Το παρακάτω κείμενο αυτό αποτέλεσε την εισήγηση εκ μέρους της Ενωτικής Αριστερής Πρωτοβουλίας Πολεοδόμων – Χωροτακτών (ΕΑΠ-ΠοΧ), στην εκδήλωση «Μεγάλος Περίπατος: Στόχοι, επιπτώσεις και το δικαίωμα στην Αθήνα», που έγινε την Τρίτη 14 Ιουλίου στην πλατεία Αυδή στο Μεταξουργείο.
Αλεξάνδρα Λινάρδου, πολεοδόμος-χωροτάκτης, ΥΔ Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ, μέλος της ΕΑΠ-ΠοΧ
Μιας και η προηγούμενη εισήγηση ήταν πλήρως κατατοπιστική στα αμιγώς πολεοδομικά χαρακτηριστικά του μεγάλου περιπάτου και έχει δημιουργήσει μία βάση για το τι σημαίνει αυτή η παρέμβαση, θα ήθελα να μετατοπίσω την συζήτηση στα ζητήματα που σχετίζονται με πιο έμμεσο τρόπο στην σημερινή κουβέντα και να μιλήσω όχι μόνο ως πολεοδόμος αλλά ως άτομο που αναγνωρίζει τη σημασία των διεκδικήσεων στον δρόμο. Θα ήθελα λοιπόν να θέσω ζητήματα που έχουν αφενός να κάνουν με το:
- πως οι κάτοικοι των πόλεων εν τέλει έχουν λόγο στη διαμόρφωσή τους και του
- ρόλου των πόλεων ως πεδία διεκδικήσεων σε διάφορα επίπεδα.
Δηλαδή κατά πόσο έχουν δικαίωμα στη πόλη. Ή κατά πόσο έχουν ίσο δικαίωμα στην πόλη.
Όπως ανέφερε και η προηγούμενη εισήγηση, στην περίπτωση του Μεγάλου Περιπάτου αλλά και στη περίπτωση ανάπλασης της Πλατείας Ομόνοιας, παρακάμφθηκε η τυπική και νομοθετημένη διαδικασία διαβούλευσης υλοποιώντας παρεμβάσεις οι οποίες λειτουργούν και παράγουν αποτελέσματα, χωρίς να έχει προηγηθεί πολεοδομική μελέτη, αρχιτεκτονικός διαγωνισμός, περιβαλλοντική μελέτη, κ.λπ. και τα οποία βρίσκουν τους κατοίκους αντιμέτωπους προ τετελεσμένων αποφάσεων. Το παραπάνω στηρίζεται σε μία λογική όπου αντιμετωπίζει την συμμετοχή ως κάτι χρονοβόρο και άρα μη αποδοτικό και κυρίως ως εμπόδιο στο να πραγματοποιηθούν έργα στο πλαίσιο της θητείας του εκάστοτε Δημάρχου. Το γεγονός όμως ότι σήμερα συζητάμε για το ότι δεν έγιναν έστω και τυπικά, συμμετοχικές διαδικασίες και διαβουλεύσεις, μας γυρνάει τουλάχιστον μία δεκαετία πίσω στον τρόπο αντιμετώπισης των αστικών παρεμβάσεων στην Αθήνα.
Συγκεκριμένα, επί της δημαρχίας Καμίνη από το 2011, η τοπική αυτοδιοίκηση εστίασε στην ανάπτυξη και αξιοποίηση των μηχανισμών χάραξης πολιτικής αλλά και σχεδιασμού που υιοθετούν τις έννοιες της παγκόσμιας και ευρωπαϊκής ανάπτυξης. Αυτές σχετίζονταν με τις έννοιες της αναβάθμισης του δημοσίου χώρου, της κοινωνικής συνοχής και της συμμετοχής. Στο πλαίσιο αυτό λοιπόν, υλοποιήθηκαν ορισμένα προγράμματα και έργα με σημαία την συμμετοχή και εμπλοκή των πολιτών όπως ήταν το πρόγραμμα του ΣυνΑθηνά, η αποκατάσταση και επανάχρηση της Δημοτικής Αγοράς της Κυψέλης και το πρόγραμμα Πόλις. Μέσω αυτής της στρατηγικής ο Δήμος κατάφερε να κερδίσει σημαντικούς οικονομικούς πόρους.
Ειδικότερα, το 2014 κέρδισε το ποσό του 1 εκατομμυρίου ευρώ μέσα από τη βράβευση του Mayor’s Challenge του ιδρύματος Bloomberg Philanthropies, το 2016 απέσπασε το βραβείο «καινοτομίας» στη ετήσια τελετή των Eurocities Awards, ενώ το 2018 κερδίζει επίσης 1 εκατομμύριο ευρώ με το βραβείο «Ευρωπαϊκή Πρωτεύουσα Καινοτομίας». Τα παραπάνω βραβεία σχετίζονταν με καινοτόμες δομές ενίσχυσης και στήριξης της εμπλοκής και συμμετοχής των πολιτών σε ζητήματα αλληλεγγύης, ή μικροπαρεμβάσεων στον αστικό ιστό. Η στρατηγική του Δήμου προώθησης «της συμμετοχής», ως νέου ή και όχι τόσο νέου στην πραγματικότητα μοντέλου ανάπτυξης σύμφωνα με τις Ευρωπαϊκές οδηγίες και βίβλους, επί της ουσίας οδήγησε και στην οικονομική του αυτονομία.
Σε αυτή τη συνθήκη μπορούσαμε να ασκούμε μια κριτική στις ποιότητες της συμμετοχής, στο κατά πόσο μιλάμε για μία κατ’ επίφαση συμμετοχή ή μία βιτρίνα για να μπορεί ο Δήμος να εξασφαλίσει οικονομικούς πόρους. Εν τέλει μέσω αυτής της κριτικής θα υπήρχε και η δυνατότητα αναδιαμόρφωσης των μεθόδων αλλά και η δυνατότητα διεκδίκησης μιας ουσιαστικότερης εμπλοκής των κατοίκων στη λήψη των αποφάσεων για τα ζητήματα της πόλη τους.
Στην υπάρχουσα κατάσταση όμως βλέπουμε πως τη νέα Δημαρχία δεν την αφορά ούτε το να κρατήσει τους τύπους σχετικά με τις διαβουλεύσεις και τη συμμετοχή, σε δύο έργα πολύ μεγαλύτερης κλίμακας από αυτά που έγιναν επί θητείας Καμίνη. Αντιθέτως, στηρίζει μία πολεοδομική παρέμβαση σε μια επιμέρους κυκλοφοριακή μελέτη και ένα ερευνητικό πρόγραμμα- οι παρεμβάσεις του οποίου θεωρούνται προσωρινές με συνεχείς επαναξιολογήσεις και τροποποιήσεις τους- και αυτό έρχεται και ονομάζεται συμμετοχή.
Το παραπάνω όπως είναι αναμενόμενο συνιστά κατασπατάληση πόρων, καθώς οι συνεχείς αλλαγές των πειραματισμών αυξάνουν τον ήδη επιβαρυμένο προϋπολογισμό με ζαρντινιέρες ακριβότερες του βασικού μισθού.
Η πρώτη πειραματική φάση του έργου, καλύφθηκε από ίδιους πόρους του Δήμου- αυτούς που η προηγούμενη δημαρχία τυπικά είχε εξασφαλίσει για καινοτομίες εστιασμένες στη συμμετοχή των πολιτών- και το συνολικό κόστος των 50 εκατομμυρίων ευρώ που προβλέπεται να προκύψει, θα καλυφθεί από χρηματοδοτήσεις (ΕΣΠΑ), το πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, ενώ ο Μπακογιάννης έχει δηλώσει ότι θα απευθυνθεί και σε ιδιώτες με το πρόγραμμα «Υιοθέτησε την πόλη σου». Η τακτική αυτή αναπαράγει την προσέλκυση επενδυτών και ιδιωτών στα ζητήματα της πόλης και είχε ήδη ξεκινήσει επί δημαρχίας Καμίνη, ταυτόχρονα, διαλαλεί και την ανικανότητα διατήρησης του θεματικού πάρκου από τον Δήμο.
Όσον αφορά στον ρόλο των κατοίκων? μπορούν και αυτοί να υιοθετήσουν ένα δέντρο, έναν φοίνικα, μια πιπεριά…
Απ’ όσο φαίνεται λοιπόν, τη σημερινή δημαρχία όχι μόνο δεν την αφορά η άποψη και η συμμετοχή των κατοίκων της πόλης ή η ορθή αξιοποίηση των πόρων του δήμου, αλλά πρόσφατα αντικατέστησε τη στέγη του συνΑθηνά με στέγη για τη Δημοτική αστυνομία.
– μια παρένθεση θα κάνω εδώ:
Το συνΑθηνά υπήρξε από τις πλατφόρμες που βραβεύτηκαν επί της προηγούμενης Δημαρχίας και είχε χώρο στέγασης δράσεων απέναντι από τη Βαρβάκειο αγορά- με διάφορες πρωτοβουλίες να υλοποιούν δράσεις αλληλεγγύης όπως πλυντήρια για αστέγους, ανοιχτές κουζίνες κ.ά. Εδώ θέλω να τονίσω πως ήδη ο χώρος στηρίζονταν αποκλειστικά από τις πρωτοβουλίες αλληλεγγύης και όχι από τον Δήμο που είχε απαξιώσει πλήρως το χώρο.
Εκτός λοιπόν από τη μετατροπή ενός χώρου αλληλεγγύης σε έναν χώρο για τη δημοτική αστυνομία, οι πολιτικές παρέμβασης στον αστικό χώρο εκφράζονται και με δύο πολύ συμβολικά παγκάκια- αυτό που ξηλώθηκε από την πλατεία Βικτώριας για να μη κάθονται οι μετανάστες και τα παιδιά τους και αυτό που τοποθετήθηκε στο Σύνταγμα με 5.800 ευρώ για να κάθονται οι τουρίστες.
Στο παραπάνω πλαίσιο λοιπόν βλέπουμε τους κατοίκους να αποκλείονται από τις αποφάσεις για την πόλη αλλά και να απομακρύνονται εν τέλει από αυτή. Από την άλλη η ΕΛΑΣ και η Δημοτική Αστυνομία έχουν όλο και πιο εδραιωμένο ρόλο στην καθημερινή ζωή στην Αθήνα. Ήδη πριν το ξέσπασμα του κοβιντ 19, στο πλαίσιο του σχεδίου εκκένωσης των καταλήψεων, τα Εξάρχεια βρίσκονταν στα όρια στρατιωτικού καθεστώτος, ενώ και σε κεντρικά σημεία αυξημένης τουριστικής προσέλευσης όπως η πλατεία Μοναστηρακίου και η Ηρώδου Αττικού βρίσκονταν πάνοπλα σώματα ασφαλείας που μόνο το αίσθημα ασφάλειας εν τέλει δεν προσέφεραν.
Στη συνέχεια, εν μέσω της καραντίνας η αστυνόμευση επεκτείνεται σε κάθε πιθανό σημείο της πόλης, με την κατάχρηση της εξουσίας των οργάνων της αστυνομίας να εκτροχιάζεται με άφθονα περιστατικά προστίμων σε άστεγους και μετανάστες ή προσβλητικών συμπεριφορών.
Με τη λήξη των υγειονομικών μέτρων η αστυνομική αυθαιρεσία συνεχίζεται με προκλητικές επιθέσεις στις πλατείες Αγίου Γεωργίου και Αγίας Παρασκευής στο όνομα της δημόσιας υγείας, όταν λίγες μέρες μετά η πλατεία Ομόνοιας ήταν κατακλυσμένη από κόσμο με πρωτοστάτη τον Μπακογιάννη εν όψει των εγκαινίων της.
Τα παραπάνω έρχονται και δένουν με το νομοσχέδιο για τις δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις που θέτει σε περιορισμό το δικαίωμα στη δημόσια συνάθροιση και το οποίο υπερψηφίστηκε στις 9 Ιουλίου με τις διαδηλώσεις να πνίγονται στα δακρυγόνα. Όπως προβλέπεται, αρμόδιος για το αν οι διαδηλωτές θα περιορίζονται στο πεζοδρόμιο, στην πλατεία, στη μία λωρίδα κυκλοφορίας ή σε ολόκληρο τον δρόμο, θα είναι ο εκάστοτε γενικός αστυνομικός διευθυντής, με απλή γνώμη των οικείων δημάρχων. Στο πλαίσιο εφαρμογής της τάξης και ασφάλειας στην πόλη, η άρχουσα τάξη επιβάλει περιοριστικούς όρους συνάθροισης είτε με τον περιορισμό τους στην «πράσινη λωρίδα» όπως έχει δηλωθεί, είτε με προηγμένης τεχνολογίας συστήματα παρακολούθησης (όπως κάμερες και drones). Η ΕΛ.ΑΣ θα αποτυπώνει αριθμητικά την πορεία, θα επιβάλλει περιορισμούς ακόμα και σε εν εξελίξει διαμαρτυρίες ή θα δύναται να αποφασίσει τη διάλυσή τους μετατρέποντας το κέντρο της πόλης σε χώρο εφαρμογής της νέας στρατιωτικής πολεοδομίας. Ερχόμαστε δηλαδή αντιμέτωποι με τη σύζευξη ανάμεσα σε στρατιωτικού τύπου εφαρμογές καταστολής αλλά και εξελιγμένων συστημάτων παρακολούθησης για την επιτήρηση, τον έλεγχο και την κυριαρχία.
Ο πολίτης συρρικνώνεται σε καταναλωτή, με την εμπορική έννοια του όρου, και σε σκιώδες υποκείμενο δικαιωμάτων που καλείται να δράσει «πολιτισμένα» εντός ενός εξευγενισμένου αστικού χώρου. Η επιφανειακή και ταυτόχρονα αποϋλωμένη αντίληψη της χρήσης του δημόσιου χώρου, που υποκρύπτει την απαξίωση των αληθινών αναγκών των δημοτών/πολιτών, προβάλλεται καθαρά μέσα από το εγχείρημα του Μεγάλου Περίπατου και υποτείνει τον επιδιωκόμενο περιορισμό των διαδηλώσεων που, ελλείψει «καθωσπρεπισμού», δεν αρμόζουν πλέον στο υπό σχηματισμό νέο αστικό πεδίο.
Από όπου και να το πιάσουμε όμως η πόλη είναι ένας ζωντανός οργανισμός και οι κάτοικοι τα ζωτικά στοιχεία αυτού. Η πόλη ήταν, είναι και θα είναι, πεδίο διεκδικήσεων για τα ζητήματα που αφορούν τη ζωή των κατοίκων της. Στο πλαίσιο της καπιταλιστικής ανάπτυξης και της νεοφιλελευθεροποίησης των πόλεων, αυτές και οι κάτοικοί τους γίνονται αποδέκτες των συνεπειών των οικονομικών κρίσεων, των πανδημιών και των γεωπολιτικών παιχνιδιών. Τα αποτελέσματα των παραπάνω εκφράζονται σε κερδοσκοπία της γης, εμπορευματοποίηση, ιδιωτικοποίηση, σε κοινωνικό εκτοπισμό, εξευγενισμό, ανεργία, ακριβά νοίκια και airbnb, σε υποθηκευμένα σπίτια και εξώσεις.
Για την αντιμετώπιση των παραπάνω, τα πάρκα, οι πλατείες και οι δρόμοι γίνονται οι χώροι συνάντησης και τα πεδία διεκδίκησης. Γίνονται οι χώροι αλληλεγγύης αυτών που πραγματικά ζουν στην πόλη, των χαμηλόμισθων, των ανέργων, των μεταναστών, των αμεα, των περίεργων, των αστέγων, των τοξικοεξαρτημένων, αυτών που δεν είναι επισκέπτες, αλλά αποδέκτες της καπιταλιστικής διαδικασίας αστικοποίησης και της κερδοφορίας των πόλεων. Και έχει πραγματικό ενδιαφέρον να δούμε συνολικότερα την διεκδίκηση του δημόσιου χώρου της πόλης εν μέσω του κοβιντ σε ένα τελείως αναθεωρημένο πλαίσιο έξω από τους όρους κατανάλωσης. Η εν λόγω πανδημία κατέδειξε την ανάγκη ύπαρξης κοινόχρηστων χώρων και όχι την ανάγκη καταπάτησης αυτών.
Ήδη εν μέσω της καραντίνας αρχίζει να παρατηρείται μία διαφορετική αξιοποίηση του δημόσιου χώρου και των πάρκων από τους κατοίκους, με πολλές και πολλούς από εμάς να χρησιμοποιούμε το Β6 σαν μια ευκαιρία για να αλληλοεπιδράσουμε και να οικειοποιηθούμε τα άλση και τα πάρκα των γειτονιών μας ή και άλλων γειτονιών- ακόμα και αυτά που τυπικά απαγορεύονταν- με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Λυκαβηττό και τον Λόφο του Φιλοππάπου.
Η εκτεταμένη χρήση του δημόσιου χώρου συνεχίζεται και με τη λήξη των πρώτων μέτρων, με τον κόσμο να κατακλύζει τις πλατείες σε όλα τα σημεία της πόλης. Εκτός από ένα διαφορετικό μοντέλο διασκέδασης που δεν περιλάμβανε τραπεζοκαθίσματα αλλά αξιοποιούσε το δημόσιο χώρο, αναδείχθηκε και ο ρόλος των πλατειών στη σφαίρα της κοινωνικοποίησης και της συνάντησης ανθρώπων που σε μεγάλο ποσοστό βιώσαν ένα κοινό τραύμα. Οι δημόσιοι χώροι έγιναν κοινωνικοί, η πόλη έγινε κοινωνική. Εννοείται βέβαια πως αυτή η σχέση δημόσιου χώρου και κατοίκων αντιτίθεται στα πλάνα κερδοσκοπίας και αποτέλεσε τον αποδιοπομπαίο τράγο, καθώς οι κάτοικοι έφεραν την δυνητική ευθύνη για το ζοφερό μέλλον μετά τον αναγκαίο εγκλεισμό.
Διαφημιστικά σποτάκια της κυβέρνησης θέλησαν να εκθέσουν τη λεγόμενη «ανευθυνότητα» όλων εκείνων που προσπάθησαν να βρουν κοινωνικό διέξοδο στους κοινόχρηστους χώρους, ενώ παράλληλα η «υιοθέτηση του δημόσιου χώρου» από ιδιωτικές πρωτοβουλίες άρχισε να λαμβάνει μορφή με χαρακτηριστικό παράδειγμα και τα πλάνα ιδιωτικοποίησης της διαχείρισης του λόφου Φιλοπάππου και του Εθνικού Κήπου.
Μπορεί αν έδινα πανελλήνιες σήμερα η τοποθέτησή μου να ήταν εκτός θέματος, αλλά ευτυχώς δε δίνουμε πανελλήνιες κι σήμερα μας δίνεται η δυνατότητα να ανοίξουμε τη συζήτηση για το τι πόλεις θέλουμε και πως βλέπουμε τους εαυτούς μας μέσα σε αυτές.
Ο σχεδιασμός της πόλης δεν είναι υπόθεση συγκοινωνιολόγων, δεν είναι κάν μόνο υπόθεση πολεοδόμων και αρχιτεκτόνων, στην πραγματικότητα αφορά όλους όσους την κατοικούν. Είμαστε αποδέκτες των πλάνων κερδοσκοπίας και τουριστικοποίησης της Αθήνας, το βλέπουμε και το βιώνουμε όταν ψάχνουμε να νοικιάσουμε σπίτι, όταν γίνονται εξώσεις στους ηλικιωμένους γείτονες μας, όταν οι μετανάστες πετάγονται εκτάκτως στο δρόμο από τα σπίτια που οι ΜΚΟ παρείχαν και εκδιώκονται από πλατείες που μετά πλένονται καλά για να μη κολλήσουμε και εμείς από τη δυστυχία τους.
Σε επίπεδο συμβολισμών ο δημόσιος χώρος φαίνεται πως επιδιώκεται να μετατραπεί σε ένα αποστειρωμένο περιβάλλον πλήρους top-down ελέγχου. Απαγορεύονται λοιπόν οι μη γνωστοποιηθείσες συναθροίσεις μετατρέποντας το δικαίωμα του καθενός στον δημόσιο χώρο σε γραφειοκρατική διαδικασία αιτήματος αδειοδότησης. Αυτή η προσπάθεια ελαχιστοποίησης των κοινωνικών πιέσεων μέσω της φίμωσης αντιδράσεων και οι μεγαλεπήβολες βλέψεις για «αριστεία» σε όλα τα επίπεδα αποτελεί σημαία της κοινής πολιτικής γραμμής που ακολουθείται σε τοπικό και κεντρικό επίπεδο. Το κέντρο της Αθήνας διαμορφώνεται για τους «άλλους» χωρίς όμως τους ανθρώπους που σημασιοδοτούν την καθημερινότητά του. Καταναλωτικά τοπία αρθρώνονται με τέτοιο τρόπο ώστε κάθε άλλο πέραν της κερδοσκοπικής εκμετάλλευσης να φαντάζει παράταιρο και άσχετο. Η φυσική υπόσταση του χώρου αξιώνεται μέσα από διαδρομές περιπάτου με πολύχρωμο οδόστρωμα και ζαρντινιέρες που προσπαθούν να εισάγουν το στοιχείο του φυσικού περιβάλλοντος με παντελή αποτυχία.
Σε ένα πιο ανάλαφρο κλίμα, το πόσο άποψη έχει εν τέλει ο κόσμος για αυτό που λέμε Μεγάλο Περίπατο, μπορούμε να το δούμε σε όλα τα σόσιαλ μίντια, στο τουίτερ με το hashtag_μεγάλος περίγελος, στα μιμς που σχολιάζουν αισθητικά και νοηματοδοτικά τις ζαρτνινίερες, στα συνθήματα που όσο και να σβήνονται θα ξαναγράφονται.
Thanks for wriiting