Από την πολυκατοικία στο τετράγωνο: Ένα μοντέλο επαναδιαπραγμάτευσης του δημόσιου και του ιδιωτικού

exofylloΜάνος Αργύρης – Θάνος Μακρυνικόλας

Στο πλαίσιο της διπλωματικής εργασίας που παρουσιάζουμε εδώ, προτείνεται μία τυπολογία παρεμβάσεων στο τυπικό οικοδομικό τετράγωνο της ελληνικής πόλης, με μελέτη περίπτωσης ένα πραγματικό οικοδομικό τετράγωνο στο Παγκράτι. Η διαμόρφωση των προτάσεων προκύπτει από μια πλούσια διερεύνηση των σχέσεων του δημόσιου, του κοινόχρηστου και του ιδιωτικού στην κατοικία, στη γειτονιά και στο σύνολο του αστικού χώρου, που λαμβάνει χώρα τόσο διαχρονικά όσο και στη συγχρονία. Τα πορίσματα αυτής της διερεύνησης τελικά εξειδικεύονται στους χώρους της πολυκατοικίας, όπως αυτή εξελίσεται ακολουθώντας τις κατευθύνσεις των διαφορετικών οικοδομικών κανονισμών που διαμορφώνουν την ελληνική πόλη μέχρι σήμερα. Διαπιστώνεται ότι λόγω της προσπάθειας να χρησιμοποιηθεί κάθε ωφέλιμο τετραγωνικό που μπορεί να παρέχουν οι οικοδομικοί κανονισμοί για να αυξηθεί το μέγεθος του προς πώληση διαμερίσματος, οι κοινόχρηστοι χώροι μικραίνουν στο ελάχιστο και συχνά γίνονται δυσλειτουργικοί, λ.χ. οι φωταγωγοί αποκτούν τις ελάχιστες διαστάσεις, τα μπαλκόνια συχνά καταλήγουν να έχουν κυρίαρχα αποθηκευτικό ρόλο, τα δώματα παραμένουν χώροι σχεδόν χωρίς καμία χρήση, οι ακάλυπτοι σχηματίζουν ασυνεχείς και διασπασμένους χώρους, ανενεργούς, τις περισσότερες φορές αφύτευτους και χωρίς καμία χρήση, δημιουργημένους μόνο επειδή ο νόμος υποχρεώνει την ύπαρξή τους. Οι νομικές προβλέψεις για ενεργό και ενοποιημένο τετράγωνο ουσιαστικά δεν εφαρμόστηκαν ποτέ.

Οι σχεδιαστικές προτάσεις στις οποίες καταλήγει η εργασία πιθανότατα προϋποθέτουν διαφορετικές κοινωνικές, οικονομικές και ιδιοκτησιακές σχέσεις από αυτές που επικρατούν σήμερα. Παρόλα αυτά αποτελούν ένα χρήσιμο υπόδειγμα του πως θα μπορούσε να μετασχηματιστεί η πλειοψηφία του υφιστάμενου κτιριακού αποθέματος με την εισαγωγή συγκεκριμένων ένθετων χώρων και χρήσεων, στην κατεύθυνση αύξησης του κοινόχρηστου χώρου και των συλλογικών δραστηριοτήτων, αν οι παραπάνω σχέσεις το επιτρέψουν.

Η παρούσα διπλωματική εργασία παρουσιάστηκε στην Αρχιτεκτονική Ε.Μ.Π. τον Φλεβάρη του 2014, με επιβλέποντες τους Σ.Σταυρίδη και Δ.Παπαλεξόπουλο και σύμβουλο τον Π.Βασιλάτο

A. Δημόσιο/Ιδιωτικό Αθήνα

«Το να ζεις μια απόλυτα ιδιωτική ζωή, σημαίνει πάνω απ’ όλα να έχεις στερηθεί πράγματα που είναι απαραίτητα για μία πραγματικά ανθρώπινη ζωή: να έχεις στερηθεί την πραγματικότητα του να σε βλέπουν και να σε ακούν οι άλλοι, να έχεις στερηθεί μία «αντικειμενική» σχέση μαζί τους που συμβαίνει όταν έρχεσαι σε επαφή και διαχωρίζεσαι από αυτούς μέσα απ’ τη διαμεσολάβηση ενός κοινού αξιακού κώδικα, να έχεις στερηθεί τελικά τη δυνατότητα να πετύχεις κάτι πιο μόνιμο, απ’ την ίδια την επιβίωση» [Hannah Arendt 1958]

/Γενικά

Η σχέση ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό, τόσο σαν έννοιες, όσο και σαν χωρικές διατάξεις, εκφράζεται με μία τέτοια ποικιλία διευθετήσεων, που μόνο στατική δε μπορεί να χαρακτηριστεί. Το αστικό περιβάλλον μπορεί σε μεγάλο βαθμό να γίνει αντιληπτό ως αποτύπωση αυτής σχέσης, ως μια υλική μορφή νοηματοδότησής της. Η παρατήρηση και ερμηνεία του αστικού περιβάλλοντος, είναι σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από την κατανόηση αυτής της σχέσης. Όσο οι πολιτιστικοί, κοινωνικοί, οικονομικοί κλπ παράγοντες που διαμορφώνουν μια κυρίαρχη/ηγεμονική αντίληψη για αυτήν τη σχέση μεταβάλλονται, διαπιστώνουμε πως αυτή παίρνει διαφορετικά χαρακτηριστικά. Ο χώρος δεν αποτελεί μόνο μια αντανάκλαση των παραπάνω παραγόντων, αλλά διαθέτει μια αναπαραγωγική δύναμη, που τον τοποθετεί στο ενεργητικό πεδίο των κοινωνικών διεργασιών. Υπ’ αυτήν την έννοια οποιαδήποτε χωρική παρέμβαση, όντας μία διαπραγμάτευση αυτής της σχέσης, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο αποτελεί τελικά μια τοποθέτηση πάνω στην οργάνωση των κοινωνικών σχηματισμών.

Ερωτήματα όπως: τι είναι ο δημόσιος χώρος; ποια είναι το απαράβατα όρια της ιδιωτικότητας; τι ορίζεται ως ιδιωτική και τι ως δημόσια περιουσία; κλπ. δεν έχουν μια μονοσήμαντη απάντηση τόσο στον ιστορικό χρόνο όσο και στις διάφορες γεωγραφικές περιοχές του κόσμου.

/Συνοπτική ιστορική εξέλιξη των εννοιών

Αρχαία Αθήνα
Αρχαία Αθήνα

Για την Hanna Arendt [1958], ο τρόπος που ορίζεται η δημόσια και ιδιωτική πραγματικότητα, είναι καθοριστικός για το πως δομούνται οι κοινωνικοί σχηματισμοί. Η Αρχαία Αθήνα, αποτελεί για την Arendt τη χρονική και χωρική συνθήκη όπου για πρώτη φορά στο Δυτικό πολιτισμό, ο διπολισμός αυτός εμφανίζεται ως συγκροτητικός για την πολιτική οργάνωση μιας κοινωνίας. Το ιδιωτικό (ίδιον) νοείται ως η φροντίδα για την επιβίωση στα πλαίσια της οικογένειας, ως ο κόσμος της αναγκαιότητας. Παρότι θεωρούταν δευτερεύσουσας σημασίας σε σχέση με το δημόσιο, δεν αποσυγκροτήθηκε, γιατί αποτελούσε την προϋπόθεση, για τη συμμετοχή στα κοινά. Η εσωτερική του λειτουργία όμως, σε αντίθεση με το δημόσιο, ήταν προ-πολιτική. Η χρήση βίας στο εσωτερικό του οίκου, δε ήταν μεμπτή αν εξυπηρετούσε τη διασφάλιση των «αναγκαίων». Η ύπαρξη δούλων ή η θέση της γυναίκας, δεν θεωρούνταν κάτι το αντιφατικό για την αρχαία ελληνική δημοκρατία μιας και τοποθετούνταν εκτός της σφαίρας της πολιτικής, δηλαδή εκτός του δημόσιου χώρου. Η ιδιωτικότητα, για τα δεδομένα της Αρχαίας Αθήνας δεν ήταν πολυτέλεια, αλλά περιορισμός και στέρηση. Το δημόσιο (κοινόν) θεωρείται ως η σφαίρα στην οποία λαμβάνει χώρα ο «πολιτικός βίος», ως ο κόσμος της ελευθερίας. Η πόλη, είναι ο τόπος όπου το «δημόσιο» (το πολιτικό) παίρνει υλική μορφή. Όσοι συμμετέχουν στην πόλη (στη δημόσια σφαίρα) θεωρούνται ίσοι, ανεξάρτητα αν στην ιδιωτική τους ζωή, είναι οι ίδιοι, φορείς ανισότητας. Για να έχει κάποιος το δικαίωμα συμμετοχής στο «δημόσιο», πρέπει πρώτα απ’ όλα να έχει εξασφαλίσει το «ιδιωτικό», να μπορεί δηλαδή να επιβιώνει αυτόνομα. Το πολιτικό (δημόσιο), δεν ήταν το πεδίο όπου θα διευθετούνταν οι συνθήκες που εξασφαλίζουν την ιδιωτική ευημερία. Αντιθέτως, η ίδια η συμμετοχή στο δημόσιο/πολιτικό βίο, ως τέτοια, ήταν η απόλαυση της «καλής ζωής». Ο ιδιωτικός πλούτος δεν είχε κάποια αυτόνομη σημασία, αλλά ήταν το μέσο για τη συμμετοχή στα κοινά.

Η Αρχαία Ρώμη
Η Αρχαία Ρώμη

Την περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η διάκριση του ιδιωτικού με το δημόσιο φαίνεται να διατηρεί πολλά κοινά χαρακτηριστικά με την Αρχαία Αθήνα. Εδώ το δημόσιο, πέρα από τόπος απόλαυσης και «καλής ζωής», έχει έντονη συμβολική διάσταση. Στο δημόσιο χώρο, προβάλλεται το «μεγαλείο» της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, μέσω της μνημειώδους αρχιτεκτονικής. Απ’ την άλλη, οι Ρωμαίοι σε αντίθεση με τους Έλληνες, φαίνεται να δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στο ιδιωτικό. Θεωρούσαν, πως οι δύο πραγματικότητες, του δημόσιου και του ιδιωτικού, δε μπορεί παρά να υπάρχουν σε ισορροπία. Για τους Ρωμαίους, ο «οίκος», δεν ήταν απλά τόπος συγκέντρωσης πλούτου, που επέτρεπε τη συμμετοχή στα κοινά, αλλά χώρος στον οποίο αναπτύσσονταν η ενασχόληση με την τέχνη και την επιστήμη. Δεν είναι τυχαίο, πως στη Ρώμη συναντάμε το φαινόμενο των ιδιαίτερα ανεπτυγμένων πνευματικά δούλων. Έτσι, παρότι δούλοι υπήρχαν και στις δύο περιπτώσεις, φαίνεται πως στη Ρώμη, ο «οίκος» ήταν για το δούλο, ότι ήταν η «res publica» (το δημόσιο) για τους Ρωμαίους πολίτες. Στη Ρώμη, με λίγα λόγια, διατηρήθηκε μια αρκετά ισορροπημένη σχέση στη σημασία που δίδονταν στο δημόσιο και στο ιδιωτικό.

Μεσαίωνας
Μεσαίωνας

Στη διάρκεια του Μεσαίωνα, με την άνοδο των επαγγελματικών οργανώσεων, των συντεχνιών, και γενικά τη συγκέντρωση όλων των ανθρώπινων δραστηριοτήτων γύρω απ’ την κατοικία, οι ανθρώπινες σχέσεις μοντελοποιούνται στη βάση του «οικιακού». Εδώ το «κοινό καλό» δεν είναι συνδεδεμένο με την ύπαρξη μιας πολιτικής (δημόσιας) πραγματικότητας, αλλά με την ικανοποίηση των κοινών (υλικών και πνευματικών) συμφερόντων μιας ομάδας ατόμων, όπου «αν ο καθένας κάνει σωστά τη δουλειά του», αυτή επιτυγχάνεται. Η επικράτηση της Χριστιανικής ηθικής, ως ηγεμονικής ιδεολογίας, αφήνει έντονα το αποτύπωμά της, υποδεικνύοντας σαν ιδανικό υποκείμενο, το άτομο το οποίο με την «καλοσύνη» και την πίστη του, εξασκεί μία ταπεινή, ενάρετη ζωή. Η κρίση όμως για το καλό και το κακό, για την ταπεινότητα ή μη, μπορεί να προέλθει μόνο απ’ το Θεό, και κατ’ επέκταση τις γραφές και τους κανόνες της Χριστιανισμού. Έτσι, οποιαδήποτε πράξη τοποθετείται εκτός του πλαισίου της αναγκαιότητας (αυτό που στην αρχαιότητα ήταν «δημόσιο») δεν μπορεί να έχει δημόσιο/πολιτικό χαρακτήρα (μιας και θα έπαυε να είναι μια ταπεινή πράξη), αλλά είναι πλέον μια μοναχική «συνομιλία» με ένα υπερβατικό Υποκείμενο, το Θεό. Ενώ λοιπόν, στο εσωτερικό του οίκου και στις δραστηριότητες που τον περιβάλλουν, οι νέες ηθικές αξίες ορίζουν, ανώτερα επίπεδα ισότητας των ανθρώπινων σχέσεων (γυναίκες, δούλοι), η δημόσια σφαίρα, άρα και η πολιτική, υποχωρεί σε μεγάλο βαθμό. Αυτή η υποχώρηση και εν τέλει, αποδόμηση της δημόσιας σφαίρας κατά την Arendt, συμβαίνει ιστορικά όταν επικρατεί μια γενικευμένη αντίληψη, πως ο κόσμος οδηγείται στο «τέλος» (όπως συνέβη με την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας).

Αναγέννηση
Αναγέννηση
Διαφωτισμός
Διαφωτισμός

Σύμφωνα με την Arendt, η Νεωτερικότητα, απ’ την Αναγέννηση και το Διαφωτισμό έως το μοντερνισμό του 19ου και 20ού αιώνα, αποτέλεσε μια τομή στον τρόπο που ορίζεται η σχέση δημόσιου και ιδιωτικού. Την ολοκλήρωση αυτής της τομής, η Arendt, τη βλέπει στην ανάπτυξη της μαζικής κοινωνίας και της μαζικής κουλτούρας του 20ού αιώνα. Παρότι, η νεωτερικότητα αποτελεί την ιστορική περίοδο που ο δημόσιος χώρος, σχεδιάζεται και αντιμετωπίζεται ως ένα ειδικό πεδίο μελέτης, είναι συνυφασμένη με τη διαδικασία ανάπτυξης ενός νέου μοντέλου ζωής, που συμπίπτει με τη σταδιακή μετάβαση απ’ το σύστημα της φεουδαρχίας στον καπιταλισμό. Το σημαντικό, δεν είναι μόνο η ύπαρξη, η ποσότητα ή ο σχεδιασμός του δημόσιου χώρου αλλά κυρίαρχα το φορτίο σημασιών που τον περιβάλλουν. Η ανάπτυξη του ανθρωπισμού ως κυρίαρχη ιδεολογία, πέρα απ’ την κατοχύρωση δικαιωμάτων και ελευθεριών για τα άτομα, συνοδεύτηκε από μία αρκετά διαφορετική διαπραγμάτευση της έννοιας του δημοσίου. Πλέον, το υποκείμενο αναφοράς, είναι ο Άνθρωπος και τα δικαιώματά του. Ενώ, λοιπόν στην Αρχαία Αθήνα η «ιδιώτευση» αποτελούσε στέρηση και αποκλεισμό από την απόλαυση της επιθυμητής δημόσιας/πολιτικής ζωής, για τη νεωτερικότητα είναι στοιχείο των θεμελιωδών ελευθεριών του ανθρώπου. Παράλληλα, σε αντίθεση με το ρόλο που είχε η εργασία στην Αρχαία Αθήνα, ως μια διαδικασία χαμηλής σημασίας που δεν είναι άξια δημόσιου λόγου, πλέον παίρνει τη θέση της κεντρικής ανθρώπινης δραστηριότητας.

Μοντερνισμός
Μοντερνισμός

Σύμφωνα με την Arendt το νεωτερικό αξιακό πλαίσιο, που παίρνει την καθοριστική του μορφή με το μοντερνισμό, δεν αλλάζει μόνο τον τρόπο που νοείται το δημόσιο και το ιδιωτικό. Περισσότερο, θολώνει το όριο ανάμεσα στη μία και στην άλλη πραγματικότητα, ενώ αναδύεται μια νέα που έρχεται να αντικαταστήσει τον προηγούμενο διπολισμό. Αυτή για την Arendt είναι το «κοινωνικό». Ο δημόσιος βίος, ή η πολιτική, είναι κεντραρισμένη γύρω απ’ τον κόσμο της αναγκαιότητας, αυτό που στην αρχαιότητα περιορίζονταν στο ιδιωτικό. Η παραγωγή, το εμπόριο, η κατανάλωση, είναι κεντρικές έννοιες γύρω απ’ τις οποίες εκτυλίσσεται η δημόσια ζωή στο μοντέρνο κόσμο. Για την Arendt αυτό αποτελεί μια μορφή «ιδιωτικοποίησης» της δημόσιας σφαίρας. Πλέον ο δημόσιος χώρος έχει κυρίαρχα, λειτουργιστικά χαρακτηριστικά και έχει χάσει τη δύναμή του να συγκεντρώνει, να συσχετίζει και να διαχωρίζει τους ανθρώπους. Αντίστοιχα, η ανησυχία για το ιδιωτικό, ο κόσμος της αναγκαιότητας, τα ιδιωτικά συμφέροντα φαίνεται να είναι τα μοναδικά πράγματα που αποτελούν κοινό τόπο ανάμεσα στους ανθρώπους στο δημόσιο βίο. Αν η δημόσια πραγματικότητα συγκροτείται ως αντικείμενο μέσα απ’ τις πολλαπλές θεάσεις των υποκειμένων, τότε όταν αυτές περιορίζονται σε μία (τον «κοινό τόπο» της μοντέρνας κοινωνίας) τότε το δημόσιο χάνει την υπόστασή του. Η εξουσία του άντρα-μονάρχη στον αρχαίο αθηναϊκό οίκο, έχει πλέον αντικατασταθεί απ’ την «ανώνυμη» διακυβέρνηση της μαζικής κοινωνίας στο όνομα του «κοινού σκοπού», του «κοινού στόχου». Η ισότητα ανάμεσα στα άτομα δεν αποτελεί την αφετηρία ενός πλουραλισμού κοινωνικών, πολιτιστικών, πολιτικών πρακτικών (Αρχαία Ελλάδα – «αίεν αριστεύειν») αλλά είναι το αποτέλεσμα της κανονικοποιητικής λειτουργίας του κομφορμισμού. Ο ιδιωτικός πλούτος, δεν έχει τη σημασία που είχε η ιδιωτική ιδιοκτησία στην αρχαιότητα ως μέσο συμμετοχής στα κοινά, αλλά έχει μια αυταξία, και πλέον αποτελεί μια κυρίαρχη γλώσσα κοινωνικών συμβολισμών. Αποτελεί πεδίο δημόσιου προβληματισμού, όπου η εξασφάλισή του για τους ανθρώπους εμφανίζεται σαν το βασικό διακύβευμα για την πολιτική. Το «κοινωνικό», με όλες τις αρνητικές έννοιες που του αποδίδονται από τη Arendt, είναι μία ηγεμονική συνθήκη για τις μοντέρνες κοινωνίες, που με την ανάδυσή του καταστρέφει ταυτόχρονα τη δημόσια και την ιδιωτική σφαίρα.

Μεταμοντερνισμός
Μεταμοντερνισμός

Προχωρώντας στη μετανεωτερική εποχή, παρατηρούμε μια αντιφατική διαδικασία. Απ’ τη μία, αναπτύχθηκε τόσο στο επιστημονικό, όσο και στο κοινωνικοπολιτικό πεδίο μία έντονη κριτική για τις αλήθειες και τα δεδομένα της νεωτερικότητας και συγκεκριμένα του μοντερνισμού. Κριτικάροντας το πολιτισμικό υπόδειγμα της μαζικής κουλτούρας-μαζικής κοινωνίας και την αντίληψη του Κράτους-εγγυητή του «κοινού σκοπού», ανοίχτηκαν νέοι δρόμοι για τον επαναπροσδιορισμό του δημόσιου-ιδιωτικού, αλλά και του τι ορίζεται ως «πολιτικό». Απ’ την άλλη όμως, αυτή η μεταστροφή, τουλάχιστον έτσι όπως εκφράζεται στο σύγχρονο πλαίσιο ζωής, δεν οδήγησε σε μία άμβλυνση των προβλημάτων που ήρθε να επιλύσει, αλλά μάλλον σε μία όξυνση. Μπορεί για την ιδιωτική σφαίρα πχ το δικαίωμα στη διαφορά, ως μία κατ’ εξοχήν ατομική/ιδιωτική επιλογή να θεωρείται αδιαπραγμάτευτο, όμως πρέπει παράλληλα να κατανοείται μέσα στο πλαίσιο της ανάπτυξης των νέων υποκειμενοποιητικών (και απο-υποκειμενοποιητικών) τεχνολογιών της σύγχρονης κοινωνίας ελέγχου. Η «επανάσταση» του ατομικού, δε μεταφράστηκε σαν μία εκ νέου συγκρότηση του δημόσιου, ως ένα πραγματικά πολυ-θεατό αντικείμενο, αλλά μάλλον ως ολοκλήρωση μιας διαδικασίας εξατομίκευσης. Το δικαίωμα στη διαφορά και στον αυτοπροσδιορισμό, φαίνεται να χάνει το νόημά του όταν περιορίζεται στο δικαίωμα στην εξατομικευμένη κατανάλωση. Στο αφηρημένο επίπεδο της κυρίαρχης ιδεολογίας, οτιδήποτε συλλογικό, που δε σχετίζεται με το Κράτος και τους θεσμούς του, αντιμετωπίζεται καχύποπτα ως μία δυνητική μορφή επιβολής στο κοινωνικό σώμα. Ακόμα και το ίδιο το κράτος, όταν στη μοντέρνα εκδοχή του εμφανιζόταν ως ο εγγυητής του κόσμου της αναγκαιότητας (του «κοινού ιδιωτικού»), τουλάχιστον διαπερνώνταν από μία σύγκρουση διαφορετικών πολιτικο-ιδεολογικών αφηγήσεων. Στο μετανεωτερικό πλαίσιο, η υποχώρηση αυτών των συγκρούσεων, άνοιξε το δρόμο για μια περαιτέρω τεχνοκρατικοποίηση του κράτους. Τώρα, μοιάζει περισσότερο παρά ποτέ, ως ρυθμιστής των αδιαπραγμάτευτων δυνάμεων της οικονομίας. Η πολιτική, στη μετανεωτερική εποχή, αν την εξετάσουμε με βάση την αρχαιοελληνική έννοια, είναι στην πιο α-πολιτική μορφή της. Το δημόσιο, παρότι στον αρχιτεκτονικό/πολεοδομικό σχεδιασμό κατακτά κεντρική θέση, με την κριτική που ασκήθηκε στη μοντέρνα φονξιοναλιστική πολεοδομία, στην κυρίαρχη αντίληψη νοείται περισσότερο ως χώρος αναγκαστικών συναντήσεων στην καθημερινότητα της παραγωγής και της κατανάλωσης παρά ως το πεδίο του «πολιτικού βίου». Αν συνυπολογίσουμε, τη διεισδυτικότητα των υποκειμενοποιητικών μηχανισμών στην ιδιωτική σφαίρα, βλέπουμε πως αυτό που η Arendt ονόμασε «κοινωνικό», ως παράλληλη διάλυση του δημόσιου και του ιδιωτικού, γίνεται ακόμα πιο έντονο.

Όσο αφαιρετικά κι αν παρουσιάζονται οι συσχετίσεις των δύο αυτών πραγματικοτήτων, είναι καθοριστικές για το πως αρθρώνονται οι κοινωνίες ακόμα και στη φάση της σημερινής εποχής. Η ιστορική αναδρομή στη σημασία που αποδίδονταν σ’ αυτές τις έννοιες, βοηθάει αφενός στο να απεγκλωβιστούμε από μία μονοσήμαντη-εμπειρική αντιμετώπιση αυτής της σχέσης, και προχωρώντας, στο να προσπαθήσουμε να αναλύσουμε την πολλαπλότητα που παρουσιάζει όταν επιχειρείται να εξειδικευτεί σε συγκεκριμένες κλίμακες της κοινωνικής ζωής.

/Ανθρωπολογική διάκριση επιπέδων

Από μια ανθρωπολογική σκοπιά, μπορούμε να περιγράψουμε μια κατηγοριοποίηση του δημόσιου και του ιδιωτικού, προκειμένου να εμβαθύνουμε στον τρόπο που αλληλοδιαπλέκονται ή αλληλοαποκλείονται, παράγοντας μεταξύ τους σχέσεις και έννοιες. Μια πρώτη μεθοδολογική παρατήρηση, είναι πως σε αντίθεση με το τρόπο και τις λέξεις που συνηθίζουμε να χρησιμοποιούμε μιλώντας για το χώρο, το δημόσιο και το ιδιωτικό δε συγκροτούν μια σχέση άσπρου-μαύρου. Οι διαβαθμίσεις και οι ποικιλίες που συναντώνται ανάμεσα στις δύο αυτές κατηγορίες αποτελούν ένα ιδιαίτερο πεδίο αναφοράς.
Σύμφωνα με τον Richard Woditsch [2009]:

Ιδιωτικός τομέας:

08_Ιδιωτική σφαίρα
Ιδιωτική σφαίρα

Ιδιωτική σφαίρα – Πρόκειται για την πραγματικότητα του εγκεφάλου, της σκέψης, των συναισθημάτων κλπ. Σε αυτήν τη περίπτωση ιδιωτικό εννοείται ότι βρίσκεται εντός του σώματος του υποκειμένου. Το σώμα είναι το όριο, ο διαμεσολαβητής ανάμεσα στο μέσα και στο έξω. Συνήθως βρίσκει την έκφρασή της σε χώρους ατομικούς, αλλά και στο δημόσιο χώρο (πχ πάρκο, βιβλιοθήκη κλπ) ως εκδηλώσεις ιδιωτικών στιγμών σε δημόσιες συνθήκες.

Προσωπικός χώρος
Προσωπικός χώρος

Προσωπικός χώρος – Πρόκειται για το χώρο γύρω απ’ το ανθρώπινο σώμα, την προέκταση της υποκειμενικής πραγματικότητας, το φυσικό όριο γύρω απ΄ το οποίο συμβαίνει η διάδραση με άλλους ανθρώπους. Μια αρχή της ανάπτυξης της σχέσης ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό. Αποτελεί μια «φορητή επικράτεια». Η κοινωνικότητα ξεκινά απ’ τον προσωπικό χώρο. Δεν μπορεί να οριστεί χωρίς την ύπαρξη του ¨άλλου». Αποτελεί σχετικό και όχι απόλυτο μέγεθος.

Ο Edward Hall προτείνει τέσσερα είδη διαπροσωπικών συσχετίσεων: οικείος, προσωπικός, κοινωνικός, δημόσιος (proxemics – reaction bubbles 1966). Αφορούν την επιθυμητή κατάσταση επικοινωνίας.

Ιδιωτική ιδιοκτησία
Ιδιωτική ιδιοκτησία

Ιδιωτική ιδιοκτησία – Ο ορατός και στατικός χώρος της ιδιωτικής σφαίρας. Χωρικοποίηση του ιδιωτικού. Έχει «σύνορα» και είναι νομική οντότητα. Ο Gavison προσπαθώντας να δώσει ένα ευρύτερο νόημα, βλέπει την ιδιωτικότητα ως «περιορισμένη προσβασιμότητα» και την αναλύει σε τρία μέρη: μυστικότητα, ανωνυμία, απομόνωση. Αν κάτι από αυτά παραβιαστεί, η ιδιωτικότητα χάνεται. Εδώ το «ιδιωτικό» έχει υλική, κοινωνικά αναγνωρίσιμη, έκφραση.

Επικράτεια
Επικράτεια

Επικράτεια – Η συνεχής άσκηση ελέγχου σε ένα φυσικό χώρο από ένα άτομο ή μία ομάδα. Εδώ η νομική ιδιοκτησία δεν είναι απαραίτητη. Η επικράτεια προκύπτει περισσότερο σαν ένα είδος οικειοποίησης του χώρου. Αλλά και ως μια μορφή αφηρημένης έκφρασης της οικονομικής, νομικής ή θεσμικής εξουσίας πάνω στο χώρο. Είναι τόποι στους οποίους αναμένονται συγκεκριμένοι κώδικες συμπεριφοράς ανάμεσα στα άτομα (πρόσβαση). Ο Altman προτείνει τρία επίπεδα επικράτειας με βάση τη διάρκεια της «κατοχής» της, την αίσθηση της ιδιοκτησίας που δημιουργείται στους χρήστες, το μέγεθος της οικειοποίησης/εξατομίκευσης και την πιθανότητα υπεράσπισης αν παραβιαστεί: Πρώτο (πχ σπίτι, γραφείο) – μονιμότητα, αυξημένος έλεγχος/οικειοποίηση, υπεράσπιση. Δεύτερο (πχ αίθουσα διδασκαλίας) – μέτριος έλεγχος/οικειοποίηση, προσωρινότητα. Τρίτο (πχ παραλία) – χαμηλός έλεγχος, δύσκολα «υπερασπίσιμος»

Όριο
Όριο

Όριο – Μέσο διάκρισης του ιδιωτικού με το δημόσιο. Όσο πρέπει να το αντιμετωπίζουμε ως διαχωριστικό άλλο τόσο πρέπει να το βλέπουμε και ως σημείο συνομιλίας/επικοινωνίας ανάμεσα σε δύο πραγματικότητες. Το όριο αποτελεί ένα κατώφλι.

Κατοικία
Κατοικία

Κατοικία – Είναι η χωρική μονάδα που συνδυάζει ένα πλήθος χαρακτηριστικών της ιδιωτικής σφαίρας. Παρέχει προσωπικό χώρο, επικράτεια και προστασία. Εκτός από ατομικό «καταφύγιο» είναι παράλληλα και μια κοινωνική μονάδα. (Σήμερα) Συνδυασμός ιδιωτικού, ημι-ιδιωτικού, ημι-δημόσιου χώρου. Η εσωτερική οργάνωση των χώρων της κατοικίας, ακόμα και αν δεν εκφράζεται με σκληρά όρια, δείχνει πως είναι βαθιά εξαρτημένη απ’ τη δημόσια σφαίρα (το έξω). Ο επισκέπτης αποτελεί το συμβολισμό της δημοσιότητας μέσα στο ιδιωτικό. Ως εκ τούτου κατοικία δε μπορεί να αντιμετωπιστεί εξ ολοκλήρου ως ιδιωτικός χώρος. (Αρχές Νεωτερικότητας) Μετά το τέλος του Μεσαίωνα οι κατοικίες, από μεγάλα σπίτια με κοινόχρηστους χώρους, παίρνουν τη μορφή μικρών ξεχωριστών οικημάτων, προσαρμοζόμενες στο αίτημα για δικαίωμα στην ιδιωτική περιουσία. Αυτό είχε την αντανάκλαση του και στην εσωτερική οργάνωση των οικημάτων με περαιτέρω ιδιωτικούς χώρους/δωμάτια. Η εξέλιξή αυτή οδήγησε και στα διαμερίσματα των σύγχρονων πολυκατοικιών, συγκροτώντας τελικά πολύ διαφορετικές μορφές κοινωνικότητας.

Δημόσιος τομέας:

Αποτελεί ένα άθροισμα σημασιών γύρω απ’ τις έννοιες κοινωνία και κράτος, στις διάφορες κλίμακες που συναντώνται. Λόγω της ασάφειας που συνοδεύει τον ορισμό αυτών των εννοιών, προτείνεται ο προσδιορισμός του «δημόσιου» να συμβαίνει εξαρτώμενος απ’ το πλαίσιο μέσα στο οποίο εξετάζεται, να ορίζεται δηλαδή ως το αρνητικό της ιδιωτικής σφαίρας στα διάφορα επίπεδα που αυτή εκδηλώνεται. Η δημόσια σφαίρα είναι ο χώρος όπου οι ατομικότητες ξεδιπλώνονται, συναντώνται και αναμορφώνονται.

Όπως φαίνεται, το δημόσιο και το ιδιωτικό πρέπει να αναγνωστούν σε πολλαπλά επίπεδα προκειμένου να κατανοήσουμε τη δυναμική τους σχέση με το αστικό περιβάλλον. Ο τρόπος που πόλεις ή και ολόκληρες χώρες, διαμόρφωσαν τη σημερινή τους εικόνα, τη σημερινή τους όψη, ως θεατρική σκηνή στην οποία εκτυλίσσεται αυτή η σχέση, σαν καθοριστική συνθήκη της αστικής εμπειρίας είναι εξαιρετικά πολυπαραγοντικός, και δε θα μπορούσε να υποστηριχθεί μία ενιαία/οικουμενική αναλυτική προσέγγιση. Ακριβώς όπως η κυρίαρχη κουλτούρα, τα μοντέλα οικονομίας, η άρθρωση των κοινωνικών σχέσεων παρουσιάζουν ιδιαιτερότητες, έτσι και ο χώρος (ίσως ακόμα περισσότερο) παίρνει διαφορετικά χαρακτηριστικά στους διάφορους κοινωνικούς σχηματισμούς.

/Εξέλιξη τυπολογίας πολυκατοικιών

1920 – 1955

1919

Προς το τέλος της δεκαετίας του ’20, θεσπίζεται μια σειρά νόμων, οι οποίοι υα πάιξουν ρόλο στη μετέπειτα οικοδομική πορεία της Αθήνας. Η αρχή γίνεται το ’23 με τον νόμο περί «σχεδίων πόλεων, κομών και συνοικισμών του κράτους και οικοδομής αυτών», ο οποίος ορίζει για πρώτη φορά μέσω ρυμοτομικών σχεδίων τη σχέση μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού. Το ’27 ψηφίζεται ο νόμος περί «συστάσεως οικοδομικών συνετιαρισμών» και ακολούθως το διάταγμα περί «της κατ’ ορόφους ή διαμερίσματα ιδιοκτησίας» και τέλος το 1929 ψηφίζεται ο πρώτος Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός, το πρώτο δηλαδή συστηματικό κείμενο της τότε ελληνικής κτηριοδομικής νομοθεσίας. Στον ΓΟΚ αυτόν, ορίζονται για πρώτη φορά έννοιες και ρυθμίσεις που υπάρχουν μέχρι σήμερα και καθορίζουν το δομημένο περιβάλλον. Μπορούμε να πούμε ότι αυτές συμπυκνώνονται στα εξής:

1922

Στον ΓΟΚ του 1929 ορίζεται το οικοδομικό τετράγωνο ως ελάχιστη μονάδα συγκρότησης της πόλης, κάτι το οποίο βέβαια ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε ως τέτοιο. Εισάγονται για πρώτη φορά συστήματα δόμησης στην πόλη (συνεχές, πανταχόθεν ελεύθερο, μικτό κ.α.). Ορίζεται ο ενιαίος συντελεστής δόμησης με αποτέλεσμα να μειώνεται η συνολική δομήσιμη επιφάνεια σε σχέση με το βασιλικό διάταγμα του ’22. Δεν καθορίζεται κάποιος συντελεστής κάλυψης και δεν απαιτείται ενιαίος ακάλυπτος χώρος με αποτέλεσμα ο κτισμένος όγκος να προκύπτει βάση των διατάξεων που αφορούν την ελεύθερη θέα και τον αερισμό των χώρων, με αποτέλεσμα η κάλυψη να φτάνει στο 80-90% του οικοπέδου, κάτι που αποτέλεσε το υψηλότερο ποσοστρό κάλυψης διαχρονικά. Προβλέπεται διάταξη για τον υπαίθριο χώρο ή για αυλή. Διαιρούνται και καθορίζονται τα ύψη σε δύο ειδών, το συνολικό ύψος και το ύψος της πρόσοψης, εισάγοντας δηλαδή σιγά σιγά την έννοια του ιδεατού στερεού. Υιοθετούνται μορφολογικά στοιχεία όπως έρκερ, τα οποία ποτελούν προεξοχές του όγκου της πολυκατοικίας, σαν κλειστοί εξώστες, και πιο συγκεκριμένα η πρόβλεψη είναι για δρόμους με πλάτος έως 7,5μ. έρκερ πλάτους έως 1,4μ. Προβλέπονται ανοικτοί εξώστες με πλάτος έως 1,10μ. και μήκος έως και τα 3/4 του συνολικού μήκους της πολυκατοικίας.

1929

Μεσω λοιπόν αυτών των νόμων και διατάξεων παρατηρείται από στατιστικά της εποχής ότι η χρηματοδότηση των νέων οικοδομών επιμερίζεται ως εξής: Το 76% των οικοδομών χρηματοδοτείται απ’ ευθείας από τον τελικό ιδιοκτήτη, μιας και είναι στόχος και αναγκαιότητα της εποχής να κατέχει ο καθένας το σπίτι του, αλλά και ως κατάλοιπο μιας προηγούμενης φάσης οικοδόμησης είναι σύνηθες να συμμετέχει ενεργά ο κάτοικος στην οικοδόμηση του σπιτιού του. Το 7% δομείται μέσω αντιπαροχής, η οποία εμφανίζεται αρχικά στα χρόνια του μεσοπολέμου, περισσότερο βέβαια με τη μορφή της παροχής οικοπέδου για ανέγερση πολυκατοικίας, παρά της αντιπαροχής ήδη κτισμένου οικήματος. Το 17% προβαίνει στην σύμπραξη για αυτοστέγαση, δηλαδή μαζεύονται οι μικροκεφαλαιούχοι και από κοινού συμπράττουν για να χτίσουν κάποια πολυκατοικία, στην οποία κατέχουν αντίστοιχα ποσοστά με τα αρχικά διατεθειμένα από αυτούς κεφάλαια.

1955 – 1985

1955

Σε αυτή την εποχή η κρατική σταρτηγική και παρέμβαση περιορίστηκε στην καθολική υποστήριξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, μέσω της διαδικασίας της αντιπαροχής. Η διαδικασία αυτή. η οποία είχε αρχίσει την εμφάνισή της δειλά δειλά εδώ και δύο δεκαετίες περιγράφει μια συμφωνία ανταλλαγής μεταξύ ενός κατασκευαστικού επιχειρηματία, ο οποίος τις περισσότερες φορές διαθέτει ένα μικρό αρχικό κεφάλαιο, και μεταξύ ενός οικοπεδούχου – ιδιοκτήτη παλιάς κατασκευής, ο οποίος με τη σειρά του παρέχει τα δικαιώματα εκμετάλλευσης του εδάφους ή του παλαιού κτίσματος. Ως αποτέλεσμα προκύπτει μια πολυκατοικία για κατοίκιση ή οικονομική εκμετάλλευση, η οποία καλύπτει και τα δύο μέρη της συμφωνίας. Τον επιχειρηματία γιατί κάνει μια χαμηλού κόστους επένδυση, η οποία αποδίδει απόλυτα και εγγυημένα, και τον ιδιοκτήτη γιατί χωρίς κανένα κόστος αυξάνει την περιουσία του αλλά και παρέχει στον εαυτό του ένα πιο σύγχρονο σπίτι για διαμονή.

1973

Η διαδικασία αυτή σε μία περίοδο όπως η δεκαετία του ’50 όπου οι κρατικοί μηχανισμοί απέβλεπαν στη δημιουργία μιας ευρείας κοινωνικής συμμαχίας, ήταν το μέσο για την επίτευξή της. Η οικοδομή ως επένδυση, ήταν προνομιακός χώρος διοχέτευσης των αποταμιεύσεων και ένα πολύ ευνοϊκό πεδίο οικονομικής δραστηριότητας των μικροαστικών στρωμάτων. Η διευκόλυνση των στρωμάτων αυτών και η προοπτική για άμεση και χωρίς κόπο και κόστος οικονομική ανέλιξη, οδήγησε σε μια ευρύτατη κοινωνική συναίνεση, η οποία συνοδεύτηκε και με μια πληθώρα ρυθμίσεων από πλευράς του κράτους γύρω από την κατασκευή όπως: Η ανοχή στην τυχαία κατάτμηση και μετέπειτα μεταπώληση της περιαστικής γης από τους οικοπεδούχους. Η ένταξη στο σχέδιο πόλης περιοχών με αυθαίρετες κατοικίες, με αποτέλεσμα και την κοινωνική ενσωμάτωση των ιδιοκτητών τους. Η απαλλαγή της αντιπαροχής από φορολογικές επιβαρύνσεις. Η υψηλή φορολόγηση της μεταβίβασης ακινήτων με αποτέλεσμα την αποθάρρυνση της αγοραπωλησίας μεταχειρισμένων κατοικιών ώστε να συμφέρει η αντιπαροχή. Οι ανύπαρκτοι έλεγχοι ποιότητας της κατασκευής, με αποτέλεσμα ποι εργολάβοι κατασκευαστές να συμπιέζουν το κόστος προς τα κάτω χωρίς καμία επίπτωση.

Η συγκυρία λοιπόν της δεκαετίας του ’50, οδήγησε μέσω της διεκόλυνση στην απόκτηση στέγης και μικρού κεφαλαίου, στην συρρίκνωσης μιας προηγούμενης εικόνας, όπου οι ευρύτερες περιοχές της Αθήνας απεικόνιζαν εντονότερα μια κοινωνική/ταξική κατανομή στον χώρο. Μέσω της συνεχούς ανοικοδόμησης με το παραπάνω μοντέλο η Αθήνα πλέον αποκτούσε μια ενιαία μορφή η οποία έτεινε να απαλείψει τα μέχρι πρότινος δύο άκρα (αριστοκρατικές – εργατικές περιοχές). Το αποτέλεσμα ήταν να αμβλυνθούν οι  κοινωνικές διαιρέσεις στον χώρο και να κρυφτούν πίσω από την μεταπολεμική, πολλά υποσχόμενη, πολυκατοικία.

Στον ΓΟΚ του 1955, ο συντελεστής κάλυψης καθορίζεται στο 70% του οικοπέδου. Τα ρετιρέ μπορούν να είναι πολυάριθμα με μόνο περιορισμό την υποχώρησή τους κατά 2,5μ. από τον προκείμενο όροφο. Οι εσωτερικές αυλές καταργούνται, όπως επίσης και οι προηγούμενες διατάξεις του ’29 περί θέας και αερισμού των πολυκατοικιών. Ο φωταγωγός εκφυλίζεται στις ελάχιστες πλέον δυνατές διαστάσεις της τρύπας του 1,20μ. επί 1,20μ. (όλοι οι κατασκυαστές διατηρούν αυτές τις μίνιμουμ διαστάσεις). Τα μέγιστα ύψη καθορίζονται με βάση τη διαίρεση των τομέων. Ο συντελεστής δόμησης αυξάνεται με νόμο του 1968 επί χούντας κατά 20-40% για καλύτερο φωτισμό, αερισμό, ηλιασμό, κάτι που πραγματοποιείται μάλλον για λόγους εξαγοράς της κοινωνικής ειρήνης.

Στον ΓΟΚ του 1973 σε γενικές γραμμές επαναλαμβάνεται το προηγούμενο νομικό πλαίσιο, εμπλουτισμένο με νέους νόμους που εισάγουν τους όρους εμφάνισης του πύργου κατοικιών, κυρίως εκτός του ιστορικού κέντρου της Αθήνας. Η πολυκατοικία ανάγεται σε καθολικό πρότυπο οργάνωσης του χώρου, μιας και αυτή κάλυπτε τις ανάγκες εκείνης της εποχής, και σε επίπεδο στέγασης αλλά και σε υποσχόμενης κοινωνικής ανέλιξης. Η πολυκατοικία εξάλειψε μέσα στην ενιαία μορφή της την υπαρκτλή ως τότε χωρική ταξική διαίρεση της κοινωνίας και την εξέλιξε σε διαστρωμάτωση καθ’ ύψος. Τα δίπολα των εργατικών – αριστοκρατικών περιοχών, αλλά και των βιομηχανικών/εμπορικών περιοχών – περιοχών κατοικίας αναμείχθηκαν και επαναπροσδιορίστηκαν καθ’ ύψος. Πλέον στο εσωτερικό μιας τυπικής αθηναϊκής πολυκατοικίας του ’60 συναντάται τόσο μια ποικιλία χρήσεων, όσο και διαφορετικά επίπεδα πολυτέλειας ανάμεσα στα διαμερίσματα. Αυτή η κατάσταση υπό μία σκοπιά έδωσε ένα ενιαίο αισθητικό αποτέλεσμα στην εικόνα της πόλης, αναδεικνύοντας την πολυκατοικία ως κυρίαρχο μοντέλο αισθητικής, που διατηρούσε και αναπαρήγαγε τις αρχές του μοντέρνου κινήματος (αν και εκφυλισμένες) φτιάχνοντας έναν ενιαίο καμβά φόντου της πόλης.

Από την άλλη πλευρά, η πολυκατοικία συμβολίζει τον θρίαμβο την ατομικότητας και της κοινωνικής αποξένωσης πάνω στο κουφάρι του (σε ένα βαθμό) ως τότε συλλογικού, με ότι ερμηνείες μπορεί αυτό να χωρέσει. Είτε αυτές οι ερμηνείες είναι η λογική ατομικού χτισίματος και της ατομικής διαπραγμάτευσης του καθενός για το πώς θα ωφεληθεί ο ιδιοκτήτης, είτε είναι η εσωστρέφεια που παράγει το μοντέλο της πολυκατοικίας με την ανύψωση του ατομικού διαμερίσματος – καταφυγίου, έναντι του εκφυλισμένου κοινόχρηστου – δημόσιου χώρου. Είτε ακόμα και με το ότι η πολυκατοικία με την επικράτησή της κατόρθωσε να πατήσει πάνω στη συλλλογική μνήμη των διαφορετικών χαρακτήρων και χρωμάτων της κάθε περιοχής και κατόρθωσε να καλλιεργήσει όνειρα πλουτισμού σε πολλά κομμάτια της κοινωνίας.

1985 – 2000

1985

Ο ΓΟΚ του 1985 εισάγει για πρώτη φορά την έννοια του ιδεατού στερεού, δεν περιορίζει τη μορφολογία των κτιρίων, καθώς και πριμοδοτεί την ύπαρξη συγκεκριμένων χώρων, όπως η πιλοτή και η κοινόχρηστη αίθουσα, με ποσοστό +40% επί της δομήσιμης επιφάνειας. Πριμοδοτεί επίσης την ύπαρξη ημιυπαίθριων χώρων και εξωστών με 20% επί του συντελεστή δόμησης. Προβλέπει την ελευθερία τοποθέτησης του κτιρίου μέσα στο οικόπεδο (με βάση πάντα το νοητό στερεό), χωρίς απαραίτητα να εφάπτεται στην οικοδομική γραμμή, με τον συντελεστή κάλυψης να παραμένει στο 70%. Προβλέπει ακόμα ως προς την τοποθέτηση της οικοδομής την υποχώρησή της προς τα μέσα, ώστ βάση του νοητού στερεού να προκύπτει ακόμα ένας τυπικός όροφος, αδιαφορώντας βέβαια για την επιβάρυνση του ακάλυπτου, ο οποίος μοιραία συρρικνώνεται. Προβλέπει τέλος μεγαλύτερους σε πλάτος  εξώστες.

2000

Η πιλοτή από τη δεκαετία του ’70 έχει αρχίσει να διαδίδεται, και τώρα γίνεται ευρέως διαδεδομένη, δίνοντας τη δυνατότητα πολύπλευρων συσχετίσεων ανάμεσα στον ακάλυπτο και τον δρόμο και αποτρέποντας παράλληλα την άμεση επαφή της κατοικίας με το δρόμο. Στην πράξη όμως δεν πήρε αυτά τα χαρακτηριστικά, κυρίως λόγω υλοποίησης (σχήμα, φωτεινότητα, ύψος, περιοριστικά κιγκλιδώματα, parking, κ.λπ.). Η συνεχής προμοδότηση συντελεστών κάλυψης και δόμησης, σαν κίνητρο από την πολιτεία για πιο βιώσιμες πολυκατοικίες και γειτονιές είχε εν τέλει αντίθετες συνέπειες. Τις περισσότερες φορές αυτό το κίνητρο χρησιμοποιήθηκε από τους εργολάβους, κατόπιν απαίτησης του κοινού, στην εξάντληση των δομίσιμων τετραγωνικών και οδήγησε στην προσαύξηση συνολικά του δομημένου περιβάλλοντος της πόλης. Οι όποιες νομικές προβλέψεις για ενεργό και ενοποιημένο τετράγωνο κατέληξαν να μην εφαρμόζονται, κάτω από τη σκιά της θεοποίησης του προσωπικού – ιδιωτικού χώρου και της υπέρμετρης ζήτησής του από τους μηχανικούς.

Ιδιαίτερο ρόλο στη δημιουργία της νέας πραγματικότητας της Αθήνας έπαιξε και το lifestyle των δεκαετιών του ’80 και του ’90, προβάλλοντας πρότυπα οικιακού καταναλωτισμού που μοιραία οδήγησαν σε έναν προσανατολισμό περισσότερο στο «μέσα» του διαμερίσματος της πολυκατοικίας (διακόσμηση, έπιπλα, χρώματα κ.λπ) και σε μια αδιαφορία για το «έξω» (κοινόχρηστοι χώροι, κ.λπ.). Χαρακτηριστικό της εποχής, που διαμόρφωσε το αθηναϊκό τοπίο είναι και η επιζητούμενη «μοναδικότητα» της κατασκευής. Με τον όρο αυτό περιγράφεται η συνολική απογοήτευση του κατοίκου – πελάτη από την «μονοτονία» και το «γκρίζο» της πολυκατοικίας του ’60 και η αναζήτηση στις νέες πια πολυκατοικίες της μοναδικής, απόλυτα «κεντροβαρικής» μορφής, που θα εξυπηρετεί και την «μοναδικότητά» του. Η κυρίαρχη αυτή λογική τροφοδότησε τη χρήση κάθε λογής χρωμάτων, μορφών, σχημάτων, παραδοσιακών στοιχείων ή και το συνδυασμό όλων μαζί, προς τέρψιν του αγοραστικού κοινού.

/Προθέσεις

Το ερώτημα για τις δυνατότητες μίας νέας διαπραγμάτευσης της σχέσης δημόσιου-ιδιωτικού αποτελεί κεντρικό ζήτημα στην αναζήτηση μιας παρέμβασης (ή μεθοδολογίας παρέμβασης) στο αστικό περιβάλλον. Αν οι σύγχρονες πόλεις, έχουν πλέον μετασχηματίσει αυτόν το διπολισμό σε αυτό που η Arendt ονομάζει «κοινωνικό», τότε μέσα από ποια πραγματικά δεδομένα μπορούμε να επαναφέρουμε τις δύο αυτές έννοιες στο επίκεντρο του σχεδιασμού;

O Henri Lefebvre, υιοθετώντας μια ανάλυση «διπλής όψης» για το πως συγκροτούνται οι πόλεις από τη νεωτερικότητα και μετά, κάνει αναφορά σε δύο παράλληλες διαδικασίες: την εκβιομηχάνιση και την αστικοποίηση. Απ’ τη μία έχουμε τον τρόπο με τον οποίο οργανώνει ο καπιταλισμός την παραγωγή, το εμπόριο, την κυκλοφορία και την κατανάλωση προϊόντων, ως κεντρικές δραστηριότητες της πόλης, ενώ απ’ την άλλη έχουμε όλες αυτές τις μη-παραγωγικές δραστηριότητες που συνεπάγεται η συγκέντρωση των ανθρώπων στα μητροπολιτικά κέντρα, που σύμφωνα με το Lefebvre εκτός από προϊόντα, παράγουν και έργα. Η μητροπολιτική συγκέντρωση για το Lefebvre δεν είναι μόνο ένα αποτύπωμα των νέων κοινωνικών-πολιτισμικών-οικονομικών δεδομένων, αλλά κυρίαρχα είναι ένα πεδίο συγκρούσεων. Αυτό που ο ίδιος ονομάζει «δικαίωμα στην πόλη» δεν είναι μόνο η διεκδίκηση περισσότερων ελεύθερων χώρων ή το δικαίωμα στην κατοικία. Είναι η γενικότερη αμφισβήτηση ενός πλαισίου ζωής, που καταστρέφει το συλλογικό, το μη-εμπορευματικό, την παραγωγή «έργου». Το δικαίωμα στην πόλη, μπορούμε να πούμε πως αποτελεί μια πρόταση επαναδιαπραγμάτευσης της σχέσης του ιδιωτικού και του δημόσιου, μέσα απ’ την αμφισβήτηση των κυρίαρχων νοηματοδοτήσεών τους. Αν το δικαίωμα στην πόλη, εκφράζεται στη διεκδίκηση του «αστικού», μπορούμε να δούμε μια άμεση σχέση με αυτό που η Arendt ορίζει ως «δημόσιο/πολιτικό». Τη διεκδίκηση ενός συλλογικού πλαισίου ζωής, που δεν είναι καθορισμένο απ’ τον κόσμο της αναγκαιότητας. Απ’ την άλλη, στην προβληματική του Lefebvre, η ιδιωτική σφαίρα της κατοικίας, αποτελεί ένα ιδιαίτερο πεδίο, όπου εκδηλώνεται το σύμπλεγμα εκβιομηχάνισης-αστικοποίησης. Αυτό σύμφωνα με τον ίδιο εκφράζεται με τη διάκριση του «habitat» και του «κατοικείν». Το habitat είναι η κατοίκηση, στην πιο ωμή έκφραση των κυρίαρχων πολιτιστικών προτύπων. Είναι όλες αυτές οι πρακτικές που αναπαράγουν στο πεδίο της καθημερινότητας τον ενδεδειγμένο τρόπο κατοίκησης του αστικού περιβάλλοντος. Αποτελεί ένα άθροισμα καταναγκασμών, εξαρτημένο απ’ τους ρυθμούς και τις απαιτήσεις της πόλης, ως τόπου παραγωγής προϊόντων. Έρχεται σε σύγκρουση με το «κατοικείν» που, όπως υποστηρίζει, είναι «η συμμετοχή σε μία κοινωνική ζωή». Πρόκειται μία σύνθετη κατάσταση, που διαπλέκεται με ένα πολύπλευρο τρόπο με τη δημόσια σφαίρα. Η αντίφαση habitat-κατοικείν στη σκέψη του Lefebvre μπορούμε να φανταστούμε πως αποτελεί ένα δυναμικό πεδίο όπου το «αστικό» μπορεί να επανακαθορίζεται.

Παρατηρούμε πως η πόλη, δυνητικά γίνεται το υλικό πεδίο όπου μπορούν να εκφραστούν αμφισβητήσεις απέναντι στα κυρίαρχα πρότυπα, είτε με την αναπαραγωγή παλαιότερων που έχουν διατηρηθεί στο συλλογικό υποσυνείδητο, είτε με την αναζήτηση πρωτότυπων μορφών κατοίκησης. Για παράδειγμα, η αυθόρμητη μαζική κριτική σε αυτό που χαρακτηρίστηκε ως «γκρίζα αθηναϊκή πολυκατοικία» ή «τσιμεντούπολη», δεν είναι μόνο αντανακλάσεις των πολιτιστικών μεταβολών, που συνδέονται με την επικράτηση νέων κυρίαρχων μοντέλων, όπως πχ ο μεταμοντέρνος ιστορικισμός. Είναι παράλληλα και ένα κενό. Μια δυνατότητα ανάπτυξης νέων κοινωνικο-χωρικών πειραματισμών, που απαντούν με ένα αυτόνομο τρόπο στους αναδυόμενους μαζικούς προβληματισμούς. Το σημαντικό είναι πως παρά τους μηχανισμούς κανονικοποίησης, πειθαρχίας και ελέγχου που αναπτύσσουν οι σύγχρονοι κρατικοί μηχανισμοί, δε μπορούν να σταματήσουν την ανάπτυξη ανταγωνιστικών μητροπολιτικών πρακτικών, όταν διάφορα κοινωνικά υποκείμενα, είτε για λόγους επιβίωσης, είτε για λόγους άρνησης, είτε γιατί διεκδικούν μια διαφορετική κοινωνικότητα, δε μπορούν να ενσωματωθούν στα κυρίαρχα πρότυπα.

Οι Negri και Hardt, αντιμετωπίζουν τη σύγχρονη μητρόπολη ως το ανάλογο του εργοστασίου για τη νεωτερικότητα. Το πλήθος, όντας το ανάλογο της εργατικής τάξης, πλέον δεν περιορίζει την ύπαρξή του μέσα στα όρια της παραγωγικής μονάδας. Αντίθετα, το σύγχρονο πλαίσιο παραγωγής απλώνεται σε όλη τη μητρόπολη σε πολλαπλά επίπεδα. Όπως το εργοστάσιο αποτέλεσε το σημείο όπου οι εργάτες, συγκεντρώθηκαν, κοινωνικοποιήθηκαν και οργανώθηκαν, έτσι η μητρόπολη λειτουργεί για το πλήθος. Δε φέρει μόνο τα αρνητικά του «κοινωνικού» για τα οποία μιλάει η Arendt, αλλά και τις δυνατότητες ανάπτυξης, του «κοινού», όπως ορίζεται απ’ τους Negri και Hardt. Τα «κοινά», αποτελούν υλικά ή άυλα αγαθά που συνεχώς κατασκευάζουν οι άνθρωποι στην καθημερινότητα της μητρόπολης. Ξεχωρίζουν από αυτό που ορίζεται ως δημόσιο στις σύγχρονες κοινωνίες, όχι γιατί είναι ιδιωτικά, αλλά γιατί προκύπτουν μέσα απ’ την αυτενέργεια ή αυτοοργάνωση των κοινωνικών υποκειμένων, χωρίς τη διαμεσολάβηση του κράτους. Σύμφωνα με τον Harvey το δημόσιο, μπορεί να πάρει το χαρακτήρα του «κοινού» και μάλιστα ευνοεί την ανάπτυξή του, όταν τα κοινωνικά υποκείμενα το οικειοποιούνται. Η διεκδίκηση δημόσιου χώρου και η δημιουργία «κοινών», δεν είναι απλά παράλληλες, αλλά αλληλοδιαπλεκόμενες διαδικασίες. Στη μητρόπολη, οι Negri και Hardt, βλέπουν και μία άλλη διαδικασία, που ονομάζουν «απρόβλεπτη τυχαία συνάντηση». Είναι, η καθημερινή ακαθόριστη διαπλοκή των ατόμων στο αστικό περιβάλλον, μέσα στο πλαίσιο παραγωγής, κατανάλωσης, κυκλοφορίας, ψυχαγωγίας κλπ. Ενώ μπορεί να είναι μην πάντοτε επιθυμητή, η μητρόπολη την επιβάλει με ένα δικό της ρυθμό, καταστρέφοντας πολλές φορές την κοινή ζωή του πλήθους. Φαίνεται πως και στην προβληματική των Negri και Hardt, η σχέση δημόσιου-ιδιωτικού παίζει καθοριστικό ρόλο, μιας και η παραβίαση του ενός ή του άλλου ορίου μπορεί να αφαιρέσει τη συνθήκη ύπαρξης ή γέννησης του «κοινού». Δεν είναι τυχαίο πως στη «συνάντηση» δίνουν αντίστοιχη έμφαση με το «κοινό».

21_AthensΟι έννοιες, του «κοινού», της «συνάντησης», του «κατοικείν», της «πόλης-έργου», μπορούν να εμπλουτίσουν τη συζήτηση γύρω απ’ το δημόσιο-ιδιωτικό, προσφέροντας εργαλεία για χωρικές παρεμβάσεις στο σύγχρονο αστικό περιβάλλον που ευνοούν την ανάπτυξη αυτής της σχέσης, ως συνθήκη κοινωνικότητας, παρά αποκλεισμού, ως μια αναζήτηση του «πολιτικού βίου» με τα λόγια της Arendt, όπου τα άτομα δε θα αντιλαμβάνονται τη συμμετοχή τους στη δημόσια ζωή ως μέσο για την ιδιωτική τους ευημερία, αλλά ως απόλαυση της ισότιμης συμμετοχής στη ζωή ενός συλλογικού υποκειμένου. Ακριβώς όμως επειδή η αρχιτεκτονική, δε μπορεί να εκβιάσει τέτοιες διαδικασίες (όπως μπορεί καλοπροαίρετα να θεωρούσε κάποτε), οφείλουμε να αντιληφθούμε τέτοιες παρεμβάσεις, ως πεδία/υποδοχές παρά ως σημαίνοντα αντικείμενα, ως δυναμικές/μεταβαλλόμενες μορφές παρά ως στατικές οντότητες. Για να ενεργήσει ένας χώρος με αυτό τον τρόπο, πρέπει πάνω απ’ όλα να προκύψει ως ανάγκη ή επιθυμία των υποκειμένων που θα τον κατοικήσουν. Απέναντι στις μεγάλες παρεμβάσεις που ανεξάρτητα απ’ τις προθέσεις που τις διέπουν, συνοδεύονται από μία βίαιη επιβολή πάνω στην αστική πραγματικότητα και πολλές φορές αποσκοπούν σε μία επαναδιευθέτηση, έλεγχο ή αξιοποίηση του προς όφελος της οικονομικής εξουσίας (πχ gentrification), αναζητάμε μεθόδους που ξεκινώντας απ’ το κυτταρικό, μπορούν πολλαπλασιάζονται μεταβάλλοντας το αστικό περιβάλλον μέσα απ’ την προθυμία των ίδιων των χρηστών του. Το αθηναϊκό αστικό τοπίο, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, διατηρεί μία σειρά από κοινά στοιχεία, που δικαιολογεί την ανάπτυξη «μοντέλων παρέμβασης» που επιδιώκουν να επαναδιαπραγματευτούν αυτή τη σχέση. Η αναζήτηση αυτή, προτείνουμε να γίνει πάνω στην ελάχιστη μονάδα, που συγκροτεί τον αθηναϊκό αστικό ιστό. Αυτό, όπως είδαμε έχει παραδόξως μια διττή φύση. Έχουμε το οικοδομικό το τετράγωνο (ως θεσμική μονάδα) και την πολυκατοικία (ως πραγματική μονάδα). Αυτή η ένταση, που παράγεται ανάμεσα σ’ αυτή τη σχέση, οι αντιφάσεις που τη διέπουν, αλλά και τα πρωτότυπα στοιχεία που κρύβει, αποτελούν το πεδίο πάνω στο οποίο μπορούμε να φανταστούμε μια αναδιάταξη των ορίων και πιθανόν μια γέννηση νέων χώρων που δεν είναι ούτε προέκταση των ιδιωτικών των κατοικιών, ούτε η αναπαραγωγή των ελαχιστοποιημένων,λειτουργικών κοινόχρηστων της πολυκατοικίας. Μπορούμε να φανταστούμε δηλαδή αυτή την επαναδιαπραγμάτευση μέσα από ένα μοντέλο δεσίματος των εσωτερικών στοιχείων του οικοδομικού τετραγώνου και ανάπτυξης εξωτερικών συσχετίσεων με το περιβάλλον, σε μία χρονικά δυναμική εφαρμογή.

/Ανάλυση περιοχής

Οι περιοχές γύρω από το εμπορικό κέντρο της Αθήνας όπως τα Πατήσια, η Κυψέλη, η Αττική, οι Αμπελόκηποι, το Παγκράτι, κ.λπ., έχουν σε μεγάλο βαθμό διαμορφώσει τη σημερινή τους εικόνα μέσα από την επικράτηση της τυπικής αθηναϊκής πολυκατοικίας ως μοναδικό μοντέλο οικιστικής ανάπτυξης. Πρόκειται για περιοχές οι οποίες πέρα από μικρές διαφοροποιήσεις παρουσιάζουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά. Η επιλογή περιοχής που κάνουμε είναι ενδεικτική και η πρόθεσή μας είναι να συγκεντρώνει όσο το δυνατόν περισσότερα τυπικά χαρακτηριστικά αυτού του μοντέλου. Το Παγκράτι σε μεγάλο βαθμό ικανοποιεί αυτές τις απαιτήσεις μιας και στις διάφορες γειτονιές του συναντάμε παραλλαγές αυτού του μοντέλου που μπορούν να αποδώσουν μια αρκετά ολοκληρωμένη εικόνα για την ποικιλία που μπορεί να παρουσιάσει.

Το Παγκράτι είναι μια αρκετά πυκνοδομημένη περιοχή η οποία βρίσκεται στο νοτιοανατολικό μέρος του Αθηναϊκού κέντρου. Διαμορφώνει σε πολύ μεγάλο βαθμό τη σημερινή του όψη τις δεκαετίες ’50 – ’70. Είναι η εποχή όπου κτίζεται ο πιο διαδεδομένος τύπος αθηναϊκής πολυκατοικίας. Πρόκειται για τους κυβικούς όγκους με τα (δύο συνήθως) ρετιρέ στους τελευταίους ορόφους, τους μικρούς φωταγωγούς, τα ελαχιστοποιημένα έρκερ, τα στενά μπαλκόνια, τα ημιυπόγεια, τις σχετικά μεγάλες εισόδους και τους σκοτεινούς, μικρούς κοινόχρηστους χώρους. Βεβαίως συναντάμε και κάποια παραδείγματα προηγούμενων δεκαετιών, αλλά είναι ελάχιστα, όπως και κάποιες λαϊκές μονοκατοικίες που εντοπίζονται διάσπαρτες σε οικοδομικά τετράγωνα της περιοχής. Πολυκατοικίες τις δεκαετίες του ’80 – ’90, όπως και σύγχρονες, συναντώνται αρκετά συχνά, ιδίως στις γειτονιές που συνορεύουν με το Μετς και τον Βύρωνα. Με εξαίρεση την περιοχή γύρω από την πλατεία Βαρνάβα το ρυμοτομικό σχέδιο του Παγκρατίου είναι το τυπικό ορθοκανονικό που συναντάται στις γύρω περιοχές του κέντρου. Οι χρήσεις στα υπόγεια των πολυκατοικιών είναι κυρίως τοπικού εμπορίου, και ακολουθώντας μια σειρά δυναμικής: ψυχαγωγία/εστίαση, γραφεία, φαρμακεία, υπηρεσίες κ.λπ. Η πυκνότητα και τα είδη αυτών των χρήσεων δεν είναι ίδια σε όλο το Παγκράτι αλλά έχουν μια συγκεκριμένη κατανομή στον χώρο. Οι βασικοί οδικοί άξονες που διασχίζουν το Παγκράτι είναι οι: Υμηττού, Φιλολάου, Ερατοσθένους, Φορμίωνος και Σπ.Μερκούρη, ενώ η λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας αποτελεί το φυσικό όριο με την περιοχή του κέντρου.

Η σχέση με τους οδικούς άξονες, η πυκνότητα και τα είδη χρήσεων όπως και οι γειτνιάσεις με άλλες περιοχές, διαμορφώνουν διαφορετικά χαρακτηριστικά στις γειτονιές του Παγκρατίου. Μπορούμε να διακρίνουμε τέσσερις κατηγορίες:

α) εμπορικό κέντρο: εμπορική χρήση των ισογείων, ύπαρξη κάποιων μεγακαταστημάτων, στοές στις πολυκατοικίες
β) μεικτές γειτονιές: τυπική ρυμοτομία, ισορροπημένη σχέση χρήσεων ισογείων
γ) Φιλολάου: οργανώνει αξονικά τοπικές χρήσεις, εκατέρωθεν κυρίως κατοικία
δ) πλατεία Βαρνάβα: ρυμοτομική ιδιαιτερότητα – όχι τυπικά τετράγωνα. Δύο πλευρές. Η μία, κυρίως κατοικία με παραδείγματα σύγχρονων πολυκατοικιών. Η άλλη, μικτές χρήσεις.

Οι κατηγορίες που διακρίνουμε βοηθούν στην κατανόηση των χαρακτηριστικών της περιοχής προκειμένου να εξετάσουμε με ένα συγκεκριμένο τρόπο το πώς εκφράζεται η ένταση της σχέσης που προσπαθούμε να επαναδιαπραγματευτούμε. Δεν αποτελούν απλώς υποκατηγορίες της περιοχής του Παγκρατίου, αλλά (κυρίως οι Α και Β) «είδη» γειτονιών που συναντάμε και στις υπόλοιπες περιφερειακές περιοχές του κέντρου. Μπορούμε επομένως να υποστηρίξουμε πως το μοντέλο που αναζητάμε μπορεί να βρίσκει εφαρμογή σε μια σειρά από αντίστοιχες γειτονιές, στο βαθμό που καλείται να επιλύσει κοινά προβλήματα σε παρεμφερή περιβάλλοντα. Με αυτό το σκεπτικό επιλέγουμε την περιοχή Β2 μιας και συγκεντρώνει χαρακτηριστικά που επαναλαμβάνονται σε αρκετές περιοχές της Αθήνας.

22_pezodromioπεζοδρόμιο

Αποτελεί το όριο ανάμεσα στο οικοδομικό τετράγωνο και τον περιβάλλοντα χώρο. Εξυπηρετεί κυρίως την πεζή δημόσια κίνηση στην περίπμετρο του τετραγώνου και τη διανομή των κατοίκων στις πολυκατοικίες μέσω των εισόδων τους.

είσοδοι-ισόγεια

26_eisodoiΗ είσοδος είναι ο μεταβατικός χώρος ανάμεσα στο μέσα και το έξω της πολυκατοικίας. Συγκροτεί μια υβριδική κατάσταση δημόσιου και ιδιωτικού χώρου. Στην πρώτη κατηγορία παίρνει το χαρακτήρα της υπερυψωμένης εισόδου ανάμεσα στα ημιυπόγεια και στα ισόγεια, ενώ στη δεύτερη συνήθως συνδυάζεται με την pilotis. Στα ισόγεια των πολυκατοικιών της πρώτης κατηγορίας συναντώνατι κατοικίες και εμπορικές ή άλλες χρήσεις σε αντίστοιχα ποσοστά. Το ίδιο συμβαίνει και στη δεύτερη κατηγορία όταν δεν έχουμε pilotis. Στην τρίτη, εκτός από τον όγκο της μονοκατοικίας συνήθως υπάρχουν αυλές.

23_opseisόψεις

Δημιουργούν ένα ενιαίο μέτωπο προς το εξωτερικό περιβάλλον, με βαθμιαία υποχώρηση στους τελευταίους ορόφους (ρετιρέ). Με εξαίρεση τις περιπτώσεις ύπαρξης μονοκατοικίας ή pilotis σε κάποια πολυκατοικία, η επιφάνεια που σχηματίζεται είναι συμπαγής χωρίς κενά.

κινήσεις

27_kiniseisΠρόκειται για τα κλιμακοστάσια και τους διαδρόμους των πολυκατοικιών. Μαζί με την είσοδο είναι οι κοινόχρηστοι χώροι της πολυκατοικίας. Ο ρόλος τους είναι η διανομή στα διαμερίσματα και οι διαστάσεις τους είναι ελαχιστοποιημένες. Τα χαρακτηριστικά αυτών των χώρων εντοπίζονται με ελάχιστες διαφοροποιήσεις και στις δύο πρώτες κατηγορίες.

24_akalyptosακάλυπτος

Αποτελεί το υπόλοιπο του δομημένου χώρου των οικοπέδων του τετραγώνου. Δεν είναι προϊόν σχεδιασμού και σχηματίζει τον αρνητικό όγκο του οικοδομικού τετραγώνου. Η επανάληψή του σε όλα τα οικοδομικά τετράγωνα δημιουργεί ένα άθοροισμα από περιφραγμένους αναξιοποίητους χώρους.

μπαλκόνια

28_balkoniaΕίναι η υπάιθρια εκτόνωση των διαμερισμάτων προς την εξωτερική πλευρά του οικοδομικού τετραγώνου και είναι διαχωρισμένα ανά κατοικία. Επαναλαμβάνονται κατ’ όροφο ενώ στα ρετιρέ οι διαστάσεις τους υπερδιπλασιάζονται. Στην πρώτη κατηγορία λόγω του μικρού πλάτους τους χρησιμοποιούνται κυρίως για βοηθητικές χρήσεις (άπλωμα ρούχων κ.λπ.). Στη δεύτερη, έχοντας μεγαλύτερες διαστάσεις, πολλές φορές αποτελούν συνέχεις των χώρων διημέρευσης του διαμερίσματος. Στην τρίτη κατηγορία οι διαστάσεις τους είναι αμεληταίες.

25_domataδώματα-ρετιρέ

Δημιουργούν το κατακόρυφο τελείωμα των επιμέρους κτιρίων του τετραγώνου. Διαμορφώνουν ένα βαθμιδωτό ανάγλυφο και είναι διαχωρισμένα μεταξύ τους. Σε αντίθεση με τα μπαλκόνια των ρετιρέ που χρησιμοποιούνται ως ευρύχωροι υπαίθριοι χώροι για τις κατοικίες, στα δώματα συναντώνται κυρίως μηχανολογικές εγκαταστάσεις.

ανοίγματα

29_anoigmataΠρόκειται για τις οπτικές σχέσεις που δημιουργούνται ανάμεσα στα διαμερίσματα και στο εξωτερικό-εσωτερικό του οικοδομικού τετραγώνου, αλλά και για τον έλεγχο των προσβάσεων στους διάφορους χώρους της πολυκατοπικίας μέσω των πορτών.

/Μέθοδος Παρέμβασης

Ο συνδυασμός του θεωρητικού πλαισίου και της ανάλυσης της περιοχής μελέτης καθορίζουν μια μέθοδο πολυεπίπεδης παρέμβασης που υλοποιείται μέσα από την ανάπτυξη συγκεκριμένων συνθετικών εργαλείων. Τα επίπεδα που διακρίνουμε, αντιστοιχούν στην ανάγκη προσδιορισμού της σχέσης δημόσιου – ιδιωτικού σε μία πολλαπλή κλίμακα. στη μέθοδο που προτείνουμε διακρίνουμε τέσσερα επίπεδα. Κάθε ένα από αυτά αντιστοιχεί σε συγκεκριμένες παρεμβάσεις στον όγκο της μονάδας της πολυκατοικίας. Έτσι διαμορφώνουμε τέσσερα πεδία παρέμβασης που ξεκινώντας απ’ αυτήν συγκροτούν τη συνολική μας παρέμβαση στο οικοδομικό τετράγωνο. Τα πεδία αυτά με τη σειρά τους αναλύονται σε συνθετικά εργαλεία τα οποία εφαρμόζονται ανάλογα με τα χαρακτηριστικά της κάθε πολυκατοικίας.

Πρώτο επίπεδο

α1/ διεύρυνση των κοινόχρηστων χώρων γύρω από το κλιμακοστάσιο - εφαρμόζεται στις κατηγορίες πολυκατοικιών '50-'70 και '85-'00
α1/ διεύρυνση των κοινόχρηστων χώρων γύρω από το κλιμακοστάσιο – εφαρμόζεται στις κατηγορίες πολυκατοικιών ’50-’70 και ’85-’00

Χώροι οι οποίοι αναφέρονται στην κλίμακα της πολυκατοικίας. Λειτουργούν σαν προέκταση των κοινόχρηστων των διαμερισμάτων. Τους αναζητούμε γύρω από το κλιμακοστάσιο και τους διαδρόμους κίνησης, που αποτελούν τους σημερινούς κοινόχρηστους χώρους της πολυκατοικίας. Η τοποθέτησή τους έχει σαν στόχο την ενοποίηση των διαμερισμάτων κατά όροφο. Οι χώροι που δημιουργούνται, εκτός από τον χαρακτήρα της κοινής διημέρευσης ανάμεσα στις γειτονικές κατοικίες, αναπτύσσουν συσχετίσεις με τον ακάλυπτο χώρο του οικοδομικού τετραγώνου και κατ’ επέκταση με τους αντίστοιχους χώρους των απέναντι πολυκατοικιών. Ταυτόχρονα, περικελείουν τις κατακόρυφες κινήσεις και επομένως τις διανομές στο δώμα, τον ακάλυπτο και την είσοδο.

Δεύτερο επίπεδο

b1/ διαμόρφωση χώρου στον κορμό της πολυκατοικίας με ισότιμη προσφορά τετραγωνικών από τα διαμερίσματα
b1/ διαμόρφωση χώρου στον κορμό της πολυκατοικίας με ισότιμη προσφορά τετραγωνικών από τα διαμερίσματα – εφαρμόζεται στις δύο κατηγορίες πολυκατοικιών (’50-’70 και ’85-’00) ενώ στην τρίτη κατηγορία (μονοκατοικίες) το εργαλείο εφαρμόζεται στο δώμα

Αναζήτηση χώρων οι οποίοι εμπεριέχουν συλλογικές δραστηριότητες για το οικοδομικό τεράγωνο. Τοποθετούμε από έναν σε κάθε πολυκατοικία του τετραγώνου, ανάλογα με το μέγεθός της και τις δυνατότητες παρέμβασης. Έχουν συγκεκριμένες χρήσεις που καθορίζονται από τις ανάγκες των κατοίκων του τετραγώνου. Τους αναζητούμε στον κορμό των πολυκατοικιών, προς την πλευρά της πρόσοψης. Διαμορφώνονται με την ισότιμη προσφορά τετραγωνικών μέτρων από τα διαμερίσματα του ορόφου. Οι χώροι αυτοί είναι καθημερινής χρήσης και απευθύνονται κυρίαρχα στους κατοίκους του τετραγώνου. Παραδείγματα τέτοιων χώρων είναι: βιβλιοθήκη, καλλιτεχνικό εργαστήρι, υπολογιστές, (θερινό) σινεμά, συνελεύσεις/εκδηλώσεις, μουσική κ.λπ.

Τρίτο επίπεδο

c1/ ενοποίηση των δωμάτων/ρετιρέ με βάση το ανάγλυφό τους - προοπτική ένωσης με γειτονικά c2/ ενιαία διαμόρφωση ακάλυπτου με παράλληλο κατακόρυφο άνοιγμα της πολυκατοικίας προς αυτόν -εφαρμόζεται στις δύο κατηγορίες πολυκατοικιών '50-'70 και '85-'00
c1/ ενοποίηση των δωμάτων/ρετιρέ με βάση το ανάγλυφό τους – προοπτική ένωσης με γειτονικά
c2/ ενιαία διαμόρφωση ακάλυπτου με παράλληλο κατακόρυφο άνοιγμα της πολυκατοικίας προς αυτόν
-εφαρμόζεται στις δύο κατηγορίες πολυκατοικιών ’50-’70 και ’85-’00

Ελεύθεροι, υπαίθριοι χώροι που διαμορφώνονται ενιαία σε δύο επίπεδα του οικοδομικού τετραγώνου. Στον ακάλυπτο και στο δώμα. Στην περίπτωση του ακάλυπτου συναντάμε αφενός το δίκτυο συνδέσεων ανάμεσα στις πολυκατοικίες στο επίπεδο του ισογείου και αφετέρου χώρους στάσης και φύτευσης. Η δυναμική αυτών των χώρων εξαρτάται από τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά του εκάστοτε ακάλυπτου. Το δώμα το αντιμετωπίζουμε ως μία ενότητα, μαζί με τα μπαλκόνια των ρετιρέ. Όπως και στον ακάλυπτο, έτσι κι εδώ, έχουμε ενοποιημένους υπαίθριους χώρους οι οποίοι, λόγω της ογκομετρικής διαμόρφωσης των πολυκατοικιών (ανάγλυφο ρετιρέ), αναπτύσσουν εξωστερφείς σχέσεις με το γειτονικό περιβάλλον. Τόσο ο ακάλυπτος όσο και το δώμα αποτελούν σημεία ενός δικτύου ελεύθερων χώρων που αναπτύσσεται ανάμεσα στα γειτονικά οικοδομικά τετράγωνα. Στον ακάλυπτα αυτό επιδιώκεται είτε μέσω της διάνοιξης διόδου στο επίπεδο του ισογείου, είτε με την αξιοποίηση της pilotis. Στο δώμα, πέρα από τις οπτικές σχέσεις που αναπτύσσονται, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη γεφυρώσεων όπου αυτές κρίνονται επιθυμητές.

Τέταρτο επίπεδο

33_d
d1/ διάνοιξη της εισόδου, δημιουργία άμεσων προσβάσεων στον ακάλυπτο d2/ ένωση δικτύου με παρέμβαση του επίπεδου στον δρόμο -εφαρμόζεται και στις τρεις κατηγορίες (’50-’70, ’85-’00 και μονοκατοικίες), για το d1 στη δεύτερη κατηγορία αξιοποιείται συνήθως η pilotis, ενώ στην τρίτη η αυλή

Πρόκειται για χρήσεις με ευρεία εμβέλεια που αναφέρονται στο επίπεδο της γειτονιάς. Αυτό που επιχειρούμε σε αυτό το επίπεδο είναι η αναδιοργάνωση τέτοιων χρήσεων, οι οποίες καταλαμβάνουν συνήθως χώρους ισογείων. Στην παρέμβασή μας, αυτό συμβαίνει με την τοποθέτηση αυτών των χρήσεων στους χώρους εκατ’ερωθεν του δικτύου προσβάσεων. Επιχειρούε δηλαδή μια ανακατανομή ανάμεσα στις κατοικίες και τις υπόλοιπες χρήσεις του ισογείου, ώστε οι δεύτερες να συνδέονται άμεσα με τις προσβάσεις. Στα πλαίσια αυτής της ανακατανομής που γίνεται στο επίπεδο της γειτονιάς ελέγχεται η επανάληψη συγκεκριμένων χρήσεων ανάλογα με το είδος τους και τις ανάγκες που εξυπηρετούν. Παράλληλα χώροι μικρού εμπορίου που έχουν κλείσει  αξιοποιούνται σε αυτήν την ανακατανομή φιλοξενώντας νέες προτεινόμενες χρήσεις. Έτσι δημιουργείται μια γκάμα από τις εξής χρήσεις: μικρό εμπόριο, κοινωνικές υπηρεσίες, εργαστήρια (π.χ. ξυλουργεία), συνεργεία, πολιτιστικοί χώροι (π.χ., μικρά θέατρα), οικιακές υποδομές (π.χ. συλλογικά πλυντήρια), γραφεία κ.λπ.

/Ολοκληρωμένη μονάδα παρέμβασης σε πολυκατοικία

Αναζητάμε ένα σύστημα το οποίο μέσα από προσθήκες και προσαρμογές μπορεί να υλοποιεί τα συνθετικά εργαλεία σε μία ενιαία μορφή. Η προτίμηση ενός τέτοιου συστήματος συμβαίνει για τρεις κυρίως λόγους. Πρώτον, για τη συγκρότηση ενός κοινού λεξιλογίου που να είναι ευανάγνωστο στα πλαίσια του αστικού περιβάλλοντος. Δεύτερον, λόγω του πλεονεκτήματος που έχει η επαναλαμβανόμενη χρήση μιας βασικής γεωμετρίας (τρίγωνο) στη συνοχή και στον έλεγχο του συνόλου. Τρίτον, στη δημιουργία ομαλών μεταβάσεων ανάμεσα στις οριζόντιες και στις κατακόρυφες γεωμετρίες των πολυκατοικιών.

/Ενδεικτικοί βαθμοί παρέμβασης σε οικοδομικό τετράγωνο

Για κάθε πολυκατοικία/τετράγωνο ο βαθμός παρέμβασης μπορεί να διαφέρει. Η παρέμβαση συμβαίνει με την επιλογή μερικών ή όλων των στοιχείων που συγκροτούν τη μορφή. Η συνολική ανάπτυξη του συστήματος στο τετράγωνο δεν είναι το αποτέλεσμα της εξάντλησης όλων των εργαλείων σε όλες τις πολυκατοικίες, αλλά προκύπτει μέσα από την αξιολόγηση και τοποθέτηση κάθε χώρου στο κατάλληλο σημείο.

/Αποτύπωση υφιστάμενης κατάστασης οικοδομικού τετραγώνου παρέμβασης35_apotyposi_yfistamenou_2

34_apotyposi_yfistamenou/Διάγραμμα παρεμβάσεων στο οικοδομικό τετράγωνο

36_diamorfosi_akalyptouΔιαμόρφωση ακάλυπτου

Διαδρομή που ενώνει εσωτερικά το τεράγωνο με αναφορά στις υπόλοιπες παρεμβάσεις

Πρανή με φύτευση

Σημεία συνάντησης και στάσης

37_anoigma_prosvasewnΆνοιγμα προσβάσεων

Τοποθέτηση στις πολυκατοικίες 1 και 6. Χρήση των pilotis των πολυκατοικιών 2 και 4 ως προσβάσεις

Μεταφορά των εμπορικών καταστημάτων της πολυκατοικίας 7 εκατέρωθεν της νέας εισόδου στην 6

Χρήση ολόκληρου του ισογείου της πολυκατοικίας 1 για: ιατρείο (υπάρχον), ξυλουργείο και ανταλλακτική αποθήκη

Ανακατανομή των επιρρεαζόμενων κατοικιών των ισογείων με μεταφορά τους στους χώρους που βρίσκονται τα καταστήματα. Παράλληλα δημιουργία διώροφων διαμερισμάτων στις περιπτώσεις που έχουμε ημιυπόγεια

38_anoigma_pyrinwnΆνοιγμα πυρήνων

Τοποθέτηση στις πολυκατοικίες 1,4,5,6 και 7

Τρεις μορφές συσχετίσεων: στο ισόγειο διαδρομή ακαλύπτου, στον κορμό ένωση ένθετων χώρων, στο δώμα ενοποίηση δώματος

Χώροι ελεγχόμενης «ανοιχτότητας»

39_enthetoi_hwroiΈνθετοι χώροι

Τοποθέτηση στις πολυκατοικίες 1,5,6 και 7 και στην οροφή της μονοκατοικίας 3

Χρήσεις: στην 1 συνελεύσεις/εκδηλώσεις, στην 3 θερινό σινεμά, στην 5 δανειστική βιβλιοθήκη, στην 6 χώρο υπολογιστών, στην 7 καλλιτεχνικό εργαστήρι

Μέσω των πυρήνων αναπτύσσουμε μια διαδρομή η οποία ενοποιεί αυτούς τους χώρους στο επίπεδο του κορμού.

40_enopoiisi_dwmatosΕνοποίηση δώματος

Προέκταση των στοιχείων των πυρήνων πάνω στο ανάγλυφο του δώματος/ρετιρέ με δημιουργία στεγασμένων – ημιστεγασμένων χώρων

Δημιουργία διαδρομής που ενοποιεί τα δώματα και τα ρετιρέ μεταξύ τους

Διαμόρφωση του επιπέδου του δώματος με χώρους φύτευσης και στάσης

/Δίκτυο ένθετων χώρων

41_diktyo_enthetwn_hwrwn

/Κατόψεις

Κάτοψη ισογείου
Κάτοψη ισογείου
Κάτοψη τυπικού ορόφου
Κάτοψη τυπικού ορόφου
Κάτοψη στο επίπεδο των ρετιρέ
Κάτοψη στο επίπεδο των ρετιρέ

/Όψεις – Τομές

Όψη από την οδό Εργοτίμου
Όψη από την οδό Εργοτίμου
Τομή Α
Τομή Α
Τομή Β
Τομή Β

/Κατασκευαστικές λεπτομέρειες

48_kataskevastikes_leptomereies

Συντάκτης: Αριστερή Κίνηση Εργαζόμενων Αρχιτεκτόνων - ΑΚΕΑ

Συλλογικότητα άνεργων, μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων αρχιτεκτόνων, που δραστηριοποιείται στον ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ και όχι μόνο.

One thought on “Από την πολυκατοικία στο τετράγωνο: Ένα μοντέλο επαναδιαπραγμάτευσης του δημόσιου και του ιδιωτικού”

  1. Εξαιρετική εργασία αν και έχω μία επιφύλαξη σχετικά με τον επιπλέον περιορισμό του εσωτερικού ακάλυπτου χώρου. Χρήσιμη επίσης θα ήταν και η βιβλιογραφική αναφορά.

Σχολιάστε