Η μελέτη των συνθηκών διαβίωσης των «προλετάριων όλων των χωρών» ως θεμελιώδης πλευρά του μαρξισμού.
Θάνος Ανδρίτσος
Αρχιτέκτονας- πολεοδόμος, Υπ. Διδάκτορας Οικονομικής Γεωγραφίας
*Κείμενο που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 110 του περιοδικού Ουτοπία με αφιέρωμα στην Α Διεθνή και τίτλο «Α’ ΔΙΕΘΝΗΣ: ΤΟ ΑΝΕΠΑΝΑΛΗΠΤΟ ΚΑΙ ΤΟ ΖΗΤΟΥΜΕΝΟ»
Εισαγωγή
Η ίδρυση της Διεθνούς Ένωσης Εργατών (Α Διεθνής) το 1864 και η δράση της τα επόμενα χρόνια αποτελούν αναμφισβήτητα μια κορυφαία στιγμή της πολιτικής ζωής του Κάρολου Μαρξ και του Φρειδερίκου Ένγκελς. Η αδιάκοπη και εξαντλητική ενασχόληση, κυρίως του Μαρξ, για πάνω από μια δεκαετία με όλες τις πλευρές της δράσης και της εσωτερικής ζωής της, επικυρώνει αυτή την παραδοχή. Μια σύγχρονη συζήτηση για τη σημασία της Πρώτης Διεθνούς, που φιλοξενείται στο παρόν αφιέρωμα, δεν εκπληρώνει μονάχα το στόχο μιας επετειακής απόθεσης φόρου τιμής ενάμιση αιώνα μετά, αλλά αποτελεί αναγκαστικά μια επαναπροσέγγιση της ιστορίας του μαρξισμού και του εργατικού κινήματος και ένα βάθεμα σε ιδιαίτερες πλευρές αυτής της κληρονομιάς. Σε αυτό τον στόχο επιχειρεί να συμβάλλει το παρόν κείμενο, υποστηρίζοντας ότι η σε βάθος μελέτη και κατανόηση του τρόπου ζωής και ιδιαίτερα των συνθηκών διαβίωσης της εργατικής τάξης αποτέλεσε ένα από τα θεμελιώδη στοιχεία της γέννησης και εξέλιξης της μαρξιστικής θεωρίας .
- Οι εργάτες συναντιούνται στο Λονδίνο
Η Διεθνής Ένωση Εργατών ιδρύθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου του 1864, στο Λονδίνο. Ο ίδιος ο Μαρξ ανέλαβε εκ μέρους του Γενικού της Συμβουλίου να συγγράψει το μεγαλύτερο μέρος των ιδρυτικών της κειμένων. Αξίζει να διαβάσουμε ξανά την Ιδρυτική Διακήρυξη της Διεθνούς, «το πιο αξιόλογο ντοκουμέντο του σοσιαλιστικού κινήματος, μετά το Κομμουνιστικό Μανιφέστο» (Berlin 1998, 245), «ένα από τα πιο σημαντικά ντοκουμέντα στην ιστορία της εργατικής τάξης όλου του κόσμου» (Φόστερ 1975, 53). Το πρώτο και μεγαλύτερο κομμάτι της, περιγράφει την τεράστια αντίθεση μεταξύ του αυξανόμενου πλούτου που κατέχουν οι άρχουσες τάξεις στις καπιταλιστικές χώρες – και ειδικά στη Βρετανία- και της εντεινόμενης εξαθλίωσης που βιώνει το προλεταριάτο στις μεγαλουπόλεις. Συνεχίζει κάνοντας μια αναφορά στην περίοδο μετά το 1848, την ήττα των επαναστάσεων και την άνοδο της αντίδρασης αλλά και ορισμένα σημαντικά βήματα στον αγώνα και την οργάνωση της εργατικής τάξης. Οι τελευταίες δύο παράγραφοι, συνοψίζουν το συμπέρασμα των παραπάνω. Ξεκινώντας με την πρόταση: «Γι’ αυτό, το μεγάλο καθήκον της εργατικής τάξης είναι σήμερα η κατάχτηση της πολιτικής εξουσίας», περνά στο καθήκον της κοινής διεθνιστικής πάλης ενάντια στην αντιδραστική εξωτερική πολιτική των αστικών τάξεων, για να καταλήξει στο πασίγνωστο εμβληματικό σύνθημα «προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε» (Μαρξ- Ένγκελς χ.χ., 449- 451).
Η ιεράρχηση του κειμένου δεν είναι καθόλου τυχαία. Όλοι οι εργάτες είχαν γνώση των δεινών που περνούσαν και του χάσματος που τους χώριζε από την καλοπέραση των εκμεταλλευτών τους. Ωστόσο ο Μαρξ επιλέγει συνειδητά να αφιερώσει ολόκληρες σελίδες για να γνωστοποιήσει και τονίσει την κοινωνική αδικία και τον άνισο τρόπο που διανέμονται τα οφέλη από την τεράστια ανάπτυξη του καπιταλισμού, όχι από μια απλή συμπόνια για τους κατατρεγμένους αλλά από τη βαθιά πεποίθηση ότι αυτή η πραγματικότητα ερμηνευμένη υπό το πρίσμα της ταξικής εκμετάλλευσης, είναι πρωταρχικής σημασίας για τη συνειδητοποίηση και ενεργοποίηση του παγκόσμιου προλεταριάτου.

Ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο έφτασε στην υλοποίηση της η ιδέα της ίδρυσης μιας διεθνούς εργατικής ένωσης είναι ενδεικτικός. Παρότι βεβαίως υπήρχαν σπερματικές προσπάθειες, η τελική απόφαση πάρθηκε μετά από τη συνάντηση των Άγγλων με τους Γάλλους και Γερμανούς εργάτες που είχαν βρεθεί στο Λονδίνο στα πλαίσια της Διεθνούς Έκθεσης του 1862. Οι Διεθνείς Βιομηχανικές Εκθέσεις του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, ήταν γεγονότα παγκόσμιας εμβέλειας, που παρουσίαζαν τα επιτεύγματα της βιομηχανικής (και ήδη παγκοσμιοποιημένης) εποχής. Για να κατανοήσουμε τη σημασία τους, αξίζει να σκεφτούμε ότι την έκθεση του 1851 στο Λονδίνο επισκέφτηκαν πέντε εκατομμύρια άνθρωποι (αριθμός πάνω από διπλάσιος των κατοίκων) και μισό αιώνα αργότερα, στην έκθεση του 1900 στο Παρίσι έφτασαν τα πενήντα εκατομμύρια. Από την έκθεση του 1851 και έπειτα, ένα από τα ζητήματα που τις απασχολούσαν έντονα, ήταν οι δεινές συνθήκες κατοίκησης και υγιεινής που αντιμετώπιζε η εργατική τάξη στις πόλεις[1]. Αποτέλεσαν το έδαφος για προτάσεις, αναμετρήσεις και πειραματισμούς σχετικά με τη λύση των προβλημάτων αυτών, καθώς δημόσιοι φορείς, βιομήχανοι, εργατικές ενώσεις και διαφόρων αφετηριών σχεδιαστές κατέθεταν τις απόψεις τους σχετικά με πρότυπα εργατικής κατοικίας κ.α. Ως άνθρωποι της εποχής τους, οι Μαρξ και Ένγκελς, ενθουσιώδεις υποστηρικτές των επιτευγμάτων της ανθρωπότητας αλλά και αποφασισμένοι πολέμιοι των αδικιών της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης παρακολουθούσαν τις εκθέσεις αναγνωρίζοντας σε αυτές την θέληση της αστικής τάξης να «υμνήσει τον πάνθεόν της».
Στην πραγματικότητα, βέβαια, το ενδιαφέρον των Εκθέσεων αντανακλούσε ένα πραγματικά φλέγον κοινωνικό ζήτημα που βρισκόταν σε καθημερινή διάταξη. Η βιομηχανική επανάσταση και οι πρώτες δεκαετίες καπιταλιστικής επέκτασης συνδέθηκαν με εξελίξεις στις πόλεις που όμοιες τους δεν είχε ξαναζήσει η ανθρωπότητα. Σε τεράστια κλίμακα, αγροτικοί πληθυσμοί αποστερημένοι από κάθε μέσο επιβίωσης, μετανάστευαν προς τις πόλεις μετατρεπόμενοι σε αστικό προλεταριάτο. Οι συνθήκες που αντιμετώπιζαν ήταν απάνθρωπες ειδικά σε περιόδους κρίσης και μαζικής ανεργίας. Η κατάσταση αυτή, ουσιαστικά αποτέλεσε τη βάση για την ανάπτυξη όλων των μεταρρυθμιστικών και φιλανθρωπικών προτάσεων αλλά και για την ουσιαστική γέννηση της πολεοδομίας.


Το Λονδίνο, η αιώνια πρωτεύουσα της βρετανικής αυτοκρατορίας, έδρα των περισσότερων Εκθέσεων και της ηγεσίας της Α Διεθνούς, έζησε τις θαυμάσιες και δραματικές εξελίξεις που έφερνε ο νέος βιομηχανικός κόσμος, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη. Η βιομηχανική επανάσταση είχε πολύ συγκεκριμένη χωρικότητα και για αυτό δεν μπορεί παρά να μελετάται παράλληλα με την αστικοποίηση[2]. Το 1789 βρίσκει το οικιστικό τοπίο της Ευρώπης, όχι αισθητά διαφοροποιημένο από παλαιότερα. Η συντριπτική πλειονότητα των κατοίκων βρίσκεται στην ύπαιθρο, και στην πραγματικότητα το «αστικό» στοιχείο αναφέρεται σε μερικές δεκάδες μεγάλες πόλεις, από τις οποίες μόνο το Λονδίνο ξεπερνά το όριο του ενός εκατομμυρίου. Στα μέσα του 19ου αιώνα όλα είναι διαφορετικά. Το Λονδίνο «φιλοξενεί» πια περίπου 2,5 εκατομμύρια κατοίκους και το Παρίσι ξεπερνά το ένα, διπλασιαζόμενο δύο φορές μέσα σε λίγες δεκαετίες. Χρονολογία ορόσημο το 1851, όταν η Αγγλία γίνεται η πρώτη χώρα στην ιστορία, στην οποία ο αστικός πληθυσμός ξεπερνά τον αγροτικό[3].

Όμως το Λονδίνο, όπως και το Παρίσι, διαφέρουν αισθητά από άλλες μεγάλες πόλεις- βιομηχανικά κέντρα. Όπως γράφει ο Σένετ (1999, 171,179: «Εμπόριο, διαχείριση των οικονομικών και γραφειοκρατία παρέμειναν οι βασικές δραστηριότητες των πρωτευουσών. Οι βιομηχανίες απαιτούν ιδιοκτησία μεγάλων εκτάσεων γης… Τα εργοστάσια εντατικής λειτουργίας βρίσκονται συνήθως στο κέντρο των πόλεων, είναι εκμηχανισμένα και συνάμα μικρότερα. Στις πρωτεύουσες του 19ου αιώνα, τέτοιου είδους γηγενείς βιομηχανίες συνδέονταν με το εμπόριο, με τη γοργή, μικρής κλίμακας, συχνά άκρως εξειδικευμένη μεταποίηση… Η γη μέσα ή και κοντά στο Παρίσι ήταν πολύ ακριβή ώστε να χρησιμοποιηθεί για τέτοιο σκοπό. Η γη δεν ήταν σπάνιο αγαθό στο ευρύτερο Λονδίνο, όμως για αδιευκρίνιστους λόγους, αν και δημιουργήθηκαν εργοστάσια στο δακτύλιο του «ευρύτερου» Λονδίνου, δεν αναπτύχθηκε εργοστασιακή οικονομία της έντασης του Μάντσεστερ ή του Μπέρμιγχαμ».

Αυτό δε μείωνε την εξαθλίωση των εργατικών μαζών, το αντίθετο. Γιατί τα ιστορικά αστικά κέντρα ήταν ακόμα πιο δύσκολο να καλύψουν τις αυξημένες ανάγκες στέγασης σε σχέση με τα νέα βιομηχανικά κέντρα (τουλάχιστον στο βαθμό που έμεναν άθικτες οι ταξικές σχέσεις και κυρίως η ιδιοκτησία της γης). Ο Ένγκελς αναγνωρίζει αυτή τη διαφορά, για αυτό και –σε αντίθεση με την πρότερη εστίασή του στο Μάντσεστερ στην οποία θα επανέλθουμε- επικεντρώνεται στο Λονδίνο στο «Ζήτημα της Κατοικίας» που εκδίδεται το 1972, χρονιά που πλέον διαμένει εκεί και ασχολείται ενεργά με τη Διεθνή. «Αυτή η έλλειψη κατοικιών είναι άγνωστη σε πόλεις που από την αρχή δημιουργήθηκαν ως βιομηχανικά κέντρα, όπως στο Μάντσεστερ, στο Λιντζ, στο Μπράντφορντ, στο Μπάρμεν Έλμπερφελντ. Αντίθετα, στο Λονδίνο, στο Παρίσι, το Βερολίνο, στη Βιέννη παρουσιάστηκε με οξεία μορφή και συνεχίζεται συνήθως ως χρόνια κατάσταση» (Ένγκελς 2012, 8).
Αυτές οι συνθήκες στις μεγάλες πόλεις δε μπορούσαν να αφήσουν ανεπηρέαστα τα πιο δραστήρια μυαλά των μέσων του 19ου αιώνα. Οι σημαντικότεροι άνδρες και γυναίκες στη λογοτεχνία, την ποίηση, τη ζωγραφική και βέβαια την φιλοσοφία και την πολιτική θεωρία συγκλονίζονται αλλά και αναπνέουν μέσα στις δυναμικές αλλά και απάνθρωπες σύγχρονες πόλεις, στους φρενήρεις ρυθμούς τους, στην τόσο ακραία κοινωνική πόλωση και τη συγκέντρωση του μεγαλύτερου πλούτου και της σκληρότερης φτώχειας. Οι πόλεις και η καθημερινή ζωή σε αυτές, μπαίνει στους καμβάδες των ζωγράφων και στις σελίδες των μεγάλων λογοτεχνών. Μπαίνει στο κέντρο της πάλης του κινήματος μιας νεαρής κοινωνικής τάξης που παράγει όλον αυτό τον πλούτο που καρπώνονται οι καπιταλιστές, ενώ αυτή πεθαίνει σε φτωχικά σοκάκια. Και μπαίνει στο κέντρο μιας θεωρίας που θα έρθει για να αλλάξει τον τρόπο που οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τον κόσμο, του μαρξισμού που αναγνωρίζει το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα ως υπαίτιο των δεινών και προτείνει ότι η βελτίωση των συνθηκών ζωής θα έρθει μέσα από την ταξική πάλη και όχι από τις πρωτοβουλίες των κεφαλαιοκρατών, την αστική φιλανθρωπία ή τις – συχνά φιλότιμες αλλά καταδικασμένες σε αποτυχία- θεσμικές και «ειρηνικές» προσπάθειες βελτιώσεων.
Σε ηλικία 24 ετών ο Κάρολος Ντίκενς, εκδίδει τα «Χαρτιά του Πίκγουικ» και συλλέγει το υλικό για τον «Όλιβερ Τουίστ» που θα εκδοθεί λίγο αργότερα, περιγράφοντας τη σκληρότητα της λονδρέζικης ζωής. Σε παρόμοια ηλικία, λίγα χρόνια μετά, ο Φιόντορ Ντοστογιέσφκι θα γράψει το πρώτο του έργο, τους «Φτωχούς» σκύβοντας πάνω από τα βάσανα των αδύναμων στη ρωσική πρωτεύουσα. Την πρωτεύουσα της Γαλλίας, το μεγάλο Παρίσι, θα ζωγραφίσει στην ίδια ηλικία ο Κλοντ Μονέ, αναπαριστώντας με ταραχώδη τρόπο τον άμορφο πολύβουο όχλο των μεγάλων μπουλεβάρτων. Σε αυτή την ηλικία, μια άλλη από τις πιο σημαντικές και πολυμαθείς μορφές του προπερασμένου αιώνα, θα βρεθεί στο κέντρο του βιομηχανικού κόσμου, το Μάντσεστερ.

- Η «κατάσταση της εργατικής τάξης της Αγγλίας» του Ένγκελς και η δημοσιογραφία του Μαρξ.
Χωρίς το Μάντσεστερ δε θα υπήρχε η Σοβιετική Ένωση[4]
Στις 9 του Απρίλη του 1863, ο ώριμος πια – και σε ένα βαθμό δύστροπος- Κάρολος Μαρξ, γράφει στον πιο στενό φίλο και συνεργάτη του Φρειδερίκο Ένγκελς:
«Ξαναδιαβάζοντας το βιβλίο σου, διαπίστωσα με λύπη μου ότι γερνάμε. Το θέμα του αναπτύσσεται με τόση φρεσκάδα, πάθος και τόλμη στις προβλέψεις, τις απαλλαγμένες από επιστημονικές αμφιβολίες! Η αυταπάτη ακόμα ότι το αποτέλεσμα θα προβάλλει στο φως της ημέρας αύριο ή μεθαύριο, προσδίνει στο σύνολο μιαν αισιόδοξη θέρμη και χιούμορ που δίπλα τους το «γκρίζο χρώμα» των μετέπειτα γραπτών έχει τόσο άθλια όψη.» (Engels- Marx 1975, 50).
Το βιβλίο στο οποίο αναφερόταν ήταν η «Κατάσταση της Εργατικής Τάξης στην Αγγλία», το οποίο ο Ένγκελς συνέγραφε για περισσότερα από δύο χρόνια και εξέδωσε τελικά το 1845. Ο πατέρας του, στέλνει τον Ένγκελς στην Αγγλία για να αναλάβει την εποπτεία της οικογενειακής επιχείρησης αλλά και για να περιορίσει τις ανατρεπτικές συναναστροφές που είχε αρχίσει να κάνει ο γιός του στη Γερμανία. Ο νεαρός Φρειδερίκος, βρίσκεται έτσι στην καρδιά του σύγχρονου κόσμου, στο κέντρο της βιομηχανίας και του νεαρού προλεταριάτου. «Αν το Βερολίνο, με τις αίθουσες διαλέξεων και τις συζητήσεις στις μπυραρίες, ήταν η πόλη του πνεύματος, τότε το Μάντσεστερ ήταν η πόλη της ύλης. Κατά μήκος της Deansgate και της Great Ducie Street… ο Ένγκελς συνέλεξε τα “δεδομένα, δεδομένα, δεδομένα” της βιομηχανικής Αγγλίας, σε υπερβολικό βαθμό», γράφει ένας σύγχρονος βιογράφος του (Hunt 2009, 78).
Το πολυσέλιδο βιβλίο του, αποτελεί μια από τις πιο συγκλονιστικές περιγραφές της Αγγλίας των μέσων του 18ου αιώνα. Ο ίδιος αφιερώνει το έργο του στους εργάτες συμπληρώνοντας:
«Έζησα αρκετό καιρό μαζί σας, για να είμαι καλά πληροφορημένος για τις συνθήκες ζωής σας· αφιέρωσα όλη μου την προσοχή για να τις γνωρίσω καλά· μελέτησα τα διάφορα ντοκουμέντα, επίσημα και μη επίσημα, που είχα τη δυνατότητα να προμηθευτώ· καθόλου δεν αρκέστηκα σε αυτά· δε με ενδιέφερε μια αφηρημένη μονάχα γνώση για λογαριασμό μου, ήθελα να σας δω στις κατοικίες σας, να σας παρατηρήσω στην καθημερινή σας ύπαρξη, να μιλήσω μαζί σας για τις συνθήκες ζωής σας και τα βάσανά σας, να είμαι μάρτυρας στους αγώνες σας ενάντια στην κοινωνική και πολιτική εξουσία των καταπιεστών σας.» (Ένγκελς 1974, 33- υπογράμμιση στο πρωτότυπο).
Οι γραμμές αυτές θα προκαλούσαν ίσως αμηχανία σε πολλούς σύγχρονους κριτές του μαρξισμού που, συνήθως χωρίς να τον έχουν μελετήσει πραγματικά, τον κατηγορούν για μια αφ’ υψηλού μελέτη της κοινωνίας, χωρίς εστίαση στην πραγματική ζωή των κοινωνικών υποκειμένων. Στην πραγματικότητα, ο Ένγκελς κάνει ακριβώς το αντίθετο. Αφιερώνει όλο του το είναι σε μια ενδελεχή και υπερβολικά αναλυτική παρουσίαση των συνθηκών διαβίωσης των προλετάριων της εποχής. Ίσως το πιο εντυπωσιακό είναι το ενδιαφέρον του για τις εργατικές συνοικίες των βιομηχανικών πόλεων και κυρίως του Μάντσεστερ. Οι πρώτες 150 σελίδες (στην ελληνική μετάφραση) αναφέρονται αποκλειστικά στις συνθήκες κατοικίας, συνοδευόμενες από εκπληκτικής – για την εποχή- ακρίβειας, χάρτες, σκίτσα, μέχρι και σχέδια της ρυμοτομίας και των κατασκευαστικών τεχνικών.

Σαφώς, πολλές κριτικές θα μπορούσαν να ασκηθούν στο εγχείρημα του Ένγκελς. Μια φεμινιστική οπτική, ορθώς θα αναγνώριζε μια υποτίμηση του ρόλου των γυναικών. Ο Hobsbawm αναφέρει και άλλες αδυναμίες του έργου συμπληρώνοντας ωστόσο ότι οφείλουμε να εντυπωσιαστούμε από τα πλεονεκτήματα, τα οποία «δεν οφείλονται στο προσωπικό του ταλέντο, που είναι φανερό, μ’ ακόμα στις κομμουνιστικές του πεποιθήσεις, οσοδήποτε κι αν είναι ακόμα κηλιδωμένες από αστικό ουτοπισμό. Από ‘κει αντλεί αυτή την οικονομική, κοινωνική και ιστορική διορατικότητα, που ‘ναι άπειρα ανώτερη από εκείνην όλων των σύγχρονών του, κηρυγμένων οπαδών της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, και που του επιτρέπει να καθορίσει τα συμπεράσματα στα οποία ο Μαρξ θα καταλήξει στη συνέχεια. Ο Ένγκελς μας αποδείχνει ότι, στον τομέα των κοινωνικών, ερευνών, κανένας δε θα μπορέσει να κάνει έργο επιστημονικό, χωρίς προηγούμενα να απαλλαχθεί από τις αυταπάτες της αστικής τάξης.» (πρόλογος στο Ένγκελς 1974, 23).
Αξίζει να επιμείνουμε στη σημασία που έχει αυτού του είδους η κοινωνική και οικονομική έρευνα για τη συγκρότηση των θεμελίων του μαρξισμου. Η μεγάλη βιομηχανική πόλη είναι ταυτόχρονα η κόλαση και ο παράδεισος της καπιταλιστικής κοινωνίας, είναι το επιβλητικό βασίλειο των επιτευγμάτων της προόδου αλλά και ένας βάλτος δυστυχίας, ο τόπος της δύναμης και του πλούτου αλλά και η αρένα του διαρκούς απάνθρωπου ανταγωνισμού. Ο Ένγκελς δε γνωρίζει τίποτα πιο επιβλητικό από τη θέα του Λονδίνου από τον Τάμεση, που όλα είναι «τόσο μεγαλειώδη, τόσο πελώρια, ώστε να μένει κανείς σαστισμένος και εμβρόντητος από το μεγαλείο της Αγγλίας» (Ένγκελς 1974, 67), αλλά γνωρίζει καλά ότι αυτά πάνε μαζί με τα σκοτεινά και βρώμικα σοκάκια των γειτονιών σαν τη «Μικρή Ιρλανδία» του Μάντσεστερ, τα πλημμυρισμένα υπόγεια με τους δεκάδες στοιβαγμένους ενοίκους, τα εγκλήματα, την πορνεία, την απώλεια οτιδήποτε του ανθρώπινου.

Κοιτάζει κατάματα την αθλιότητα, όχι αναπολώντας κάποιες χαμένες καλύτερες εποχές όπως οι περισσότεροι σύγχρονοί του συγγραφείς, όχι αναζητώντας μια φανταστική θαλπωρή στη γη ή τις αγροτικές κοινότητες όπως αρκετοί από τους αναρχικούς συντρόφους και ανταγωνιστές του, ούτε διεκδικώντας αποδράσεις σε μικρά καταφύγια σαν τις πρακτικές εφαρμογές που ακολουθούσαν οι συνεχιστές των ουτοπιστών[5]. Οι θεμελιωτές του μαρξισμού κατανόησαν όσο λίγοι το μεγαλείο και την κατάρα της εποχής που τους έλαχε να ζήσουν. Ο Ένγκελς κοίταζε τη σύγχρονη πόλη και τους κολασμένους της και έβλεπε τον τόπο που θα διεξαγόταν η κοινωνική επανάσταση που οραματιζόταν και το υποκείμενο που θα την έφερνε εις πέρας.
«Αν η συγκέντρωση του πληθυσμού έχει ένα προωθητικό και ευνοϊκό αποτέλεσμα για την κυρίαρχη τάξη, συντελεί επίσης στο να προχωρήσει ακόμα πιο γρήγορα η ανέλιξη της εργατικής τάξης. Οι εργάτες αρχίζουν να αισθάνονται ότι αποτελούν στην ολότητά τους μια τάξη, αποχτάν συνείδηση ότι, αν και αδύνατοι όταν παραμένουν απομονωμένοι, αντιπροσωπεύουν όλοι μαζί μια δύναμη… Οι μεγάλες πόλεις είναι οι εστίες του εργατικού κινήματος· εκεί οι εργάτες άρχισαν να σκέπτονται πάνω στην κατάστασή τους και να παλεύουν· εκεί εκδηλώθηκε αρχικά η αντίθεση ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη· απ’ αυτές προήλθαν οι εργατικές ενώσεις, το χαρτιστικό κίνημα και ο σοσιαλισμός» (ο.π., 200)
Πρόκειται για μια από τις αλήθειες που θα διατηρήσει διαχρονικά ο μαρξισμός, ενώ τα βασικά συμπεράσματα της «Κατάστασης της Εργατικής Τάξης» δε θα αναιρεθούν σε κανένα σημείο του μετέπειτα έργου των Μαρξ και Ένγκελς . Ο τελευταίος, σχεδόν πενήντα χρόνια μετά την πρώτη έκδοση, γράφοντας τον πρόλογο σε μια νέα έκδοση στα γερμανικά και έπειτα από την έκδοσή του στα αγγλικά, θα υποστηρίξει: «Η σύγχρονη μεγάλη βιομηχανία εξισώνει σε τέτοιο βαθμό τις οικονομικές συνθήκες όλων των χωρών που αγκάλιασε, που είναι ζήτημα αν έχω να πω τίποτα άλλο στο γερμανό αναγνώστη από ότι είπα στον αμερικάνο και τον άγγλο» (Ένγκελς χ.χ., 263). Στον πρόλογό αυτό, θα αναγνωρίσει ότι υπήρξαν βελτιώσεις στις συνθήκες ορισμένων από τις πιο κακόφημες περιοχές. Ωστόσο θα καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα με το «Ζήτημα της Κατοικίας»:
«Οι εστίες των λοιμωδών νόσων, οι πιο φριχτές σπηλιές και τρύπες, όπου ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής κλείνει κάθε νύχτα τους εργάτες μας, δεν εξαφανίζονται, αλλά μόνο αλλάζουν θέση (υπογράμμιση στο πρωτότυπο)! Η ίδια οικονομική ανάγκη που τις δημιούργησε στο πρώτο μέρος, τις δημιουργεί και στο δεύτερο. Και όσο θα υπάρχει ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής, θα είναι τρέλα να θέλουμε να λύσουμε χωριστά το ζήτημα της κατοικίας η οποιοδήποτε άλλο κοινωνικό ζήτημα που έχει σχέση με την τύχη των εργατών. Η λύση βρίσκεται μόνο στην κατάργηση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, στην ιδιοποίηση από την ίδια την εργατική τάξη όλων των μέσων συντήρησης και εργασίας.» (ο.π. 186).[6]
Ο Μαρξ αναγνώριζε τη σημασία του πρώτου μεγάλου έργου του Ένγκελς. Σε πολλά σημεία του Κεφαλαίου είτε αξιοποίησε, είτε παρέπεμψε σε κομμάτια της «Κατάστασης της Εργατικής Τάξης στην Αγγλία» επαινώντας τον για το «πόσο βαθιά κατανόησε το πνεύμα του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής» (Μαρξ 2002, σελ. 251). Στο Κεφάλαιο, βεβαίως, δε θα βρούμε τόσο αναλυτικές περιγραφές των συνθηκών κατοίκησης. Δεν πρέπει ωστόσο, να ξεχνάμε ότι ακόμα και σε αυτό το τιτάνιο έργο με το δεδομένο βαθμό αφαίρεσης, ο Μαρξ δε διστάζει να χρησιμοποιεί πλείστα συγκεκριμένα παραδείγματα εκμετάλλευσης και εξαθλίωσης της εργατικής τάξης. Αντιπροσωπευτικά δείγματα της μαχητικής γραφής του και του ιδιαίτερου ενδιαφέροντός του για τις καθημερινές τραγωδίες που βίωναν οι εργαζόμενοι, μπορούμε να βρούμε πιο ευκρινώς στα άρθρα που συνέγραψε ως ανταποκριτής της New York Tribune (βλ. Ledbetter 2007, Παπακωνσταντίνου 2011). Θεωρούσε ύψιστο καθήκον να γνωρίσει όλη η ανθρωπότητα την άλλη πλευρά της ισχύος της βρετανικής αυτοκρατορίας και του θριάμβου του ελεύθερου εμπορίου, που αποτυπώνονταν στις φτωχογειτονιές του Λονδίνου και τους νεκρούς από την πείνα.
Υποστηρίζω ότι αυτή η πλευρά του μαρξιστικού έργου, δηλαδή η ενδελεχής ανάλυση των συνθηκών διαβίωσης και κατοίκησης του προλεταριάτου, αποτελεί ένα από τα θεμελιώδη στοιχεία του και ένα νήμα που συνδέει τα ίδια τα έργα των Μαρξ και Ένγκελς με ορισμένες από τις καλύτερες αναλύσεις και επεκτάσεις του μαρξισμού από τον 19ο μέχρι τον 20ο αιώνα.
3. Ο μαρξισμός «φτάνει» στη Ρωσία.
Ο Μαρξ από το 1870 και μετά, παρακολουθεί όλο και πιο στενά τις εξελίξεις στη Ρωσία. Μάλιστα, ενδιαφέρεται και αποκτά επαφές με τμήματα του ρώσικου κινήματος, αποπνέοντας και μια σχετική αισιοδοξία για το μέλλον της χώρας που μέχρι τότε ήταν το σύμβολο της αντίδρασης και της καθυστέρησης. O Isaiah Berlin σημειώνει κάπως χιουμοριστικά ότι ο Ένγκελς «αντιμετώπιζε κάπως δύσπιστα αυτή τη νέα συμμαχία· αντιπαθούσε βαθύτατα οτιδήποτε ανατολικά του Έλβα, και υποπτευόταν ότι ο Μαρξ επινόησε νέα απασχόληση ώστε να μη φανεί η απροθυμία του, λόγω φυσικής κόπωσης, να ολοκληρώσει τη συγγραφή του Κεφαλαίου» (Berlin 1998, 293). Τι ήταν όμως αυτό που έκανε το μεγάλο Κάρολο να στρέψει το ενδιαφέρον του προς τα εκεί;
Στα χρόνια που διέμενε στο Λονδίνο είχε αποκτήσει επαφές με πολλούς Ρώσους αγωνιστές και διατηρούσε στενές σχέσεις και αλληλογραφία με ανθρώπους όπως o German Lopatin, ο ένας από τους πρώτους ρώσους μαρξιστές, ο οποίος διέφυγε από τη Ρωσία μετά την εμπλοκή του στην απόδραση του γνωστού επαναστάτη Lavrov, με τον οποίο επίσης είχε επικοινωνία ο Μαρξ. Ο Lopatin έγινε μέλος της Διεθνούς στη Γαλλία και του Γενικού Συμβουλίου της, ενώ στη διαμονή του στη συνέχεια στο Λονδίνο, είχε στενές σχέσεις με τον Μαρξ. Ο ίδιος ξεκίνησε και τη μετάφραση του Κεφαλαίου στα ρώσικα[7], μια απόπειρα που έφτασε στη μέση όταν αποφάσισε να επιστρέψει για να συμβάλει στην προσπάθεια απελευθέρωσης του Νικολάι Τσερνισέφσκι.. Εν τέλει η μετάφραση του Κεφαλαίου θα ολοκληρωθεί από έναν άλλο ρώσο φίλο του Μαρξ, τον Nikolai Danielson. Με τον Danielson ο Μαρξ θα έχει πολύ συχνή αλληλογραφία[8] και από αυτόν θα προμηθευτεί ορισμένα από τα πιο σημαντικά έργα της ρώσικης βιβλιογραφίας της εποχής.

Το βιβλίο που θα κάνει τη μεγαλύτερη εντύπωση στον Μαρξ είναι αυτό του Flerovsky[9] με τον καθόλου τυχαίο τίτλο «Η Κατάσταση της Εργατικής Τάξης στη Ρωσία». Στα γράμματα που ανταλλάσει εκείνη την περίοδο (MECW, 1988), γίνεται συχνή αναφορά στο πολυσέλιδο αυτό έργο αυτό που του αποστέλλει ο Danielson το Σεπτέμβρη του 1869, καθώς εκτιμά ότι θα τον βοηθήσει στη συγγραφή του Κεφαλαίου. Λίγες μέρες αργότερα, στέλνει στον Ένγκελς ότι το παρέλαβε σημειώνοντας το θαυμασμό του για τα 15 χρόνια που αφιέρωσε ο Flerovsky στη συγγραφή του και τη στεναχώρια του που υπάρχει μονάχα στα ρώσικα. Μόλις δύο μέρες αργότερα, στις 30 Οκτώβρη, ο φίλος του – που έχει αρχίσει να καταλαβαίνει τι ετοιμάζει- τον προτρέπει να στείλει το βιβλίο στον ίδιο ή να το δώσει σε κάποιον καθώς ο ‘Μαύρος’ «δεν έχει χρόνο για αυτό». Βεβαίως, ο Κάρολος δεν ακολουθεί τη συμβουλή του και αρχίζει την εντατική εκμάθηση ρώσικων. Στις 10 Φεβρουαρίου του 1870, στέλνει περιχαρής στον ‘Στρατηγό’ ότι κατάφερε να διαβάσει τις πρώτες εκατόν πενήντα σελίδες και ότι είναι «το πρώτο έργο που λέει την αλήθεια για τις οικονομικές συνθήκες της Ρωσίας».
Η μεγάλη χαρά του Μαρξ προκύπτει από την πεποίθησή του, ότι ο Flerovsky ανοίγει ένα δρόμο κριτικής στη λατρεία που έδειχναν οι Ρώσοι λαϊκιστές όπως ο Herzen, αλλά και ο Μπακούνιν στις αγροτικές κοινότητες και τις συνθήκες διαβίωσης των χωρικών.[10] «Αυτός ο άνθρωπος είναι αποφασισμένος εχθρός αυτού που αποκαλεί “Ρώσικο οπτιμισμό”. Δεν είχα ποτέ θετική εικόνα για αυτό το κομμουνιστικό Ελ Ντοράντο, αλλά ο Flerovsky, ξεπερνά κάθε προσδοκία». Συνεχίζει παραθέτοντας ένα απόσπασμα: «Έχουμε λίγους προλετάριους, αλλά η μάζα της εργατικής τάξης μας αποτελείται από εργαζόμενους που η θέση τους είναι χειρότερη από κάθε προλετάριο». Ο Μαρξ αναγνωρίζει ότι ο Flerovsky διατηρεί την πίστη στην κοινή ιδιοκτησία της ρωσικής γης, ζήτημα γύρω από το οποίο ο μαρξισμός συγκρούονταν ως προς τη δυνατότητά του να αποτελέσει τη βάση μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας που θα παρακάμψει την καπιταλιστική επέκταση, αλλά τον επικροτεί για την απουσία κάθε μυστικισμού για τη γη, κάθε δογματισμού και μηδενισμού, αποδεχόμενος ότι το έργο αντιστοιχεί στο επίπεδο ανάπτυξης του κοινού στο οποίο απευθύνεται. «Σε κάθε περίπτωση, είναι το πιο σημαντικό βιβλίο που έχει εκδοθεί μετά το έργο σου για την Κατάσταση της Εργατικής Τάξης», καταλήγει.
Ο Ένγκελς μέχρι τότε δε γνωρίζει καν τον τίτλο του βιβλίο, τον οποία ζητά να πληροφορηθεί. Την επομένη λαμβάνει πάλι ένα μακροσκελές γράμμα από το Λονδίνο, στο οποίο ενημερώνεται για τον τίτλο του έργου, μια πληροφορία που πιθανώς να άξιζε να είχε ειπωθεί νωρίτερα στον ουσιαστικό πνευματικό πατέρα του. Εδώ, για άλλη μια φορά, ο Μαρξ πλέκει το εγκώμιο του Flerovksy και ειδικά της μεθοδολογίας του. «Έχει εξαιρετική συναίσθηση των εθνικών χαρακτηριστικών- ο ‘ευθύς Καλμίκος’, ο ‘κάτοικος της Μορδοβίας, ποιητικός παρά τη βρωμιά’, ο ‘ ευκίνητος, επικούρειος, γεμάτος ζωντάνια Τατάρος’, ο ‘ταλαντούχος Μικρός Ρώσος’ κ.α». Ο Μαρξ θεωρεί ότι ένα από τα βασικά προτερήματα του βιβλίου, είναι η προσήλωση του συγγραφέα για τη σε βάθος μελέτη και κατανόηση όλων των στοιχείων που καθορίζουν την καθημερινή ζωή της εργατικής τάξης στην αχανή ρώσικη ήπειρο, μέσα από την προσωπική έρευνα του μελετητή. Σε αυτό εστιάζει σε γράμμα του στην κόρη του Λώρα και τον σύζυγό της Λαφάργκ, στις 5 Μαρτίου του 1870, περιγράφοντας ότι ο Flerovksy ταξίδευε για 15 χρόνια σε όλη τη Ρωσία «με μοναδικό σκοπό να μελετήσει την τα πραγματικά δεδομένα και να ξεσκεπάσει τα διαδεδομένα ψέματα». Έχει σημασία ότι ο Μαρξ, ενώ έχει ήδη μελετήσει τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής αντιλαμβάνεται, μαζί με τον Ένγκελς και τον Flerovski, την εργατική τάξη πολύ πιο διευρυμένα από το βιομηχανικό προλεταρο. Σε γράμμα της 12ης Φεβρουαρίου του 1870, γίνεται για πρώτη φορά αναφορά σε μια νέα ομάδα Ρώσων επαναστατών στη Γενεύη. Η ομάδα αυτή, έμελλε να παίξει πολύ σημαντικό ρόλο για την ίδια την Α Διεθνή, και θα αποτελέσει το δεύτερο λόγο της ενασχόλησης του Μαρξ με τη Ρωσία.
Βρισκόμαστε στα 1870. Στη Διεθνή, η διαμάχη μεταξύ του Μαρξ και του Γενικού Συμβουλίου από τη μια και του Μπακούνιν και των τμημάτων που τον υποστηρίζουν από την άλλη, βαθαίνει. Ο Μπακούνιν, διαμένει στη Γενεύη και δύο χρόνια νωρίτερα έχει ιδρύσει τη «Διεθνή Σοσιαλδημοκρατική Συμμαχία». Το Γενικό Συμβούλιο θα αρνηθεί την αίτησή ενσωμάτωσης της Συμμαχίας στη Διεθνή, και ο ίδιος ο Μαρξ αναλαμβάνει να γράψει την απόφαση (MECW 1985, 110, 111).
Στη Γενεύη ζουν εκείνα τα χρόνια πολλοί ρώσοι εξόριστοι, με τους οποίους ο Μπακούνιν και η «Συμμαχία» έχουν στενές επαφές. Ορισμένοι εξ αυτών συγκροτούν το 1868 μια επαναστατική ομάδα που εκδίδει το περιοδικό Narodnoye Dyelo, το πρώτο τεύχος του οποίου επιμελείται ο ίδιος ο Μπακούνιν. Λίγο καιρό αργότερα, οι σχέσεις μεταξύ τους διαρρηγνύονται και την άνοιξη του 1870, συγκροτείται το «Ρώσικο Τμήμα» της Διεθνούς με γνωστότερο εκπρόσωπό του, τον Nikolai Utin. Στις 11 Μαρτίου του 1870, η επιτροπή του Ρώσικου Τμήματος στέλνει στον Hermann Jung, εκπρόσωπο του Γενικού Συμβουλίου της Διεθνούς στην Ελβετία, το πρόγραμμα και το καταστατικό τους ζητώντας να γίνουν δεκτοί από τη Διεθνή και μια μέρα αργότερα στέλνουν στον ίδιο τον Μαρξ στο Λονδίνο έκκληση για να είναι ο αντιπρόσωπος τους, σημειώνοντας ότι βρίσκονται σε κόντρα με τον Μπακούνιν. Το Γενικό Συμβούλιο συνεδριάζει άμεσα, στις 22 του Μαρτίου, και ο Μαρξ αναλαμβάνει να γράψει την απάντηση με την οποία τους κάνει δεκτούς και με χαρά αποδέχεται την πρόσκληση να τους εκπροσωπεί. Το ρωσικό τμήμα θα συνεχίσει τη δράση του, με τον ίδιο τον Utin να παίζει κεντρικό ρόλο στη διαμάχη και την οριστική ρήξη τον Μπακούνιν.
Στην απάντησή του, ο Μαρξ, επιλέγει να αναφερθεί εμφατικά στο βιβλίο του Flerovsky. Ουσιαστικά κατευθύνει τους συντρόφους του να διαβάσουν με ιδιαίτερη προσήλωση και να αξιοποιήσουν το έργο ενός «σοβαρού παρατηρητή, θαρραλέου εργάτη, αμερόληπτου κριτικού, σπουδαίου καλλιτέχνη και πάνω από όλα ενός ατόμου που δεν μπορεί να ανεχτεί την καταπίεση κάθε μορφής και τους εθνικούς ύμνους, και μοιράζεται με πάθος όλα τα δεινά και τις προσδοκίες της παραγωγικής τάξης … Τέτοια έργα σαν του Flerovsky και του καθηγητή σας του Τσερνισέφσκι αποτελούν πραγματική τιμή για τη Ρωσία και αποδεικνύουν ότι και η χώρα σας ξεκινά να παίρνει μέρος στο κίνημα του καιρού μας» (ο.π.) .

Ο Τσερνισέφσκι -γνωστός στην Ελλάδα από την πρόσφατη μετάφραση του μυθιστορήματος «Τι να κάνουμε» που ενέπνευσε τους ρώσους επαναστάτες και του οποίου τον τίτλο δανείστηκε ο Λένιν- ήταν εκτός από μεγάλος συγγραφέας και ένας από τους πλέον αναγνωρισμένους οικονομολόγους της εποχής. Ήταν ο δεύτερος στοχαστής που μελέτησε στα ρώσικα ο Μαρξ και παρακολουθούσε με αγωνία τη γεμάτη διώξεις από το ρώσικο καθεστώς ζωή του. Στον επίλογο της δεύτερης έκδοσης του Κεφαλαίου στα αγγλικά, το 1873, σημειώνει ότι ο «μεγάλος ρώσος σοφός και κριτικός» φώτισε αριστοτεχνικά «τη χρεωκοπία της ‘αστικής’ πολιτικής οικονομίας» στο έργο του «Σκιαγραφία της πολιτικής οικονομίας κατά τον Μίλλ» (Μαρξ 2002, 21).
Ο Μαρξ επαινούσε με θέρμη το έργο του Flerovksy και του Τσερνισέφσκι γιατί θεωρούσε ότι σε αυτό θα μπορούσε να πατήσει η θεμελίωση του υλισμού στη Ρωσία και ότι θα συνέβαλλαν στο ξεπέρασμα της κληρονομιάς του λαϊκισμού και του αναρχισμού. Σε ένα βαθμό, επηρεάζεται και ο ίδιος από αυτούς, καθώς αρχίζει να αισιοδοξεί για τις επαναστατικές προοπτικές στη χώρα και να αναμετράται με τα ερωτήματα σχετικά με το ρόλο της κοινοκτημοσύνης της γης και των αγροτικών κοινοτήτων. Τόσο ο Flerovsky, όσο και ο Τσερνισέφσκι, ενώ έρχονταν σε σύγκρουση τόσο με το μυστικισμό και τον πανσλαβισμό, όσο και με τον αγροτικό φιλελευθερισμό, διατηρούσαν το όραμα της κοινοτικής αγροτικής ζωής και την ελπίδα ότι ο ρώσικος δρόμος προς το σοσιαλισμό θα περνούσε μέσα από την αξιοποίηση αυτής της ρώσικης κληρονομίας και δε θα ήταν υποχρεωτικό να περάσει μέσα από την ηγεμονία των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και το μετέπειτα σοσιαλιστικό μετασχηματισμό τους.
Παρότι ο Μαρξ ποτέ δε συμφώνησε με αυτή την οπτική, ήταν πιο διαλλακτικός απέναντι της από ότι ο Ένγκελς και μετέπειτα ο Λένιν. Ωστόσο, οι δύο τελευταίοι διατήρησαν πάντα τη βαθιά εκτίμηση προς τα έργα αυτά του ‘60 και του ‘70, και έδωσαν μάχη για τη θεωρητική κληρονομιά του Τσερνισέφσκι. Ο Ένγκελς, γράφει το 1894, ένα χρόνο πριν το θάνατό του, ένα νέο επίλογο στο άρθρο «Το κοινωνικό πρόβλημα στη Ρωσία» (Engels 1975), στον οποίο συγκρούεται εκ νέου με τις αντιλήψεις για τον «αγροτικό κομμουνισμό» του Herzen και του νεώτερου Tkachev, αλλά τις διαχωρίζει ρητά από τον Τσερνισέφσκι, στον ασκεί μια συμπαθητική κριτική. Σε παρόμοιο μήκος κύματος, το 1909, ο Λένιν αφιερώνει ένα αυτοτελές κεφάλαιο του «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός» στον Τσερνισέφσκι και την κριτική του στον Καντιανισμό, που καταλήγει ως εξής: «Ο Τσερνισέφσκι είναι ο μοναδικός πραγματικά μεγάλος ρώσος συγγραφέας που μπόρεσε από το 1850 ως 1888 να παραμείνει στο ύψος ενός ακέραιου φιλοσοφικού υλισμού και ν’ απορρίψει τους άθλιους παραλογισμούς των νεοκαντιανών, των θετικιστών, των μαχιστών και των υπόλοιπων ανερμάτιστων. Μα ο Τσερνισέβσκι δε μπόρεσε ή ακριβέστερα: δε θα μπορούσε, εξαιτίας της καθυστέρησης της ρώσικης ζωής, να υψωθεί ως το διαλεκτικό υλισμό του Μαρξ και του Ένγκελς» (Λένιν 2011, 388- 390).
Η οξυδέρκεια του Μαρξ να αποδεχτεί με τέτοια θέρμη, θεωρητικούς με διαφορετικές προσεγγίσεις σε ουσιώδη πολιτικά θέματα, προέρχεται νομίζω, από το ότι αναγνώρισε σε αυτούς τους πρώτους υλιστές στοχαστές που με πραγματικό πάθος μελέτησαν την πραγματική ζωή των εργαζομένων στη Ρωσία, χωρίς ηθικισμό ή ωραιοποιήσεις αλλά με προσωπική στράτευση.
Επίλογος:
«Ο Μαρξισμός μπορεί να οριστεί ως η επιστημονική γνώση του προλεταριάτου: είναι η “επιστήμη του προλεταριάτου”. Αυτή η έκφραση μπορεί να γίνει διπλά κατανοητή: Ο Μαρξισμός μελετά το προλεταριάτο, τη ζωή του, την πραγματικότητά του, την κοινωνική λειτουργία του, την ιστορική του κατάσταση. Την ίδια στιγμή, αυτή η επιστήμη προέρχεται από το προλεταριάτο και εκφράζει την ιστορική του πραγματικότητα και την κοινωνική και πολιτική του ανύψωση.» (Lefebvre 1991, 147).
Το κείμενο αυτό δε θα μπορούσε να μελετήσει επαρκώς τη σημασία της μελέτης των συνθηκών διαβίωσης και της καθημερινής ζωής της εργατικής τάξης στο σύνολο του μαρξισμού, στον 20ο και 21ο αιώνα. Εστίασε σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο – εντός της οποίας χρονολογείται και η Πρώτη Διεθνής- και σε δύο μόνο «κατηγορίες» έργων. Στους Μαρξ και Ένγκελς και στους «προγόνους» του μαρξισμού στη Ρωσία. Συνειδητά απέρριψε μια χοντροκομμένη και επιλεκτική αναφορά σε μετέπειτα έργα. Άλλωστε δεν επιδιώκει μια συνολική μελέτη του μαρξισμού, ούτε πραγματεύεται όλες τις θεωρητικές διαδρομές που είχε. Διατηρεί, ωστόσο την πεποίθηση, ότι το ζήτημα αυτό αποτελεί μια σημαντική πλευρά των πιο σημαντικών μεσοπολεμικών, μεταπολεμικών και σύγχρονων μαρξιστικών προσεγγίσεων.

Η ματιά από την οποία μελετήθηκαν τα θεμέλια του μαρξισμού δεν είναι συνολική και σαφώς η εστίαση στο έργο του Ένγκελς είναι δυσανάλογη. Όμως, όπως έγραφε ο Ανρί Λεφέβρ (χ.χ., 12): «Μήπως υπάρχουν πολλοί τρόποι για να μπει κανείς στη μαρξιστική σκέψη; Γιατί να υπάρχει μια και μοναδική προσπέλαση, μια και μοναδική υποχρεωτική διαδρομή, πάντοτε η ίδια, που να πηγαίνει από τα ίδια αποσπάσματα στις ίδιες αναφορές, χαραγμένη από την τάδε ή τη δείνα αυθεντία και που θα έπρεπε αναγκαστικά να την ακολουθούμε με τυφλή υπακοή; Με τον να βεβαιώνουμε ότι ο Ένγκελς συνέβαλλε από δικού του στη διαμόρφωση της λεγόμενη μαρξιστικής σκέψης, με το να υπερασπίζουμε τη μνήμη του δείχνοντας ότι δεν ήταν το δεύτερο βιολί… δε σημαίνει ότι φτωχαίνουμε αυτή τη σκέψη· μήπως σημαίνει αντίθετα ότι αγωνιζόμαστε ενάντια στο δογματικό και σχολαστικό φτώχεμά της;»
Η υποβάθμιση της μελέτης της «Κατάστασης της Εργατικής Τάξης» κάθε εποχής, με τρόπο παρόμοιο με τα έργα που αναφέρθηκαν, ήταν κομμάτι των στρεβλώσεων και δογματισμών που άνθισαν και ανθίζουν μέχρι τις μέρες μας. Δεν είναι άραγε απόδειξη αυτού ή και μιας υποταγής στην ευκολία και τη συνήθεια, το γεγονός ότι στις μέρες και στη χώρα μας, αν και οι δυνατότητες είναι αφάνταστα περισσότερες, ενώ γράφονται χιλιάδες των χιλιάδων σελίδες καθημερινά από θεωρητικούς, επιστήμονες κ.α., ένα έργο με την ευρύτητα, την πολιτική στόχευση και την έρευνα του Ένγκελς απουσιάζει; Ή και ότι σχεδόν όλες οι αναφορές μαρξιστών ή πολιτικών οργανώσεων στην κατάσταση της εργατικής τάξης αρκούνται σε στατιστικούς πίνακες, δείκτες και νόμους;
Αν κάτι, λοιπόν, θα ήθελε να διατυπώσει η παρέμβαση αυτή, δε θα ήταν τίποτε άλλο από ένα κάλεσμα για ακούραστη και προσδεμένη στην υλική πραγματικότητα, μελέτη της ζωής της εργατικής τάξης, των πόλεων που ζει, των δεινών που περνά. Χωρίς οικονομίστικες απλοποιήσεις, χωρίς λαϊκιστές υπερβολές αλλά και χωρίς ακαδημαϊκίστικη σχολαστικότητα και διαλυτικό κατακερματισμό. Σίγουρα, ένα σύγχρονο έργο δε θα μιμείται τα γραπτά του 19ου αιώνα, θα αντιλαμβάνεται την πολυεπίπεδη και αντιφατική νέα πραγματικότητα, θα αξιοποιεί όλες τις θετικές επισημάνσεις και κριτικές των αιώνων που πέρασαν, αλλά θα εμπνέεται από την επαναστατική αποφασιστικότητα του να καταλάβεις τον κόσμο για να τον αλλάξεις. Χωρίς αυτό, τι νόημα έχει η κοινωνική έρευνα;
Υποσημειώσεις:
[1] Για μια αναλυτική μελέτη για τη σημασία των Διεθνών Εκθέσεων και ειδικότερα για το ζήτημα της κατοικίας βλ. Βρυχέα (2003)
[2] Από τα αμέτρητα κείμενα που έχουν γραφτεί για τα θέματα αυτά αναφέρω μόνο το σημαντικό έργο του Leonardo Benevolo (1977) από το οποίο θα αντληθούν οι αριθμοί που θα αναφερθούν παρακάτω.
[3] Ας κρατήσουμε κι άλλη μια χρονολογία- ορόσημο, το 2007 όταν ο αστικός πληθυσμός για πρώτη φορά στην ιστορία ξεπέρασε τον αγροτικό σε παγκόσμια κλίμακα (βλ. Davis, 2006)
[4] Λόγια του ριζοσπάστη ιστορικού του Μάντσεστερ, Jonathan Schofield σε συνέντευξή του στην εφημερίδα The Guardian, 4 Φεβρουαρίου 2006.
[5] Μια ενδιαφέρουσα παρέμβαση για τη σχέση του Ένγκελς με τους ίδιους του ουτοπιστές είναι το κείμενο του Γιώργο Πατρίκιου στο Βαΐου – Χατζημιχάλης (2012).
[6] Πολλοί, όπως ο μεγάλος ιστορικός της πόλης Leonardo Benevolo (1977), θεωρούν ότι η θέση αυτή οδήγησε στο διαζύγιο των κομμουνιστών με τις προσπάθειες αλλαγών στις πόλεις και τις πολεοδομικές πολιτικές.
[7] Ο πρώτος που είχε αναλάβει να μεταφράσει το Κεφάλαιο ήταν ο ίδιος ο Μπακούνιν, κάτι που στη συνέχεια ματαιώθηκε.
[8] Οι αναφορές στις αλληλογραφίες του Μαρξ και του Ένγκελς, τόσο μεταξύ τους, όσο και με τρίτους, προέρχονται από τη συλλογή Marx/Engels Collected Works και στη συνέχεια θα αναφέρονται οι συγκεκριμένοι τόμοι όπου υπάρχουν αποσπάσματα.
[9] Το πραγματικό του όνομα είναι Vasily Bervi. Εξέδωσε το βιβλίο για να αποφύγει τις διώξεις του τσαρικού καθεστώτος, πράγμα που εν τέλει δεν απέφυγε καθώς συνελήφθη και φυλακίστηκε. Ο τίτλος του βιβλίου είναι «Polozhenie rabochego klassa v Rossii» και η πρώτη του έκδοση χρονολογείται στο 1869. Μιας και δεν έχει μεταφραστεί και είναι δυσεύρετο, οι αναφορές σε αυτό γίνονται από την αλληλογραφία του Μαρξ καθώς και από γενικότερα έργα όπως του Venturi (1960) και Dussel (1990).
[10] Βλ. και το κείμενο της Σοφίας Τσάδαρη και του Κώστα Φουρίκου στο παρόν τεύχος.
Βιβλιογραφία
Βαΐου, Ντ. & Χατζημιχάλης, Κ. (2012), Ο Χώρος στην Αριστερή Σκέψη. Αθήνα: Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, Νήσος
Benevolo, L. & Λαζαρίδης, Π. (1977), Βιομηχανική πόλη. Αθήνα: Νέα Σύνορα- Α.Α. Λιβάνη
Berlin, I. (1998), Καρλ Μαρξ. Αθήνα: Scripta
Βρυχέα, Ά. (2003), Κατοίκιση και κατοικία. Διερευνώντας τα όρια της Αρχιτεκτονικής, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα
Davis, M. (2006), Planet of Slums, London: Verso
Dussel, E. (1990), El Último Marx (1863-1882) Y La Liberación Latinoamericana. Iztapalapa: Siglo Veintiuno Editores
Ένγκελς, Φρ. (χ.χ), Η Εξέλιξη του Σοσιαλισμού απ΄ την ουτοπία στην επιστήμη. Αθήνα: Αναγνωστίδη
Engels, F- Marx, K. (1975), Αλληλογραφία, μέρος Β. Αθήνα: Μπάυρον
Engels, F. (1974), Η κατάσταση της Εργατικής Τάξης στην Αγγλία. 9.Αθήνα: Μπάυρον
Engels, F. (1975), Μελέτες και άρθρα, Άπαντα, τ. 9.Αθήνα: Μπάυρον
Ένγκελς, Φ. (2012), Για το ζήτημα της κατοικίας, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή
Hobsbawm, E. (2006), H εποχή του κεφαλαίου. Αθήνα: Θεμέλιο
Hunt, T. (2009), Marx’s General: The Revolutionary Life of Friedrich Engels. New York: Metropolitan Books
Λένιν, Β. (2011), Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός, Άπαντα, τ. 18. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή
Λεφέβρ, A. (χ.χ.), Μαρξισμός και πόλη. Αθήνα: Οδυσσέας
Lefebvre, H. (1991), Critique of Everyday Life. London: Verso
Μαρξ, Κ. – Ένγκελς, Φ. (χ.χ.), Διαλεχτά Έργα, τ. 1. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή
Μαρξ, Κ. (2002), Το Κεφάλαιο, τ.1. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή
Marx, K. – Engels, F. (1985), Marx Engels Collected Works v. 21. New York: International Publishers
Marx, K. – Engels, F. (1988), Marx Engels Collected Works v. 43. New York: International Publishers
Σένετ, Ρ. (1999), Η τυραννία της οικειότητας, Αθήνα: Νεφέλη
Φόστερ, Ο. (1974), Ιστορία των τριών διεθνών, μέρος Α, Αθήνα: Γνώσεις
Venturi, F. (1960), Roots of Revolution; a History of the Populist and Socialist Movements in Nineteenth Century Russia. New York: Knopf
One thought on “Από το Λονδίνο της Πρώτης Διεθνούς και το βιομηχανικό Μάντσεστερ στις ρώσικες στέπες.”