Σχεδιασμοί για το κέντρο της Αθήνας στη συγκυρία της κρίσης

ΜΙΑ ΠΡΩΤΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ, ΜΕΘΟΔΕΥΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ

Μαίρη Ζήφου, Μαρία Καλαντζοπούλου, Πασχάλης Σαμαρίνης, Ευαγγελία Χατζηκωνσταντίνου

Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο encounter Athens – κριτικός λόγος και διεκδικήσεις για μια δίκαιη πόλη.

Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί εισήγηση στη συζήτηση με τίτλο «Ποια «κρίση» στο κέντρο της Αθήνας – Κριτικός λόγος και διεκδικήσεις για μια δίκαιη πόλη». Πρόκειται για μια απόπειρα συστηματικής κριτικής στις ποικίλες προτάσεις, παρεμβάσεις κτλ που εξαγγέλλονται τόσο από την κεντρική εξουσία όσο και από άλλους φορείς και αφορούν το κέντρο της Αθήνας. Προτάσεις περισσότερο ή λιγότερο εντυπωσιακές, από την πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου ως τις αναπλάσεις σε επιμέρους πλατείες που συμπυκνώνουν σε συμβολικό επίπεδο τη λεγόμενη κρίση του κέντρου όπως η πλατεία του Αγίου Παντελεήμονα ή η πλατεία Θεάτρου.

Το ιδιαίτερο μοντέλο ανάπτυξης της Πρωτεύουσας – αυτό της αυθαίρετης δόμησης και της αντιπαροχής – οδήγησε αφενός σε μία πολυλειτουργική πόλη με μικρές σχετικά κοινωνικές αντιθέσεις αφετέρου όμως σε μία σειρά από προβλήματα για τα οποία οι Ελληνικές πόλεις είναι διαβόητες: έλλειψη ελεύθερων δημόσιων χώρων, ρύπανση, προβλήματα δημόσιων υποδομών (ιδιαίτερα στάθμευσης και μετακινήσεων) κ.ά. Τα προβλήματα αυτό οδήγησαν στην έξοδο των πιο εύπορων κοινωνικών στρωμάτων προς τα προάστια και στην εγκατάσταση μεταναστών κατά κύματα, γεγονός που σε συνδυασμό με τον κοινωνικό αποκλεισμό και τη νέα φτώχεια που φέρνει η πολιτική του Μνημονίου, συνιστά την ουσία της λεγόμενης κρίσης του κέντρου. Ενώ σε παλαιότερες δεκαετίες το ζητούμενο του πολεοδομικού σχεδιασμού ήταν η «βελτίωση της ποιότητας ζωής», σήμερα ο κυρίαρχος λόγος δίνει έμφαση στην επιχειρηματικότητα και το διεθνή προσανατολισμό της πόλης. 

Στις προτάσεις για το κέντρο της πόλης κυριαρχούν οι «κατά παρέκκλιση» του πολεοδομικού σχεδιασμού παρεμβάσεις (με αποκορύφωμα το fast track), η αποσπασματικότητα, η ιδιωτική πρωτοβουλία , η ρητορική της ασφάλειας και οι αντιφάσεις. Λείπει δραματικά οποιαδήποτε έννοια κοινωνικής πολιτικής που θα μπορούσε να αμβλύνει τις αναπτυσσόμενες χωρικές και κοινωνικές ανισότητες. Ο σχεδιασμός επικεντρώνεται στην προσπάθεια επιχειρηματικής αξιοποίησης του κέντρου προωθώντας ένα διαχωρισμό ανάμεσα σε επιθυμητές και ανεπιθύμητες κοινωνικές ομάδες επιδιώκοντας την προσέλκυση των πρώτων και την εκδίωξη των δεύτερων. Δεν φαίνεται όμως να λαμβάνεται καθόλου υπόψη ούτε οι ανάγκες των σημερινών κατοίκων, ούτε καν η σημερινή συγκυρία. Οι αντιφάσεις πολλές: από το Δήμο Αθηναίων που υποστηρίζει την ανάγκη ενίσχυσης των προνοιακών δομών (π.χ. ξενώνες φιλοξενίας αστέγων, συσσίτια, κέντρα αποτοξίνωσης κ.ο.κ.), και από την άλλη ζητάει την απομάκρυνσή των δομών αυτών από το κέντρο, την πολιτική που επιθυμεί με πρόθεση «εξευγενισμού» να προσελκύσει στο κέντρο «νέα ζευγάρια» αγνοώντας την αυξανόμενη ανεργία των νέων, ως την πρόταση πεζοδρόμησης της Πανεπιστημίου στην κατεύθυνση ενίσχυσης της «βιώσιμης κινητικότητας» την ώρα που προωθείται η διάλυση των δημόσιων συγκοινωνιών.

Η απάντηση από την πλευρά των κοινωνικών διεκδικήσεων βρίσκεται στους αντίποδες: ιεράρχηση των παρεμβάσεων στην κατεύθυνση της κάλυψης των βασικών αναγκών, κοινωνικές πολιτικές και συμμετοχή των κατοίκων.

Πώς να μιλήσει κανείς για το σχεδιασμό σε μία περίοδο έντονων μεταβολών και ρήξεων, σε μία περίοδο κρίσιμης ταλάντευσης των προϋφιστάμενων κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών ισορροπιών; Ακόμα, πώς να μιλήσει κανείς για το σχεδιασμό σε μία πόλη όπου οι παρεκκλίσεις, οι καταπατήσεις και οι διαδικασίες έμπρακτης ακύρωσης των σχεδιασμών αποτελούν σταθερό στοιχείο της ιστορίας της; Το κείμενο που ακολουθεί επιχειρεί να διερευνήσει πώς το ελληνικό σύστημα σχεδιασμού, με τις αδυναμίες, τις ανεπάρκειες και τις ιστορικές και κοινωνικές του ιδιαιτερότητες, ανταποκρίνεται στα δραστικά μεταβαλλόμενα κοινωνικοχωρικά και οικονομικά δεδομένα της συγκυρίας. Παράλληλα, μέσα από μια πρώτη κριτική ανάλυση των προτάσεων, των προθέσεων και των πρακτικών παρέμβασης στο κέντρο της Αθήνας αναζητά το ρόλο του σχεδιασμού στη διαμόρφωση της νέας κατάστασης.

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ

Στην Ελλάδα, για μία σειρά από λόγους, δεν έχουν διαμορφωθεί αποτελεσματικές διαδικασίες ρύθμισης του χώρου και εφαρμογής του σχεδιασμού. Βασικά δεδομένα των κοινωνικών σχέσεων συγκρότησαν τον αστικό χώρο με τρόπους διαφορετικούς από αυτούς που κυριαρχούν σε χώρες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης. Σταδιακά, διαμορφώθηκε μία ευρεία κοινωνική συναίνεση γύρω από την παραγωγή του χώρου και την έλλειψη ή/και την ευκαιριακή εφαρμογή του σχεδιασμού.

Πρόκειται για ένα πλέγμα πολιτικών και κανονιστικών ρυθμίσεων σε διαφορετικά επίπεδα και τομείς, πχ από τον Γενικό Οικοδομικό Κανονισμό, μέχρι τη φορολογική πολιτική, που στηρίχθηκε στη μικρή ιδιοκτησία και το μικρό επιχειρηματικό – κατασκευαστικό κεφάλαιο και προώθησε μια ιδιόμορφη αστική ανάπτυξη. Αυτή η πολιτική – με την ευκαμψία και προσαρμοστικότητα που επέδειξε στις πραγματικές ανάγκες της αγοράς γης και κατοικίας – κατάφερε να καλύψει άμεσες στεγαστικές ανάγκες, να ενεργοποιήσει μικρές ή μεγάλες αποταμιεύσεις, να παράξει εκ νέου οικονομικές αποδόσεις και να εξασφαλίσει την, σε ένα βαθμό, διάχυσή τους στο κοινωνικό σώμα. Η αντιπαροχή, η μικρή εργολαβία, η πολλαπλή κοινωνική και οικονομική λειτουργικότητα της αστικής πολυκατοικίας, με το εμπόριο, την παραγωγή και τις υπηρεσίες συγκρότησαν τις πυκνοδομημένες, συμπαγείς, συνεκτικές και πολυλειτουργικές κεντρικές γειτονιές της Αθήνας. Η, για δεκαετίες, οικονομική βιωσιμότητα και διατήρηση του συγκεκριμένου μοντέλου αστικής ανάπτυξης βασίστηκε σε μια απαραίτητη προϋπόθεση: την καθιέρωση υψηλών συντελεστών εκμετάλλευσης της αστικής γης, η οποία με τη σειρά της κατέστησε αποδοτική την εκμετάλλευση των μικρών αστικών οικοπέδων, κυρίως μέσω της αντιπαροχής. Από την άλλη, αυτό το μεταπολεμικό μοντέλο αστικής ανάπτυξης οδήγησε στη σταδιακή υποβάθμιση του αστικού περιβάλλοντος (έλλειψη ελεύθερων χώρων/πρασίνου, ατμοσφαιρική ρύπανση κ.ο.κ.) και στη συσσώρευση λειτουργικών προβλημάτων (π.χ. μετακινήσεις, στάθμευση) με άμεσο αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής των κατοίκων στις γειτονιές του κέντρου. Έτσι, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, παρατηρούνται τάσεις οικονομικής και κοινωνικής απαξίωσης εκτεταμένων περιοχών του κέντρου, ακόμα και κάποιων παραδοσιακά «καλών» γειτονιών των μεσοαστικών στρωμάτων. Οι τάσεις αυτές ενισχύθηκαν και από τη συστηματική προώθηση αλλεπάλληλων επεκτάσεων της πόλης και οδήγησε βαθμιαία σε κύματα μαζικής φυγής κατοίκων και δραστηριοτήτων προς τα προάστια. Αυτή η πολυετής και εντεινόμενη διαδικασία προαστιοποίησης, δεν αποτέλεσε αντικείμενο πολεοδομικής πολιτικής, μετάλλαξε ωστόσο τα κοινωνικά και οικονομικά χαρακτηριστικά του χώρου της πόλης και την καθημερινότητα των κατοίκων του σε διαφορετικές κλίμακες και επίπεδα.

Αυτή την περίοδο, από τα τέλη δηλαδή της δεκαετίας του ’70 μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ’80, επιχειρείται ουσιαστικά η πρώτη συστηματική μεταρρύθμιση στις διαδικασίες σχεδιασμού και παραγωγής του αστικού χώρου. Ο σχεδιασμός συνδέθηκε πρωταρχικά με την «επούλωση» των πληγών από την ανεξέλεγκτη μεταπολεμική ανάπτυξη, προβάλλοντας ως βασικούς στόχους τη βελτίωση και ανάδειξη του δημόσιου χώρου, τον εξορθολογισμό της λειτουργίας της πόλης, την κάλυψη των αναγκών σε κοινωνικές υποδομές και την περιβαλλοντική προστασία. Κυρίαρχο ιδεολόγημα που φαίνεται να διατρέχει όχι μόνο τους σχεδιασμούς, αλλά και τη δημόσια συζήτηση για την πόλη είναι η «βελτίωση της ποιότητας ζωής», ενώ δεν λείπουν και οι επικλήσεις στη συμμετοχή των πολιτών και τη δημοκρατικότητα των θεσμών. Αντίθετα, οι αναφορές στον αστικό σχεδιασμό ως μοχλό οικονομικής ανάπτυξης είναι περιθωριακές. Με δεδομένη εξάλλου την αποτελεσματικότητα του συστήματος γης – οικοδομής στην κάλυψη στεγαστικών αναγκών και στην παραγωγή πλούτου, αυτό ουδόλως αμφισβητείται. Για την Αθήνα, το μεταρρυθμιστικό εγχείρημα της δεκαετίας του ’80 αποτυπώθηκε σε σχεδιασμούς όπως το Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας του 1985, το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο του 1988 και οι Πολεοδομικές Μελέτες των αρχών της δεκαετίας του ’90. Ωστόσο, τόσο οι προβλέψεις τους για το κέντρο, όσο και οι στρατηγικές επιλογές για την πόλη παρέμειναν πρακτικά ανεφάρμοστες. Ακόμα λιγότερα εφαρμόστηκαν στις περιοχές που εντοπίζονταν τα οξύτερα προβλήματα και δυσλειτουργίες του αστικού χώρου: στις γειτονιές κατοικίας και μικτών χρήσεων του κέντρου της πόλης.

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και στα πλαίσια του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος, οι προγραμματικές και ιδεολογικές συνιστώσες του σχεδιασμού γνωρίζουν μια σημαντική στροφή που σηματοδοτείται από μια «ψευδή» – τεχνητή αντίφαση. Σε επίπεδο διακηρύξεων και «επίσημου» θεσμικού λόγου, ο χωρικός σχεδιασμός συνδέεται με την προώθηση της «βιώσιμης ανάπτυξης», μία στρατηγική επιλογή με επικλήσεις στην ανάδειξη των περιβαλλοντικών και κοινωνικών συνιστωσών της οικονομικής διεύρυνσης. Στο επίπεδο όμως της «ρεαλιστικής» – πραγματικής πολιτικής, η υιοθέτηση νεοφιλελεύθερων κατευθύνσεων στις αστικές πολιτικές – που ηγεμονεύουν σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο – συγκροτεί ένα νέο παράδειγμα παρέμβασης και ένα νέο κυρίαρχο λόγο που στρέφεται γύρω από τις έννοιες της «ανταγωνιστικότητας», της «επιχειρηματικότητας», της «αναπτυξιακής προοπτικής» και του «διεθνούς προσανατολισμού της πόλης». Ο κυρίαρχος αυτός λόγος, ο οποίος στην Ελλάδα της περιόδου διαπλέκεται με τις δυνατότητες και προοπτικές που διαμορφώνονται την περίοδο της Ολυμπιάδας και συσπειρώνει ευρύτερες κοινωνικές ομάδες και επιχειρηματικά συμφέροντα, σήμανε και τον επανα-προσδιορισμό των στόχων και προτεραιοτήτων του σχεδιασμού και συνακόλουθα των σχεδιαστικών παρεμβάσεων προς μια «αναπτυξιακή» κατεύθυνση. Η κατεύθυνση αυτή, παρά τις επικλήσεις και αναφορές στην αναβάθμιση του διεθνούς ρόλου της Αθήνας, σε πολλές περιπτώσεις, επικεντρώθηκε μονομερώς στην κατανάλωση και αναψυχή και σε μεγάλα έργα βιτρίνας ή μεγάλα έργα υποδομών χωρίς να δημιουργεί προοπτικές για νέες παραγωγικές δραστηριότητες.

Παράλληλα, η ηγεμονία νέο-φιλελεύθερων πολιτικών, και τώρα του μνημονίου, εδραίωσε ευρύτερους μηχανισμούς και διαδικασίες απομείωσης του ήδη περιορισμένου ρόλου που διαδραματίζει ο σχεδιασμός στην ανάπτυξη και παραγωγή του χώρου. Οι «κατά παρέκκλιση» πρακτικές και μηχανισμοί παράκαμψης των χρονοβόρων διαδικασιών που εφαρμόστηκαν συστηματικά στην περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων, και που πρόσφατα μετουσιώθηκαν σε διαδικασίες και δομές τύπου «fast track» και «Invest in Greece» συναρτώνται με δύο κυρίως τάσεις: α) τη μεγαλύτερη εμπέδωση της συγκέντρωσης εξουσιών στην κεντρική διοίκηση σε σχέση με ζητήματα χωρικής ανάπτυξης σε τοπικό επίπεδο που ακυρώνουν στην πράξη προθέσεις ή πολιτικές αποκέντρωσης αρμοδιοτήτων προς την Τοπική Αυτοδιοίκηση σε σχέση με ζητήματα χωρικού σχεδιασμού, και β) την ενίσχυση του ρόλου που διαδραματίζει ο ιδιωτικός τομέας στην ανάπτυξη και παραγωγή του χώρου. Αυτός ο ρόλος δε συγκροτείται απλά στη βάση υποστήριξης της υλοποίησης δημόσιων χωρικών πολιτικών (π.χ. στροφή κεφαλαίων στο κέντρο της πόλης στην κατεύθυνση περιορισμού της αστικής διάχυσης) ή της «απόδοσης» κοινωνικών / αντισταθμιστικών οφελών σε συνάρτηση με αναπτυξιακές πρωτοβουλίες (π.χ. παραγωγή κοινωνικής στέγης ή παροχή κοινωνικής υποδομής). Αντίθετα, ο ρόλος αυτός επεκτείνεται στην καθιέρωση του ιδιωτικού τομέα ως προνομιακού συνομιλητή στη διαδικασία διαμόρφωσης και υλοποίησης πολιτικών και στρατηγικών επιλογών για την ανάπτυξη της πόλης, βάσει των επενδυτικών του συμφερόντων.

Τέλος, η νομιμοποίηση των αυξανόμενων «κατά παρέκκλιση» παρεμβάσεων καθιερώνει και θεσμικά ένα ιδιότυπο σύστημα λήψης αποφάσεων, ακυρώνοντας στην πράξη τόσο άρθρα του Συντάγματος και νόμων σχετικών με τις κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνιστώσες των παρεμβάσεων, όσο και τις προοπτικές ουσιαστικής δημοκρατικής διαβούλευσης και συμμετοχικού σχεδιασμού για τα ζητήματα της πόλης.

ΣΤΗ ΣΥΓΚΥΡΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

Στη σημερινή εικόνα «κρίσης του κέντρου της Αθήνας» δεσπόζουν δύο βασικές μεταβλητές: Η ευρύτερη οικονομική κρίση που αναδεικνύει με ξεκάθαρο τρόπο, πέρα από τις αδυναμίες του πολιτικού συστήματος, την αποτυχία του μέχρι σήμερα «αναπτυξιακού» μοντέλου της χώρας, που παρά τις εντεινόμενες συνέπειές του, συνεχίζει να προωθείται και να αναπαράγεται. Οι επιπτώσεις της ευρύτερης οικονομικής κρίσης και της αποτυχίας των μέχρι σήμερα κοινωνικοχωρικών πολιτικών είναι εμφανείς σε όλο και ευρύτερα κοινωνικά στρώματα και περιοχές της πόλης. Ωστόσο είναι ιδιαίτερα εμφανείς στην εντεινόμενη «κρίση του κέντρου»και στις προοπτικές των κατοίκων του, καθώς εκεί παρουσιάζονται και πιεστικές ανάγκες και έλλειψη στοιχειωδών πολιτικών και υλοποιημένων υποδομών που θα μπορούσαν σε ένα βαθμό να μετριάσουν τις επιπτώσεις αυτές: Η ραγδαία αύξηση αστέγων και ευάλωτων κοινωνικά ομάδων που δυσκολεύονται να καλύψουν βασικές τους ανάγκες, ο κοινωνικός αποκλεισμός, η νέα φτώχεια, η ανεργία και η ανασφάλεια, η ρατσιστική βία, διαπλέκονται με ευρύτερες παραγωγικές αναδιαρθρώσεις σε ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από την απαξίωση σημαντικού τμήματος του κτιριακού και στεγαστικού αποθέματος, την ανεπάρκεια των κοινωνικών υποδομών και την κακή ποιότητα του δημόσιου χώρου.

Η πραγματικότητα του κέντρου της Αθήνας είναι ιδιαίτερα σύνθετη. Κενά κελύφη παράλληλα με εντατικά αιτήματα στέγης από συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες αντανακλούν μια δυναμική εντεινόμενης χωροκοινωνικής πόλωσης. Κάποιες περιοχές του κέντρου είναι εγκαταλελειμμένες από κατοικία σχεδόν σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο αναπτύσσοντας κεντρικές χρήσεις (π.χ. Γεράνι), ενώ κάποιες άλλες (πλ. Βάθης, Αγ. Παντελεήμονας κλπ) πρακτικά δεν εγκαταλείφθηκαν ποτέ, γεγονός που ίσως καθόλου τυχαία παραγνωρίζεται στις «επίσημες» αναλύσεις του σχεδιασμού. Οι τελευταίες γνώρισαν, ιδιαίτερα κατά την τελευταία 30ετία ανα-κατοικήσεις από διαδοχικά ρεύματα μεταναστών, εσωτερικών και εξωτερικών. Κάτι που επίσης παραγνωρίζεται στις επίσημες αναλύσεις είναι το ότι αυτοί οι νεότεροι κάτοικοι του κέντρου, κατά κανόνα έχουν ήδη αναπτύξει πολύπλευρες σχέσεις και έχουν συμβάλει ουσιαστικά στη διατήρηση του οικονομικού και κοινωνικού δυναμισμού, στη συντήρηση και χρήση σημαντικού μέρους του κτιριακού αποθέματος με απόδοση εσόδων στους ιδιοτήτες του, και στη ζωντάνια του δημόσιου χώρου. Πολλοί από αυτούς σε συνθήκες άρνησης ακόμα και στοιχειωδών πολιτικών, νομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων.

Ωστόσο, απασχολεί ή οφείλει να απασχολεί αυτή η εντεινόμενη κοινωνικοχωρική πόλωση και αυτή η απαξίωση του κέντρου και των κατοίκων του και το σχεδιασμό; Ποιά είναι η πολιτική για το κέντρο και το σχεδιασμό του, τουλάχιστον όπως διατυπώνεται από επίσημους φορείς, ή αποτυπώνεται στους κρατικούς σχεδιασμούς που δημοσιοποιούνται; Αναγνωρίζεται η σημασία αυτών των χωρικών και κοινωνικών παρεμβάσεων και η επείγουσα ανάγκη για στροφή στις πολιτικές για το κέντρο; Πώς απαντά η ρητορική «επανάκτησης του κέντρου», η προσδοκία «στροφής της επενδυτικής δραστηριότητας προς το κέντρο» και οι επιμέρους (συχνά αντιφατικές) διατυπώσεις και προτάσεις στα πραγματικά προβλήματα του κέντρου της Αθήνας;

Ποιος σχεδιασμός; Η παρουσίαση των πρόσφατων και σε εξέλιξη σχεδιασμών για το κέντρο της Αθήνας που ακολουθεί, παραμένει σε επίπεδο ανάλυσης προθέσεων, καθώς δεν υπάρχει ακόμα τίποτα υλοποιημένο. Εκτός από αυτό καθεαυτό το περιεχόμενο των προτάσεων, καλούμαστε να σχολιάσουμε το αν και κατά πόσο διακρίνεται πραγματική πρόθεση για παρέμβαση στο κέντρο της πόλης, ή αν πρόκειται απλώς για μια ανακυκλούμενη συζήτηση για αποκλειστικά επικοινωνιακούς λόγους. Αν δηλαδή πρόκειται για τη στοιχειοθέτηση ενός συγκροτημένου πλαισίου παρεμβάσεων που επιδιώκουν να λύσουν τα κρίσιμα και εντεινόμενα προβλήματα που αντιμετωπίζουν όσοι ζουν, κινούνται και δραστηριοποιούνται στο κέντρο ή αν προβάλλεται ως απάντηση σε ζητήματα επικαιρότητας που σχετίζονται με το κέντρο, ως ανάγκη προβολής του έργου από συγκεκριμένους φορείς ή ακόμα αν πρόκειται για απαντήσεις που σχετίζονται με το «κλίμα» στην αγορά και με τους κύκλους των επενδύσεων στην αγορά ακινήτων». Με μια πρώτη ματιά στους τρέχοντες σχεδιασμούς, διαπιστώνεται μία πρωτόγνωρη διασπορά εκ μέρους της πολιτείας προγραμμάτων και επιμέρους παρεμβάσεων σε διαφορετικές κλίμακες και φορείς. Συνοπτικά θα μπορούσαν να κωδικοποιηθούν ως εξής:

  • Σημειακές και εξαιρετικά περιορισμένης κλίμακας προτάσεις αναπλάσεων του αστικού χώρου με πρόδηλα εξωραϊστική λογική. Αναφερόμαστε κυρίως στους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς ιδεών (πλατεία Θεάτρου, ΑθήναΧ4) και στις αρχιτεκτονικές μελέτες του ίδιου του ΥΠΕΚΑ για την ανάπλαση τριών επιλεγμένων συνοικιακών πλατειών του κέντρου της Αθήνας (Άγιος Παντελεήμονας, Αττική και Άγιος Νικόλαος) με μεγάλο «πολιτικά» επικοινωνιακό βάρος στην τρέχουσα συγκυρία.
  • Επεμβάσεις μητροπολιτικού χαρακτήρα που φαίνεται να «πιάνουν το νήμα» της Ολυμπιακής περιόδου, όπως αυτή της πεζοδρόμησης της οδού Πανεπιστημίου, συνθέτοντας αναπτυξιακούς στόχους με τη ρητορική της βιώσιμης κινητικότητας, της βελτίωσης του αστικού περιβάλλοντος και της ανάδειξης των πολιτιστικών πόρων. Αναθέσεις επιμέρους ερευνητικών προγραμμάτων και επεξεργασίες περιοχών με στόχο την παραγωγή ιδεών ή / και την παρέμβαση στις διαδικασίες μετασχηματισμού του χώρου (π.χ. ερευνητικό του ΕΜΠ για το κέντρο της Αθήνας και του Πειραιά μελέτη της ΜΚΟ Sarcha για την περιοχή Γεράνι στην Ομόνοια).
  • Προγράμματα παρεμβάσεων από διαφορετικούς δημόσιους φορείς (π.χ . Πρόγραμμα Στρατηγικών Παρεμβάσεων του Οργανισμού Αθήνας για την περιοχή από την πλατεία Βάθης μέχρι τα Πατήσια), που, μεταξύ άλλων, αναδεικνύουν και εδραιώνουν το θεσμικό κατακερματισμό (αρμοδιοτήτων και ευθυνών) και την έλλειψη συντονισμού.
  • Ακόμα, «προγράμματα – ομπρέλες» των επιμέρους παρεμβάσεων, όπως είναι το «Αθήνα 2014» ή και το «Στρατηγικό Σχέδιο τριών σταδίων για το Ιστορικό Κέντρο Αθηνών» της ομάδας εργασίας «∆ράση για την Αθήνα» που συστάθηκε με πρωτοβουλία του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη. Τα συγκεκριμένα προγράμματα περιλαμβάνουν τόσο εστιασμένες παρεμβάσεις και μέτρα, όσο και ευρύτερες κατευθύνσεις και αστικές πολιτικές για την Αθήνα και το κέντρο της. Ειδικότερα για το Αθήνα 2014 είναι περισσότερο από σαφής η πρόθεση ενός εκ των υστέρων συντονισμού των πιο ετερόκλητων παρεμβάσεων.

Αν η αποσπασματικότητα και η διασπορά σχεδιασμών και προτάσεων είναι ένα στοιχείο που χαρακτηρίζει την περίοδο, δύο επιπλέον στοιχεία είναι ακόμα πιο ανησυχητικά: Το πρώτο, είναι η θορυβώδης απουσία προγραμμάτων που να ενσωματώνουν και να ρυθμίζουν τις κοινωνικές επιπτώσεις των χωρικών παρεμβάσεων συνθέτοντάς τες παράλληλα με ευρύτερα κοινωνικά μέτρα και πολιτικές. Παρά την αξιόλογη εμπειρία από πόλεις του εξωτερικού, αλλά και τη συσσωρευμένη γνώση για την Αθήνα, η εφαρμογή τέτοιων πολιτικών στο επίπεδο των γειτονιών του κέντρου της Αθήνας μένει ως πρόθεση έξω από την ατζέντα της διοίκησης. Ακόμα χειρότερα, είναι σε απόλυτη σύγκρουση με τις επιλογές για αποδιάρθρωση και διάλυση των όποιων υφιστάμενων προνοιακών πολιτικών.

Το δεύτερο, είναι οι κραυγαλέες αντιφάσεις μεταξύ επίσημου λόγου και πραγματικών πολιτικών επιλογών. Το παράδειγμα της διάλυσης των δημόσιων συγκοινωνιών, εν μέσω ύμνων στη βιώσιμη κινητικότητα είναι τουλάχιστον αποκαλυπτικό.

(ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ) ΑΠΟ ΠΟΙΟΥΣ;

Από την ανάλυση των προωθούμενων προγραμμάτων και παρεμβάσεων, προκύπτει μία σειρά από ζητήματα που σχετίζονται με τις υιοθετούμενες διαδικασίες παραγωγής των προτεινόμενων ρυθμίσεων και παρεμβάσεων που μεταξύ άλλων περιλαμβάνουν τον συντονισμό μεταξύ των διαφορετικών επιπέδων και φορέων σχεδιασμού, την παράκαμψη των παραδοσιακών τους συσχετίσεων και την απουσία νέων θεσμικά προσδιορισμένων – κατοχυρωμένων διαδικασιών διαβούλευσης που να διασφαλίζουν τη δημοσιότητα και την ουσιαστική κοινωνική συμμετοχή.

Ένα πρώτο ζήτημα αφορά στο γεγονός ότι τα παραπάνω προγράμματα ανακοινώνονται, υλοποιούνται και παρουσιάζονται, την ίδια στιγμή που το Ρυθμιστικό Σχέδιο για την Αθήνα και, ευρύτερα, την Αττική, βρίσκεται σε διαδικασία αναθεώρησης. Με τον τρόπο αυτό, παράλληλες επεξεργασίες από διαφορετικούς φορείς, οι οποίες διαφοροποιούνται ως προς την κλίμακα, τους στόχους και την προσέγγισή τους, αποτυπώνουν και διαμορφώνουν μια στρατηγική παρεμβάσεων για το κέντρο της Αθήνας που προηγείται των υπό διαμόρφωση κατευθυντήριων αρχών και προτεραιοτήτων του σχεδιασμού. Σε κάποιες περιπτώσεις, μάλιστα, επιμέρους προτάσεις ενσωματώνονται σε ευρύτερους σχεδιασμούς εκ των υστέρων και αυτούσιες. Πριμοδοτούνται με τον τρόπο αυτό ορισμένες παρεμβάσεις έναντι άλλων χωρίς αιτιολόγηση, ένταξη σε ευρύτερες κατευθυντήριες αρχές για την πόλη ή κοινωνική συμμετοχή, με τον κίνδυνο να προωθούνται αποκλειστικά οι προτεραιότητες αλλά και οι ενδεχόμενα ευκαιριακές επιλογές της κεντρικής εξουσίας.

Το ποιοι, μέσα από ποιες σχέσεις και συνέργειες σχεδιάζουν είναι ένα δεύτερο ζήτημα. Οι προωθούμενοι σχεδιασμοί μοιάζει, όλο και περισσότερο, να επαφίονται σε «ειδικούς» (ακαδημαϊκά ιδρύματα, άτομα επιλογής της κεντρικής εξουσίας, Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις), εν τέλει ομάδες οι οποίες συγκροτούνται στη βάση συγκεκριμένων projects. Με τον τρόπο αυτό, όμως, δεν διαμορφώνονται μηχανισμοί και διαδικασίες προώθησης του σχεδιασμού με συνέχεια και διάρκεια και χάνεται η σχετική εμπειρία και τεχνογνωσία, μαζί και με πολύτιμο χρόνο. Ταυτόχρονα, και πιο σημαντικά, η συμπύκνωση της εξουσίας του σχεδιασμού ανάμεσα στην κεντρική κυβέρνηση, σε «ειδικούς» του κλάδου και σε επιχειρηματικά κέντρα, μπορεί φαινομενικά να αντιμετωπίζει τα τεχνικά ζητήματα υλοποίησης πολιτικών και αναπτυξιακών στόχων, καταλύει ωστόσο ουσιαστικά κάθε έννοια δημοκρατικού – συμμετοχικού σχεδιασμού, αφαιρώντας έτσι τη δυνατότητα ένταξης εναλλακτικών λόγων και συνακόλουθα στοχεύσεων στη διαμόρφωση των προτάσεων και των παρεμβάσεων. Η κυριαρχία του λόγου των «ειδικών» ενισχύεται τόσο από την έλλειψη θεσμοθετημένων διαδικασιών και μηχανισμών ουσιαστικής διαβούλευσης όσο και από τις «σύγχρονες» μορφές ηλεκτρονικής διαβούλευσης που, παρά τις επικλήσεις στο άνοιγμα προς την κοινωνία, αποκλείουν την πρόσβαση σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες και αμβλύνουν τη δυνατότητα επεξεργασίας αντιθέσεων και συγκρούσεων. Ο σχεδόν ολοκληρωτικός αποκλεισμός από τη διαδικασία λήψης αποφάσεων για βασικές προτεραιότητες και ανάγκες του κέντρου και της πόλης είναι εμφανής για ευρύτατα κοινωνικά στρώματά, συμπεριλαμβανομένων και όσων ζουν στις περιοχές οι οποίες σχεδιάζονται και επανασχεδιάζονται.

Παράλληλα, και ενώ υπάρχει αυτή η διασπορά των μελετών, η κεντρική διοίκηση αντί του επιτελικού και συμβουλευτικού της ρόλου σε σχέση με τον σχεδιασμό και υλοποίηση αστικών αναπλάσεων (παραδοσιακά μέσω της αντίστοιχης διεύθυνσης του ΥΠΕΚΑ και πιο πρόσφατα με την επέκταση του αντικειμένου της Ενοποίησης Αρχαιολογικών Χώρων Αθήνας Α.Ε.), «κατεβαίνει» στο επίπεδο επιλογής – προσδιορισμού και προώθησης σημειακών παρεμβάσεων χωρίς τον απαιτούμενο συντονισμό με τον δήμο, αναλαμβάνοντας μέχρι και τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό συνοικιακών πλατειών. Αντίθετα, σε απόσταση από την παραπάνω συζήτηση βρίσκεται η τοπική αυτοδιοίκηση, ειδικότερα ο ∆ήμος Αθήνας, στην αρμοδιότητα του οποίου βρίσκεται η επιλογή και υλοποίηση αστικών αναπλάσεων. Η δημοτική αρχή εκφράζει, ωστόσο, σαφή λόγο σχετικά με την κατάσταση κρίσης του κέντρου, υποστηρίζοντας από τη μια πλευρά την ανάγκη ενίσχυσης των προνοιακών δομών (π.χ. ξενώνες φιλοξενίας αστέγων, συσσίτια, κέντρα αποτοξίνωσης κ.ο.κ.), και από την άλλη την απομάκρυνσή των δομών αυτών από το κέντρο. Την ίδια στιγμή, η άμεση πρόθεση διεύρυνσης της συμμετοχής της δημοτικής αστυνομίας στα κλιμάκια της ΕΛΑΣ δείχνει πως η αντιμετώπιση των ζητημάτων κοινωνικού αποκλεισμού εκ μέρους της δημοτικής αρχής αναζητείται κυρίως στην ένταση της καταστολής εις βάρος μάλιστα των κοινωνικών ομάδων που την υφίστανται. Η πρόσφατη προσπάθεια του δημάρχου να προσελκύσει όσους ενδιαφέρονται «να κατοικήσουν αλλά και να δραστηριοποιηθούν σε μία πανέμορφη σήμερα αλλά παραμελημένη ζώνη της πόλης», προχωράει ένα βήμα παραπέρα. Αντιμετωπίζει το χώρο της πόλης ως αναξιοποίητο οικονομικό πόρο μετατοπίζοντας απλώς τα υφιστάμενα προβλήματα σε περιοχές που δεν εμποδίζουν την επιθυμητή «αξιοποίηση του κέντρου».

Όσον αφορά τέλος, σε αυτούς που (συν)διαμορφώνουν σήμερα τη συζήτηση για το κέντρο της πόλης, προτείνοντας και τους αντίστοιχους τρόπους παρέμβασης, πρέπει να περιλάβουμε και ορισμένους νέους, πέρα από το τοπική και κεντρική διοίκηση, παίκτες. Ενδεικτικά αναφέρουμε:

  • τον αυξημένο ρόλο παραγόντων που δεν συνδέονταν παραδοσιακά με το σχεδιασμό, όπως το ΥΠΡΟΠΟ που στο πλαίσιο ανάδειξης της «ασφάλειας» σε βασικό ζητούμενο της παρέμβασης στον αστικό χώρο, προτείνει συγκεκριμένες δράσεις (βλ. πόρισμα της ομάδας εργασίας «∆ράση για την Αθήνα»).
  • την εμφάνιση νέων επιχειρηματικών μορφωμάτων (όπως η εταιρία ανάπτυξης ακινήτων OLIAROS), που αναθέτουν μελέτες, ιδρύουν μη κερδοσκοπικές εταιρίες για την οργάνωση εικαστικών εκθέσεων και την προβολή της περιοχής, συμμετέχουν σε συνέδρια και ερευνητικά προγράμματα και υποβάλλουν προτάσεις στη διοίκηση για την «αναβάθμιση» συγκεκριμένων περιοχών, από το επίπεδο της αστυνομικής φύλαξης και επιτήρησης, μέχρι τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό κτιρίων και ελεύθερων χώρων.

Ταυτόχρονα, προτάσεις με ευρύτερο κοινωνικό ενδιαφέρον και πεδίο αναφοράς τα ζητήματα του κέντρου, διατυπώνουν και φορείς, κινήματα ή ομάδες πολιτών που δεν συγκαταλέγονται στους προνομιακούς συν-διαμορφωτές του σχεδιασμού. Ενδεικτικά αναφέρουμε προτάσεις οργανώσεων όπως το ΚΕΘΕΑ, οι Γιατροί του Κόσμου κ.ά. για την κατάσταση στο κέντρο, που αν και δεν έχουν πολεοδομικό χαρακτήρα, έχουν εντούτοις ουσιαστικές χωρικές και πολεοδομικές διαστάσεις. Η έκθεση του ΚΕΘΕΑ π.χ. εμπεριείχε μια ενδιαφέρουσα ανάλυση για το ζήτημα αποκέντρωσης των κέντρων υποστήριξης.

Η αξιολόγηση του τρέχοντος σχεδιασμού γίνεται επί της ουσίας δίκην προθέσεων. Οι επιλογές και προτεραιότητες στην υλοποίηση αυτών των σχεδιασμών, θα αποκαλύψει με μεγαλύτερη σαφήνεια τις πραγματικές στοχεύσεις.

(ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ) ΓΙΑ ΠΟΙΟΥΣ;

Ο σχεδιασμός για το κέντρο φαίνεται να αφορά, ρητά ή άρρητα, εκείνους που «θέλουμε» να παραμείνουν, εκείνους που «δεν θέλουμε» να παραμείνουν, καθώς και κάποιους που «θέλουμε να έρθουν» είτε ως κάτοικοι, είτε ως επιχειρηματίες, είτε ως επισκέπτες – τουρίστες. Το πλήθος των φορέων σχεδιασμού και των προτάσεών τους, δεν μοιάζει ωστόσο να αντανακλά μια ανάλογη ποικιλία προσεγγίσεων για το επιθυμητό μέλλον του κέντρου της πόλης. Αντίθετα, διακρίνεται αγαστή σύμπνοια μεταξύ ανεξάρτητων μεταξύ τους φορέων (∆ήμος, ΥΠΕΚΑ, ΥΠΡΟΠΟ) στο επίπεδο των βασικών επιδιώξεων.

Κοινός τόπος των κυρίαρχων σχεδιαστικών και προγραμματικών προσεγγίσεων είναι η «επανακατοίκηση» του κέντρου (από ποιούς;), η αποκατάσταση του αισθήματος «ασφάλειας» (για ποιούς;), η ενίσχυση της «επιχειρηματικότητας» (για ποιούς;), η εκ νέου δημιουργία υπεραξίας από τη ζωή και δραστηριοποίηση στο κέντρο της Αθήνας (για ποιούς;).

Αυτό που σαφώς υπονοείται ή ρητά δηλώνεται και συχνά επιχειρείται είναι η εκκαθάριση του κέντρου από συγκεκριμένες ομάδες: μετανάστες που αναζητούν καταφύγιο και εργασία στο κέντρο, ανθρώπους εξαρτημένους από ουσίες και αστέγους των οποίων προτείνεται η μαζική μεταφορά σε χώρους εκτός κέντρου. Ωστόσο, ούτε η αιτιολόγηση της μετεγκατάστασης, ούτε ο χώρος μετεγκατάστασης, ούτε οι απαιτούμενες κοινωνικές υποδομές που θα αντιμετωπίσουν τα προβλήματά τους προσδιορίζονται. Ταυτόχρονα, το κέντρο της πόλης αποδυναμώνεται από παραδοσιακές του λειτουργίες με την απομάκρυνση ή το κλείσιμο χώρων στους οποίους δραστηριοποιούνταν έμποροι μικρής ή τοπικής κλίμακας, βιοτέχνες και τεχνίτες παραδοσιακών επαγγελμάτων. Αντίστροφα, ο κυρίαρχος λόγος υπονοεί την ύπαρξη επιθυμητών κοινωνικών ομάδων που συνήθως ανήκουν στη μεσο-αστική, «δημιουργική» τάξη των νέων επιχειρηματιών, των καλλιτεχνών και των διαχειριστών του πολιτισμού, οι οποίες με την έλευσή τους θα προσφέρουν το οικονομικό και το ανθρώπινο κεφάλαιο για την αναζωογόνηση του κέντρου και τη θριαμβευτική «επανάκτησή» του από την πόλη.

Το πρώτο ερώτημα που αναφύεται αφορά στην επάρκεια των αναλυτικών δεδομένων / επεξεργασιών / προσεγγίσεων για το σχεδιασμό παρεμβάσεων στο κέντρο της Αθήνας σε μια περίοδο πρωτόγνωρης οικονομικής συρρίκνωσης. Ιδιαίτερα κρίσιμη είναι η έλλειψη των δεδομένων εκείνων που εξετάζουν τα προβλήματα του κέντρου σε συνδυασμό με τα προβλήματα της κοινωνικής και οικονομικής βάσης στο σύνολό της. Κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο ώστε να εξειδικευτεί ο σχεδιασμός για το κέντρο, αλλά και να συντείνει στις ευρύτερες παρεμβάσεις κοινωνικού και οικονομικού χαρακτήρα που είναι απαραίτητες ειδικά στην παρούσα φάση.

Το δεύτερο ερώτημα αφορά τους βασικούς πρωταγωνιστές του αθηναϊκού κέντρου, που εξ’ αντικειμένου επηρεάζονται από το σχεδιασμό. Είναι κυρίως τα απειλούμενα «μεσαία στρώματα» γηγενών κατοίκων ή εσωτερικών μεταναστών των μεταπολεμικών δεκαετιών που παρέμειναν στο κέντρο; Είναι τα μικρο-μεσαία στρώματα του πρώτου κύματος των εξωτερικών μεταναστών (ορίζεται συμβατικά ως η μετανάστευση προ του 2000) που εγκαταστάθηκαν σε ενοικιαζόμενες και ιδιόκτητες κατοικίες του κέντρου; Είναι τα πιο ευάλωτα στρώματα μεταναστών της δεύτερης φάσης (κυρίως μετά το 2000) που αντικατέστησαν με ακόμα χειρότερους όρους τους μετανάστες του πρώτου κύματος και τους προηγούμενους εσωτερικούς μετανάστες στα ίδια υπόγεια και ισόγεια διαμερίσματα ή ακόμα και (παράνομα) σε εγκαταλελειμμένους πρώην επαγγελματικούς χώρους; Είναι κάποιοι από τα μεσαία στρώματα των ιδιοκτητών που ενώ έφυγαν, συνεχίζουν να καρπούνται αιματηρά ενοίκια «με τη μέρα» και «με το κεφάλι», κυρίως από τους μετανάστες χωρίς χαρτιά της δεύτερης γενιάς; Ή από τις κατά τα λοιπά «ανεπιθύμητες» χρήσεις «υγιειονομικού ενδιαφέροντος»; Είναι οι επενδυτές που ανυπομονούν να καρπωθούν τα οφέλη από την αναβάθμιση; Είναι οι επιχειρηματίες του κέντρου που προφανώς δεν στενάζουν μόνο από τους μικροπωλητές; Είναι οι άστεγοι που συγκεντρώνονται κυρίως στα κέντρα πόλεων είτε γιατί εκεί μπορούν οριακά να επιβιώσουν, είτε γιατί εκεί οδηγούνται αναγκαστικά; Είναι οι ομάδες οργανωμένου εγκλήματος που λυμαίνονται εξαθλιωμένους ανθρώπους και ακατοίκητες γωνιές του κέντρου για τις δραστηριότητές τους;

Ειδικά σε μια τέτοια συνθήκη οριακής επιβίωσης και συνύπαρξης σε περίοδο γενικευμένης κρίσης, ο σχεδιασμός (και εκ του ορισμού του και εκ των επιπτώσεών του) παίρνει θέση, είτε ρητά είτε άρρητα. Και στοχεύει στην αντιμετώπιση των προβλημάτων όπως τα αναδεικνύουν οι προτεραιότητες που θέτει και η ανάγνωση των δεδομένων στα οποία στηρίζεται.

Μόνο που οι διατυπώσεις προθέσεων παρέμβασης που έχουν ως τα τώρα γνωστοποιηθεί δεν φαίνεται να ανταποκρίνονται ξεκάθαρα στην πραγματικότητα της συγκυρίας. Εξετάζοντας ένα οποιοδήποτε παράδειγμα σχεδιαστικών διατυπώσεων, αναρωτιόμαστε πώς απαντάνε αυτές οι διατυπώσεις σε αυτές καθαυτές τις –συχνά έστω εμπειρικές– διαπιστώσεις εντεινόμενων κοινωνικοχωρικών ανισοτήτων και πολώσεων σε συγκεκριμένες περιοχές του κέντρου. Ποια ανάλυση κοινωνικών δεδομένων π.χ. ερμηνεύει το αρχιτεκτονικό σχέδιο ανάπλασης στην πλατεία του Αγ. Παντελεήμονα; Ποια πραγματικότητα της περιοχής εξυπηρετεί η παρέμβαση; Και ποιες ομάδες χρηστών του συγκεκριμένου δημόσιου χώρου έχουν διαβουλευτεί για την κατάστρωση ενός τέτοιου σχεδίου;

Τίθεται επίσης και ένα ζήτημα προτεραιοτήτων: Πώς ιεραρχούνται σημαντικές δημόσιες επενδύσεις σε σχέση με τα σημερινά προβλήματα του αθηναϊκού κέντρου; Μια μητροπολιτικής εμβέλειας παρέμβαση όπως η πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου μέχρι την Ομόνοια, που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν επαρκώς μια ουσιώδης «χειρονομία» στην κατεύθυνση ενίσχυσης της «βιώσιμης κινητικότητας», σε ποια συνθήκη της σημερινής κρίσης του κέντρου της Αθήνας ανταποκρίνεται;

Τίθεται τέλος και ένα ζήτημα ρεαλισμού και αιτιολόγησης: Ποιες είναι άραγε οι προϋποθέσεις «επανακατοίκησης» του κέντρου και από ποιους; Έχει κατ’ επανάληψη ονομαστεί αυτή η άγνωστη, πλην επιθυμητή, ομάδα νέο-επήλυδων του κέντρου ως «νέα ζευγάρια». Είναι χαρακτηριστικό ότι σε ανάλογες σχεδιαζόμενες παρεμβάσεις στο εξωτερικό αυτή η ομάδα προσδιορίζεται με σημαντικά μεγαλύτερη σαφήνεια ως η ομάδα «διπλό εισόδημα – όχι παιδιά» ή «D.I.N.K.s». Σε πόσα και ποια «νέα ζευγάρια» αναφέρεται με δεδομένη την εξαιρετικά υψηλή ανεργία των νέων στην Ελλάδα και την Αθήνα; Πέραν της κατανάλωσης υπηρεσιών κέντρου πόλης, αναψυχής, πολιτισμού και υπερτοπικού εμπορίου, με ποιούς τρόπους θα επιβιώσουν τα όποια νέα ζευγάρια χωρίς, το λιγότερο, βασικές κοινωνικές υποδομές και εμπόριο γειτονιάς; Και πώς θα επιβιώσουν οι υπόλοιποι κάτοικοι του κέντρου αν, και ενόσω ήδη «κλείνουν» βασικές κοινωνικές υποδομές, τα όσα δημόσια χρήματα επενδυθούν στο κέντρο επιδοτούν αποκλειστικά τα «νέα ζευγάρια»; Και αν αναμένεται η ανάπτυξη συγκεκριμένων χρήσεων ως επακόλουθο της εγκατάστασης των νέων κατοίκων (κατόπιν των οικονομικών κινήτρων κατ’ αρχήν), πώς συνδέεται αυτό με τα οράματα υπεραξίας για τα ακίνητα του κέντρου; Εν τέλει, και αν οι πολιτικές υλοποιηθούν, τι θα συμβεί με τα κόστη ενοικίων και τις κεντρικές χρήσεις που αφορούν τις υπόλοιπες κοινωνικές ομάδες; Και τι θα συμβεί με τις ίδιες τις «υπόλοιπες κοινωνικές ομάδες»;

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ

Συμπερασματικά, και όσον αφορά στις προτεινόμενες παρεμβάσεις στο κέντρο της Αθήνας, αυτό που καταγράφουμε εδώ είναι η προώθηση επιμέρους παρεμβάσεων στο φυσικό χώρο με επικοινωνιακή και εξωραϊστική λογική – που αναπτύσσονται στα πλαίσια αρχιτεκτονικών κατά βάση προσεγγίσεων και πλαισιώνουν ισχυροποιώντας την μία νέα στρατηγική για την αναπτυξιακή πορεία της πόλης. Τα ευρύτερα μέτρα και οι παρεμβάσεις που αυτά προοιωνίζονται, ρητά ή άρρητα και μέσω του σχεδιασμού, φαίνεται να προωθούν διαδικασίες παραγωγής χώρου τέτοιες που δεν μπορεί παρά να συμβάλουν στη χωρική ανακατανομή των «προβλημάτων», προς όφελος των όποιων οικονομικών συμφερόντων. Εν τέλει, και παρά τις επιχειρούμενες διαδοχικές «μεταρρυθμίσεις», ο σχεδιασμός του χώρου στην Ελλάδα συνεχίζει να αποτελεί παράγωγο αποσπασματικών, μεμονωμένων παρεμβάσεων (project-based planning), οι οποίες στο πλαίσιο κυριαρχίας νεοφιλελεύθερων πολιτικών επιλογών, συχνά στερούνται κοινωνικού περιεχομένου και ενίοτε αποτελούν καταλύτη για την εντατικοποίηση ανισοτήτων και πολώσεων.

Απέναντι στην κατάσταση που διαμορφώνεται, θεωρούμε ότι η παρούσα συγκυρία απαιτεί περισσότερο από ποτέ την παρέμβαση της πολιτείας. Μέσω, όμως, σχεδιασμών που επιχειρούν να δώσουν κάποια απάντηση στις διεργασίες και τα αίτια των πραγματικών προβλημάτων που δημιουργούν την κρίση στο κέντρο της Αθήνας. Ο σχεδιαστικός και θεσμικός λόγος έχει πράγματι σταδιακά επικαιροποιηθεί και επικαιροποιείται ολοένα και περισσότερο με βάση τα πιο πρόσφατα και mainstream προτάγματα στρατηγικής όπως είναι η διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής, η προστασία του περιβάλλοντος και τα παρελκόμενα «βιώσιμα» οράματα. Η πραγματικότητα όμως, τόσο σε επίπεδο προβλημάτων, όσο και σε επίπεδο προτεραιοτήτων και επιλεγόμενων παρεμβάσεων, τον διαψεύδει οικτρά. Έτσι, ειδικά στην συγκυρία της παρούσας κρίσης, ανακύπτει περισσότερο από ποτέ η ανάγκη ουσιαστικού επαναπροσδιορισμού της έννοιας του «δημοσίου συμφέροντος», ώστε να ενσωματώνει με ουσιαστικό και συλλογικό τρόπο τα βασικά προτάγματα της ισότητας, των «ανθρώπινων δικαιωμάτων», των δικαιωμάτων στη ζωή της πόλης. Με πρακτικούς όρους, στην εξέταση μιας πολεοδομικής πολιτικής είναι απαραίτητο να απαντιέται το ερώτημα «ποιος σχεδιασμός, από ποιους, για ποιους». Ή αλλιώς «ποιος έχει τώρα το δικαίωμα στην πόλη», αλλά και «ποιος δεν το έχει». «Ποιος θα διατηρήσει ή θα αποκτήσει το δικαίωμα στην πόλη» αλλά και «ποιος θα το χάσει» με τις προτεινόμενες προτεραιότητες και παρεμβάσεις.

Καθώς στα παλαιότερα προβλήματα υποβάθμισης του αστικού περιβάλλοντος προστίθενται σύνθετα ζητήματα που διαρκώς διογκώνονται, όπως αυτά της μετανάστευσης, της πολυπολιτισμικότητας, της στέγης ή των εντεινόμενων χωρικών – κοινωνικών πολώσεων, γίνεται φανερή η ανάγκη για μια αλλαγή παραδείγματος στο σχεδιασμό και τις αστικές πολιτικές. Απαντώντας στα τρία βασικά ερωτήματα που θέσαμε: «ποιος σχεδιασμός, από ποιους και για ποιους» αυτή η αλλαγή παραδείγματος θα πρέπει να απαντά στις ανάγκες για :

– ρυθμίσεις που, εντασσόμενες σε ένα ενιαίο κατευθυντήριο πλαίσιο, θα συνδυάσουν παρεμβάσεις στο δομημένο περιβάλλον με κοινωνικές πολιτικές και μέτρα, σε ολοκληρωμένα προγράμματα παρέμβασης στις γειτονιές με πιεστικές ανάγκες και ελλείψεις.

– ουσιαστική αναγνώριση των συντελούμενων μετασχηματισμών, των προβλημάτων, των αναγκών, των λανθανουσών δυναμικών και των προοπτικών των κατοίκων ενός κέντρου, που κάθε άλλο παρά εγκαταλελειμμένο είναι.

– συγκρότηση μηχανισμών και διαδικασιών που θα διασφαλίζουν τον έλεγχο και την ουσιαστική και διευρυμένη συμμετοχή, αλλά και το συντονισμό μεταξύ των φορέων και επιπέδων του σχεδιασμού, καθώς και την αξιοποίηση της υπάρχουσας εμπειρίας και γνώσης.

– ιεράρχηση της κατανομής πόρων και παρεμβάσεων ξεκινώντας από εκείνες τις κοινωνικές ομάδες και εκείνες τις περιοχές της πόλης που αντιμετωπίζουν τα σημαντικότερα προβλήματα επιβίωσης και κάλυψης βασικών αναγκών.

– έναν χωρικό σχεδιασμό που δεν θα αναπαράγει εικόνες μιας λαμπερής αστικής ουτοπίας, αλλά θα αναζητά ευρηματικές λύσεις στα πραγματικά προβλήματα της πόλης και των ανθρώπων της.

Έχουμε την άποψη ότι η πραγματικότητα του σχεδιασμού και της πολιτικής για την πόλη στην παρούσα συγκυρία κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση, με σημαντικές επιπτώσεις για πολλούς από τους κατοίκους της. Αυτό καθιστά την όποια στροφή στα θέματα του σχεδιασμού αντικείμενο όχι μόνο διαρκούς και επίπονης επιστημονικής συζήτησης, αλλά πρωτίστως και ταυτόχρονα πολιτικής και κοινωνικής διεκδίκησης.

Κατεβάστε το παραπάνω κείμενο σε μορφή .pdf εδώ.

Συντάκτης: Αριστερή Κίνηση Εργαζόμενων Αρχιτεκτόνων - ΑΚΕΑ

Συλλογικότητα άνεργων, μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων αρχιτεκτόνων, που δραστηριοποιείται στον ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ και όχι μόνο.

One thought on “Σχεδιασμοί για το κέντρο της Αθήνας στη συγκυρία της κρίσης”

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: