Θάνος Ανδρίτσος – Αναδημοσίευση από τη Λέσχη.
ΚΡΙΣΗ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ
Προσωρινή δυσλειτουργία ενός σταθερού συστήματος ή μόνιμη λειτουργία ενός ασταθούς συστήματος;
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ένα ντοκιμαντέρ που προβλήθηκε πρόσφατα στην τηλεόραση έκλεινε με τη εικόνα ενός από τους εκατομμύρια απολυμένους σε όλη τη γη που «φόραγε» ένα μεγάλο πλακάτ και στεκόταν καθημερινά σε έναν κεντρικό δρόμο της Νέας Υόρκης. Την πράξη του την αιτιολογούσε κάπως έτσι: «Το κάνω αυτό για να δει ο κόσμος ότι υπάρχει κρίση. Σκεφτόμουν τόσο καιρό ότι αν κοιτάξεις μέσα στην πόλη δεν μπορείς να δεις πουθενά την κρίση».
Ενδιαφέρον. Έχουν άραγε εικόνα οι κρίσεις ή είναι μια κενή σελίδα και κάποιοι ακατανόητοι οικονομικοί δείκτες, ή μια καταστροφή που τη βιώνει κάθε οικογένεια κρυφά; Το κραχ του 29 έφτασε στις νεώτερες γενιές από τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες της τεράστιας μάζας έξω από τη Wall Street, τις πορείες των ανέργων και τα συσσίτια. Αν θέλαμε να προχωρήσουμε περαιτέρω θα βλέπαμε τις σημαίες κοινωνικών κινημάτων και επαναστάσεων, ενώ ένα πιο ανήσυχο και απαισιόδοξο μάτι, θα έβλεπε και υψωμένα χέρια ναζιστικών χαιρετισμών, θαλάμους αερίων και ένα τεράστιο χημικό μανιτάρι πάνω από πόλεις της Ιαπωνίας.
Υπάρχει όμως και μια πολύ πιο ορατή απεικόνιση της κρίσης, που ο καθένας τη συναντά όταν περιδιαβαίνει την πόλη και τις συνοικίες της, ειδικά στις δυτικές μητροπόλεις. Όταν συναντά ομάδες σύγχρονων άθλιων, φτωχών και άστεγων. Όταν το μάτι του πέφτει συνεχώς πάνω σε ταμπέλες ενοικιαστηρίων, πωλητηρίων, εξώσεων και κατασχέσεων. Ο τεχνίτης Tom Rendon, στο Stockton της California, ξέφυγε από τα οικονομικά του προβλήματα γιατί μία και μόνο δραστηριότητα, καλύπτει όλο το χρόνο του. Η δημιουργία και τοποθέτηση πολύχρωμων πινακίδων με μια μόνο λέξη πάνω τους. «Foreclosure», κατάσχεση υποθηκευμένου ακινήτου[i]. Αυτές οι εικόνες, εμφανίζονταν πάντοτε στον καπιταλιστικό κόσμο, σε περιόδους κρίσης όπως η σημερινή. Το ιδιαίτερο όμως είναι ότι σήμερα, περισσότερο από ποτέ, αυτές οι εικόνες δεν είναι μόνο οι επιπτώσεις στην κοινωνία, αλλά συνδέονται άρρηκτα και με τις αιτίες εμφάνισης της κρίσης του συστήματος.
Το κλείσιμο της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, βρίσκει την ανθρωπότητα μέσα σε μια δεινή πραγματικότητα. Η κρίση που έχει ξεσπάσει από το 2008, έχει κλονίσει ολόκληρο τον κόσμο, και η απάντηση των κυρίαρχων σε αυτή έχει βυθίσει δισεκατομμύρια εργαζομένους σε απόγνωση. Δεν έχει ακόμα ξεπεραστεί, ανεξάρτητα με το αν μεταβάλλεται σε μορφή ή περιοχή εκδήλωσης όπως είναι η εκτίναξη της κρίσης του χρέους στην Ελλάδα και άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Συνήθως ως σημείο έναρξής της, θεωρείται η κατάρρευση του χρηματιστικού κολοσσού της Lehmann Brothers, στα μέσα του Σεπτέμβρη του 2008. Ωστόσο, τα πρώτα σημάδια της είχαν εμφανιστεί δύο χρόνια πριν, στην έκρηξη της φούσκας της αγοράς κατοικίας σε πολλές πολιτείες των ΗΠΑ. Το ερώτημα που δημιουργήθηκε στους περισσότερους είναι πώς γίνεται τα σκαμπανεβάσματα του real estate στην Καλιφόρνια και το Μαϊάμι, να επηρεάζουν ολόκληρη τη χρηματοπιστωτική σφαίρα, να σχετίζονται με την παρατεταμένη ύφεση, ή ακόμα και με τα «προγράμματα διάσωσης» ολόκληρων χωρών. Είναι αλήθεια ότι η απάντηση, απαιτεί μια σύνθετη μεθοδολογία και τη συνεκτίμηση πολλών παραγόντων. Αυτό θα επιχειρήσει αυτή η εργασία. Η βασική θέση όμως, είναι αρκετά απλή. Η έκρηξη της κατασκευαστικής φούσκας συνέβαλλε καθοριστικά στο ξετύλιγμα της παγκόσμιας κρίσης επειδή η δημιουργία αυτής ήταν βασικό συστατικό ολόκληρου του οικονομικού συστήματος. Πιο συγκεκριμένα: η αγορά και η πώληση γης και κτιρίων δεν είναι πλέον μια παράλληλη, δευτερεύουσα προς τον βασικό- βιομηχανικό κύκλο του κεφαλαίου, διαδικασία στην οποία μετέχουν μερίδες της αστικής τάξης, προερχόμενες από οικογένειες ιδιοκτητών γης. Αποτελεί, τόσο η ίδια όσο και οι χρηματοπιστωτικές σχέσεις γύρω από αυτήν, πυρηνικό κομμάτι της σύγχρονης καπιταλιστικής οικονομίας. Συνδέεται με ένα σύνολο διαδικασιών που οικοδόμησαν το πολιτικό και οικονομικό σύστημα τις τελευταίες δεκαετίες. Για αυτό το λόγο, η παρακμή της τροφοδότησε την παρακμή και κρίση ολόκληρου του σύγχρονου καπιταλισμού.
Α. ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΧΩΡΟΣ
Η διερεύνηση των σχέσεων μεταξύ του χώρου και των καπιταλιστικών κρίσεων δεν είναι κάτι καινούργιο. Το παρόν κείμενο δεν φιλοδοξεί να αναλύσει με επάρκεια αυτό το ζήτημα. Θα αναφέρω μονάχα κάποιες βασικές σκέψεις, αναγκαίες για τη συνέχεια.
Το καπιταλιστικό σύστημα, από τα τέλη του 18ου αιώνα μέχρι σήμερα, πέρασε από διαδοχικές φάσεις και στάδια, περιόδους ανάπτυξης και μεγέθυνσης αλλά και κρίση και ύφεσης. Η ιστορία του είναι συνδεδεμένη με τις κρίσεις, άλλες μικρότερες και άλλες μεγαλύτερες. «Υπό αυτή την οπτική γωνία, ο καπιταλισμός δεν εμφανίζεται ως ένα σύστημα που βρίσκεται «κανονικά» σε κατάσταση ισορροπίας, για να διαταραχθεί προσωρινά από σύντομες κρίσεις, αλλά εντελώς αντίθετα, ως ένα σύστημα οργανικά ασταθές, «χαοτικό», όπου οι καταστάσεις σχετικά σταθερής ανάπτυξης… αποτελούν την εξαίρεση…»[ii]. Το ειδικό χαρακτηριστικό των καπιταλιστικών κρίσεων σε σχέση με προηγούμενες μορφές οργάνωσης είναι ότι οι κρίσεις δεν προέρχονται κυρίως από φυσικές καταστροφές ή πολέμους αλλά από την ίδια τη λειτουργία της παραγωγής και της οικονομίας. Παρόλα αυτά για τους περισσότερους υποστηρικτές του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, τα αίτια των κρίσεων παρέμεναν πάντοτε ένα μυστήριο, και αποδίδονταν σε παροδικά φαινόμενα δυσλειτουργιών και απορρυθμίσεων είτε στην ίδια την ανθρώπινη φύση και την απληστία.
Από τη μεριά μου υποστηρίζω τη μαρξιστική μεθοδολογία που εκτιμά ως πυρήνα των κρίσεων την πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους που «αποτελεί μια έκφραση, που προσιδιάζει στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, της συνεχιζόμενης ανάπτυξης της κοινωνικής παραγωγικής δύναμης της εργασίας»[iii]και εξηγείται καθώς «με την προοδεύουσα σχετική μείωση του μεταβλητού κεφαλαίου έναντι του σταθερού, η κεφαλαιοκρατική παραγωγή δημιουργεί μια αυξανόμενη οργανική σύνθεση[iv] του συνολικού κεφαλαίου, άμεση συνέπεια της οποίας είναι, το ποσοστό της υπεραξίας να εκφράζεται με ένα σταθερά μειωνόμενο γενικό ποσοστό κέρδους με αμετάβλητο ακόμα και με ανερχόμενο τον βαθμό εκμετάλλευσης της εργασίας»[v]. Η ιστορία του καπιταλισμού είναι μια προσπάθεια του κάθε επιχειρηματία και του κεφαλαίου συνολικά να υπερβούν και αντιστρέψουν την τάση αυτή, μέσα από τεχνολογικές επαναστάσεις που φέρνουν αυτοματοποίηση στην παραγωγή, αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, μείωση της αξίας της εργατικής δύναμης, επέκταση των αγορών κ.ά. Μπορεί σε περιόδους να επιτυγχάνεται η αύξηση της παραγωγής χωρίς την πτώση του ποσοστού κέρδους, ωστόσο αυτή δεν ακυρώνεται. Αντιθέτως μετά από αυτά τα κύματα επανεμφανίζεται, και πιο αμείλικτη από προηγουμένως.
Οι κρίσεις, αν και προκαλούν ευρύτερες συνέπειες, δεν είναι κρίσεις «γενικά» προερχόμενες από κάποιους «νόμους» πέρα από την ανθρώπινη δραστηριότητα, αντιθέτως βασίζονται πάντα στην τελμάτωση της κερδοφορίας των κατόχων των μέσων παραγωγής. Την ουσία αυτής της διαπίστωσης θα επισημάνει ο Ernest Mandel στο βιβλίο του «Η τελευταία οικονομική κρίση».
«Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής είναι ταυτόχρονα γενικευμένη εμπορευματική παραγωγή και παραγωγή για το κέρδος επιχειρήσεων που δρουν ανεξάρτητα η μία από την άλλη, δεν μπορεί να υπάρξει το πρώτο σκέλος χωρίς το δεύτερο. Είναι ταυτόχρονα ένα σύστημα που στρέφεται προς την παραγωγή ενός συνεχώς αυξανόμενου όγκου υπεραξίας (υπερεργασίας) και ένα σύστημα όπου η πραγματική ιδιοποίηση αυτής της υπεραξίας υποτάσσεται στη δυνατότητα να πουληθούν πραγματικά τα εμπορεύματα, που περιέχουν αυτή την υπεραξία, τουλάχιστο στην τιμή της παραγωγής τους (προσκομίζοντας το μέσο κέρδος), αν όχι σε άλλες τιμές που επιτρέπουν την πραγματοποίηση υπερκερδών. Κάθε άλλη ερμηνεία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής εξαφανίζει ένα από τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά του, χωρίς τα οποία δεν θα ήταν πια καπιταλιστικός»[vi].
Σε μια «καλή» συγκυρία από κάποια στιγμή και μετά θα υπάρξει αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, μια αναπόφευκτη τάση αντικατάστασης του εργατικού δυναμικού με μηχανήματα, καθώς και αύξηση των επενδύσεων. Αυτό μπορεί να κρατήσει στάσιμο το ποσοστό κέρδους αν ταυτόχρονα υπάρξει αύξηση του ποσοστού της υπεραξίας, μείωση τιμών των πρώτων υλών καθώς και επενδύσεις σε τομείς και χώρες λιγότερο αναπτυγμένες. Την περίοδο, όμως, αυτή θα συντελεστούν τρία ακόμα γεγονότα που θα επηρεάσουν μελλοντικά. Η ανάπτυξη, αυξάνοντας την απασχόληση μειώνει τον εφεδρικό στρατό των ανέργων, αλλάζοντας το συσχετισμό υπέρ των δυνάμεων της εργασίας που ειδικά αν συνδυαστεί με άνοδο του εργατικού κινήματος θα φέρει πτώση του ποσοστού αποσπώμενης υπεραξίας. Ταυτόχρονα θα μειώνονται οι χώρες και οι τομείς που θα έχουν διαφορετική σύνθεση, ενώ οι τιμές των πρώτων υλών θα φτάσουν σε ένα κατώτατο όριο, βάσει και φυσικών παραγόντων. Από ένα σημείο και έπειτα θα επανέρθει δριμύτερη η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους. Τα υπερσυσσωρευμένα κεφάλαια τα οποία δεν θα μπορούν να επανεπενδυθούν στη βιομηχανία με ικανοποιητικό αποδοτικό συντελεστή θα βρουν δρόμους κερδοσκοπικούς και πιο επισφαλείς, έτσι ώστε να μην μειώνονται οι επενδύσεις και το οικονομικό «μπουμ» να φαίνεται ότι συνεχίζει. Η περίοδος που θα ακολουθήσει είναι γνωστή ως «υπερθέρμανση» κατά τη διάρκεια της οποίας η προσπάθεια υπερκάλυψης της πτώσης θα φέρει δύο αποτελέσματα. Θα αυξηθεί η πίστωση και κατ’ επέκταση τα χρέη των επιχειρήσεων, ενώ όσο συνεχίζεται η ανάπτυξη θα εμφανιστεί και πρόβλημα υπερπαραγωγής λόγω της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας. Η κρίση υπερπαραγωγής θα μειώσει και άλλο το ποσοστό κέρδους παρά την αυξημένη υπεραξία που παράγεται. Ταυτόχρονα η αύξηση της ανεργίας και η πτώση των μισθών θα μειώσει με τη σειρά της το συνολικό όγκο υπεραξίας και βέβαια θα εντείνει την αδυναμία αγορών εμπορευμάτων. Επίσης η αύξηση των επικίνδυνων επενδύσεων κάνει ολόκληρο το σύστημα ευάλωτο σε γεγονότα που λειτουργούν ως «πυροδότες» όπως μπορεί να είναι ένα χρηματιστικό σκάνδαλο, μια κατάρρευση μιας μεγάλης εταιρείας ή μια απότομη έλλειψη πρώτων υλών.
Το ζήτημα του χώρου θα το δούμε από τη σκοπιά της προσπάθειας του καπιταλισμού να ξεπερνά τις κρίσεις του και να βρίσκει νέους δρόμους κερδοφορίας. Από τη δεκαετία του 1970 ο Henry Lefebvre θα απαντήσει στο ερώτημα πως διατηρήθηκε ο καπιταλισμός στις βιομηχανικές χώρες με τον εξής τρόπο: «Κατά τη γνώμη μου, οι κοινωνικές σχέσεις στον καπιταλισμό, δηλαδή οι σχέσεις εκμετάλλευσης και κυριαρχίας, διατηρούνται από και μέσα σ’ ολόκληρο το χώρο, από και μέσα στον οργανικό χώρο»[vii].Ο David Harvey, υποστηρίζει ότι «η αστικοποίηση έπαιξε ένα ενεργό ρόλο, μαζί με άλλα φαινόμενα όπως οι στρατιωτικές δαπάνες, στην αποσόβηση του πλεονάσματος προϊόντων που οι καπιταλιστές δημιουργούν διαρκώς στην αναζήτηση κερδών»[viii].
Θα σταθούμε για λίγο στον Harvey και στην πολύτιμη συνεισφορά του γύρω από το θέμα της συσσώρευσης του κεφαλαίου και της επένδυσης στη Γη. Ακολουθώντας τη μαρξιστική μεθοδολογία υποστηρίζει ότι «η συσσώρευση είναι ο τρόπος μέσα από τον οποίο η καπιταλιστική τάξη αναπαράγει τόσο τον εαυτό της όσο και την κυριαρχία της πάνω στην εργασία»[ix]. Ωστόσο η συσσώρευση μέσω του πρωταρχικού κύκλου του κεφαλαίου (primary circuit of capital) έχει εγγενή αδιέξοδα έτσι ώστε να οδηγείται σε υπερσυσσώρευση που μπορεί να έχει πολλές μορφές. Υπερπαραγωγή αγαθών, μειωμένα ποσοστά κέρδους, πλεόνασμα κεφαλαίου, πλεόνασμα εργασίας και αυξανόμενο ποσοστό εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης. Σε αυτό το σημείο είναι που ενισχύεται η ροή κεφαλαίου προς τον δευτερογενή κύκλο του κεφαλαίου (secondary circuit of capital), δηλαδή προς το ακίνητο (fixed) κεφάλαιο. «Μια εφικτή αλλά προσωρινή λύση στο πρόβλημα της υπερσυσσώρευσης είναι η στροφή των ροών του κεφαλαίου προς τον δευτερογενή κύκλο»[x]. Αυτό απαιτεί χρήματα, τόσο για την επένδυση του κεφαλαίου όσο και για την κατανάλωση. «Η στροφή στους πόρους δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς παροχή χρήματος και ενός πιστωτικού συστήματος που δημιουργεί “φανταστικό κεφάλαιο” πριν από την πραγματική παραγωγή και κατανάλωση»[xi]. Αυτή η διαδικασία, επανεμφανίζεται, σε περιόδους κρίσης. Τις τελευταίες δεκαετίες, και ειδικά από τα μέσα του 70, λαμβάνει χώρα και μια ακόμα ιστορική διαδικασία.
«Η ικανότητα μεταβίβασης και εμπορευματικής ανταλλαγής της γης σε καμία περίπτωση δεν εγγυάται ότι θα αντιμετωπίζεται ως καθαρά χρηματοοικονομικό προϊόν, και για το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του καπιταλισμού η γη δεν ήταν ελεύθερα εμπορεύσιμη σύμφωνα με μια τόσο απλή αρχή. Η ανάπτυξη της ανταλλαγής αγαθών, η εξάπλωση των νομισματικών σχέσεων και η μεγέθυνση του πιστωτικού συστήματος δημιούργησαν της προϋποθέσεις για την αυξανόμενη αντιμετώπιση της γης σαν χρηματοοικονομικό προϊόν.»[xii]
Η διαδικασία αντιμετώπισης της γης σαν χρηματοπιστωτικό προϊόν είναι ένα καθαριστικό στοιχείο για την κατανόηση του ρόλου της αγοράς κατοικίας στη σημερινή εποχή. To αγαθό του real estate είναι πλέον μη – υλικό (dematerialized) και μη – χωρικό (de territorialized)[xiii]. Ως μια χρηματοπιστωτική συναλλαγή, εντάσσεται στη διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου. Επομένως, η κατανόηση της λειτουργίας του real estate και του ρόλου του στη σύγχρονη οικονομία, συνδέεται με την κατανόηση των βασικών στοιχείων που οικοδόμησαν το σύγχρονο καπιταλισμό. Ένα οικοδόμημα που ήταν από τα θεμέλια του ασταθές, με διαρκή κρισιακά ξεσπάσματα, που δεν κατόρθωσε ποτέ να φτάσει στους ρυθμούς ανάπτυξης των μεταπολεμικών δεκαετιών. Και όταν ενσωματώνεται η γη στην κυκλοφορία του κεφαλαίου, ενσωματώνεται και στις εγγενείς αντιφάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, γίνεται βασικό συστατικό ενός διαρκώς κλονιζόμενου συστήματος.
Β.Η ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
Είναι ευρέως αποδεκτό, ότι τις τελευταίες δεκαετίες έχουμε εισέλθει σε μια νέα περίοδο, αισθητά διαφοροποιημένη σε όλα τα επίπεδα, από την οικονομία και την ασκούμενη πολιτική, μέχρι την τέχνη και την αισθητική. Η αφετηρία αυτών των μετασχηματισμών τοποθετείται συνήθως στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Η κρίση του ΄70 θα τερματίσει, τα «χρυσά» μεταπολεμικά χρόνια της καπιταλιστικής Δύσης, μια περίοδο οικονομικής ευμάρειας, βιομηχανικής μεγέθυνσης και ειρήνης. Πάνω στα συντρίμμια του πολέμου θα οικοδομηθεί μια καπιταλιστική κοινωνία που συνοπτικά θα περιγραφόταν ως εξής: Τεράστια βιομηχανική παραγωγή στη βάση των επαναστατικών αλλαγών του φορντισμού και του τεϋλορισμού. Σταθερή εργασία με αξιοπρεπές εισόδημα, τέτοιο που να εγγυάται τη συλλογική κατανάλωση των αγαθών. Συγκρότηση του κράτους πρόνοιας, στη λογική του κεϋνσιανισμού, που παρείχε κοινωνικές παροχές με αντάλλαγμα την κοινωνική ειρήνη και την αδιάσπαστη μεγέθυνση της παραγωγής. Το κράτος διατηρούσε στα χέρια του την ηγεμονία στην οικονομία επί της αγοράς μέσα από περιοριστικές ρυθμίσεις. Σχετικά σταθερές διεθνείς σχέσεις του καπιταλιστικού μπλοκ ενάντια στην «κόκκινη απειλή», με αδιασάλευτη ηγεμονία των ΗΠΑ, και σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες στη βάση του Bretton Woods.
Αυτά τα στοιχεία θα σηματοδοτήσουν μια ολόκληρη περίοδο στην ιστορία του καπιταλιστικού συστήματος, που θεωρείται το στάδιο του «κρατικομονωπολιακού καπιταλισμού». Στα χρόνια που θα ακολουθήσουν από τη δεκαετία του 80 μέχρι σήμερα, παρατηρείται η σταδιακή υπέρβαση όλων αυτών των συστατικών στοιχείων, και η είσοδος σε μια νέα φάση του καπιταλισμού[xiv]. Αυτές οι αλλαγές σχετίζονται άμεσα με τους παράγοντες που οδήγησαν στην κατασκευαστική φούσκα και τις παγκόσμιες συνέπειες της. Είναι σαφές ότι η έκταση και η θεματολογία της εργασίας δεν επιτρέπει την πλήρη περιγραφή αυτών των μεταβολών, ωστόσο η, επικεντρωμένη στο θέμα, συνοπτική αναφορά τους είναι αναγκαία.
Β.1. ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΟΥ ΦΟΡΝΤΙΣΜΟΥ
Η κρίση του 1970, είναι κρίση και του φορντικού μοντέλου παραγωγής και κατανάλωσης. Το μοντέλο αυτό που έφερε επαναστατικές αλλαγές στη βιομηχανική παραγωγή βασιζόταν στην τυποποίηση των προϊόντων, τη μηχανοποίηση των διαδικασιών, την επιστημονική οργάνωση της εργασίας (που εισήγαγε ο Τέηλορ) και την αλυσίδα παραγωγής. Ωστόσο ο φορντισμός δεν ήταν μονάχα ένα μοντέλο παραγωγής αλλά μια ολόκληρη λογική γύρω από την κοινωνία, τις σχέσεις εργασίας και κατανάλωσης. «Το ξεχωριστό με τον Ford, ήταν το όραμά του, το γεγονός ότι αναγνώριζε ρητά πως η μαζική παραγωγή σήμαινε μαζική κατανάλωση, ένα νέο σύστημα αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, νέες πολιτικές για τον έλεγχο και τη διεύθυνση της εργασίας, νέα αισθητική και ψυχολογία, με λίγα λόγια ένα νέο είδος ορθολογικά οργανωμένης, μοντερνιστικής και λαϊκιστικής δημοκρατικής κοινωνίας»[xv].
Το μοντέλο αυτό καθόρισε, σε μεγάλο βαθμό, την πορεία των μεγάλων δυτικών πόλεων. Τα μεγάλα εργοστάσια, ενίσχυσαν την αστικοποίηση και δημιουργήθηκαν τα μικρά και μεγαλύτερα βιομηχανικά αστικά κέντρα, είτε στις υπάρχουσες μεγάλες πόλεις, είτε σε νέες. Οι βιομηχανίες έδιναν απασχόληση σε τεράστια κομμάτια του πληθυσμού, ακόμα και σε ολόκληρες πόλεις, είτε άμεσα είτε μέσα από δραστηριότητες σχετιζόμενες. Παρότι, η σταθερή εργασία, τα σταθερά εισοδήματα και τα ισχυρά συνδικάτα, δεν έγιναν ποτέ κτήμα όλων, αλλά κυρίως των λευκών ανδρών, μπορεί να υποστηριχτεί ότι η πλειοψηφία της κοινωνίας διατηρούσε ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης. Προς τα τέλη του 1960, φάνηκε ότι αυτή η ανάπτυξη έφτανε σε ένα όριο, και οι ρυθμοί κερδοφορίας των επιχειρήσεων έπεφταν. Ειδικά μετά από την κρίση του 1970 αρχίζει μια σταδιακή διαδικασία υπέρβασης, αναίρεσης και επέκτασης του φορντισμού που περιγράφηκε ως μεταφορντισμός[xvi]ή ευέλικτη συσσώρευση[xvii]. Η λέξη ευελιξία γίνεται η σημαία της νέας εποχής, που υπερασπίζεται ότι τα στατικά συστήματα του φορντισμού δεν μπορούν να προσδώσουν την προσαρμοστικότητα που απαιτεί το οικονομικό σύστημα. Μια σειρά από μετασχηματισμούς θα λάβει χώρα. Η βιομηχανική παραγωγή διασπάται, τμήματα της μεταφέρονται σε χώρες με φθηνότερα εργατικά χέρια, ενώ στις δυτικές μητροπόλεις παραμένουν τα πιο εξειδικευμένα κομμάτια μαζί με την αναβίωση των υπεργολαβιών, των οικιακών εταιρειών και των sweat shops. Οι πιο επιτυχημένοι παραγωγικοί τομείς είναι αυτοί που συνδυάζουν τα νέα ευέλικτα συστήματα με καινοτόμα οργάνωση και νέες τεχνολογίες. Έτσι εισάγονται οι προγραμματιζόμενες μηχανές που μπορούν να αλλάξουν από προϊόν σε προϊόν. Με τον τρόπο αυτό η Toyota κατάφερε να μειώσει σε δύο λεπτά μια διαδικασία που η General Motors έκανε σε 9 ώρες. Η γενική ιδέα της «ιαπωνοποίησης» είναι η δραστική μείωση των κομματιών και των διαδικασιών και ο μηδενισμός των λαθών, μια διαδικασία που ονομάστηκε συστημοποίηση σε αντίθεση με την αυτοματοποίηση.
Η υπέρβαση του φορντισμού δεν λειτουργεί σαν γενικό υπόβαθρο για την εργασία. Αντιθέτως έχει άμεσες επιπτώσεις στο θέμα της αγοράς κατοικίας. Σε ολόκληρες σχεδόν τις πόλεις των ΗΠΑ και της Ε.Ε., η σταδιακή αποβιομηχάνιση, εκτίναξε την ανεργία. Σε ορισμένα βιομηχανικά κέντρα αυτό ήταν μια πραγματική εξόντωση του πληθυσμού. Τεράστιες μάζες εργατών, που μέχρι πρότινος, απολάμβαναν μια σχετικά ασφαλή ζωή θα οδηγηθούν στα όρια της εξαθλίωσης, μαζί με όσους βρίσκονταν ήδη εκεί. Τα νέα ευέλικτα συστήματα δημιουργούν συνθήκες διαρκούς ανασφάλειας και συχνά ακραίας εκμετάλλευσης. Ταυτόχρονα η κρίση στην παραγωγή, που δεν έχει ακόμα αντιρροπηθεί, οδήγησε και συνεχίζει στην έξοδο κεφαλαίων από τη βιομηχανία προς αναζήτηση κερδοφόρας επανεπένδυσης. Ενίσχυσε την τάση προς αυτό που περιγράψαμε νωρίτερα, την στροφή προς το ακίνητο κεφάλαιο. Ακόμα περισσότερο, γιγάντωσε την ροή προς την χρηματοπιστωτική δραστηριότητα και όλες της μορφές της «μη παραγωγικής» οικονομίας. Η πιο σημαντική εξέλιξη είναι η βαθμιαία επικράτηση του χρηματοπιστωτικού τομέα έναντι του βιομηχανικού. Πρέπει να επισημάνουμε ότι η σχέση αυτών των δύο είναι αρκετά πιο σύνθετη από ανταγωνιστική. Αντίθετα, οι ίδιες οι μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις, πρωταγωνίστησαν στην εξέλιξη αυτή. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του πρόεδρου της US Steel, που ανήγγειλε μια εκστρατεία εξαγορών και επεκτάσεων λέγοντας ότι «το καθήκον της διεύθυνσης της εταιρείας είναι να βγάζει χρήματα, όχι χάλυβα».
Αποτελεί βασική θέση, ότι το μοντέλο της βιομηχανικής παραγωγής δεν είναι μια δευτερεύουσα παράμετρος εντός ενός οικονομικό- πολιτικού συστήματος αλλά η βάση της κοινωνικής δομής και επομένως οι αλλαγές σε αυτήν σηματοδοτούν ευρύτερες ανακατατάξεις. Σημαντικότερες εξ αυτών, οι αλλαγές στην κυρίαρχη πολιτική των κυβερνήσεων και των κρατών.
Β.2.ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΗΣ «ΚΕΫΝΣΙΑΝΗΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ» ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ – ΗΓΕΜΟΝΙΑ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΥ
Αν ο φορντισμός είναι η μια λέξη που καθόρισε τις εξελίξεις στις μεταπολεμικές δεκαετίες, η άλλη είναι ο κεϋνσιανισμός και η συγκρότηση του κράτους πρόνοιας. Άλλωστε, τα στοιχήματα που είχαν να εκπληρώσουν τα καπιταλιστικά κράτη μετά τον πόλεμο ήταν, από τη μια μεριά η ανόρθωση και ανάπτυξη της παραγωγής και από την άλλη, η απώθηση της προοπτικής του σοσιαλισμού και της επανάστασης που αποτελούσε το άλλο μπλοκ των νικητών του πολέμου και στόχο για τα εργατικά κινήματα και την Αριστερά ολόκληρου του κόσμου, που είχε πάρει πάνω της την αντίσταση στο Χίτλερ. Χρειαζόταν, επομένως, μια λύση που να εγγυάται την οικονομική πρόοδο, να εξορκίζει τα φαντάσματα της μεγάλης ύφεσης και ταυτόχρονα να κρατά ανέπαφο τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και την ιδιοκτησία. «Το κράτος πρόνοιας οφείλει τη γένεση του σε μια προσπάθεια να εξορκιστεί η σοσιαλιστική απειλή»[xviii], θα παραδεχτεί ο θεωρητικός υποστηριχτής του Τόνι Μπλερ Άντονι Γκίντενς. Αυτή η λύση βρέθηκε στον κρατικό παρεμβατισμό, στην συγκρότηση δηλαδή νόμων και περιορισμών που να ανακόπτουν την ανεξέλεγκτη ατομική δραστηριότητα και να προσφέρουν ένα ελάχιστο επιτρεπτό επίπεδο ζωής για όλους τους κατοίκους. Πρόκειται για μια πολιτική που είχε εφαρμοστεί ήδη πριν από τον πόλεμο στις ΗΠΑ, από τον Ρούζβελτ και το New Deal, για να βρει την παγκόσμια αναγνώριση και εφαρμογή της στα μεταπολεμικά χρόνια. Το δίπολο φορντισμός – κεϋνσιανισμός, ορίζει μια συνολική λογική, την υπογραφή ενός «κοινωνικού συμβολαίου» ανάμεσα στην αγορά, το κράτος και την κοινωνία. Σύμφωνα με αυτήν κατοχυρωνόταν η 8ωρη, σταθερή και με ικανοποιητικές αποδοχές, εργασία, οι μεγάλες δαπάνες κρατικής βοήθειας (ασφάλιση, υγεία, παιδεία, κοινωνική κατοικία κτλ) που προέρχονταν από υψηλή φορολόγηση του κεφαλαίου και η συλλογική και αδιατάραχτη κατανάλωση των αγαθών.
Η κρίση του 1970 θα κλονίσει αυτή την πραγματικότητα. Η συνολική απάντηση θα έρθει τη δεκαετία του 80, στα πρόσωπα του Ρήγκαν και της Θάτσερ, με την ανάδυση του νεοφιλελευθερισμού. Το βασικό στοιχείο του νεοφιλελευθερισμού στην οικονομική και πολιτική σκέψη είναι η άρνηση του κρατικού παρεμβατισμού. Το κράτος, πλέον θεωρείται η πηγή των κακών, αφού περιορίζει την επιχειρηματική δραστηριότητα και την ατομική ελευθερία. Επανήλθε στο προσκήνιο «το αόρατο χέρι της αγοράς», του κλασικού φιλελευθερισμού, το οποίο μπορεί να ρυθμίσει την οικονομική και ζωή και να οδηγήσει στην ευμάρεια. Για τα επόμενα 30 χρόνια, μέχρι και σήμερα, η νεοφιλελεύθερη πολιτική ακολουθείται χωρίς διακοπές, και μάλιστα από το 90 και μετά στο συντριπτικά μεγαλύτερο κομμάτι του κόσμου, από όλες τις κυβερνήσεις, συντηρητικές, σοσιαλδημοκρατικές, συνασπισμού, ακόμα και σε αυτές που αυτοπροσδιορίζονται ως αριστερές. Ο Claude Julien, πρώην διευθυντής της Le Monde Diplomatique, θα γράψει το 1985, όταν πρόεδρος της Γαλλίας είναι ο σοσιαλιστής Μιτεράν:
«Στην Ευρώπη θέλουμε να είμαστε φιλελεύθεροι, πολύ περισσότερο μάλιστα αφού στην κυβέρνηση βρίσκονται οι σοσιαλιστές. Αλλά, ω του θαύματος, η Αριστερά είναι αυτή που αναλαμβάνει το έργο να καταργήσει τις κοινωνικές κατακτήσεις τις οποίες η ίδια είχε καταφέρει να κερδίσει όταν ανυπομονούσε να γίνει κυβέρνηση. Αυτή είναι η μεγάλη ιδεολογική δικαίωση του νεοφιλελεύθερου ρεύματος και της ωδής στον ρηγκανισμό»[xix].
Τα 30 αυτά χρόνια, συνεχίζεται μια συνολική διαδικασία αναίρεσης κάθε στοιχείου του «κράτους πρόνοιας», αλλά και των εργατικών κοινωνικών κατακτήσεων. Η αγορά και το ιδιωτικό κεφάλαιο γίνονται απόλυτοι ρυθμιστές της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, των οποίων το συμφέρον υπερασπίζεται σθεναρά του κράτος. Τα εισοδήματα συρρικνώνονται, οι δημόσιες δαπάνες προς το κοινωνικό συμφέρον περικόπτονται και ολόκληροι τομείς της δημόσιας διοίκησης παραδίδονται στο κεφάλαιο. Ο νεοφιλελευθερισμός προέκυψε ως λύση στον τρόπο που εξέλαβε η αστική τάξη την κρίση του ΄70. Θεωρήθηκε ότι τα αίτια της πτώσης του ποσοστού κέρδους, οφείλονταν στην αυξημένη δύναμη της εργασίας και ότι η αντιρρόπηση αυτής της τάσης θα προερχόταν από την αύξηση της αντλούμενης υπεραξίας, τις ευνοϊκές προς το κεφάλαιο κρατικές ρυθμίσεις και την κατάπνιξη του εργατικού κινήματος.
Αυτή η πολιτική έφερε στα όρια της φτώχειας και της εξαθλίωσης τεράστια κομμάτια της κοινωνίας. Αυτό είναι καθοριστική πλευρά, στην μελέτη της αγοράς κατοικίας. Από τη μια μεριά οι εργαζόμενοι αδυνατούν να καταναλώσουν τα «προϊόντα» της κατασκευής και από την άλλη η διάλυση της κοινωνικής κατοικίας τους ωθεί στην αναζήτηση αγοράς ή ενοικίασης ακινήτου. Αυτή η καθοριστική αντίφαση είναι που θα οδηγήσει στη φούσκα των στεγαστικών δανείων, μαζί με τη γιγάντωση και απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού τομέα που θα παρουσιαστεί στη συνέχεια.
Β.3. ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ / ΑΠΟΡΡΥΘΜΙΣΗ ΤΩΝ ΑΓΟΡΩΝ – ΔΙΟΓΚΩΣΗ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ

Η υπερτροφία του χρηματοπιστωτικού τομέα δεν είναι κάτι πρωτοφανές, δεν εμφανίζεται ιστορικά μετά τη δεκαετία του 1970. Αντιθέτως, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της κυκλοφορίας και συσσώρευσης του κεφαλαίου. Διότι, όπως περιγράφηκε παραπάνω, η συνέχεια της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων προερχόμενων από τη βιομηχανία είναι η χρηματιστική επέκταση, η πίστωση και η τοκογλυφία.
«Κατά την πορεία της αναπαραγωγής του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου δημιουργούνται συστηματικά συγκεντρώσεις λιμνάζοντος (στάσιμου ή αδρανούς) χρήματος… Η δημιουργία στάσιμου χρήματος κατά την πορεία της καπιταλιστικής αναπαραγωγής προσφέρει αντικειμενική βάση για την εμπορική και τραπεζική πίστωση και λειτουργεί ως θεμέλιο για το καπιταλιστικό πιστωτικό σύστημα. Το πιστωτικό σύστημα κινητοποιεί το στάσιμο χρήμα που δημιουργείται κατά την πορεία της καπιταλιστικής αναπαραγωγής, τι μετατρέπει σε τοκοφόρο (προς δανεισμό) κεφάλαιο και το ανακατευθύνει προς τη συσσώρευση»[xx].
Όπως περιέγραφε ο Braudel, «κάθε κύκλος καπιταλιστικής ανάπτυξης αυτής της κλίμακας, φαίνεται ότι, καθώς φτάνει στο στάδιο της χρηματιστικής επέκτασης, αναγγέλλει την ωριμότητά του: Είναι η αναγγελία του χρυσού φθινοπώρου»[xxi]. Όμως, μετά το φθινόπωρο πάντοτε έρχεται ο χειμώνας, και μετά την ωριμότητα η γήρανση. Με δεδομένες τις ιδιαιτερότητες, αντίστοιχη ήταν η διαδικασία που οδήγησε στο κραχ και τη μεγάλη ύφεση του μεσοπολέμου, αφού η κρίση της βιομηχανικής οικονομίας στα τέλη του 19ου αιώνα οδήγησε σε μια έκρηξη στην «πλασματική» οικονομία. Είναι σημείο παρακμής της καπιταλιστικής οικονομίας, που όπως και το πληγωμένο λιοντάρι, γίνεται πιο επιθετική και πιο επικίνδυνη.
Σε αυτό το σημείο βρίσκεται ο παγκόσμιος καπιταλισμός τις τελευταίες δεκαετίες, που αποκορύφωμα του είναι η τρέχουσα κρίση. Το λαχάνιασμα των κερδών που επέφερε η βιομηχανία τα μεταπολεμικά χρόνια, οδήγησε σε ροή κεφαλαίων προς το χρηματοπιστωτικό τομέα και ένταση της κερδοσκοπίας που δεν έχει προηγούμενο. Το ζενίθ της είναι ότι «στα τέλη του 2007, η πλασματική αξία των σημαντικών χρηματοοικονομικών συμβολαίων διεθνώς ανήλθε στα 600 τρις δολάρια, ποσό 11 φορές μεγαλύτερο του παγκόσμιου ΑΕΠ, από 2,5 που ήταν την προηγούμενη δεκαετία»[xxii].
«Η στροφή προς τον χρηματοπιστωτικό τομέα άρχισε για τα καλά με τη στροφή προς το μονεταρισμό, τα υψηλά επιτόκια, την πολιτική του ισχυρού δολαρίου και την απορρύθμιση στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Προέκυψε κυρίως ως αποτέλεσμα της αποτυχίας της δεκαετούς προσπάθειας να συγκρατηθεί η πτώση της κερδοφορίας του μη χρηματοπιστωτικού τομέα, ιδίως της μεταποίησης, μέσω των κεϋνσιανών ελλειμμάτων και του ανίσχυρου δολαρίου»[xxiii].
Η τροφοδότηση αυτής διαδικασίας ξεκίνησε από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 με την κατάργηση της μετατρεψιμότητας του δολαρίου σε χρυσό και την αναίρεση των σταθερών ισοτιμιών των νομισμάτων που όριζε η συμφωνία Bretton Woods. Ήταν το εναρκτήριο λάκτισμα σε μια κούρσα αναρρίχησης του χρηματιστικού κεφαλαίου μέσα σε ένα ολοένα και πιο μεταβαλλόμενο και ασταθές νομισματικό έδαφος.
Σταδιακά, όλες οι περιοριστικές ρυθμίσεις που είχαν επιβληθεί για να θέτουν όρια στην κερδοσκοπία και να αποφευχθούν νέα κραχ σαν του 29, αίρονταν, σαν απολιθώματα της παλιάς εποχής του «συγκεντρωτικού κράτους». Όλα, πλέον περιστρέφονται γύρω από τους δείκτες του χρηματιστηρίου και των συναλλαγών· αν αυτοί πάνε καλά τότε μπορούμε να κοιμόμαστε ήσυχοι, σε αντίθετη περίπτωση οφείλουμε να κάνουμε τα πάντα για την αξιοπιστία του τραπεζικού συστήματος. Αυτή η λογική, περίπου, συνοψίζει την πολιτική που ακολουθήθηκε. «Ο νεοφιλελευθερισμός είναι η πολιτική έκφραση μιας νέας πραγματικότητας στον καπιταλιστικό κόσμο, η οποία χαρακτηρίζεται από την υποχώρηση της σχετικής ισχύος του βιομηχανικού κεφαλαίου και την επικυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου και της χρηματιστικής κερδοσκοπίας στις χώρες της Δύσης»[xxiv]. Αν και η σχέση παραγωγικού και χρηματιστικού κεφαλαίου είναι αρκετά πιο σύνθετη από αντιπαραθετική, καθώς είναι τα ίδια τα μεγάλα βιομηχανικά συμπλέγματα που στράφηκαν προς τις χρηματοπιστωτικές αγορές, η ηγεμονία αυτή έχει τεράστια κοινωνική σημασία. Αυτό διότι, αν και τα κέρδη των ισχυρών της οικονομίας γιγαντώθηκαν, αυτό δεν προήλθε από την αύξηση του παραγόμενου πλούτου, αλλά από τη δημιουργική λογιστική και την κερδοσκοπία. Ως συνέπεια, η ανάπτυξη αυτή που εμφανίστηκε περιοδικά τις τελευταίες δεκαετίες, δεν συνδυάστηκε με ενίσχυση της εργασίας και μείωση της ανεργίας. Μέσα στο διαρκώς διογκούμενο χάσμα πλούσιων και φτωχών, η οικονομία μπόρεσε να λειτουργήσει (και η «πραγματική») χάρις στον συνεχή δανεισμό, τόσο του κεφαλαίου όσο και των εργαζομένων, που ευνοήθηκε από την πολιτική των χαμηλών επιτοκίων (που το 2003 έφτασε στο ιστορικά χαμηλό 1%, από την Κεντρική Τράπεζα των Η.Π.Α.).
Αυτό το τεράστιο οικοδόμημα, που αποτελεί τη σύγχρονη οικονομία, στηρίζεται σε ξύλινα πόδια. Για αυτό και κλονίζεται κάθε τόσο, από χρηματιστηριακές και νομισματικές κρίσεις, που μέχρι πρότινος εντοπίζονταν είτε σε ένα τομέα είτε σε μια χώρα, συνήθως της περιφέρειας του αναπτυγμένου καπιταλισμού. Ταυτόχρονα, γιατί η συσσώρευση γίνεται διπλά κερδοσκοπική, βασίζεται όχι μόνο στο σήμερα αλλά και στο αύριο, στην ελπίδα ότι δεν θα υπάρξει ένα μελλοντικό πρόβλημα. Ή μάλλον όχι στην ελπίδα, την πίστη. « Η πίστη στο σύστημα είναι θεμελιακή και η απώλεια της εμπιστοσύνης, όπως συνέβη το 2008, μπορεί να είναι μοιραία»[xxv]. Ή, όπως αστειευόμενος περιέγραψε ο Istvan Meszaros
«Ακόμη και ο πρωθυπουργός μας, ο Γκόρντον Μπράουν, την προηγούμενη εβδομάδα μας εμφανίστηκε με μιαν αξιομνημόνευτη δήλωση: “Η εμπιστοσύνη είναι το πολυτιμότερο πράγμα”. Εγώ ξέρω ένα τραγούδι – όπως, πιθανόν και οι περισσότεροι από εσάς- που λέει ότι η “αγάπη είναι το πολυτιμότερο πράγμα”. Αλλά να είναι το πολυτιμότερο πράγμα η εμπιστοσύνη στο καπιταλιστικό τραπεζικό σύστημα; Αυτό είναι πλήρης διαστροφή!»[xxvi].
Διαστροφή. Πώς αλλιώς να περιγραφεί η πίστη ότι ένα σύστημα που βασίζεται στον πραγματικό τζόγο σε οτιδήποτε υλικό ή άυλο υπάρχει, όπως ο καιρός στην Ακρόπολη, μπορεί να είναι σταθερό και να εγγυάται την ανάπτυξη και την ευημερία;
Πάνω σε αυτό το σύστημα στήθηκε και η φούσκα των ακινήτων. Πάω στο συνεχή δανεισμό, που αποτελούσε το μόνο τρόπο για να αποκτήσει κατοικία η πλειοψηφία των φτωχών του κόσμου, μέσα στη συνεχή άνοδο των τιμών πωλήσεων ή ενοικίου που υπερέβαιναν κατά πολύ το εισόδημα τους. Και βέβαια, οι φούσκες είναι για να σκάνε, όταν όμως είναι τόσο μεγάλες και παγκόσμιες τότε οι συνέπειες τους είναι δραματικές.
Β.4.ΓΙΓΑΝΤΩΣΗ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ
Η διόγκωση των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς τη, μεγαλύτερη από ποτέ, διεθνοποίηση του κεφαλαίου, που αποτελεί τη βάση του οικοδομήματος της παγκοσμιοποίησης. Η δυνατότητα κίνησης των κεφαλαίων μέσα σε δευτερόλεπτα από τη μια μεριά του κόσμου στην άλλη, η άρση όλων των περιορισμών υπέρ ενός σχετικά ομογενοποιημένου οικονομικού μοντέλου, που αποτελεί στοιχείο των τελευταίων ετών και κυρίως μετά το 1990, είναι η βάση της σύγχρονης οικονομικής λειτουργίας. Μέσα σε αυτή την πραγματικότητα, διαμορφώνεται ένας νέος παγκόσμιος συσχετισμός δυνάμεων. Νέες υπερδυνάμεις, στην περιφέρεια μέχρι πρότινος του καπιταλιστικού κόσμου, εντάσσονται τάχιστα στο σκληρό πυρήνα των ισχυρών οικονομικά χωρών, ενώ άλλες οδηγούνται στην πλήρη εξαθλίωση, τον κοινωνικό και περιβαλλοντικό αφανισμό.
Πέρα όμως από την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, λαμβάνουν χώρα και τεράστιες μετατοπίσεις πληθυσμών. Εκατομμύρια κάτοικοι, κυρίως χωρών της Αφρικής και της Ασίας, που μαστίζονται από τη φτώχεια, τους πολέμους και τα περιβαλλοντικά προβλήματα που δημιουργεί παγκοσμιοποιημένη οικονομία, μετακινούνται απεγνωσμένα προς τον πυρήνα του καπιταλιστικού κόσμου. Και μπορεί οι αντιμεταναστευτικές πολιτικές των κρατών να εντείνονται, ειδικά μέσα στην κρίση, και εκατομμύρια ψυχές να χάνονται στα σύνορα και τις θάλασσες του κόσμου, ωστόσο δεν μπορεί να αποσιωπηθεί το γεγονός ότι τεράστιο κομμάτι της κερδοφορίας του κεφαλαίου τα τελευταία χρόνια προήλθε από την υπερεκμετάλλευση αυτών των σύγχρονων κολασμένων. Σε κάθε περίπτωση, ποτέ κανένα φράγμα δεν μπόρεσε να σταματήσει ολόκληρους λαούς που ξεκληρίζονται από τον τόπο τους. Την ίδια στιγμή, η μεταφορά της βιομηχανίας σε χώρες του, μέχρι πρότινος, αναπτυσσόμενου κόσμου, οδηγεί σε έκρηξη της αστικοποίησης, με αριθμούς απείρως μεγαλύτερους από το παρελθόν που επιδιώκουν να ξεφύγουν από την οριστική παρακμή της υπαίθριου. Αλλά και στις χώρες της Δύσης, η πλήρης διάλυση της αγροτικής οικονομίας, εντείνει τη συγκέντρωση στα αστικά κέντρα, στα οποία συγκεντρώνεται ο βασικός κορμός των υπηρεσιών. Μάλιστα, αυτό συμβαίνει και σε χώρες και πόλεις της Ευρώπης που το αμέσως προηγούμενο διάστημα είχε παρατηρηθεί μια στασιμότητα στην αύξηση του πληθυσμού και, σε ορισμένες περιπτώσεις, αποκέντρωσης.
«Η γεωγραφία και η σύνθεση της οικονομίας άλλαξε παράγοντας ένα σύνθετο δυϊσμό: μια χωρικά διάχυτη αλλά παρόλα αυτά παγκόσμια ενοποιημένη οργάνωση της οικονομικής δραστηριότητας»[xxvii]. Σε αυτή τη νέα γεωγραφία, οι πόλεις είναι, όχι απλά ο πρωταγωνιστής, όπως ήταν πάντοτε στον καπιταλισμό, αλλά ίσως ο μοναδικός παίχτης ή και ο σκηνοθέτης των εξελίξεων. Πρόκειται για αυτό που ένας από τους πιο επιφανείς αρχιτέκτονες της εποχής, ο Rem Koolhaas, περιέγραψε ως «θρίαμβο της αστικής κατάστασης»[xxviii]. Στα μέσα του 19ου αιώνα η Αγγλία, γινόταν η πρώτη χώρα που ο πληθυσμός των πόλεων ξεπερνούσε αυτόν της υπαίθρου. Στις αρχές του 21ου αιώνα, το 2004, ο Mike Davis θα γράψει:
«Κάποια στιγμή μέσα στον επόμενο χρόνο μια γυναίκα θα φέρει στον κόσμο ένα παιδί στην εξαθλιωμένη συνοικία Αγιεγκούνλε του Λάγος, ένας νέος άνδρας θα το σκάσει από το χωριό του στη Δυτική Ιάβα με προορισμό τα λαμπερά φώτα της Τζακάρτας και ίσως ένας αγρότης μετακομίσει με την πάμπτωχη οικογένειά του σε ένα από τα αναρίθμητα pueblos jovenes της Λίμας. Καθένα από αυτά τα συγκεκριμένα γεγονότα είναι ασήμαντο και αυτά θα αποτελέσει ορόσημο για την παγκόσμια ιστορία. Για πρώτη φορά ο αστικός πληθυσμός της γης θα ξεπεράσει τον αγροτικό»[xxix].
Πριν από μισό αιώνα οι πόλεις που είχαν πληθυσμό πάνω από ένα εκατομμύριο ήταν αρκετά λιγότερες από 100. Σήμερα είναι 400 και μέχρι το 2015 θα ξεπεράσουν τις 550[xxx].
Το μεγαλύτερο κομμάτι αυτής της ανάπτυξης το υποδέχονται οι πόλεις των χωρών εκτός ΗΠΑ και Ευρώπης, στις οποίες επικεντρώνεται η εργασία. Ωστόσο, η διαδικασία της διευρυμένης αστικοποίησης και της διάχυσης του αστικού ιστού σε νέα συμπλέγματα και δίκτυα, είναι μια παγκόσμια πραγματικότητα, που έφερε στο σύγχρονο λεξιλόγιο έννοιες όπως μέγα- πόλη Ο Manuel Castells σε μια διάλεξη του στο πανεπιστήμιο του Harvard[xxxi] έλεγε ότι κάθε μέρα στο σπίτι του στο Los Angeles έρχεται μια εφημερίδα με τα τοπικά νέα. Το «τοπικά» όμως δεν εκφράζει μόνο την πόλη του αλλά μια ευρύτερη περιοχή που λέγεται «south land» και ξεκινά από το Los Angeles, περνά μέσα από τα Μεξικάνικα σύνορα και φτάνει μέχρι το Las Vegas. Εντός αυτής κατοικούν 21 εκ. κάτοικοι. Στη συνέχεια θα πει ότι το 67% των κατοίκων των Η.Π.Α κατοικεί σε 10 μητροπολιτικές περιοχές. Οι πόλεις του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού έχουν έναν διαρκώς αυξανόμενο πληθυσμό, ο οποίος μάλιστα αποτελεί ένα μωσαϊκό διαφορετικών εθνοτήτων. Τεράστιες εκτάσεις με διαφορετικές πυκνώσεις, τεράστιες εσωτερικές ανισότητες και ανταγωνισμούς.
Με βάση τα παραπάνω, το ζήτημα της αγοράς κατοικίας και του real estate αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία, καθώς είναι γνώρισμα, από τη σκοπιά που το μελετάμε, κυρίως των αστικών κέντρων. Διότι η σύγχρονη κατασκευαστική φούσκα είχε μια πολύ συγκεκριμένη υλική βάση. Τεράστιες μάζες πληθυσμών, συνήθως των χαμηλότερων στρωμάτων, που συνέρρεαν στα αστικά κέντρα και αναζητούσαν κατοικία. Δεν είναι τυχαίο ότι τα πιο έντονα σημάδια της φούσκας των ακινήτων στις Η.Π.Α., εντοπίζονται στο λεγόμενο Sun Belt, δηλαδή το νότιο τόξο της χώρας μεταξύ των δύο ωκεανών, μια περιοχή που αποτέλεσε βασική πηγή έρευνας για τα νέα στοιχεία των πόλεων, με την αύξηση του πληθυσμού, την ύπαρξη διαφορετικών εθνοτήτων, την αύξηση της φτώχειας και των αστέγων, τις εξεγέρσεις, την αστική διάχυση, τις περιφραγμένες κοινότητες, τις συνοικίες της εγκληματικότητας κτλ. Σε μια από τις πιο χαρακτηριστικές μελέτες, το «The city. Los Angeles and urban theory at the end of the twentieth century», ο Ed Soja περιγράφει πολύ εύστοχα τη θέση που υποστηρίζω:
«Η γρήγορη αύξηση του πληθυσμού, που τροφοδοτήθηκε από την εξαπλωμένη ανάπτυξη της σχετικά φθηνής κατοικίας, έφερε μερικές από τις πιο σκληρές επιπτώσεις από αστική ανασυγκρότηση, ειδικά μέσα από αυτό που οι δημιουργοί πολιτικής ονομάζουν “ισορροπία εργασίας- κατοικίας”… Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι μετακινήθηκαν φτιάχνοντας νέες κοινότητες με την προσμονή της ανεύρεσης τοπικές ευκαιρίες απασχόλησης. Πολύ συχνά, ωστόσο, οι δουλείες που τους είχαν υποσχεθεί, δεν έφταναν, αφήνοντας τεράστιους πληθυσμούς να κατοικούν σε απόσταση άνω των 60 μιλίων από τον τόπο εργασίας τους»[xxxii].
Αυτό είναι η μια πλευρά της επίδρασης της παγκοσμιοποίησης στην αγορά κατοικίας, αυτή που αφορά την κοινωνική πλειοψηφία. Υπάρχει όμως και η άλλη, αυτή που αφορά την άλλη πλευρά στο «παιχνίδι» του real estate, το κεφάλαιο. Η τεράστια μεταβολή είναι ότι πλέον η κτηματαγορά δεν έχει «χώρα» και «τόπο» αλλά εμπλέκονται σε αυτή επενδυτές, ιδιοκτήτες και εταιρείες από ολόκληρο τον πλανήτη.
«Οι τιμές των ακινήτων στο κέντρο της Νέας Υόρκης συνδέονται περισσότερο με τις τιμές στο Λονδίνο ή τη Φρανκφούρτη από ότι στο σύνολο της κτηματαγοράς στην πόλη. Ισχυροί θεσμικοί επενδυτές, από την Ιαπωνία για παράδειγμα, βρίσκουν κερδοφόρο να αγοράσουν και να πουλήσουν ιδιοκτησίες στο Μανχάταν, ή στο κεντρικό Λονδίνο. Πιέζουν προς τα πάνω τις τιμές εξαιτίας του ανταγωνισμού και τις ανεβάζουν ακόμα περισσότερο για να πουλήσουν με κέρδος. Πως μπορεί μια μικρή εμπορική επιχείρηση στην Νέα Υόρκη να ανταγωνιστεί με τέτοιους επενδυτές και τις τιμές που μπορούν να διαχειριστούν;»[xxxiii].
Β.5. ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΝΕΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
Οι τεράστιες επενδύσεις στον αστικό χώρο στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία της αγοράς, δεν συνδέονται μονοσήμαντα με την διόγκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα και του real estate, αλλά αποτελούν αναπόσπαστο συστατικό της σημερινής λειτουργίας των πόλων. Η στροφή του 1970, με τις αναταράξεις και τις αναιρέσεις, δεν μπορούσε να μην μεταμορφώσει και το χώρο και τις σχέσεις που τον διέπουν. Πρόκειται για την υπέρβαση της «μοντέρνας πόλης», που χαρακτήρισε τα αστικά κέντρα της μεταπολεμικής Δύσης, προς την «επιχειρηματική πόλη». Αυτή η μετάβαση «ήταν δυνατή και καθαρή» από τα τέλη του 70, όπως παρατηρεί ο Peter Hall, «οι πόλεις ήταν πλέον μηχανές παραγωγής πλούτου, ο βασικός και κυρίαρχος σκοπός ήταν να λαδώνεις τη μηχανή»[xxxiv].
Η βάση αυτής της αλλαγής ήταν τα νεοφιλελεύθερα οικονομικά και πολιτικά δόγματα και οι επιπτώσεις της αποβιομηχάνισης στις δυτικές μητροπόλεις. Τεράστιες παραγωγικές δυνάμεις και θέσεις εργασίες εξανεμίστηκαν και η απάντηση που επιλέχθηκε ήταν οι ίδιες οι πόλεις να αναζητήσουν κερδοφόρες πολιτικές, να γίνουν πιο ανταγωνιστικές εντός του παγκόσμιου αστικού δικτύου, ώστε να προσελκύσουν επενδύσεις, τουρίστες και κατοίκους. «Ο χώρος δεν είναι πλέον απλώς υποδοχέας των οικονομικών και πολιτισμικών δραστηριοτήτων, αλλά μέσω σχεδιασμού χρησιμοποιείται συνειδητά ως καταλύτης και μέσο ανάπτυξης νέων παραγωγικών και πολιτισμικών δραστηριοτήτων»[xxxv]. Με αυτό τον τρόπο
«…η πόλη δεν βοηθά πλέον τις επιχειρήσεις (δηλαδή τη συσσώρευση κεφαλαίου) μόνο μέσω των πολεοδομικών πολιτικών και πρακτικών, της κατασκευής υποδομών, της παροχής κινήτρων κλπ., αλλά μετατρέπεται και η ίδια σε επιχείρηση… όπου οι σχέσεις δήμου – επιχειρήσεων και δήμου – πολιτών θα καθορίζονται πλέον από την αγορά, δηλαδή οι επιχειρήσεις και οι δημότες γίνονται τώρα πελάτες»[xxxvi].
Η νεοφιλελεύθερη ηγεμονία στην πόλη δεν είχε διαφορετικές αφετηρίες και αποτελέσματα από την πολιτική και την οικονομία. «Η επιχειρηματική πόλη μπορεί να περιγραφεί και ως “εκδικητική πόλη” απέναντι στις κατακτήσεις των πολιτών της κατά τις δεκαετίες του 1960 και το 1970»[xxxvii]. Οι κοινωνικές παροχές του κεϋνσιανού κράτους αίρονται, η ηγεμονία της αγοράς και ο διαρκής ανταγωνισμός οδηγούν σε επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης, ενώ ο δημόσιος χώρος μετατρέπεται από αγαθό και λαϊκή κτήση σε εμπόρευμα προς αξιοποίηση είτε από το κράτος και την τοπική αυτοδιοίκηση είτε από ιδιώτες[xxxviii].
Για να πραγματοποιηθεί ο νέος ρόλος του χώρου, χρειάστηκε και μια βαθιά μεταβολή στο ρόλο του κράτους και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τη μετάβαση δηλαδή από τη «διοίκηση στην επιχειρηματικοποίηση» («from managerialism to entrepreneurialism»[xxxix]). Υιοθετούνται νέες μορφές αστικής διακυβέρνησης, πρακτικές «πέρα – από – το κράτος» διακυβέρνησης (governance – beyond – the – state) και το πέρασμα από την κυβέρνηση στη διακυβέρνηση[xl]. Η πολιτική στροφή πάτησε πάνω στα συνήθη επιχειρήματα της δυσλειτουργίας του κράτους, της ακαμψίας και του συγκεντρωτισμού που δεν αντιστοιχεί στη σύγχρονη εποχή. Οι προηγούμενες πολιτικές θεωρήθηκε ότι «δε μπορούν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την πολυπλοκότητα των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι μητροπολιτικές περιοχές» και έτσι χρειάζεται «ένας τύπος οργάνωσης της εξουσίας προερχόμενος από την δυναμική ενός συνόλου θεσμών και δρώντων πέρα από τα όρια μόνο του κράτους»[xli]. Η ενίσχυση των «συμμετοχικών» διαδικασιών, στα πλαίσια της νεοφιλελεύθερης πολιτικής δεν σηματοδότησε τη δικαίωση των αγώνων για περισσότερη δημοκρατία, αλλά οδήγησε στην ολοένα και πιο έντονη εμπλοκή και τελικά ηγεμονία των ιδιωτικών συμφερόντων και της ελεύθερης αγοράς. Η «αποκένωση» του κράτους από τις αρμοδιότητες του, νομιμοποιείται στη βάση μιας τυπικής- θεσμικής κατοχύρωσης της συμμετοχής και όχι στην ουσιαστική – αποτελεσματική υπεράσπιση των δημόσιων συμφερόντων.
«Το σημαντικό σημείο αυτών των μετασχηματισμών […] ήταν ότι το κράτος δεν ήταν πλέον υποχρεωμένο να καθορίσει τι ήταν λογικό και δίκαιο, καθώς υποστηριζόταν ότι οι αγορές μπορούν να το κάνουν για μας […] Οι Οικουμενικές αξιώσεις για λογική και δικαιοσύνη δεν έχουν σε καμιά περίπτωση περιοριστεί. Απλά συχνά προσαρμόζονται στο να δικαιολογήσουν τις ιδιωτικοποιήσεις και τις πράξεις των αγορών όπως παλιότερα στήριζαν το καπιταλισμό του κοινωνικού κράτος»[xlii].
Από τη μεριά της και η Τοπική Αυτοδιοίκηση εντάσσεται με κυρίαρχο ρόλο στη νέα μορφή διαχείρισης του χώρου.
«Η μετατροπή αυτή των Δήμων σε ένα ακόμη γρανάζι του Συστήματος δεν αφορά μόνο την επί πλέον φορολόγηση των δημοτών μέσω της δημοτικής φορολογίας για εξεύρεση πόρων για τις ανάγκες της, αυτό είναι η μικρότερη επίπτωση. Το μεγαλύτερο είναι η χρήση της ΤΑ ως διαμεσολαβητή ανάμεσα στο κράτος και το ιδιωτικό κεφάλαιο»[xliii].
Γίνεται εύκολα κατανοητό ότι στην επιχειρηματική πόλη, ο χώρος ως σύνολο, αλλά και κάθε σπιθαμή γης ξεχωριστά, αποκτά ξεχωριστή σημασία ως πηγή άμεσης ή εν δυνάμει κερδοφορίας. Η σπέκουλα επί της γης δεν είναι παρά η κινητήρια δύναμη της ανταγωνιστικότητας από τη μεριά του κράτους, της τοπικής διοίκησης και βεβαίως του ιδιωτικού κεφαλαίου. Όπως περιγράφει ο Ed Soja:
«Η μεγέθυνση του FIRE (finance, insurance, real estate), δηλαδή του χρηματοπιστωτικού και ασφαλιστικού τομέα και της αγοράς ακινήτων, ήταν το καύσιμο για την εμφάνιση του Los Angeles, ως βασικού ανταγωνιστή της τριανδρίας του Τόκυο, του Λονδίνου και της Νέας Υόρκης, για την κορυφή στην παγκόσμια ιεραρχία των “πρωτευουσών του κεφαλαίου”»[xliv].
Σε αυτά τα πλαίσια, οι επενδύσεις με ρίσκο και οι φούσκες, έγιναν βασικός μοχλός στην κατασκευή. Αυτό, δεν είναι ανεξάρτητο και με ευρύτερες πολιτιστικές μεταβολές που συντελέστηκαν την ίδια περίοδο.
Β.6. ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΣΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Η υπέρβαση της μοντέρνας πόλης, που αναφέρθηκε παραπάνω, δεν καθορίζεται μονάχα από τις οικονομικές και πολιτικές αλλαγές, αλλά και από την υπέρβαση του μοντερνισμού, σε επίπεδο θεωρίας και σχεδιαστικής πρακτικής, προς τη «μεταμοντέρνα» πόλη και αρχιτεκτονική. Δεν είναι αντικείμενο της εργασίας, η μελέτη των αισθητικών και αρχιτεκτονικών ρευμάτων της μετανεωτερικότητας. Άλλωστε συντάσσομαι με τον Jameson που υποστηρίζει ότι:
«…η έννοια του μεταμοντέρνου… είναι ιστορική μάλλον παρά απλώς αισθητική. Αξίζει να επιμείνουμε ιδιαίτερα στη ριζική διάκριση μεταξύ των δύο απόψεων: για τη μία άποψη, το μεταμοντέρνο είναι ένα (προαιρετικό) στυλ ανάμεσα σε πολλά άλλα διαθέσιμα ενώ η δεύτερη θέλει να το συλλάβει ως πολιτιστική δεσπόζουσα της λογικής του ύστερου καπιταλισμού. Οι δύο απόψεις οδηγούν λοιπόν σε δύο πολύ διαφορετικούς τρόπους σύλληψης του φαινομένου στο σύνολο του: από τη μια πλευρά έχουμε ηθικού τύπου κρίσεις (θετικές ή αρνητικές, αδιάφορο) και από την άλλη μια πραγματικά διαλεκτική προσπάθεια να σκεφτούμε το παρόν μας μέσα στον ιστορικό χρόνο»[xlv].
Θεωρώντας την μεταμοντέρνα αρχιτεκτονική ως την κυρίαρχη αρχιτεκτονική έκφραση των τελευταίων δεκαετιών, θα παρουσιάσω κάποιες σκέψεις, ή καλύτερα καταστάσεις, πάνω στις οποίες βασίζω την πεποίθηση ότι η σύγχρονη αρχιτεκτονική σχετίζεται με την κατασκευαστική κερδοσκοπία και την φούσκα των ακινήτων.
Οι αρχιτέκτονες δεν καθορίζουν τους παράγοντες που γεννούν την εικόνα των πόλεων, μπορούν ωστόσο να επηρεάσουν την χωρική αποτύπωση πολιτικών και οικονομικών πολιτικών. Μπορεί να μην είναι υπαίτιοι, σίγουρα όμως είναι συμμέτοχοι. Αφού θα ήταν λάθος, ή «η χυδαία περιβαλλοντική αιτιοκρατία», «η επίρριψη ευθύνης για τα κοινωνικά δεινά στη φυσική μορφή»[xlvi], κατηγορώ την μεταμοντέρνα αρχιτεκτονική για την σύγχρονη αστική πραγματικότητα, ούτε περισσότερο, ούτε λιγότερο από ότι το μοντέρνο κίνημα για τα αδιέξοδα των μοντέρνων πόλεων. Η μοντέρνα αρχιτεκτονική, ή καλύτερα μια εκδοχή της, χρησιμοποιήθηκε από την εξουσία για την δημιουργία των μουντών και άψυχων αστικών κέντρων, των μπλοκ κατοικιών, των μεγάρων της κρατικής εξουσίας καθώς και τον εξανδραποδισμό των «σκοτεινών» περιοχών.
Ακόμα περισσότερο, όμως, η μεταμοντέρνα στροφή, με τα πολυτελή κελύφη των θεών της αγοράς, με την κυριαρχία της μορφής και την παραίτηση από την αναζήτηση συνολικών λύσεων, στρατεύεται, εκούσια ή ακούσια, στα κελεύσματα της ελεύθερης αγοράς, του νεοφιλελευθερισμού και του χρηματιστηριακού κεφαλαίου. Όπως η μοντέρνα αρχιτεκτονική αποθέωσε σχεδιαστικά τους «αυτοκράτορες» του κρατικομονωπολιακού καπιταλισμού, το κράτος και τη βιομηχανία, έτσι η μεταμοντέρνα, τη «νέα αυτοκρατορία» της αγοράς.
Στην αρχιτεκτονική, το τέλος του μοντερνισμού σύμφωνα με τον Charles Jencks, χρονολογείται στις 15 Ιουλίου του 1972, όταν το σύμπλεγμα κατοικιών Pruitt- Igoe στο Σεντ Λούις, που σχεδιάστηκε από τον Le Corbusier, κατεδαφίστηκε ως μη κατοικήσιμο περιβάλλον για τους ανθρώπους που στέγαζε. Μέσα στην ίδια δεκαετία οι Robert Venturi, Steven Izenour και Denise Scott Brown θα εκδώσουν το «Learning From Las Vegas», στο οποίο θα διατυπώσουν την έλξη τους από την «λαϊκή» αρχιτεκτονική της πόλης αυτής που εκφράζεται τόσο στα μεγάλα εμπορικά της κτίρια όσο και στις μεσοαστικές κατοικίες. Ένας από τους πρώτους μεταμοντερνιστές αρχιτέκτονες ο Aldo Rossi θα υποστηρίξει σε αντίθεση με την παρότρυνση του μοντερνιστή Burnham για μεγάλα σχέδια: «Σε τι λοιπόν θα μπορούσα να προσβλέπω στο επάγγελμά μου; Σίγουρα σε μικρά πράγματα, αφού είδαμε ότι η δυνατότητα για μεγάλα αποπέμφθηκε από την ιστορία»[xlvii]. Αυτή η θέση θα καθορίσει το πέρασμα από τον ολοκληρωμένο πολεοδομικό σχεδιασμό του Κράτους Πρόνοιας στη λογική του Αστικού Σχεδιασμού της Νέας Οικονομίας[xlviii]. Τα κέντρα των Παγκόσμιων Πόλεων, που οφείλουν να επιδεικνύουν δύναμη και πλούτο στα πλαίσια του διεθνούς ανταγωνισμού, θα υποδεχτούν μερικά από τα πιο γνωστά κτίρια της σύγχρονης αρχιτεκτονικής. Οι υπεραγορές, τα θεματικά πάρκα και οι νέες Disneyland, τα clusters του πολιτισμού και της τέχνης και οι αστικές αναπλάσεις, θα διαμορφώσουν μια «αρχιτεκτονική του θεάματος, με τα χαρακτηριστικά της επιφανειακής λάμψης και της παροδικής συμμετοχικής ευχαρίστησης»[xlix].
Αυτή είναι η μια όψη της πόλης. Η πλούσια και φανταχτερή. Η άλλη, είναι η πόλη της ανεργίας, του αποκλεισμού και της εγκληματικότητας. Σε αυτή την πόλη επίσης έχει παρέλθει ο μοντερνισμός. Μόνο που το μοντερνιστικό δόγμα «Form Follows Function» (η μορφή ακολουθεί τη λειτουργία), αντικαθίσταται από το «Form Follows Fear» (η μορφή ακολουθεί το φόβο). Είναι τότε που ο Frank Gehry εμφανίζεται ως Dirty Harry[l] και η αρχιτεκτονική παραδίνεται στην υπηρεσία της εξουσίας, του ελέγχου και της καταστολής.
Η μεταμοντέρνα αρχιτεκτονική συνδέθηκε με το οικοδόμημα του ύστερου καπιταλισμού, και έτσι η τωρινή κρίση, δεν μπορεί παρά να την κλονίσει, όπως έγινε και με το μοντέρνο κίνημα τη δεκαετία του 1970. Θα φανεί στο μέλλον αν κάτι νέο θα φανεί, που θα αναγγείλει μια νέα εποχή, όπως ήταν η προωθητική δύναμη του «ηρωικού» μοντερνισμού του μεσοπολέμου. Προς το παρόν, η κρίση αφήνει έρημα, κτίρια γραφείων και κατοικιών, παραδείγματα της νέας αρχιτεκτονικής και της χρηματοπιστωτικής κερδοσκοπίας στο real estate. Όμως υπάρχει καμία πιο θλιβερή αντίθεση; Την ίδια στιγμή που εκατομμύρια άστεγοι παλεύουν για την επιβίωση τους, τεράστια κτίσματα μένουν κελύφη κενά, όπως «τα νέα ερείπια της Μεγάλης Βρετανίας»[li] για τα οποία μιλάει ο Owen Hatherley. Δείγματα της κατασκευαστικής φούσκας, που για να λάβει χώρα έπρεπε να πατήσει πάνω σε ένα ολόκληρο ιδεολογικό οικοδόμημα.
Β.7.ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΕΝΔΥΣΗ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ – Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΩΝ ΣΤΟ ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ
Το Δεκέμβρη του 2006, ένα χρόνο μετά από την εξέγερση στα γαλλικά προάστια, ο υπουργός εσωτερικών της Γαλλίας, Νικολά Σαρκοζύ θα δηλώσει την επιθυμία του να κάνει την πατρίδα του «χώρα των ιδιοκτητών (pays de propriétaires), καθώς η ιδιοκτησία είναι ένα στοιχείο σταθερότητας της Δημοκρατίας και του Έθνους». Λίγους μήνες αργότερα, θα αναλάβει την προεδρία της χώρας, με βασικό σύνθημα των υποστηρικτών του στην προεκλογική εκστρατεία το «tous proprio avec Sarko», «όλοι ιδιοκτήτες με το Σαρκοζύ». Στα τέλη του 21ου αιώνα, αυτά τα δύο στιγμιότυπα θα συμπυκνώσουν ολόκληρη την αστική στρατηγική για το ζήτημα της κατοικίας από την γέννηση του καπιταλιστικού συστήματος.
Ο Φρίντριχ Ένγκελς, ήδη από το 1872, στη μελέτη του «Για το ζήτημα της κατοικίας» θα επιτεθεί στην απάντηση που έδινε η αστική τάξη αλλά και ο πρώιμος αναρχισμός του Προυντόν στο ζήτημα της στέγασης της εργατικής τάξης μέσω της ιδιοκτησίας, η οποία μάλιστα από τότε συνδεόταν με το δανεισμό, τους τόκους και τις δόσεις.
«Με αυτό τον τρόπο, αναγκάζονται οι εργάτες, για να αποκτήσουν αυτές τις κατοικίες, να συνάψουν βαριά υποθηκικά χρέη και γίνονται στα σωστά σκλάβοι των αφεντικών τους που τους ταΐζουν. Καθηλώνονται στα σπίτια τους, δε μπορούν να φύγουν και είναι αναγκασμένοι να δέχονται κάθε όρο εργασίας που τους επιβάλλουν»[lii].
Η προώθηση της αγοράς κατοικίας από τους εργαζόμενους ήταν πάντοτε στόχος της αστικής τάξης, τόσο γιατί με αυτό τον τρόπο συγκέντρωνε κέρδη όσο και γιατί ήταν βασικός παράγοντας καθυπόταξης και αποφυγής συγκρούσεων. Άλλωστε, πάντοτε η αγορά κατοικίας συνοδευόταν με δανεισμό, αφού ποτέ οι τιμές των ακινήτων δεν ήταν κοντά στα εισοδήματα των εργαζομένων. Από το 19ο αιώνα μέχρι και το μεσοπόλεμο, η εργατική κατοικία θα γίνει αντικείμενο ζωηρού ενδιαφέροντος, από φορείς διαφορετικών συμφερόντων και στοχεύσεων. Στις περισσότερες των περιπτώσεων οι λύσεις συνέκλιναν στην προοπτική της ιδιοκατοίκησης και του δανεισμού[liii].
Η ιδιοκτησία αποτελεί τη βάση του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, την ανώτερη αξία του. Σύμφωνα με το ιδεολογικό οικοδόμημα των κυρίαρχων τάξεων, μέσα από την απόκτηση ιδιοκτησίας, επιτυγχάνεται η ένταξη και των πιο φτωχών στο σύστημα. Οι ταξικές διαιρέσεις αναιρούνται προς ένα σύνολο ιδιοκτητών που αναζητά τις ευκαιρίες του για ανέλιξη. Έτσι όλοι, ακόμα και οι πιο αδύναμοι ενσωματώνονται. Όπως χαρακτηριστικά διατύπωσε η Εθνική Επιτροπή για τα Αστικά Προβλήματα, στις ΗΠΑ «η ιδιοκτησία κατοικίας ενθαρρύνει την κοινωνική σταθερότητα και την χρηματιστική ευθύνη. Δίνει στον ιδιοκτήτη μια χρηματοδοτική συμμετοχή στην κοινωνία… Βοηθά για να εξαλειφθεί η ψυχολογία του “αποξενωμένου ενοικιαστή”.»[liv]
Αυτή η λογική κορυφώνεται στον ύστερο καπιταλισμό, ωστόσο σαφώς προϋπάρχει αυτού. Υπάρχει όμως μια ειδοποιός διαφορά. Οι κοινωνικές κατακτήσεις κατά την κεϋνσιανή ρύθμιση, έφεραν μια έντονη δραστηριότητα του κράτους και την υιοθέτηση μιας στεγαστικής πολιτικής. Από αυτήν, εκατομμύρια εργαζόμενοι και άνεργοι, των χαμηλότερων κοινωνικά στρωμάτων, βρήκαν στέγη δωρεάν ή αρκετά φθηνή. Η ιδιοκατοίκηση, παρότι εκτινάχθηκε, αφορούσε κυρίως μεσαία στρώματα ή τα κομμάτια της εργατικής τάξης με σταθερή απασχόληση. Η χρηματοδότηση της ήταν μέσα από μακροχρόνια δάνεια με σταθερό και σχετικά χαμηλό επιτόκιο. Αυτό, παρότι οδήγησε στην αιώνια χρέωση των νοικοκυριών, διατήρησε μια σταθερότητα, για τις οικογένειες, την κίνηση του real estate και τις εθνικές τράπεζες. Στις ΗΠΑ, η έκρηξη των προαστίων ήταν το αποτέλεσμα. Το μοντέλο της ιδιόκτητης μονοκατοικίας στα προάστια, με κήπο και γκαράζ, έγινε η απεικόνιση του αμερικάνικου ονείρου, το οποίο σε μεγάλο βαθμό έγινε προσιτό για αρκετές λευκές οικογένειες. «Το προσωπικό κίνητρο για ιδιοκτησία κατοικίας έγινε πιο συχνά κοινωνικό παρά οικονομικό»[lv].
Τα πράγματα αλλάζουν μετά τη δεκαετία του 1970. Οι μεταβολές που έχουν περιγραφεί παραπάνω οδήγησαν σε ένα τεράστιο πληθυσμό σε αναζήτηση στέγης, με πολύ χαμηλά ή και μηδαμινά εισοδήματα, και δίχως την κοινωνική πολιτική στέγασης. Αυτός ο πληθυσμός έγινε το υποκείμενο μιας νέας ιδεολογικής εκστρατείας. Στις διαφημίσεις των τραπεζών και της κτηματαγοράς εμφανίζονται όλο και περισσότερο φιγούρες που μέχρι πρότινος βρίσκονταν στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής και του marketing. Οικογένειες μαύρων, μειονότητες, ανύπαντρες μητέρες, ηλικιωμένοι, άτομα με ειδικές ανάγκες. Πλέον το αμερικάνικο όνειρο, ή η ευρωπαϊκή εκδοχή του, μπορεί να γίνει προνόμιο όλων. Πώς, όμως αφού τα εισοδήματα είναι χαμηλά και η ανεργία καλπάζει; Με δανεισμό, με ενυπόθηκα δάνεια, με νέες υποθήκες πάνω στις παλιές, με μόχλευση και κίνητρα από επενδυτές και αγοραστές δανείων. Και πλέον χωρίς τους ελέγχους που έκαναν οι τράπεζες για τη χορήγηση δανείων. Αλλά με δάνεια ελεύθερα για όλους. Τι κι αν τα δάνεια αυτά είχαν, στα ψιλά γράμματα, ρυθμίσεις που επέτρεπαν το επιτόκιο να κυμαίνεται κατά βούληση; Πώς να σταματήσει κανείς τους απελπισμένους από τη νεοφιλελεύθερη πολιτική από το να αποκτήσουν στέγη; Και ακόμα περισσότερο, όταν η απόκτηση κατοικίας τους υπόσχεται την είσοδο στην ομάδα των προνομιούχων, των ενταγμένων σε αυτή την κοινωνία. Να λοιπόν πώς επενδύθηκε ιδεολογικά η φούσκα των ακινήτων.
Θα ήταν λάθος ο μισός τίτλος του κομματιού αυτού, δηλαδή η είσοδος των φτωχών στο προσκήνιο, να αναφέρεται μονάχα στη σχέση αυτών με το κατασκευαστικό και τραπεζικό κεφάλαιο. Με μια έννοια, οι φτωχοί έμπαιναν πάντοτε επιθετικά στο προσκήνιο με εξεγερτικά γεγονότα, κάτι που δεν θα μπορούσε να είναι πιο επίκαιρο, αφού την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές ο Χοσνι Μουμπάρακ παραιτήθηκε από την ηγεσία της Αιγύπτου. Είναι πραγματικότητα, ότι τα τελευταία χρόνια, το ζήτημα της διαχείρισης της τεράστιας φτώχειας έγινε μείζον. Σε αυτό συγκαταλέγονται άκρως διαφορετικά στοιχεία. Μορφές αξιοποίησης των φτωχών προς νέα υπερεκμετάλλευση, όπως φρονώ ότι έγινε με τα στεγαστικά δάνεια. Πολιτικές παγκόσμιων οργανισμών για την εξάλειψη της φτώχειας, που μπορεί να έχουν τη μορφή υποκριτικού επιστεγάσματος της νεοφιλελεύθερης πολιτικής μπροστά στο φόβο ανεξέλεγκτων αντιδράσεων ή και κλασικού αστικού φιλανθρωπισμού που, όπως έλεγε o Walter Benjamin, «διατηρούσε πάντοτε την κρυφή στάση της ταξικής πάλης»[lvi]. Ακόμα και πρωτότυπες μορφές ενίσχυσης της παραγωγικής και συνεταιριστικής δράσης των φτωχών μέσα από τράπεζες με μικρά δάνεια χαμηλών επιτοκίων όπως η πρωτοβουλία του Muhammad Yunus. Είναι φανερό ότι πρόκειται για πολύ διαφορετικές περιπτώσεις, που θα τους αναλογούσε διαφοροποιημένη κριτική, οι οποίες ποικίλουν ανάλογα και με το στόχο, τη λογική και τις μεθόδους τους. Κάτι τέτοιο όμως δεν είναι αντικείμενο αυτής της εργασίας
Γ.Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΦΟΥΣΚΑΣ
Όλα όσα περιγράφηκαν παραπάνω, επιχειρούν να δώσουν μια συνολική οπτική των ευρύτερων αιτιών που οδήγησαν στη δημιουργία και την έκρηξη της φούσκας των ακινήτων. Η θέση που διατυπώθηκε ήταν ότι ένα ευρύτερο σύνολο συνθηκών, συνδεδεμένο με τις οικονομικές, πολιτικές και πολιτιστικές συνιστώσες του σύγχρονου καπιταλισμού συνέδραμε στη γιγάντωση της κτηματαγοράς. Και ότι αυτή η γιγάντωση ήταν δομικά ασταθής καθώς δεν πατούσε σε πραγματική άνοδο των εισοδημάτων και κατανομή του πλούτου αλλά στο δανεισμό, το φανταστικό χρήμα και την συνεχιζόμενη διεύρυνση του χάσματος μεταξύ πλουσίων και φτωχών. Η παρατήρηση μερικών πιο ειδικών στοιχείων σχετικά με την κατασκευαστική φούσκα, εντάσσεται στην λογική αυτή. Μια συνολική και εξειδικευμένη μελέτη, θα απαιτούσε πολλές σελίδες και οικονομικές γνώσεις. Ωστόσο, μια συνοπτική παρουσίαση καθίσταται αναγκαία.
Το 2007, εκρήγνυται η φούσκα, μετά από μια πενταετία ανόδου της αγοράς ακινήτων, που είχε ακολουθήσει την κρίση των αρχών του 2000. Θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει ότι δεν ήταν παρά ένα ακόμα επεισόδιο στα συνεχή σκαμπανεβάσματα, που συνηθίζει η σύγχρονη οικονομία, αλλά δυστυχώς θα αποδεικνυόταν αφελής αισιοδοξία. Γιατί
«…η φούσκα που δημιούργησε την πιστωτική κρίση του 2007 βασίζεται όχι μόνο- η ακόμα και βασικά- στην αγορά κατοικίας, αλλά στο ίδιο το χρηματιστικό σύστημα. Η κρίση πυροδοτήθηκε όχι μόνο από το μέγεθος της φούσκας του χρέους αλλά και από τις μορφές του. Στις συνηθισμένες κρίσεις υπερδανεισμού, όταν οι τράπεζες καταλήγουν με μη εκτελέσιμα δάνεια, η τοποθεσία και το μέγεθος των προβλημάτων μπορεί να αναγνωριστεί χωρίς μεγάλη δυσκολία»[lvii].
Κάτι που δεν μπορούσε να συμβεί τώρα. Διότι το σύστημα που οικοδομήθηκε και ανδρώθηκε τη δεκαετία του 2000 ήταν πολύ πιο σύνθετο, πολύ πιο κερδοσκοπικό και διέσπειρε το ρίσκο από τον υπέρογκο δανεισμό στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Βέβαια, η βάση είχε δοθεί από νωρίτερα, με νόμους όπως την Community Reinvestment Act, του 1977, που έδινε κίνητρα για δανεισμό σε υποψηφίους χαμηλών εισοδημάτων, την Deregulation and Monetary Control Act, του 1980, που επέτρεπε τα υψηλότερα επιτόκια για τους πιο «επικίνδυνους» δανειολήπτες και την Alternative Mortgage Transaction Parity Act, του 1982, που Ξεκίνησε έτσι μια διαδικασία υπερχρέωσης των νοικοκυριών που εκτίναξε το μέσο ποσοστό χρεών από τα 40.000 δολάρια το 1980, στα 130.000 δολάρια, ανά οικογένεια, σήμερα. Κατά τη δεκαετία του 1990 ήταν ήδη εμφανή τα οφέλη του χρηματοπιστωτικού τομέα.
«Καθώς η δεκαετία πλησίαζε προς το τέλος της και η φούσκα του χρηματιστηρίου έφτανε στο ζενίθ της η εκκολαπτόμενη άνοδος της αγοράς ακινήτων πρόσφερε στον χρηματοπιστωτικό τομέα άλλο ένα τεράστιο άκρως προσοδοφόρο πεδίο δράσης. Στην περίοδο 1994-2000, τα κέρδη του χρηματοπιστωτικού τομέα διπλασιάστηκαν. Καθώς την ίδια περίοδο τα κέρδη του μη χρηματοπιστωτικού επιχειρηματικού τομέα αυξήθηκαν μόλις κατά 30%, τα κέρδη του χρηματοπιστωτικού τομέα ως ποσοστό του συνόλου των επιχειρηματικών κερδών σκαρφάλωσαν από το 23% στο 39% αντιστοιχώντας έτσι στο 74% της συνολικής αύξησης των επιχειρηματικών κερδών εκείνης της περιόδου»[lviii].
Αρχικά αυτή η ανάπτυξη στηρίχθηκε από τους εργαζόμενους με μόνιμη απασχόληση, αλλά έδειξε ήδη, στις αρχές της νέας χιλιετίας, κόπωση. Έπρεπε να επεκταθεί και στα ακόμα χαμηλότερα κομμάτια της κοινωνίας. Έτσι στις αρχές του 2000 άρχισε η μεγάλη πτώση των επιτοκίων, μέχρι το ιστορικό 1%, το 2003, με στόχο την τόνωση της αγοραστικής ικανότητας, αλλά και η ταχύτατη διάδοση των sub – prime δανείων. Αυτά παρέχονται σε υποψήφιους που έχουν χαμηλή πιστοληπτική ικανότητα και δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για σύναψη δανείου με ευνοϊκούς όρους. Οι συνήθεις ρυθμίσεις τους είναι η άμεση καταβολή των δανεικών με κυμαινόμενο επιτόκιο που στην αρχή είναι χαμηλό και στα επόμενα χρόνια εκτινάσσεται. Τις περισσότερες φορές, μάλιστα, στην προσπάθεια να γίνουν τα δάνεια πιο ελκυστικά έδιναν τη δυνατότητα, στο δανειολήπτη να πληρώνει τα πρώτα χρόνια μόνο τους τόκους. Είναι μια σύμβαση· άτομα με χαμηλό ή και μηδαμινό εισόδημα που δεν θα γίνονταν δεκτά, τώρα προμηθεύονται χρήμα, με δυσμενείς όρους αφού οι δανειστές παίρνουν το ρίσκο. Η πιο συχνή περίπτωση ήταν τα ενυπόθηκα δάνεια. Μάλιστα, τα sub primes, δεν παρέχονταν μόνο στους οικονομικά ασθενέστερους αλλά και σε ομάδες που θα μπορούσαν με βάση το εισόδημα τους να προαχθούν σε καλύτερο επίπεδο δανεισμού, ωστόσο προσέκρουαν σε τοίχος λόγω της ηλικίας, του τόπου κατοικίας, της οικογενειακής κατάστασης, της φυλής και του φύλου[lix]. Στις ΗΠΑ, το 2006, την τελευταία χρονιά πριν την κρίση, το 13,5% των συνολικών κεφαλαίων της αγοράς νέων ενυπόθηκων δανείων που συνάφθηκαν χαρακτηριζόταν ως sub-prime, και στο τέλος της χρονιάς το 20% των συνολικών στεγαστικών δανείων (600 δις στα 3 τρις δολάρια) ήταν από sub – prime δάνεια.
Τα δάνεια αυτά ήταν μια από τις καινοτομίες των «σκιωδών» (shadow) συναλλαγών που επιδόθηκε ο χρηματιστικός και τραπεζιτικός τομέας τη δεκαετία του 2000. Δημιουργήθηκαν άπειρα νέα υποπροϊόντα και οχήματα που θα ενίσχυαν τις επενδύσεις και το χρήμα, τόσο το φανταστικό όσο και το πραγματικό που κατέληγε στις τσέπες των χρηματιστών και των επενδυτών. Ενισχύθηκε η δευτερεύουσα αγορά (secondary market) των χρηματιστικών παραγώγων. Σε αυτή την over the counter αγορά, μη οργανωμένη και χωρίς κανόνες, το αντικείμενο δεν ήταν πραγματικές συναλλαγές, αλλά τιτλοποιημένα πακέτα χρηματιστικών παραγώγων. Μερικά από αυτά τα παράγωγα προήλθαν από το πακετάρισμα δανείων υψηλού ρίσκου και τη δημιουργία των, γνωστών στην Ελλάδα, δομημένων ομολόγων. Πολλά δάνεια μαζί, υψηλού ή χαμηλότερου ρίσκου, μετατρέπονταν σε ένα συνολικό τιτλοποιημένο προϊόν το οποίο ήταν προς πώληση. Τυπικό παράδειγμα τέτοιου πακέτου είναι τα CDOs (Collateralized Debt Obligations- Εξασφαλισμένες Δανειακές Υποχρεώσεις) που η αξία τους προέρχεται από την αποπληρωμή των ενυπόθηκων δανείων. Τα προϊόντα αυτά, κρίνονταν ως προς την πιστοληπτική ικανότητα τους, από τους οίκους αξιολόγησης όπως τον Moody΄s και τον Standard & Poor’s, οι οποίοι, έναντι αδράς αμοιβής, έβαζαν τα τρία Α, χαρακτηρίζοντας τα ως ασφαλή. Τεράστιες επενδυτικές τράπεζες όπως οι Lehmann Brothers, διαχειρίστηκαν τρισεκατομμύρια δολάρια και ευρώ, μέσα από την αγοραπωλησία τέτοιων παραγώγων σε ένα άκρατο κερδοσκοπικό παιχνίδι μέσα στα κυμαινόμενα επιτόκια και τις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Στο ίδιο παιχνίδι που εντάσσονται ημιδημόσια ιδρύματα όπως η Fannie Mae, ο Ομοσπονδιακός Εθνικός Σύνδεσμος Υποθηκών των ΗΠΑ, τα hedge funds- επενδυτικά ταμεία- και τα ασφαλιστικά ταμεία. Το πιο σημαντικό αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι η διασπορά του κινδύνου για μη εξόφληση των επισφαλών δανείων, μέσα από την αγοραπωλησία των παραγώγων, σε ένα ευρύ φάσμα επενδυτών και ιδρυμάτων.
Το σύστημα αυτό λειτούργησε με επιτάχυνση, την πενταετία 2002 με 2007, κάνοντας το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να μιλάει για «ένα κόσμο με κύματα πλεονάζουσας ρευστότητας»[lx]. Αυτό που συντηρούσε αυτή την πραγματικότητα ήταν ο δανεισμός τόσο των αγοραστών κατοικίας όσο και των κατασκευαστών. «Τα χρηματιστικά ιδρύματα συλλογικά ήλεγχαν τόσο την προσφορά, όσο και τη ζήτηση για κατοικία!»[lxi]. Έτσι, η ανοδική κούρσα των τιμών των ακινήτων, συνεχίστηκε, φτάνοντας κάθε χρόνο σε νέα ρεκόρ. Ενώ η μέση τιμή για την αγορά μιας κατοικίας, στις ΗΠΑ, το 1963, ήταν 19.300 δολάρια, το 2002 είχε φτάσει τα 228.700 για να εκτιναχθεί μέχρι το 2007, στις 313.600. Σε ορισμένες, μάλιστα περιοχές, όπως οι νότιες ακτές των ΗΠΑ, κομμάτια της Αγγλίας και της Ισπανίας, της Αθήνας κ.α., οι αυξήσεις αυτές είναι ακόμα πιο έντονες. Κατά την ίδια περίοδο, στις περισσότερες χώρες της Δύσης, οι μισθοί μένουν στάσιμοι, ή αυξάνονται κάτω του πληθωρισμού, και η ανεργία αυξάνεται. Αυτό που αυξάνεται, με τον τρόπο που περιγράψαμε, είναι το ποσοστό ιδιοκτησίας κατοικιών που στις ΗΠΑ πλησιάζει το 70%, ενώ για παράδειγμα στην Ελβετία είναι μόλις 22%.
Γίνεται κατανοητό ότι το σύμπλεγμα του χρηματοπιστωτικού τομέα είναι αρκετά σύνθετο και μόνο μερικώς μπορεί να γίνει κατανοητό, εδώ. Άλλωστε τα μεγαλύτερα μυαλά του πλανήτη, συνεργάστηκαν για να φτιάξουν το σύγχρονο οικοδόμημα της Wall Street και να εφεύρουν απίστευτους τρόπους κερδοφορίας, η βαθιά γνώση των οποίων είναι προσόν που μπορεί να οδηγήσει σε αμύθητα κέρδη. Εξ άλλου, ο George Soros, διάσημος τραπεζίτης, κέρδισε το 1993, μέσα σε μια νύχτα, ένα δισεκατομμύριο δολάρια κερδοσκοπώντας επί της αγγλικής λίρας[lxii]. Όλο αυτό το σύνθετο δημιούργημα, όμως, είχε τρομερά ασταθή θεμέλια ή ακόμα καλύτερα ήταν θεμελιακά ασταθές. Καθοριζόταν αποκλειστικά στη συνεχιζόμενη πληρωμή των δανείων, ακόμα και των εξαιρετικά ριψοκίνδυνων sub- primes. Στηριζόταν σε μια ανυπέρβλητη αντίθεση. Από τη μια μεριά τα εισοδήματα θα πέφτουν συνεχώς και η ανεργία θα θερίζει και από την άλλη, όλο και μεγαλύτερα χρέη θα πρέπει να ξεπληρώνονται. Διότι μπορεί η αγορά να πιέζει τους ανθρώπους να δανειστούν. Μπορεί να τους «πιέσει για να ξοδέψουν περισσότερο από ότι μπορούν σε σχέση με άλλες ανάγκες τους. Δεν μπορεί όμως να τους πιέσει να πληρώσουν περισσότερο από ότι έχουν»[lxiii]. Και, αργά ή γρήγορα, θα αποδεικνυόταν αυτό που πολλοί προειδοποιούσαν καιρό. Ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός.
Δ. Η ΕΚΡΗΞΗ ΤΗΣ ΦΟΥΣΚΑΣ ΤΟΥ 2007 ΚΑΙ Η ΠΥΡΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΚΡΙΣΗΣ
Η αναγνώριση ότι μια μεγάλη κρίση είναι θέμα χρόνου να εκδηλωθεί, δεν κάνει τελικά τη στιγμή της εκδήλωσης της λιγότερο συνταρακτική. Είναι πραγματικότητα, ότι πλήθος αναλυτών, διαφορετικών αποχρώσεων και πεποιθήσεων, είχαν επισημάνει την τεράστια αστάθεια της αγοράς κατοικίας και ολόκληρου του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Για παράδειγμα, ο Robert Brenner, σε ένα σημαντικό άρθρο του[lxiv] στο New Left αμερικάνικης οικονομίας, βρίσκεται σε μια νέα έκρηξη ή μια νέα φούσκα. Παρά τις προβλέψεις, κάθε γεγονός όταν εκδηλώνεται, είναι πρωτότυπο και η εστίαση στις ειδικές μορφές που παίρνει είναι αρκετά διαφωτιστική.
Στις αρχές του 2007, αρχίζουν να εμφανίζονται έντονα σημάδια δυσλειτουργίας του κύκλου λειτουργίας του συστήματος. Αυξήθηκε το ποσοστό των καθυστερούμενων πάνω από 60 μέρες δανείων σε 13%, αυξημένο κατά 60% από την περσινή χρονιά. Εκτινάχθηκε το ποσοστό των δανείων που αδυνατούσαν να ανικανότητας αποπληρωμής δανείου πάντοτε υπήρχε. Ωστόσο, από το 1985 μέχρι το 2006, παρότι αυξάνονταν κατά καιρούς, δεν ξεπερνούσε ποτέ το όριο του 0,5% των συνολικών δανείων, ένα ποσοστό που δεν δημιουργούσε προβλήματα στην αγορά, αφού τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έπαιρναν στα χέρια τους τα ακίνητα και τα μεταπωλούσαν, συνήθως με υψηλότερες τιμές, μέσα σε μια αναπτυσσόμενη κτηματαγορά. Στην πραγματικότητα, οι αρπακτικές χρηματιστικές μέθοδοι ωφελούνται από την μεμονωμένο ή περιορισμένο δράμα φτωχών οικογενειών, αλλά μπλοκάρουν στην περίπτωση της μαζικής διάλυσης. Όταν λοιπόν αυτό το ποσοστό διπλασιάστηκε, φτάνοντας το 1% των συνολικών δανείων, τότε τα προβλήματα ήταν έντονα. Θορυβημένος ο οίκος Moody’s που όλο αυτό το διάστημα, υπερασπιζόταν την ασφάλεια των ενυπόθηκων δανείων, ανακοινώνει το 2006 ότι το ποσοστό των επισφαλών δανείων πέντε μήνες μετά την έκδοσή τους, διπλασιάστηκε στο 4%. Και τα χειρότερα έμελλε να έρθουν.
Γιατί, δεν μπορούσαν όλα να κυλούν ομαλά και άρχισαν οι αναταράξεις το 2006; Διότι, αυτή ακριβώς ήταν η λογική των δανείων που συνάφθηκαν, μια πραγματικά βάρβαρη και αρπακτική πολιτική. Μετά το πρώτο διάστημα, των ευνοϊκών ρυθμίσεων, ξεκίνησε ένα πρωτοφανές ράλι ανόδου των επιτοκίων. Ας δούμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα:
«Ο κύριος Jordan, 79 ετών, κάτοικος του Brooklyn της Νέας Υόρκης… είδε τη χρηματοδότηση που είχε πάρει για να καλύψει ένα δάνειο από πιστωτική κάρτα 30.000$ να καταλήγει με ένα δάνειο αναχρηματοδότησης 350.000$. Το επιτόκιο, αρχικά 1%, εκτινάχθηκε σε πάνω 8% σε ένα μήνα και οι πληρωμές μαζί του»[lxv].
Πόσες ακόμα ευκαιρίες να βρεθούν για σύναψη νέων δανείων; Είχαν χρησιμοποιηθεί όλες. Έτσι άρχισαν μαζικά οι πτωχεύσεις, και ως συνέπεια και οι κατασχέσεις. Αυτό έφερε αλυσιδωτές αντιδράσεις στην ήδη κορεσμένη αγορά κατοικίας με τις πωλήσεις νέων κατοικιών να μειώνονται, μαζί και με την αξία των ακινήτων. Όταν μειώνεται η αξία ενός ακινήτου, σε μια περιοχή που ένα- ένα τα σπίτια βάζουν ένα πωλητήριο από έξω, τότε μειώνεται και η οικονομική δυνατότητα ακόμα και των μεσαίων λευκών οικογενειών που κατάφερναν να ξεπληρώνουν τα δάνεια, η αξία της υποθήκης. Ξεκινά ένας δεύτερος κύκλος παύσης πληρωμών των δανείων, από οικογένειες που δεν ήταν στη χειρότερη θέση και πλέον είτε δεν μπορούν να ανταποκριθούν είτε αρνούνται να πληρώνουν ένα δάνεια διπλάσιο και τριπλάσιο της αξίας της κατοικίας. Πλέον, το ρίσκο φαίνεται να έχει μετατραπεί σε ένα πραγματικό όλεθρο, πράγμα που αποθαρρύνει κομμάτια πληθυσμού που ήταν έξω από το παιχνίδι του δανεισμού να εμπλακούν και κάνει τις τράπεζες και τους επενδυτές πιο προσεκτικούς.
Από μια αντικειμενική ματιά, η κρίση είναι μια διαδικασία εξορθολογισμού της αγοράς κατοικίας[lxvi]. Το πρόβλημα, όμως είναι ότι αυτοί οι αντικειμενικοί νόμοι του καπιταλιστικού συστήματος, κρύβουν πίσω τους εκατομμύρια υποκειμενικές οικογενειακές τραγωδίες.
«Στο Κλήβελαντ, έμοιαζε με ένα “οικονομικό- Katrina” να έχει χτυπήσει την πόλη. Εγκαταλειμμένα και αμπαρωμένα σπίτια κυριαρχούν στο τοπίο σε φτωχές γειτονιές, κυρίως μαύρων. Στην Καλιφόρνια, οι δρόμοι ολόκληρων πόλεων, όπως το Στόκτον, ήταν επίσης καλυμμένοι με άδεια και εγκαταλειμμένα κτίρια, ενώ στη Φλόριντα και το Λας Βέγκας συγκροτήματα κατοικιών έστεκαν έρημα. Αυτοί που είχαν εξωθηθεί έπρεπε να βρουν στέγη αλλού: πόλεις με σκηνές άρχισαν να σχηματίζονται στην Καλιφόρνια και τη Φλόριντα. Αλλού, οικογένειες είτε συστεγάζονταν με φίλους και συγγενείς, είτε μετέτρεψαν στοιβαγμένα ξενοδοχεία σε μόνιμη κατοικία. Αυτοί που βρίσκονταν πίσω από τη χρηματοδότηση της καταστροφής των υποθηκών αρχικά έμειναν ανεπηρέαστοι. Τον Ιανουάριο του 2008, τα bonus στην Wall Street αθροιστικά ήταν 32 δις δολάρια, μόλις ένα κλάσμα λιγότερο από το σύνολο του 2007. Αυτή ήταν μια αξιοπρόσεχτη ανταμοιβή για τη διάλυση του παγκόσμιο χρηματοπιστωτικού συστήματος. Οι απώλειες αυτών που βρίσκονται στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας, περίπου ταίριαζαν με τα αφύσικα κέρδη των χρηματιστών της κορυφής.»[lxvii]
Η αδυναμία πληρωμής των δανείων, που συνδέεται με μια συνολική επιδείνωση της αγοραστικής ικανότητας, έκλεισε τη στρόφιγγα που έδινε ρευστότητα σε ολόκληρο το σύστημα, μπλόκαρε ολόκληρη η χρηματοοικονομική δραστηριότητα. Πλέον βρισκόμαστε σε μια χρηματοπιστωτική κρίση, όχι απλά σε ξεφούσκωμα της αγοράς κατοικίας. Η αγορά, με τα κύματα ρευστότητας των προηγούμενων χρόνων, στέκεται βρίσκεται τώρα παγωμένη. Οι μεσσίες του χρηματοπιστωτικού θριάμβου και της «σκιώδους» οικονομίας φαίνεται να μην μπορούν να εγγυηθούν για ένα μέλλον, που οδεύει προς ένα νέο κραχ, ή όπως λέει ένα σύγχρονο τραγούδι «οι από μηχανής θεοί αμήχανα κοιτάζουν»[lxviii]. Η μεταφορά της κρίσης γίνεται σχεδόν ακαριαία. Σαν συγκοινωνούντα δοχεία η κρίση ρευστότητας φτάνει στην δευτερογενή αγορά χρηματιστικών παραγώγων με τα πακέτα δανειακών υποχρεώσεων να μην τροφοδοτούνται με χρήμα, και έτσι να είναι αδύνατη η μεταπώληση τους. Μέχρι το Μάιο του 2007, 32 εταιρείες δανειστών στεγαστικών δανείων κλείνουν, χάνοντας τη βασική πηγή χρηματοδότησής τους[lxix]. Ως που φτάνουμε, στη σημαδιακή ημέρα, τη 15η του Σεπτέμβρη του 2008, όπου ο επενδυτικός κολοσσός, Lehman Brothers, κηρύττει πτώχευση, παγώνοντας ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Δεν μπορεί πλέον να κρυφτεί ότι βρισκόμαστε στην σοβαρότερη κρίση των τελευταίων δεκαετιών, και σύμφωνα με πολλούς, από το μεσοπόλεμο.
«Ανυποψίαστοι επενδυτές από όλο τον κόσμο, από συνταξιοδοτικά ταμεία, μικρές περιφερειακές ευρωπαϊκές τράπεζες και δημοτικές κυβερνήσεις από τη Νορβηγία μέχρι τη Φλόριντα, που είχαν δελεαστεί να επενδύσουν σε κοινοπραξίες από “υψηλά βαθμολογημένες” χρηματιστικές υποθήκες, έβρισκαν τους εαυτούς τους κατόχους άχρηστων κομματιών χαρτιού και ανίκανους να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους ή να πληρώσουν τους εργαζόμενούς τους»[lxx].
Κάτι έπρεπε να συμβεί. Αυτό, θα το έκαναν τα κράτη, που είχαν δύο επιλογές· να βγάλουν από την αμηχανία το χρηματοπιστωτικό τομέα, ή να βγάλουν από την απόγνωση τους εργαζόμενους. Όπως θα δούμε, επέλεξαν την πρώτη επιλογή.
Ε. Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΚΡΙΣΗ – THE POSITIVE FEEDBACK
Ο όρος positive feedback, ή ελληνιστί θετική ανάδραση ή ανατροφοδότηση, χρησιμοποιείται συχνά όταν για την αντιμετώπιση ενός προβλήματος, χρησιμοποιούνται τα ίδια τα γενεσιουργά στοιχεία του. Όπως περιγράφει ο Keesing, και χρησιμοποιεί η διάσημη ηλεκτρονική βιβλιοθήκη Wikipedia, «το Α παράγει περισσότερο Β το οποίο στη συνέχεια παράγει περισσότερο Α»[lxxi]. Αυτή η μέθοδος χρησιμοποιήθηκε από τις κυβερνήσεις των περισσότερων καπιταλιστικών κρατών, σαν απάντηση στην κρίση, που από κρίση στην αγορά κατοικίας είχε μεταφερθεί σε ολόκληρο τον χρηματοπιστωτικό τομέα. Όπως υποστηρίζεται σε ολόκληρη την εργασία, η κρίση βασίζεται στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές των τελευταίων χρόνων, στην ένταση της εκμετάλλευσης της εργασίας και την περικοπή των κοινωνικών παροχών, στη συρρίκνωση του κράτους και την ηγεμονία του τραπεζικού και χρηματοπιστωτικού τομέα και ειδικά των πιο σπεκουλαδόρων πρακτικών του, ως απάντηση στην πτώση της κερδοφορίας του βιομηχανικού κεφαλαίου. Ε, αυτές οι πολιτικές, μια προς μια και υψωμένες στο τετράγωνο, επιλέχθηκαν και ως απαντήσεις στην κρίση.
Στις 3 του Οκτώβρη του 2008, σε μια επεισοδιακή συνεδρίαση του αμερικάνικου κογκρέσου, εγκρίθηκε η, χωρίς όρους, χρηματοδότηση του χρηματοπιστωτικού τομέα των ΗΠΑ με 700δις δολάρια από τα κρατικά ταμεία, το γνωστό «σχέδιο Πόλσον», από το όνομα του υπουργού οικονομικών και πρώην προέδρου της τεράστιας επενδυτικής τράπεζας Goldman Sachs. Είχαν προηγηθεί αλλεπάλληλες, κρυφές και φανερές, διαδικασίες μέχρι να πειστούν τελικά οι εκπρόσωποι τόσο των Ρεπουμπλικάνων όσο και των Δημοκρατικών και κυρίως μια πρωτοφανής ιδεολογική τρομοκρατία για τον Αρμαγεδώνα που έρχεται αν δεν ψηφιστεί το πρόγραμμα. Αντίστοιχα προγράμματα διάσωσης τραπεζών, λήφθηκαν σε όλο των κόσμο παρέχοντας τρισεκατομμύρια από τα χρήματα των φορολογούμενων. Ωστόσο, αυτό δεν κατόρθωσε να αποσοβήσει το πέρασμα της κρίσης και στη λεγόμενη «πραγματική» οικονομία, τον παραγωγικό τομέα. Η απάντηση ήταν η ενίσχυση των βιομηχάνων, με πιο γνωστή τη χορήγηση βοήθειας προς τις αυτοκινητοβιομηχανίες, αλλά και πληθώρα μέτρων που θα ενίσχυαν την ανταγωνιστικότητα και τα κέρδη καταρρακώνοντας ακόμα περισσότερο τα εργατικά εισοδήματα και καταργώντας σχεδόν κάθε εργατική κατάκτηση. Και όταν οι κυβερνώντες άρχισαν να αισθάνονται ήσυχες για το μέλλον, ήρθε η νέα φάση έξαρσης της κρίσης με τη μορφή του δημοσιονομικού χρέους. Αυτή η μορφή, τόσο γνώριμη στην Ελλάδα, προήλθε σε μεγάλο βαθμό από τη βοήθεια προς τις τράπεζες που άδειασε ακόμα περισσότερο τα ήδη υπερχρεωμένα ταμεία των ασθενέστερων οικονομικά χωρών εντός του διεθνούς ανταγωνισμού, όπως οι χώρες του ευρωπαϊκού νότου. Σε αυτή τη φάση, κυριαρχούν τα προγράμματα διάσωσης χωρών, τα οποία περιλαμβάνουν πακέτα μέτρων πρωτοφανούς επιδείνωσης της φτώχειας και της ανεργίας, ιδιωτικοποιήσεων και εκποίησης της δημόσιας περιουσίας. Το μνημόνιο και η είσοδος του ΔΝΤ στην Ελλάδα είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, αλλά αντίστοιχα μέτρα παίρνονται σε όλες τις χώρες. Σε αυτό το τοπίο προστίθεται η κρίση των τροφίμων, που πυροδότησε σε ένα βαθμό τις εξεγέρσεις που μαίνονται στην Αφρική και ένας λυσσαλέος νομισματικός πόλεμος.
Όσα περιγράφηκαν πολύ συνοπτικά παραπάνω, δείχνουν ότι η αντιμετώπιση της κρίσης από τις κυρίαρχες δυνάμεις, έγινε ακριβώς με τα ίδια εργαλεία που χρησιμοποιούνταν τις τελευταίες δεκαετίες. Ακριβώς αυτά που αποτέλεσαν τη βάση της σημερινής κρίσης, μιας κρίσης που δεν υπερβαίνεται αλλά μετατοπίζεται στο χώρο και στο χρόνο και παίρνει διαφορετικές μορφές. Μιας κρίσης που γίνεται όλο και πιο φανερό, ότι πρόκειται για μια βαθιά, δομική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος συνολικά.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ – ΚΡΙΣΗ Ή ΚΡΙΣΕΙΣ;
Ίσως να φαίνεται ότι η εργασία τείνει να ξεφύγει του θέματος. Και είναι αλήθεια ότι δεν μπορεί η καπιταλιστική κρίση να περιγραφεί συνολικά σε λίγες σελίδες. Αυτό όμως που υποστηρίζει από την αρχή, το κείμενο αυτό, είναι ότι μόνο μέσα από ένα συνολικό πρίσμα, που μελετά τη σύγχρονη οικονομία, τις ευρύτερες αιτίες αλλά και τις αλυσιδωτές επιπτώσεις μπορεί να γίνει κατανοητή η κρίση της αγοράς κατοικίας που ξεκίνησε το 2006. Αυτό το συνολικό πρίσμα συνηγορεί στην εκτίμηση ότι η κρίση στα ακίνητα, η χρηματοπιστωτική κρίση, η κρίση του χρέους δεν είναι απλά κρίσεις που συμβαίνουν κατά καιρούς. Είναι κομμάτια ενός πάζλ, της παγκόσμιας καπιταλιστικής Κρίσης. Μιας κρίσης που εδράζεται στους θεμελιώδεις νόμους και αντιφάσεις του κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Που έχει στον πυρήνα της την πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους, και εκφάνσεις που αντιστοιχούν στο σύγχρονο στάδιο του καπιταλισμού, όπως διαμορφώθηκε από το ’70 και έπειτα. Επομένως η έξοδος από αυτήν, από τη σκοπιά της κοινωνικής πλειοψηφίας, δεν θα προέλθει από κάποιες περιοριστικές ρυθμίσεις στα golden boys, που βέβαια θα ήταν θετικές, αλλά ούτε αυτές δεν λαμβάνονται παρά της ανέξοδες επιθέσεις του Σαρκοζύ ή του Παπανδρέου.
Ακόμα περισσότερο δεν θα προέλθει από την ασκούμενη πολιτική υπέρβασης της κρίσης, που επέλεξε να σώσει τις τράπεζες και το κεφάλαιο και να βυθίσει στην άβυσσο δισεκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Μιας πολιτικής που χαμογελά αυτάρεσκα μπροστά σε δείκτες μια ανεμικής ανάκαμψης μερικών ποσοστιαίων κλασμάτων, ενώ την ίδια ώρα εκατομμύρια θέσεις εργασίας χάνονται και η φτώχεια και η εξαθλίωση καταλαμβάνουν τις μητροπόλεις. Αυτά είναι τα σημάδια ενός ακόμα πιο επιθετικού καπιταλισμού, ενός καπιταλισμού του σοκ[lxxii], για τη συσσώρευση κεφαλαίου αρπάζει και κλέβει[lxxiii].
Σε αυτόν τον καπιταλισμό, δεν θα μπορέσει να βρεθεί ποτέ λύση και στο πρόβλημα της κατοικίας. Μπορεί να βρεθούν νέες λύσεις που να δημιουργήσουν νέες φούσκες ώστε να τονωθεί η αγορά (πράγμα που στην παρούσα φάση φαίνεται αρκετά δύσκολο), ωστόσο οι πραγματικές αιτίες δεν θα εξαλειφτούν ποτέ. Γιατί η λύση του κοινωνικού προβλήματος θα οδηγήσει και στην λύση του προβλήματος της κατοικίας, όπως περιέγραφε ο που με τίποτα δεν ταυτίζεται με την παθητική αποδοχή όλων των δεινών της σημερινής κοινωνίας και άρνηση κάθε βελτίωσης. Προς το παρόν, από το site http://www.realtytrac.com/home/, μπορούμε να παρακολουθούμε πως κινούνται τα νούμερα στις κατασχέσεις και τις πωλήσεις ακινήτων. Να βλέπουμε, για παράδειγμα, ότι ο αριθμός των κατασχέσεων, παραμένει 6πλάσιος από τον αριθμό των πωλήσεων των κατασχέσεων, ή ότι στη Νεβάδα 1 στα 92 κτίρια κατοικίας έχει κατασχεθεί. Μπορούμε ακόμα να βλέπουμε και να υποστηρίζουμε νέα κινήματα για τη στέγη, που κάνουν κατάληψη στα εγκαταλειμμένα σπίτια ή αρνούνται να αποχωρήσουν όταν έρχεται η ώρα της κατάσχεσης, μορφές που θυμίζουν αρκετά σκηνές από τους αγώνες κατά το μεσοπόλεμο, όπως για παράδειγμα το κεφάλαιο «Η πτώση και η άνοδος του κ. Γρόσαπ», στο βιβλίο των Richard Boyer, Herbert Morais «Η άγνωστη ιστορία του εργατικού κινήματος των Η.Π.Α.».
Οι μορφές αυτές εξασφαλίζουν, σε κάποιο βαθμό, τη διαβίωση σε φτωχές οικογένειες ή τουλάχιστον την αντίσταση στον εξευτελισμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Με μια τέτοια σκηνή θα κλείσει το κείμενο, περίπου όπως άρχισε, από την ταινία του Michael Moore.
Μια οικογένεια έχασε το σπίτι της, αδυνατώντας να ξεπληρώσει την υποθήκη. Της δόθηκε διορία ενός μήνα για να μαζέψει τα πράγματα της, ωστόσο την επόμενη μέρα ήρθε η αστυνομία να τους διώξει. Σαστισμένοι δεν ήξεραν τι να κάνουν. Έτσι, από τη μεριά της τράπεζας ήρθε ένας καλοντυμένος κύριος, όπως συνήθως έρχονται οι καλύτεροι δολοφόνοι, που τους έκανε μια πρόταση. Αν καθαρίσουν άμεσα οι ίδιοι το σπίτι θα τους δοθεί ένα μικρό αντάλλαγμα, σαν χαρτζιλίκι. Απεγνωσμένη η οικογένεια το δέχτηκε. Τώρα, οι θεατές, παρακολουθούν, μια οικογένεια με δάκρυα στα μάτια να στέλνει στην πυρά τα έπιπλα της, για να καθαριστεί το σπίτι για την τράπεζα ή τον επόμενο αγοραστή αν ποτέ υπάρξει.
Να λοιπόν το πραγματικό πρόσωπο της κρίσης, η εικόνα της, πίσω από ακατανόητα διαγράμματα. Να λοιπόν, το πραγματικό πρόσωπο του σύγχρονου καπιταλισμού.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Το ύψος των χρεών ανά νοικοκυριό σε σύγκριση με το μέσο μισθό, ΗΠΑ
Οι τιμές των ακινήτων σε σύγκριση με το μέσο μισθό. Ηνωμένο Βασίλειο
Η αύξηση των sub – prime δανείων στην παγκόσμια αγορά
Η αύξηση του ποσοστού των επικίνδυνων δανείων που κατέχει η Fannie May.
Επεξεργασία διαγραμμάτων: Ανδρίτσος Θάνος
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αντωνοπούλου, Σ. (1999). Η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, ο νεοφιλελευθερισμός και η κοινωνία των 2/3, Ουτοπία 35, 63-75
Βεζύρογλου, Κ. (2007), Ενυπόθηκα Δάνεια Υψηλού Κινδύνου: οι Αιτίες και οι Επιπτώσεις της Πρόσφατης Κρίσης, Μεταπτυχιακή Εργασία, Τμ. Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΠΑΜΑΚ
Benevolo, L.- Λαζαρίδης, Π. (1977). Βιομηχανική πόλη, Αθήνα, Νέα Σύνορα- Α.Α. Λιβάνη
Benjamin, W. (2003). Παρίσι, πρωτεύουσα του 19ου αιώνα, Σύνοψη του 1939, Θεσσαλονίκη, Ξενοδοχείο των ξένων
Bongaerts, D. & De Jong, F. & Driessen, J. (2011), Derivative Pricing with Liquidity Risk: Thory and Evidence from the Credit Default Swap Market, The Journal of Finance 66 (1), 203-139
Βρυχέα, Ά.(2003). Κατοίκιση και κατοικία, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα
Brenner, R. (2006). Νέα έκρηξη ή νέα φούσκα; Η τροχιά της αμερικάνικης οικονομίας, στο New Left Review η Ελληνική Έκδοση, Αθήνα, Άγρα
Γετίμης, Π. (2004). Η σημασία των νέων μορφών διακυβέρνησης στην ενίσχυση του διεθνούς ρόλου της Αθήνας-Αττικής στο πλαίσιο του νέου χωρικού ανταγωνισμού της διευρυμένης Ευρώπης, στο Πόλη και Χώρος από τον 20ο στον 21ο αιώνα. Αθήνα : ΕΜΠ
Γκίντενς, Α. (1998). Ο Τρίτος Δρόμος, Η ανανέωση της σοσιαλδημοκρατίας, Αθήνα, Πόλις
Γοσποδίνη, Α. (επ.) (2008). Διάλογοι για το σχεδιασμό του χώρου και την ανάπτυξη, Αθήνα, Κριτική
Davis, M. (1990), City of Quartz,London, Verso
Davis, M. (2006). Ο πλανήτης των παραγκουπόλεων, στο New Left Review η Ελληνική Έκδοση, Αθήνα, Άγρα
Ένγκελς, Φρ. (χ.χ.). Η Εξέλιξη του Σοσιαλισμού απ΄ την ουτοπία στην επιστήμη, Αθήνα, Αναγνωστίδη
Gowan, P. (2009) Crisis in the Heartland, New Left Review, 55, 5- 29
Haila, A. (1988(. Land as a Financial Asset: The Theory of Urban Rent as a Mirror of Economic Transformation, Antipode 20 (2), 79-101
Hall, P. (1994). Cities of tomorrow : an intellectual history of urban planning and design in the twentieth century.Malden,MA. Blackwell Publishers
Harvey, David (1985). The Urbanization of Capital, Oxford,JohnsHopkinsUniversity Press
Harvey, D. (1989). From Managerialism to Entrepreneurialism: The Transformation in Urban Governance in Late Capitalism, Geografiska Annaler 71 (1), 3- 17
Harvey, D. (2003). Social Justice, Postmodernism and the City. In Designing Cities: CriticalReadings in Urban Design (Cuthbert, Al. ed.), Blackwell Publishing
Harvey, D. (2009). Η κατάσταση της μετανεωτερικότητας, Αθήνα, Μεταίχμιο
Harvey, D. (2006). The Limits to Capital, London-New York, Verso
Harvey, D. (2008). The Right to the City, New Left Review 53
Harvey, D. (2010). The Enigma of Capital and the Crises of Capitalism, London, Profile Books
Hatherley, O. (2010). A Guide to the New Ruins of Great Britain, The Guardian,16 October 2010
Ίτο, Μ. & Λαπαβίτσας, Κ. (2004). Πολιτική Οικονομία του Χρήματος και του Χρηματοπιστωτικού Συστήματος. Αθήνα, Πολύτροπον
Jameson, F. (1999). To μεταμοντέρνο ή η πολιτισμική λογική του ύστερου καπιταλισμού, Αθήνα, Νεφέλη
Καραμανώφ, Μ. (2010). Βιώσιμο Κράτος & Δημόσια Κτήση. Τα όρια των ιδιωτικοποιήσεων, Αθήνα- Κομοτηνή, Αντ. Σακκουλα
Καρύδης, Δ. (2006). Τα επτά βιβλία της πολεοδομίας, Αθήνα, Παπασωτηρίου
Klein, N. (2010). Το δόγμα του Σοκ, Αθήνα, Λιβάνης
Koolhaas R., Boeri S., Kwinter S., Tazi N (ed.) (2001). Mutations, Barcelona, Actar
Koolhaas, R. (1997). Τι απέγινε με την πολεοδομία; Μετάπολις 1
Κωνσταντάτος, Χ, Σπουρδαλάκης, Μ & Χατζημιχάλης, Κ. (2010). Η αναδιάρθρωση του Καλλικράτη και η λογική της ‘αποκένωσης του κράτους’. Συνέντευξη στα Ενθέματα.
Lefebvre, H. (1977). Δικαίωμα στην πόλη- Χώρος και πολιτική, Αθήνα, Παπαζήση
Le Monde Diplomatique (2005), Πενήντα χρόνια που άλλαξαν τον κόσμο, Αθήνα, Σαββάλας
Λεοντίδου, Λ. (2004). Μετανεωρική Αστική Διακυβέρνηση: από την Πολεοδομική Πολιτική στην Επιχειρηματική Πόλη, στο Πόλη και Χώρος από τον 20ο στον 21ο αιώνα, Αθήνα, ΕΜΠ
Μαντέλ, Ε. (2004). Ο Ύστερος καπιταλισμός, Αθήνα, Εργατική Πάλη
Μαντέλ, Ε. (1980). Η τελευταία οικονομική κρίση, Αθήνα, Οδυσσέας
Μαρξ, Κ. (1978). Το Κεφάλαιο Τόμος ΙΙΙ, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή
Μεσάρος, Ι. (2008). Η εν εξελίξει κρίση και η επικαιρότητα του Μαρξ, Monthly Review 49
Μεταξάς. Γ. (2008). Η κρίση των Subprimes, Θέσεις 104,
Μπόγιερ, Ρ.- Μορέ Χ. (1993). Η άγνωστη ιστορία του εργατικού κινήματος των Η.Π.Α., Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή
Murray, R. (1992). Fordism and Postfordism, στο Jencks, C. (ed.), The Postmodern Reader,London, Academy Editions
Νέο Αριστερό Ρεύμα (1997). Η σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία, Αθήνα
Νέο Αριστερό Ρεύμα (2011).Καπιταλιστική Κρίση και Αριστερά, Αθήνα
Παπακωνσταντίνου, Π. (2008). Το χρυσό παραπέτασμα: η γέννηση του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, Αθήνα, Α.Α. Λιβάνη
Sassen, S. (2001). The Global City: New York, London, Tokyo, Princeton University Press
Sassen, S. (1994). Cities in a World Economy, Thousand Oaks, Pine Forge Press
Shibata, K. (2008). Neoliberalism, Risk and Spatial Governance in the Developmental State: Japanese Planning in the Global Economy, Critical Planning 15, 92-118
Soja, Ed. (1996). Los Angeles, 1965-1992: From Crisis- Generated Restructuring to Restructuring- Generated Crisis, στο Scott, A. & Soja, Ed. (ed.) The City.Los Angeles and Urban Theory at the end of the Twentieth Century,University ofCalifornia Press
Stone, M. E. (1975). The Housing Crisis, Mortgage Lending and Class Struggle. Antipode 7, 22–37
Strauss, K. (2009). Accumulation and Dispossession: Lifting the Veil on the Subprime Mortgage Crisis. Antipode, 41: 10–14
Swyngedouw, E. (2005). Governance Innovation and the Citizen: The Janus Face of Governance- beyond- the- State. Urban Studies 42(11), 1991- 2006
Webber, R. (2002). Extracting Value from the City: Neoliberalism and Urban Redevelopment. Antipode 34, 519–540
Χάρβεϊ, Ντ. (2006). Ο Νέος ιμπεριαλισμός, Αθήνα, Καστανιώτης
Χατζημιχάλης, Κ. (2001). Γεωγραφία, Ανάπτυξη και Πολιτική, Αθήνα, Πολίτης
Παραπομπές
[i] Από την ταινία «Capitalism- A love story» του Michael Moore
[ii] Παπακωνσταντίνου (2008)
[iii] Μαρξ (1978)
[iv] Ως μεταβλητό κεφάλαιο ορίζεται το τμήμα του κεφαλαίου που χρησιμοποιείται για την αγορά της εργατικής δύναμης, οι μισθοί των εργατών, σταθερό το μέρος που απαιτείται για τα μέσα παραγωγής και τις πρώτες ύλες, και οργανική σύνθεση είναι η αναλογία του δεύτερου προς το πρώτο.
[v] Μαρξ (1978)
[vi] Μαντέλ (1980)
[vii] Lefebvre (1977)
[viii] Harvey (2008)
[ix] Harvey (1985)
[x] Harvey (1985)
[xi] ο.π.
[xii] Harvey (2006)
[xiii] Webber (2002)
[xiv] Ύστερος καπιταλισμός, νέος ιμπεριαλισμός, ολοκληρωτικός καπιταλισμός, παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός είναι μερικά από τα ονόματα που έχουν χρησιμοποιηθεί για να περιγράψουν αυτή την εξέλιξη.
[xv] Harvey (2008)
[xvi] Murray (1992)
[xvii] Harvey (2008)
[xviii] Γκίντενς (1998)
[xix] Le Monde Diplomatique (2005)
[xx] Ίτο & Λαπαβίτσας (2004)
[xxi] στο Παπακωνσταντίνου (2008)
[xxii] ΝΑΡ (2011)
[xxiii] Brenner (2006)
[xxiv] Αντωνοπούλου (1999)
[xxv] Harvey (2010)
[xxvi] Μεσάρος (2008)
[xxvii] Sassen (2001)
[xxviii] Koolhaas (1997)
[xxix] Davis (2006)
[xxx] Koolhaas et al. (2001)
[xxxi] Διάλεξη με τίτλο «The networked Metropolis», στο http://www.gsd.harvard.edu
[xxxii] Soja (1998)
[xxxiii] Sassen (1994)
[xxxiv] Hall (1994)
[xxxv] Γοσποδίνη (2008)
[xxxvi] Χατζημιχάλης (2001)
[xxxvii] Χατζημιχάλης (2001)
[xxxviii] Καραμανώφ (2010)
[xxxix] Harvey (1989)
[xl] Swyngendouw (2005), Σπουρδαλάκης et al (2010)
[xli] Γετίμης (2004)
[xlii] Harvey (2003)
[xliii] Σαρηγιάννης, (2009)
[xliv] Soja (1998)
[xlv] Jameson (1999)
[xlvi] Harvey (2009)
[xlvii] ΣτοHarvey (2009)
[xlviii] Λεοντίδου (2004)
[xlix] Harvey (2009)
[l] Davis (1992)
[li] Hatherley (2010)
[lii] Ένγκελς (χ.χ)
[liii] Βρυχέα (2003), Benevolo- Λαζαρίδης (1977), Καρύδης (2006)
[liv] Στο Stone (1975)
[lv] Stone (1975)
[lvi] Benjamin (2003)
[lvii] Gowan (2009)
[lviii] Brenner (2006)
[lix] Strauss (2009)
[lx] ΣτοHarvey (2010)
[lxi] Harvey (2010)
[lxii] Αντωνοπούλου (1999)
[lxiii] Stone (1975)
[lxiv] Brenner (2006)
[lxv] Strauss (2009)
[lxvi] Sassen (1994)
[lxvii] Harvey (2010)
[lxviii] Σωκράτης Μάλαμας: Της σιωπής
[lxix] Βεζύρογλου (2007)
[lxx] Harvey (2010)
[lxxi] http://en.wikipedia.org/wiki/Positive_feedback#cite_note-culturalanthropology2nded-0
[lxxii] Klein (2010)
[lxxiii] Χάρβεϊ (2006)