκ εστιάζουν στα προβλήματα που δημιουργεί το κυρίαρχο σύστημα, άλλοτε αμφισβητώντας τους σκοπούς και τα κίνητρα των μεγάλων εταιρειών, άλλοτε τις θεσμικές ρυθμίσεις και το ρόλο του κράτους και άλλοτε τις κοινωνικές σχέσεις που αποτελούν τα θεμέλιά του.
Το κίνημα για τα βιολογικά προϊόντα εναντιώνεται στις σύγχρονες μεθόδους της εντατικοποιημένης αγροτικής παραγωγής και στην χρήση βλαβερών για το περιβάλλον και τον άνθρωπο χημικών ουσιών. Προβάλλει τις αρετές της βιοποικιλότητας και τα προϊόντα που παράγονται σε κάθε τόπο και χρόνο κατά τη διάρκεια του έτους, για αυτό και συχνά ταυτίζεται με το αίτημα της τοπικότητας, παρότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει (Hess, 2009). Το κίνημα για ένα «δίκαιο εμπόριο» προσπαθεί να εξασφαλίσει το εισόδημα των παραγωγών στις χώρες της περιφέρειας απέναντι στις διακυμάνσεις τιμών στη διεθνή αγορά και κατά αυτόν τον τρόπο να αμβλύνει τη διάσταση ανάμεσα στις χώρες Βορρά-Νότου. Το αμφιλεγόμενo κίνημα για το «ηθικό εμπόριο», που περιλαμβάνει στους κόλπους του, εκτός από ΜΚΟ και συνδικάτα, μεγάλες διεθνείς αλυσίδες σούπερ μάρκετ, κάνει λόγο για πιο κοινωνικά και περιβαλλοντικά ηθικές μεθόδους παραγωγής, όπως η κατάργηση της παιδικής εργασίας και ο έλεγχος των χημικών εισροών (Freidberg, 2003). Τα κινήματα στις χώρες της περιφέρειας από την άλλη, σχετίζονται με την παραγωγή και υπερασπίζονται τη γη και τις παραδοσιακές μεθόδους καλλιέργειας απέναντι στον έλεγχο των μεγάλων εταιρειών (Shiva, 2000). Πλάι ή και σε σύνδεση με αυτά στέκονται ενώσεις παραγωγών ή καταναλωτών, κινήματα για την αστική γεωργία, καθώς και για τη δημιουργία και προώθηση τοπικών λαϊκών αγορών κοκ. Στόχος τους είναι να φέρουν πιο κοντά τα δύο υποκείμενα -παραγωγούς και καταναλωτές- και να ελαχιστοποιήσουν αν όχι να εξαλείψουν τους μεσάζοντες. Αυτές οι πρωτοβουλίες συγκροτούν πολλαπλά δίκτυα στο χώρο, βασισμένα τόσο σε νέες όσο και σε παλιές σχέσεις μεταξύ τόπων και υποκειμένων.
Τόσο η παγίωση του κυρίαρχου συστήματος παραγωγής τροφίμων όσο και οι αντιστάσεις σε αυτό, έχουν καλλιεργήσει συγκεκριμένες αντιλήψεις για την παγκοσμιοποίηση (McMichael, 2000). Εάν λοιπόν θεωρείται ότι οι μεγάλες ολιγοπωλιακές εταιρείες και η σύγχρονη εντατικοποιημένη αγροτική παραγωγή αντιπροσωπεύουν τη μια όψη της παγκοσμιοποίησης, τότε οι εναλλακτικές που έχουν σχηματιστεί αποτελούν τη δεύτερη. Το παγκόσμιο συνδέεται με την παντοδυναμία των αγορών και ανταποκρίνεται στην ανάγκη του καπιταλισμού να υπερβεί τα όρια που του τίθενται στην ανάπτυξη. Το τοπικό από την άλλη συνδέεται με τις αντιστάσεις των υποκειμένων στη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης και πρεσβεύει την ανάπτυξη των επιμέρους κοινοτήτων. Πρόκειται όμως για μια σχηματική απεικόνιση γιατί, όπως αναφέρθηκε, οι τόποι δεν αποτελούν αποκομμένες νησίδες, επηρεάζονται και συμμετέχουν στις παγκόσμιες διαδικασίες, αναπτύσσουν και αναπαράγουν σχέσεις που ξεπερνούν τα όριά τους. Μέσα από μια ποικιλία εμπειριών και διαφορετικών παραδειγμάτων διακρίνεται ένας πλούτος αφηγήσεων που ανταποκρίνεται τελικά στην ετερογενή διαδικασία ενσωμάτωσης των τοπικών ιδιαιτεροτήτων στην παγκόσμια συνθήκη (Παπαδόπουλος, 2005α).
Κατά αυτό τον τρόπο οφείλει να σημειωθεί πως η τοπικότητα, εκτός από τις διεκδικήσεις, μπορεί να συνδέεται και με στρατηγικές επιβίωσης των υποκειμένων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υπάρχουν απόλυτα όρια μεταξύ τους. Επιπλέον, η τοπικότητα ως στρατηγική μπορεί να ανταποκρίνεται σε νέα πεδία κερδοφορίας για τις μεγάλες επιχειρήσεις που δε διστάζουν να ενσωματώσουν νέες τάσεις και δυναμικές είτε στα προϊόντα είτε στη λειτουργία τους. Έτσι, η τοπικότητα μπορεί να αναφέρεται τόσο σε επιλογές μικρών παραγωγών και επιχειρηματιών που χρησιμοποιούν τον τόπο ως ένα εργαλείο προώθησης των προϊόντων τους (από τα κάτω) όσο και σε αναδιαρθρώσεις του μεγάλου κεφαλαίου (από τα πάνω) (Παπαδόπουλος, 2005α). Για τη διατροφή, ο τόπος έχει αναχθεί σε ένα νέο κριτήριο ποιότητας του ίδιου του προϊόντος κάτι που ενδέχεται να αποβαίνει κερδοφόρο ακόμα και σε μικρούς παραγωγούς που θα εκμεταλλευτούν αυτή τη νέα προοπτική.
Το κοινό χαρακτηριστικό στις διάφορες πρωτοβουλίες είναι η έμφαση στις προσωπικές σχέσεις, δηλαδή τον έλεγχο της τροφής μέσω της γνώσης της καταγωγής και των μεθόδων παραγωγής της που προσφέρει, σε μια ιδανική συνθήκη, η γνωριμία μεταξύ παραγωγού-καταναλωτή. Όταν αυτό δεν είναι εφικτό –και συχνά δεν είναι- το κράτος καλείται να παρέμβει για να ρυθμίσει ένα σύστημα κωδικών και ετικετών ευρείας αποδοχής που θα υποκαταστήσει την άμεση σχέση (Freidberg, 2003). Η έλλειψη χρόνου, η προσφερόμενη ποικιλία εμπορευμάτων και άλλοι παράγοντες οδήγησαν τους καταναλωτές να αποδεχτούν τα προϊόντα των σούπερ μάρκετ. Ωστόσο αναζητούν τροφές ποιοτικές και ταυτόχρονα φθηνές. Η αναζήτηση των καταναλωτών για τρόφιμα καλύτερης ποιότητας τους οδηγεί σε αγορές εναλλακτικών προϊόντων, όπως τα τοπικά (ΠΟΠ και ΠΓΕ), τα παραδοσιακά, τα βιολογικά, γενικότερα όσα πιστεύουν ότι έχουν υποστεί λιγότερη επεξεργασία (Marsden & Sonnino, 2006).
Ο τόπος, με τις εικόνες και τους συνειρμούς που εγείρει, αποτελεί το σημείο κλειδί γιατί έχει τη δύναμη να συνενώνει την παραγωγή με την κατανάλωση, ακόμα κι αν τις χωρίζουν εκατοντάδες χιλιόμετρα. Το βασικό χαρακτηριστικό των εναλλακτικών δικτύων είναι η ικανότητά τους να επανατοπικοποιούν τα τρόφιμα και κατά αυτό τον τρόπο να κατασκευάζουν νέα κριτήρια ποιότητας στους καταναλωτές, με βάση τις γνώσεις ή την εντύπωση που έχουν σχηματίσει για τον κάθε τόπο (Renting, Marsden, & Banks, 2003). Η ποιότητα άλλωστε είναι μια έννοια ασαφής και κοινωνικά κατασκευάσιμη οπότε έχει σημασία ο ετεροκαθορισμός σε σχέση με τα συμβατικά δίκτυα. Η διαφορά τους βασίζεται στη δυνατότητα ανίχνευσης της προέλευσης, της διατροφικής αξίας των προϊόντων και των διαδικασιών παραγωγής των προϊόντων.
Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για τα ελληνικά προϊόντα γιατί, μαζί με εκείνα που προέρχονται από τη νότια Ευρώπη αποτελούν το 75% των καταγεγραμμένων τοπικής προέλευσης προϊόντων στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Marsden & Sonnino, 2006). Ο μεγάλος αριθμός οφείλεται στις ιδιαίτερες συνθήκες παραγωγής σε αυτές τις περιοχές και κυρίως στην κυριαρχία των μικρών οικογενειακών εκμεταλλεύσεων και αγροδιατροφικών μονάδων, που διαφέρουν από το κυρίαρχο συγκεντρωτικό μοντέλο παραγωγής. Έτσι, η τοπικότητα και η παράδοση ανάγονται σε βασικά εργαλεία μάρκετινγκ σε αντίθεση με τις χώρες της κεντρικής-δυτικής-βόρειας Ευρώπης όπου κυριαρχούν οι τεχνολογίες αιχμής και η μαζικότητα.
3.1 Από την ύπαιθρο στις πόλεις
Παρότι αυτές οι αναλύσεις φαίνεται να κοιτούν προς τον αγροτικό χώρο και τα υποκείμενα που τον συγκροτούν, οι δυναμικές που περιγράφονται είναι απόλυτα συσχετισμένες με τη σημασία και τον ρόλο των πόλεων. Η σημασία που αποκτά ο τόπος στη διατροφική διαδικασία έχει πολλαπλά αποτελέσματα για τους παραγωγούς και τις περιοχές της υπαίθρου. Τα αστικά κέντρα είναι όμως ο χώρος όπου αναδεικνύονται οι δυναμικές και οι αντιφάσεις της διατροφικής διαδικασίας στην πληρότητά τους. Οι πόλεις ήταν ανέκαθεν κέντρα στα οποία κατευθύνονταν οι ροές των εμπορευμάτων. Σήμερα οι πόλεις αποτελούν όσο ποτέ στο παρελθόν τους μεγάλους καταναλωτές τροφίμων, εφόσον εκεί ζει το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού. Οι όποιες τεχνολογίες αναπτύσσονται για τη βελτίωση της αγροτικής παραγωγής και της ποιότητας των τροφίμων είναι άρρηκτα δεμένες με την μετακίνηση πληθυσμών από την ύπαιθρο και τον σχηματισμό της αστικής κοινωνίας. Σήμερα οι πόλεις συνολικά είναι αποκομμένες όσο ποτέ άλλοτε από τους πρωταρχικούς τόπους παραγωγής και υποδέχονται μια μεγάλη ροή τροφίμων, όπως και άλλων εμπορευμάτων από όλα τα σημεία της γης. Στις πόλεις λαμβάνονται αποφάσεις, διενεργούνται οι οικονομικοί σχεδιασμοί, διαμορφώνεται η ζήτηση και τα πρότυπα κατανάλωσης, όπως φάνηκε και στα κεφάλαια που προηγήθηκαν.
Για να ανταποκριθούν σε αυτή τη λειτουργία οι πόλεις εξοπλίζονται με τις απαραίτητες υποδομές για τη μεταφορά και διανομή των αγαθών, οι οποίες εκσυγχρονίζονται διαρκώς. Καινούριοι δρόμοι χαράσσονται και μεγάλοι συγκοινωνιακοί κόμβοι, κυρίως αεροδρόμια, κατασκευάζονται, αλλάζοντας τη γεωγραφία των πόλεων. Εμφανίζονται καινούριες δραστηριότητες που χωροθετούνται συνήθως στις παρυφές των πόλεων, όπως τα logistics, δηλαδή ολοκληρωμένες υπηρεσίες μεταφοράς και αποθήκευσης, που συναντώνται κατά μήκος του κύριου οδικού δικτύου ή κοντά σε αεροδρόμια και λιμάνια. Τα σούπερ μάρκετ και οι υπεραγορές εγκαθίστανται στα προάστια, όπου υπάρχει διαθέσιμη γη σε χαμηλές τιμές και οι απαραίτητες συγκοινωνιακές υποδομές.
Στα κέντρα των πόλεων της δύσης οι νέες ομάδες κατοίκων ανακαλύπτουν τοπικές κουζίνες και παραδοσιακές γεύσεις, καθώς το φαγητό και τα εστιατόρια έχουν αναχθεί σε σημαντικά σύμβολα της ζωής στην πόλη (Zukin, 2005, Jayne, 2006). Αυτά αποτελούν κάτι παραπάνω από μέρη όπου κανείς μπορεί να φάει, αντίθετα, συνήθως αναπτύσσονται ως ολοκληρωμένα πακέτα lifestyle που προσφέρουν την κατανάλωση ενός τρόπου ζωής. Έτσι, αν μεταπολεμικά κυριαρχούσε η μαζική κατανάλωση, πλέον αυτό που προβάλλεται ως κυρίαρχο πρότυπο είναι η επιλεκτική. Η κυρίαρχη κουλτούρα έχει στρέψει τον καταναλωτή στην αναζήτηση της απόλαυσης, της ψυχαγωγίας και της άνεσης σε ένα ολοκληρωμένο πακέτο. Ο περιορισμός των φραγμών στο χώρο και ο σχηματισμός της παγκόσμιας αγοράς όχι μόνο επιτρέπουν τη γενικευμένη πρόσβαση στα διαφοροποιημένα προϊόντα από διάφορες περιοχές και διαφορετικά κλίματα, αλλά επίσης μας φέρνουν σε άμεση επαφή με διαφορετικές κουλτούρες και τόπους, τους οποίους μπορεί να μην επισκεφτούμε ποτέ στην πραγματικότητα. Όπως αναφέρθηκε, τόσο η διαπιστωμένη αύξηση των προβλημάτων υγείας που σχετίζονται με την ποιότητα και την ποσότητα της καταναλισκόμενης τροφής όσο και τα διάφορα κινήματα έχουν οδηγήσει στην εισβολή νέων προτύπων που επιχειρούν να απαντήσουν στους φόβους και τις ανησυχίες των καταναλωτών. Ως αποτέλεσμα, μερίδες καταναλωτών, κυρίως από τα μεσαία και ανώτερα στρώματα, επιζητούν μια διατροφή βασισμένη σε αξίες όπως εκείνες της μεσογειακής δίαιτας, της χορτοφαγίας, των βιολογικών και τοπικών προϊόντων κοκ.
Όμως, αν και η κυρίαρχη αφήγηση για τις πόλεις την εποχή της παγκοσμιοποίησης είναι εκείνη που δίνει έμφαση στον ρόλο τους ως στρατηγικούς τόπους εγκατάστασης των λειτουργιών διεύθυνσης της παγκόσμιας οικονομίας και της κοσμοπολίτικης κουλτούρας των μεσαίων στρωμάτων, οφείλει να τονιστεί πως δεν είναι η μοναδική. Πίσω από αυτή την εικόνα που αποτελεί και ένα σύμβολο της παγκοσμιοποίησης, υπάρχει η καθημερινότητα των πολλών που εργάζονται σε χαμηλότερα πόστα στον τριτογενή τομέα είτε απασχολούνται σε χειρωνακτικές εργασίες ή ανήκουν σε ομάδες όπως οι χαμηλοσυνταξιούχοι, οι άνεργοι κτλ (Sassen, 2000). Για αυτές τις ομάδες η διατροφή μπορεί να είναι κυρίως ένα ζήτημα επιβίωσης, όπως αναφέρθηκε, που καθορίζεται από την αγοραστική τους δύναμη, παρά τις όποιες επιρροές ή επιθυμίες έχουν. Τίθεται λοιπόν ένα ερώτημα σχετικά με το ποιες αγορές μπορεί να τους προσφέρουν την καλύτερη δυνατή διατροφή στη χαμηλότερη δυνατή τιμή, καθώς και το κατά πόσο έχουν πρόσβαση ή ενημέρωση για τις επιλογές τους.
Οι νέες ανάγκες και επιθυμίες των καταναλωτών αποτελούν ένα εργαλείο που μπορεί να χρησιμοποιείται τόσο από μικρούς επιχειρηματίες που προσπαθούν να διαφοροποιήσουν τα προϊόντα τους από τα βιομηχανοποιημένα όσο και από τις μεγάλες αλυσίδες λιανικού εμπορίου ή εστίασης καθαυτές που αναγνωρίζουν νέα πεδία κερδοφορίας. Παρότι οι στρατηγικές που αναπτύσσουν οι μεγάλες αλυσίδες είναι καίριας σημασίας καθώς καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς, σύμφωνα με μια πλούσια ξενόφωνη βιβλιογραφία, παρατηρείται ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον για μορφές εμπορίου που διατηρούν χαρακτηριστικά προϋπάρχοντα των μαζικών και απρόσωπων αγορών, όπως η προσωπική επαφή, η εξυπηρέτηση, η γνώση και η διάθεση ποιοτικών προϊόντων και οι οποίες συχνά βρίσκονται στα κέντρα των πόλεων. Αυτές ποικίλλουν, από τις επιχειρήσεις που εμπορεύονται πολύ ιδιαίτερα ή εξεζητημένα προϊόντα –delicatessen- μέχρι τις αγορές παραγωγών.
4. Ο αγροτικός τομέας στην Ελλάδα
Η σημερινή εικόνα των ελληνικών πόλεων, με αντιπροσωπευτικότερο παράδειγμα την Αθήνα, είναι αποτέλεσμα πολυσύνθετων συνθηκών και διαδικασιών που συναρτώνται με το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωση του χώρου στην Ελλάδα κατέχει η ιδιαίτερη ανάπτυξη του καπιταλιστικού συστήματος όσον αφορά τις παραγωγικές δραστηριότητες καθώς και η ιδιαίτερη κοινωνική και εργασιακή διάρθρωση. Με βάση αυτό, η ανάπτυξη και η οργάνωση του χώρου, αστικού και αγροτικού, παρουσιάζει έντονες διαφοροποιήσεις από τα κυρίαρχα δυτικά πρότυπα. Υπάρχει μια συζήτηση στις επιστήμες του χώρου για την ελληνική ιδιαιτερότητα και τους τρόπους με τους οποίους αυτή εκφράζεται στην ανάπτυξη και στους μετασχηματισμούς του χώρου, ενώ η εκτενής βιβλιογραφία περιλαμβάνει τέτοιες προσεγγίσεις τόσο για την ανάπτυξη της σύγχρονης ελληνικής πόλης όσο και για τον χώρο της υπαίθρου.
Ο αγροτικός τομέας στην Ελλάδα εκσυγχρονίστηκε με κάποια καθυστέρηση σε σχέση με τις ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης. Μέχρι και το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου η ελληνική ύπαιθρος ήταν σε μεγάλο βαθμό απομονωμένη και υποτιμημένη, παρότι η χώρα θεωρούνταν κυρίως αγροτική. Την περίοδο του Μεσοπολέμου έχουμε τα πρώτα δείγματα ουσιαστικών πολιτικών για την προστασία και ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής όπως τη δημιουργία της Αγροτικής Τράπεζας το 1929. Μια πορεία που ανακόπτεται από τον πόλεμο και την καταστροφή της υπαίθρου που συνοδεύει. Η μεταπολεμική πορεία του αγροτικού τομέα ήταν αντίστοιχη με εκείνη των υπόλοιπων χωρών της Ευρώπης, αφού κλήθηκε να συμβάλει στην αναπτυξιακή διαδικασία, συρρικνώθηκε πληθυσμιακά, σημειώθηκε μερική συγκεντροποίηση γης και κεφαλαίου, εκχρηματίστηκε η παραγωγική διαδικασία, εξειδικεύτηκε η παραγωγή και εμπορευματοποιήθηκε (Μωυσίδης, 2005). Παρόλα αυτά, συγκεκριμένα χαρακτηριστικά οργάνωσης τόσο της ίδιας της αγροτικής παραγωγής όσο και του αγροτικού χώρου συνολικά οδήγησαν σε έναν εκσυγχρονισμό με πολλές ιδιαιτερότητες.
Πρώτα από όλα, η αγροτική παραγωγή στην Ελλάδα γνωρίζει σημαντικές γεωγραφικές διαφοροποιήσεις που οφείλονται πρώτα τόσο σε ιστορικούς παράγοντες όσο και σε σύγχρονες πολιτικές και οικονομικές επιλογές. Τα εγγειοβελτιωτικά έργα καθώς και η συγκεντροποίηση των αγροτικών εκμεταλλεύσεων προχώρησαν στις περιοχές με ευνοϊκές συνθήκες, κυρίως πεδινές και αρδεύσιμες. Οι ορεινές και ημιορεινές περιοχές, που αποτελούν και την πλειοψηφία της ελληνικής γης, γνωρίζουν μικρότερο βαθμό συγκεντροποίησης και προσαρμόστηκαν σε προϊόντα έντασης εργασίας αντί έντασης κεφαλαίου για να ανταπεξέλθουν σε αυτές τις συνθήκες. Η ελληνική ύπαιθρος κυριαρχείται σε μεγάλο βαθμό από μικρότερες ιδιοκτησίες, από την πολυαπασχόληση και τις οικογενειακές εκμεταλλεύσεις, ενώ οι προσπάθειες για τη λειτουργία συνεταιρισμών είχαν αμφιλεγόμενα αποτελέσματα.
Χαρακτηριστικά, τη δεκαετία 1950 ο ελληνικός πληθυσμός είναι κατά κύριο λόγο αγροτικός. Κυριαρχεί η αυτοκατανάλωση στα πλαίσια του νοικοκυριού μιας δίαιτας βασισμένης στα αγροτικά προϊόντα που παράγονταν επιτόπου, κατά βάση μεσογειακής. Ο διαχωρισμός της παραγωγής από την κατανάλωση αρχίζει να συντελείται ιδίως μετά τη δεκαετία 1960 τόσο λόγω των νέων τεχνολογιών στην πρώτη όσο και λόγω ευρύτερων αλλαγών. Αυτές αφορούν πολλούς παράγοντες, από την αστικοποίηση μέχρι και τον εξοπλισμό των νοικοκυριών με ηλεκτρικές συσκευές (Γεωργακόπουλος, Σωτηρόπουλος, Φράγκος, & Φράγκος, 2010).

Για την Ελλάδα και την Ευρώπη, οι πιο σημαντικές ρυθμίσεις για τα αγροτικά προϊόντα οφείλονται στην Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), όπως αναφέρθηκε, η οποία συμφωνήθηκε στη Συνθήκη της Ρώμης τον Μάρτιο του 1957 με την οποία δημιουργήθηκε η ΕΟΚ. Η ίδια η επινόηση της ΚΑΠ υπήρξε ένας σημαντικός νεωτερισμός κατά τη δεκαετία 1950, ως προσπάθεια άσκησης κοινής οικονομικής πολιτικής σε έναν τομέα και ταυτόχρονης ρύθμισης των σχέσεις των χωρών μελών με τον υπόλοιπο κόσμο. Η ΚΑΠ θεωρήθηκε πηγή εσόδων για τον κοινοτικό προϋπολογισμό από τους δασμούς στις εισαγωγές μη κοινοτικών προϊόντων και τροφίμων. Οι στόχοι της ήταν η αύξηση της παραγωγικότητας σε βαθμό αυτάρκειας, η διασφάλιση ενός ικανοποιητικού εισοδήματος για τον αγροτικό πληθυσμό, η σταθεροποίηση των αγορών, η επάρκεια τροφής και οι χαμηλές τιμές των προϊόντων. Πυρήνας της είναι η κεντρική επιλογή της πολιτική τιμών ως κύριο εργαλείο, η οποία δεν έχει αλλάξει επί της ουσίας παρά τις κατά καιρούς αναθεωρήσεις (Παπαδόπουλος, 2005β).
Οι πεδινές περιοχές ευνοήθηκαν μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ από τις επιδοτήσεις της ΚΑΠ για την καλλιέργεια συγκεκριμένων προϊόντων. Η εφαρμογή της ΚΑΠ, μέχρι την αναθεώρηση του 1992, επέτεινε τις περιφερειακές ανισότητες μέσα από το σύστημα εγγυημένων τιμών που προέτρεπε τους παραγωγούς σε «απεριόριστη παραγωγή» με κατεύθυνση τις εξαγωγές (Ανθοπούλου, 2005). Στα πλαίσια της ΚΑΠ οι αγρότες προσανατολίστηκαν στην καλλιέργεια των επιδοτούμενων προϊόντων, όπως το βαμβάκι και τα καπνά, με αποτέλεσμα να παρατηρείται μικρή διαφοροποίηση της παραγωγικής βάσης και περιφερειακές εξειδικεύσεις στα όρια εκτεταμένων μονοκαλλιεργειών, με τη λογική των συγκριτικών πλεονεκτημάτων.
Αυτή η στροφή είχε, μεταξύ άλλων, δύο σημαντικά αποτελέσματα: αφενός, στις περιοχές που αντιμετωπίστηκαν ως μειονεκτικές παρουσιάστηκε αγροτική έξοδος και αφετέρου, πολλά παραδοσιακά διατροφικά προϊόντα σταμάτησαν να καλλιεργούνται. Έτσι, παρότι η Ελλάδα είναι σε σημαντικό βαθμό γεωργική χώρα, δεν μπορεί να εξασφαλίσει διατροφική αυτάρκεια και χρειάζεται να εισάγει ακόμα και σήμερα βασικά διατροφικά προϊόντα.
Η ΚΑΠ κατά καιρούς δέχτηκε τόσο εσωτερικές όσο και εξωτερικές κριτικές και πιέσεις με αποτέλεσμα τις αναθεωρήσεις της. Ως κομβική θεωρείται εκείνη του 1992, που προέβλεπε για πρώτη φορά σταδιακή περικοπή των θεσμικών τιμών και παροχών άμεσων ενισχύσεων σε σημαντικούς αγροτικούς τομείς. Το πιο σημαντικό στη συγκεκριμένη αναθεώρηση, είναι η σύνδεσή της με τις διαπραγματεύσεις της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (GATT) κατά τον «Γύρο της Ουρουγουάης» και τις τελικές αποφάσεις του.
Μέσα από την ανάλυση που προηγήθηκε αναδείχτηκαν βασικά σημεία του διατροφικού συστήματος. Ένα σύστημα που χαρακτηρίζεται από μεγάλο βαθμό συγκέντρωσης δύναμης και εξουσίας στα χέρια λίγων μεγάλων κολοσσών διεθνούς εμβέλειας και επιρροής, αποκτημένη μέσα από μια ιστορική πορεία. Πρόκειται όμως ταυτόχρονα για μια διαδικασία πολύπλοκη και αντιφατική με πολλές πτυχές, που εμπλέκει υποκείμενα και στρατηγικές σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους με πολλαπλούς τρόπους. Ως διαδικασία απόκτησης ελέγχου και ισχύος, αλλά και ως επιβίωσης και διεκδίκησης. Η κατανόηση των δυναμικών και των αντιφάσεων που διαπερνούν το διατροφικό σύστημα είναι άρρηκτα δεμένη με το χώρο και τις πολλαπλές κλίμακές του. Όχι γιατί εκτυλίσσεται σε παγκόσμιο επίπεδο ενώ στο τοπικό αντιλαμβανόμαστε μερικές μόνο πτυχές του. Αλλά γιατί κάθε τόπος συμμετέχει με τα διαφορετικά και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του σε μια ετερογενή διαδικασία ενσωμάτωσης στην παγκόσμια συνθήκη.